Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

26 Δεκ 2023

«Κυριακάτικη Βόλτα»


Είναι 20 Ιουλίου 1499. Με τον αδελφό μου ανοιχτήκαμε στη θάλασσα για τη συνηθισμένη κυριακάτικη βόλτα. Με το οικογενειακό σκαρί.  Όλα είναι υπέροχα! Τα δελφίνια μας συνοδεύουν -παίζοντας στα κύματα- με τις διακριτικές, τσιριχτές κραυγές τους. Ψάρια όλων των ειδών κολυμπούν πλάι μας στα διάφανα νερά. Καθόμαστε στην κουπαστή, αγναντεύοντας τη θάλασσα. Στην πόλη μας τα πάντα είναι όμορφα, γεμάτα ζωντάνια και χαρά για όλους τους ανθρώπους. 
 Κάποια στιγμή διακρίναμε κάτι παράξενο μακριά, στον ορίζοντα της θάλασσας. Δε δώσαμε τη δέουσα προσοχή, την απαιτούμενη σημασία! Ύστερα από λίγο, καταλάβαμε πως πλησιάζει μεγάλη φουρτούνα. Πανικοβληθήκαμε. Μα έτσι δε θα καταφέρναμε κάτι! Γυρίσαμε αμέσως στο πλοίο, για να φύγουμε προς άγνωστη κατεύθυνση. 
Ήμασταν σκεπτικοί, προβληματισμένοι. Τι θα συνέβαινε αργότερα;Πώς θα επιβιώναμε; Μπορούσαμε να τα καταφέρουμε;
Τότε συνέβη κάτι ακόμη πιο παράξενο, ξεκάθαρα τρομακτικό! Η φουρτούνα  ερχόταν κατευθείαν προς το μέρος μας! Σαν αδίστακτος δολοφόνος ζητούσε να μας καταπιεί...Βιαστικά ανοίξαμε πανιά, για να φύγουμε. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα! Την επομένη βρεθήκαμε σ' έναν ξένο, πρωτόγνωρο τόπο. Αποβιβαστήκαμε. Έπρεπε να διερευνήσουμε τις προοπτικές επιβίωσης μας! Γρήγορα καταλάβαμε πως είχαμε καταλήξει σ' ένα νησί άγριο, ανεξερεύνητο και κυρίως... ακατοίκητο! Όλα ήταν πανέμορφα! Υπήρχαν πανύψηλα δέντρα με μαγικούς καρπούς, οργιώδης βλάστηση τριγύρω και μικρά πουλιά που έπαιζαν χαρούμενα στις φωλιές τους. Τα μεγαλόσωμα ζώα αποδείχτηκαν στην πορεία άκακοι γίγαντες: κυνηγούσαν ίσα για να φροντίσουν την οικογένεια κι έπειτα ζούσαν αρμονικά με την υπόλοιπη φύση. Όλα ήταν μαγευτικά, συναρπαστικά. Μετά αποφασίσαμε να πάμε στην παραλία που αράξαμε, να δούμε τι απέγινε το πλοίο μας. Ήταν σε κακή κατάσταση! Σκεφτήκαμε λίγο, ψάξαμε πολύ και βρήκαμε ένα μικρό, μισοχαλασμένο σπιτάκι, για να προστατευτούμε και να επιβιώσουμε στο νησί.
Σιγά σιγά το επιδιορθώσαμε, το περιποιηθήκαμε το αγαπήσαμε λίγο λίγο. Τα χρόνια έρρεαν γρήγορα, κυλούσαν σα γάργαρο νερό. Μεγαλώναμε σιγά σιγά. Κάποια στιγμή, όπως καθόμασταν στην παραλία, είδαμε ένα πλοίο να έρχεται προς το μέρος μας. Σηκωθήκαμε απότομα και κοιτάξαμε στη θάλασσα.Ύστερα σηκώσαμε τα χέρια, για να μας δουν. Φωνάζαμε και κάναμε κάθε λογής σινιάλα. Τελικά μας είδαν κι ήρθαν στο νησί. Όταν κατέβηκαν από το πλοίο, είδαμε πως επιβάτες ήταν οι γονείς μας. Με συγκίνηση τρέξαμε, χωρίς δεύτερη σκέψη, να τους αγκαλιάσουμε. Επιβιβαστήκαμε στο πλοίο και φύγαμε για το σπίτι. Οι γονείς μας είπαν πως γύρισαν όλον τον κόσμο, ψάχνοντας να μας βρουν, αλλά τελικά τα κατάφεραν. Στο τέλος γυρίσαμε όλοι  ασφαλείς και δεν χωριστήκαμε ποτέ ξανά. Ήταν ένα ταξίδι ιδιαίτερο, που δε θα ξεχάσω -ούτε εγώ ούτε ο αδελφός μου-. Ποτέ μας!





25 Δεκ 2023

«Άγρια θάλασσα!»


Όλοι ξέρουμε πως η αγάπη ξεπερνά κάθε εμπόδιο, κάθε δυσκολία. Μπορεί να ξεπεράσει, όμως, την αδίστακτη θάλασσα; Μπορεί την τεράστια απόσταση;
   Στην Αρχαία Ελλάδα οι άνθρωποι είχανε έναν απλό κι ήρεμο τρόπο ζωής, χωρίς πολλή αναστάτωση. Στην πόλη, όπου βασιλιάς ήταν ο Έκτορας, ένα ξαφνικό γεγονός βρήκε απροστάτευτη την οικογένεια. Η πριγκίπισσα Αριάδνη ερωτεύτηκε τον λάθος άνδρα, τον Αχιλλέα. Έναν ναύτη, που μοναδική του αγαπημένη ήταν η άγρια θάλασσα. Και η Αριάδνη ήταν μονάχα γυναίκα του. 
     Μαύρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, ο ήλιος κρύφτηκε κι η βροχή ήρθε, μόλις τα νέα έφτασαν στ' αυτιά του βασιλιά. Έξαλλος ο πατέρας, κλείδωσε την κόρη του στην κάμαρά της και της απαγόρευσε ρητά κάθε συνάντηση με τον Αχιλλέα. Αυτός, αν και παραξενεύτηκε που δεν είχε νέα της, δεν έκανε κάποια προσπάθεια να τη βρει, καθώς υπήρχε κίνδυνος να αποκαλυφθούν. Μόνη του παρηγοριά ήταν η θάλασσα, που ήξερε πως ποτέ δεν θα τον προδώσει. Ή μήπως όχι; Η εντολή του βασιλιά να φύγει -με το πλήρωμα για εξερεύνηση άγνωστων έως τότε θαλασσών- τον προβλημάτισε. Χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι, ξεκίνησε το ταξίδι του, με πόνο στην καρδιά. Οι μέρες περνούσαν, μετά οι μήνες κι έπειτα ένας ολόκληρος χρόνος. 
    Η θάλασσα ήταν άγρια, όλον αυτόν τον καιρό, κάτι που πρώτη φορά συνέβαινε στον Αχιλλέα. Η Αριάδνη από την άλλη, είχε απελπιστεί. Καμιά μέρα, όσο φωτεινή κι αν ήταν, δεν την έβρισκε χαρούμενη. Το μόνο που έκανε ήταν να πηγαίνει μία βόλτα στη θάλασσα κάθε μέρα, μόνο και μόνο, για να της τον θυμίζει. Δεν είχε σημασία, αν τα κύματα είχανε μπει στη θέση της ήρεμης θάλασσας. Εκείνη την ηρεμούσαν κι αυτά. 
   Ώσπου η βόλτα απέκτησε άλλο σκοπό. Είχε χάσει κάθε ελπίδα! Αποφάσισε, λοιπόν, πως το μέρος που πήρε την πρώτη της πνοή θα 'ταν εκείνο, όπου θα έδινε και την τελευταία. Πήρε μια βαθιά ανάσα και -την ώρα που ετοιμαζόταν να βουτήξει στην άβυσσο- η ατίθαση θάλασσα ηρέμησε. Η κοπέλα άνοιξε τότε τα μάτια και τον είδε. Η ανάσα της κόπηκε κι η καρδιά της πλημμύρισε μ' ελπίδα κι ανυπομονησία.      
    Κοίταξε καλύτερα κι ήταν όντως εκείνος, επάνω στο καράβι! Με μια απότομη βουτιά ο Αχιλλέας την έπιασε από το χέρι. Κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια και δεν είπανε κουβέντα. Ήταν σα να μιλούσανε μόνο τα μάτια τους.
    Ξαφνικά ο ήλιος φώτισε τα πάντα και το
 κυριότερο η θάλασσα γαλήνεψε δια παντός!


 

24 Δεκ 2023

«Η μικρή γοργόνα»

Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου στον απέραντο βυθό της θάλασσας, υπήρχε ένα όμορφο παλάτι. Ήταν σε τόσο βάθος, που ποτέ άγκυρα πλοίου δεν άγγιξε τη σκεπή του. Η αυλή του ήταν γεμάτη ασυνήθιστα, χαριτωμένα λουλούδια και φύκια, ενώ τα ψάρια πηγαι-νοέρχονταν, σα σμήνη πουλιών που πετούν στον ουρανό. Εκεί, ζούσαν ο βασιλιάς, η βασίλισσα της θάλασσας κι οι πέντε ζωηρές γοργόνες, κόρες τους. Αυτές παρακάλεσαν για άλλη μια φορά τον πατέρα τους:
«Σε παρακαλούμε, άφησε μας να επισκεφτούμε τον επάνω κόσμο!» Ο Βασιλιάς συνοφριώθηκε: «Όχι, μέχρι να γίνετε δεκαπέντε χρονών» απάντησε με σταθερή φωνή. «Ξέρω ότι ανυπομονείτε να δείτε τον ουρανό με τα μάτια σας, όμως είναι πολύ επικίνδυνο!» «Εκεί πάνω», πρόσθεσε η Βασίλισσα, «δεν υπάρχει καθόλου νερό κι οι άνθρωποι έχουν πόδια, για να περπατάνε». Η πιο μικρή απ' τις γοργόνες, η πιο όμορφη και πιο περίεργη απ' όλες, την άκουγε με μεγάλη προσοχή. Λάτρευε τις ιστορίες της μητέρας της για τον επάνω κόσμο. «Πόσο όμορφη είναι η θάλασσα, όταν ο ήλιος λάμπει φωτεινός από ψηλά!» αναστέναξε η μικρότερη γοργόνα. «Πότε θα γίνω δεκαπέντε;» και κάθε μέρα, η μικρή Γοργόνα κολυμπούσε όλο και πιο κοντά στην επιφάνεια, για να δει τις ακτίνες του ήλιου να διαπερνούν το νερό. Μετά από μήνες οι δυο μεγαλύτερες γοργόνες έγιναν δεκαπέντε χρονών κι επιτέλους μπορούσαν να δουν τον επάνω κόσμο. Η μικρή γοργόνα, όμως, έπρεπε να περιμένει δίχως άλλη επιλογή μερικά χρόνια ακόμη. Της άρεσε να κάθεται με ανυπομονησία στη βάση ενός αγάλματος σε μία γωνιά της αυλής. Ήταν το άγαλμα ενός ανθρώπου από τον επάνω κόσμο. «Στέκονται, αλήθεια, στα δύο τους πόδια;» αναρωτιόταν απορημένη. «Και πώς δε πέφτουνε;» σχολίαζε μόνη της. Επιτέλους, έφτασε η μέρα και για τη μικρή γοργόνα ν' αναδυθεί από τον βυθό της θάλασσας. Την προσοχή της τράβηξε ένα πλοίο που διέσχιζε τον ωκεανό κι έμεινε να το χαζεύει με απορία. Το κατάστρωμα ήταν έντονα φωτισμένο κι η μουσική έφτανε δυνατή ως τα αυτιά της. Παραξενεύτηκε τόσο η Μικρή Γοργόνα, που πλησίασε κι άλλο το πλοίο. Άνθρωποι μιλούσαν, γελούσαν, χόρευαν. Στο μεταξύ εμφανίστηκε ένας νεαρός άντρας. Η μουσική σταμάτησε απότομα κι όλοι άρχισαν να ζητωκραυγάζουν: «Χρόνια Πολλά! Να ζήσει ο πρίγκιπας μας!» Η γοργόνα παρακολουθούσε με τόσο θαυμασμό τον όμορφο πρίγκιπα, που δεν πρόσεξε την καταιγίδα που πλησίαζε επικίνδυνα. Σφοδρή ανεμοθύελλα ξέσπασε κι οι οι άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι δεξιά αριστερά, φωνάζοντας: «Βοήθεια! Ας μας βοηθήσει κάποιος!» Ξαφνικά, το κατάρτι έσπασε, το πλοίο άρχισε να γέρνει και τα κύματα όρμησαν αδηφάγα στο κατάστρωμα. Έτσι ο άνεμος και τα κύματα βύθισαν το πλοίο. Η Μικρή Γοργόνα είδε τρομαγμένη τον πρίγκιπα να βυθίζεται στα νερά του ωκεανού. Κολύμπησε γρήγορα, για να τον βοηθήσει. Τον τράβηξε από τον γιακά του σακακιού και τον ανέβασε στην επιφάνεια. Με πολλή κούραση κατάφερε να τον ξα-πλώσει στην άμμο. Στην συνέχεια τον φίλησε στο μάγουλο και του τραγούδησε μια παλιά μελωδία των γοργόνων, για να ξυπνήσει. Ο πρίγκιπας κουνήθηκε κι ανοι-γόκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να συνέλθει και να καταλάβει που βρισκόταν.
Ανακουφισμένη η μικρή Γοργόνα δίχως άλλη επιλογή, γεμάτη θλίψη στη καρδιά της, γύρισε πίσω. Μετά από καιρό η Μικρή Γοργόνα κι ο πρίγκιπας παντρεύτη-καν. Το νεαρό ζευγάρι επιβιβάστηκε σε μια όμορφη και αστραφτερή άμαξα, που την έσερναν τέσσερις ιππόκαμποι. Όταν επέ-στρεψαν από το μήνα του μέλιτος, αποφάσισαν να ζήσουν εκεί, στο παλάτι της θάλασσας, Έτσι πέρασαν τη ζωή τους αυτοί καλά κι εμείς κάπως καλύτερα!

«Κάρτες Χριστουγέννων»

Κάποτε ζούσε ένα ζευγάρι, η Νίτσα κι ο Ρόυ αγαπημένοι. Μια μέρα ξεκίνησαν για τον τελευταίο υπέρηχο του μωρού τους στο νοσοκομείο, μια και πλησίαζε η ώρα του να γεννηθεί. Στον δρόμο, από αγωνία και βιασύνη, δεν πρόσεξαν το κόκκινο Φανάρι της τελευταίας στροφής για Νοσοκομείο. 
    Το προσπέρασαν βιαστικά. Ένα φορτηγό έπεσε με φόρα στ' αμάξι τους, το διέλυσε. Χτύπησαν κι οι δύο! Η Αστυνομία και το Ασθενοφόρο έσπευσαν να σώσουν το ζευγάρι, προτού εκραγεί η μηχανή. Μετα-φέρθηκαν στο νοσοκομείο εγκαίρως. Η γυναίκα μπήκε στη γυναικολογική, μια κι ήταν ετοιμόγεννη κι ο άντρας στην εντατική ως βαριά τραυματισμένος. 
    Ξαφνικά απ' τη γυναικολογική η Μαία βάρδιας κάλεσε σε βοήθεια: «Αδερφή, έσπασαν τα νερά! Ειδοποιήστε τον γυναικολόγο το ταχύτερο. Ξεκίνησε η διαδικασία της γέννας!» Εκείνος έφτασε ασθμαίνοντας. Όταν τελείωσε η διαδικασία, η Νίτσα πήρε για πρώτη φορά στην αγκαλιά της το μωρό, ευτυχισμένη. Ειδοποίησαν, αμέσως, τον άντρα της στην εντατική. 
   Χάρηκε πολύ! Την ίδια στιγμή, συνειδη-τοποίησε πως δεν μπορούσε να κουνήσει τα χέρια ή τα πόδια του. Ήταν πια παρα-πληγικός! Πόσο άθλια ακουγόταν!
Μετά το νοσοκομείο, ο άντρας παρέμεινε καθηλωμένος στο αναπηρικό αμαξίδιο.     
   Αδυνατούσε τα πάντα, μπορούσε μόνο να μιλά και να τρώει. Το μωρό το μεγάλωνε η Νίτσα, μόνη της. Είχε σταθερά στον νου τον άντρα και το πολυαγαπημένο της «πρόβλημα»: πώς θα τάιζε, θα έντυνε, θα καθάριζε, γενικά θα περιποιούνταν ταυτόχρονα  τους δυο τους; Με τον καιρό, το μωρό μεγάλωσε μόνο με τη βοήθεια της γλυκιάς της πεθεράς. Η Νίτσα δούλευε, το παιδί πήγαινε σχολείο κι ο Ρουθ στο σπίτι -σε αναπηρικό αμαξίδιο- βαριόταν. 
    Σκέφτηκε να κάνει κάτι δημιουργικό: να ζωγραφίζει χριστουγεννιάτικες κάρτες με το στόμα. Έτσι κι έκανε!  Ζωγράφιζε υπέροχα, ένας πραγματικός καλλιτέχνης! Έστελνε τις κάρτες του σε ανθρώπους που 'χαν το ίδιο πρόβλημα μ' αυτόν μέσω ταχυ-δρομείου.
    Μια μέρα ο γιατρός ζήτησε να δει τον Ρουθ για γενικές εξετάσεις. Ο γιατρός ανακάλυψε πως είχε καρκίνο στο αίμα, μια μορφή καλπάζουσας λευχαιμίας. Ο Ρουθ δεν το έμαθε ποτέ. Η Νίτσα και το παιδί γνώριζαν και το έκρυβαν. 
   Ένα μήνα αργότερα ο Ρουθ πέθανε, αφού η ασθένεια εξελίχθηκε ραγδαία. Η Νίτσα κι ο γιος του στενοχωρήθηκαν πολύ, αλλά με τα χρόνια το ξεπέρασαν. Άλλωστε θα έμενε πάντα ζωντανός στη μνήμη τους!
   Ο γιος τους έμαθε να ζωγραφίζει κι αυτός κάρτες κι έγινε περίφημος ζωγράφος, γνωστός στο Πανελλήνιο. Η Νίτσα ήταν πραγματικά περήφανη γι' αυτόν. Ήλπιζε πως θα 'φτανε πολύ ψηλά, με φήμη ανυπέρβλητη. Τα χρόνια περνούσαν κι ο γιος είχε πια γίνει ολόκληρος άντρας. Είχε φτιάξει και τη δική του οικογένεια, με δυο παιδιά, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι. 
    Λοιπόν, κανείς δεν κατάλαβε τη ροή του χρόνου. Κυλούσε σαν το νερό! Ήρθε κι η δική του σειρά να γεράσει, να γίνει ηλικιωμένος. Η μητέρα, δυστυχώς, είχε φύγει από τη ζωή, οπότε δεν είχε κανέναν κοντά του. Η γυναίκα του -κι αυτή- είχε χάσει τους γονείς της, σε μικρή ηλικία.
Η διαφορά ηλικίας του ζευγαριού ήταν μεγάλη. Ο Χρήστος (έτσι έλεγαν τον γιο της Νίτσας και του Ρουθ) ήταν 75, η γυναικα του μόλις 60. 
   Μια μέρα ο Χρήστος αποφάσισε να βγει στον κήπο. Ήθελε να βάλει νέα φυτά και το μοιραίο δεν άργησε να συμβεί. Ένα μονο-κινητήριο έπεσε στο σπίτι, συγκεκριμένα πάνω του. Απίστευτο, αλλά αληθινό! Το ευτυχές: δεν έχασε την ζωή του! Έμεινε, όμως, ανάπηρος, όπως ο πατέρας του. Φαίνεται πως η μοίρα του έπαιζε άτιμο παιχνίδι!
   Ήθελε να προσφέρει στη γυναίκα του όση αγάπη και φροντίδα της είχαν λείψει. Μετά το δυστύχημα, δεν είχε αυτή τη δυνατότητα. Μόνο τα παιδιά μπορούσαν να της δώσουν όσα χρειαζόταν. Δεν είχαν χρόνο, όμως, διότι δούλευαν σκληρά σε άλλη χώρα, στη Γερμανία. Έτσι η γυναίκα
έμεινε αβοήθητη. Ένα βράδυ είδε ένα
παράξενο όνειρο. Ένας άγγελος της μίλησε. Της ζήτησε ν' ανέβουν με τον άντρα της ένα βουνό. Οπότε τι να κάνει κι αυτή; Επιχείρησαν την ανάβαση, την επόμενη κιόλας μέρα. Εκεί εμφανίστηκε ο ίδιος Άγγελος και γύρισε τα χρόνια πίσω. Οι δυο αγαπημένοι έζησαν τη ζωή κι ήταν πανευτυχείς. Ούτε ατυχήματα, ούτε αναποδιές, μόνο Χαρά!

21 Δεκ 2023

«Η έπαυλη με τα 666 δωμάτια»

Μια φορά κι έναν καιρό - πίσω στο μαγικό 1891- ένας πλούσιος Λόρδος ήρθε στην Ελλάδα κι έχτισε μια έπαυλη με 666 δωμάτια. Ο άνθρωπος αυτός έπαιρνε στη δούλεψή του πολλούς φυλακισμένους, αλλά δεν επέστρεφε ποτέ και κανείς. Κάποιοι λέγανε πως τους σκότωνε, πως είχε κάποια σχέση με μαύρη μαγεία και έτσι έκανε διάφορα μαγικά. Άλλοι, πάλι, λέγανε πως ήταν ένας φιλόξενος οικοδεσπότης για όσους τολμούσαν να ζητήσουν τη βοήθειά του.
    Περαστικοί ταξιδιώτες ή άτυχοι οδοιπόροι έφταναν εκεί, όταν τους έπιανε ο καιρός -αέρηδες μανιασμένοι ή φονικοί χιονιαδες-. Γιατί δεν είχαν πού αλλού να πάνε. Όλοι, μετά την παραμονή, ακούγανε συζητήσεις γι' ανύπαρκτα όντα, ασώματες φωνές κι έβλεπαν κρανία να περιφέρονται. Η έπαυλη είχε συμβολικά 666 δωμάτια. Ο λόγος, όμως, για τα τόσα δωμάτια ήταν μυστικό του Λόρδου, όπως κι ο συμβολισμός τους! Όταν αποκαλύφθηκε τι έκανε στους φυλακισμένους της έπαυλης, αυτή έκλεισε. Από τότε κανείς δεν πήγε  εκεί, ενώ ο Λόρδος εξαφανίστηκε και δεν βρέθηκε ποτέ, ούτε κοκαλάκι του!
    Πολλά χρόνια μετά, κάποιοι ανοίγουν ξανά την εγκαταλειμμένη έπαυλη, κατά λάθος ή κατά διαβολεμένη σύμπτωση! Μια οικογένεια, βγαίνοντας βόλτα στο δάσος με τ' αμάξι, παθαίνουν μυστηριωδώς βλάβη, ακριβώς έξω απ' την έπαυλη. Κι άξαφνα εκεί που μέχρι πριν λίγο είχε ήλιο, αρχίζει να τους σφυροκοπά ανελέητο χαλάζι!
    Ήταν σαν η έπαυλη να είχε ζωντανέψει και να έψαχνε κόσμο, να την κατοικήσει. Ο πατέρας κι η μητέρα δεν είχαν επιλογή. Χρειάζονταν καταφύγιο για τα παιδιά. Με τ' αυτοκίνητο σε βλάβη και το χαλάζι να πέφτει δυνατότερα, αποφάσισαν να μπούνε. Ζήτησαν, όμως, απ' την αστυνομία να τους παρακολουθεί, μήπως πάθουν κακό.
   Τη στιγμή που η οικογένεια κατέβαινε απ' το αυτοκίνητο, αφού μάζεψε τα πράγματα, η τεράστια σκουριασμένη πύλη άνοιξε διάπλατα, σα μεγάλη αγκαλιά. Τα παιδιά ζήτησαν να μείνουν πίσω, όλοι τους. Ανησυχούσαν πως κάτι περίεργο συνέβαινε! 
    Οι γονείς -για να τα καθησυχάσουν- απάντησαν πως φταίει η φαντασία τους, πως πρόκειται απλώς για μια παλιά έπαυλη. Εκείνα προχώρησαν δειλά, και σκεφτικά, μια κι ανησυχούσαν ακόμη. Άρχισαν, ωστόσο, να φοβούνται, όταν η σκουριασμένη πύλη έκλεισε πίσω, μόνη της. 
Μετά το πέρασμα της εισόδου, παιδιά και γονείς σταμάτησαν για λίγο. Στη μέση του διαδρόμου δεν υπήρχε ίχνος φωτός. Μα, μόλις μπήκαν στο κεντρικό δώμα, υπήρχε τόσο φως διάχυτο που έφτανε, για να φωτίσει την πόλη ολάκερη. 
    Τα παιδιά υποψιάζονταν πως η έπαυλη ήταν στοιχειωμένη. Οι γονείς ανησυχούσαν, αλλά δεν έδιναν πια σημασία. Προχώρησαν σ' ένα μακρύ διάδρομο κι είδαν τεράστιες πανοπλίες περασμένης εποχής, υπέροχα ρούχα του Μεσαίωνα κι απειλητικές εικόνες κάποιου που είχε για ένδυμα ξεχωριστές στολές. Τελικά, έφτασαν στο τέλος του δωματίου. Έμοιαζε για την κύρια σάλα της έπαυλης. 
   Τα παιδιά παρατήρησαν κρανία ανθρώπι-νων σκελετών κι έντονες σκιές δίπλα τους. Πίστευαν πως είναι μόνο τέσσερις, το είπαν στους γονείς, αλλά δεν πήραν όση σημασία χρειάζονταν. Βρήκαν το υπνοδωμάτιο και σιάζανε τα πράγματά τους για το βράδυ. 
    Η μαμά καθάρισε το κρεβάτι των παιδιών, τους έβαλε τις νυχτικιές και ξάπλωσαν, πολύ φοβισμένα.
 Δυσκολεύονταν να κοιμηθούν, παρ' ότι
ήταν κουρασμένα. Ξημέρωνε, μα το χαλάζι δεν είχε ακόμη σταματήσει! Τι, άραγε, επρόκειτο να συμβεί; 
   Ποιος, αλήθεια, θα είχε τον τελικό λόγο; Η αστυνομία ή ο Λόρδος με τη στοιχειωμένη έπαυλη για σύμμαχό του; Αργά ή γρήγορα θα το μάθουμε όλοι! Έως τότε υπομονή για όλους!


«ΣΑΑΝΒΙ: ΤΑΞΙΔΙ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ»

Όλοι με φωνάζουν Σαανβί, που σημαίνει ευημερία! Εγώ πάντως δεν την ξέρω την κυρία ακόμα! Είμαι 10 χρονών και λένε πως δείχνω πολύ όμορφη, όταν στολίζομαι...Μπορεί και να μοιάζω μικρότερη με τα κοντοκουρεμένα, μαύρα μαλλιά μου! Δεν με πειράζει, όμως, καθόλου. Αρέσω κι έτσι στους άντρες! Ίσως γι’ αυτό ακριβώς να αρέσω περισσότερο! «Έχουμε ελπίδες για μια άνετη ζωή!» σιγομουρμουρά ξανά και ξανά η γιαγιά, ενώ πνίγεται από τον βήχα. Ίσως να φέρω και την κυρία «ευημερία» στους δικούς μου έτσι, -μήπως δω κι εγώ τελοσπάντων τι σόι πράγμα είναι αυτή η κυρία-.

Ο πατέρας έχει χρόνια πολλά που έφυγε από κοντά μας. Θα ετοίμαζε μια καλύτερη ζωή για όλους σε μια άλλη χώρα, που τα βρίσκεις όλα εύκολα! Η υπόσχεση του θάμπωσε πια στη μνήμη μου! Δε θυμάμαι τι ακριβώς μου είχε πει, όταν με χαιρέτησε μ’ ένα φιλί στο μέτωπο! Τώρα τελευταία η μαμά κι εγώ στηριζόμαστε στους θείους και τους παππούδες, κυρίως τους δεύτερους. Έχουμε αλήθεια πολλούς από δαύτους! Η ζωή μου είναι λιγάκι κουραστική. Η μαμά λέει πως είμαι ελαφρώς τεμπέλα, γι’ αυτό δεν αντέχω τη δουλειά. Όμως εγώ ξεκινώ χαράματα για τη φυτεία του Πιερό και φτάνω σπίτι, λίγο πριν βραδιάσει. Κουράζομαι και βρωμάω πολύ! Δυο φορές το μήνα, όταν οι θείοι γιορτάζουν, εγώ φορώ τα καλά μου. Να, όπως τώρα που με κοιτάτε! Δεν είμαι λιγάκι όμορφη;

Μου αρέσουν πολύ τα μαργαριτάρια που μου χάρισε η γιαγιά Ενβί, λίγο πριν πεθάνει. Νιώθω ακόμα τη θέρμη της αγκαλιάς της. Την αγαπούσα πολύ αυτήν τη γιαγιά! Όταν φορώ τα άσπρα της μαργαριτάρια, νιώθω πως στέκεται πλάι μου. Θα ‘ναι, αλήθεια, πολύ περήφανη για μένα! Μπαμπά μου, σώσε με! Μου λείπεις τόσο πολύ!


19 Δεκ 2023

«ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ»

 
Σε μια μακρινή πόλη της Αιθιοπίας ζούσε κάποτε μια οικογένεια. Τα μέλη της ήταν τέσσερα: ο πατέρας, που λεγόταν Ρίκ, η μητέρα που το όνομά της θύμιζε μαργαριτάρι - καθ' ότι Μάργκαρετ- και τα δυο παιδιά, ο Βίκτωρ κι η Βανέσα. 
    Η οικογένεια καταγόταν από την Αμερική. Επειδή, όμως, δεν είχαν πια χρήματα τους κατέσχεσαν το σπίτι κι έτσι κατέληξαν στην Αιθιοπία.
   Ο πατέρας δούλευε, αλλά τα χρήματα που έβγαζε ήταν ελάχιστα. Ανάγκασε έτσι τα παιδιά να δουλεύουν κι αυτά. Ο Βίκτωρ στην αρχή δεν συμφώνησε, αλλά με τη φράση του πατέρα «ΔΕΝ ΘΑ ΤΡΩΤΕ, ΑΝ ΔΕ ΔΟΥΛΕΥΕΤΕ»,  άλλαξε γνώμη. Η Βανέσα από την άλλη είχε μια υπέροχη φωνή, αλλά κανείς δεν το ήξερε. Στο μέλλον ήθελε να γίνει τραγουδίστρια, αλλά ποτέ δεν ανέφερε κάτι στους γονείς της, γιατί φοβόταν πολύ.
    Μια μέρα, καθώς τραγουδούσε η Βανέσα, την πλησίασε ένας διάσημος κύριος, πολύ γνωστό όνομα στον χώρο του τραγουδιού. Της ζήτησε να τραγουδήσει μαζί του, σε ένα μαγαζί. Η Βανέσα στην αρχή αρνήθηκε. Μετά σκέφτηκε ότι θα κάνει το όνειρό της πραγματικότητα! Ο κύριος της υποσχέθηκε πολλά χρήματα, γιατί είχε αναγνωρίσει το ταλέντο της.
 Η Βανέσα πολύ γρήγορα έβγαλε αρκετά χρήματα. Έπειτα ζήτησε από τον κύριο να την οδηγήσει εκεί, όπου την είχε βρει. Ο κύριος, χωρίς αντίρρηση, την πήγε, απορώντας για ό,τι απασχολούσε το μυαλό της. Εκεί το κορίτσι βρήκε ξανά τον αδερφό της κι έφυγαν μαζί, κρυφά.
 Όταν έφτασαν σπίτι, οι γονείς τους δεν το πίστευαν. Έτρεξαν και τους αγκάλιασαν! Στο τέλος, με τα χρήματα της Βανέσας, ξεχρέωσαν το σπίτι τους. Έπειτα έζησαν αυτοί καλά και εμείς κάπως καλύτερα!
 

Παλίρροια Αισθημάτων»


Αρχές Μαρτίου του 1981, μια Πέμπτη μεσημέρι κατά τις δώδεκα, δώδεκα και κάτι, ο Νίκος ο Χατζής κατέβαινε στο λιμάνι,  χτυπώντας τις μπότες του στις τσιμεντένιες πλάκες. Ο καιρός ήταν καθαρός εκείνη τη μέρα κι ο ουρανός καταγάλανος. Δεν έπρεπε, όμως, να σε ξεγελά η λαμπερή λιακάδα, το κρύο ήταν τσουχτερό, και φύσαγε ένα ψιλό βοριαδάκι, που σε περόνιαζε μέχρι το κόκκαλο.
    Εικοσάρης ο Νίκος, μοναχοπαίδι, περπάταγε καμαρωτός και με σταθερό βήμα. Ανάστημα κανονικό,  λιγάκι προς το ψηλό θα έλεγες! Κατάμαυρα σγουρά μαλλιά και μάτια καστανά με μια δόση διακριτικής μελαγχολίας. Ζούσε σε χωριό, απομακρυσμένο από την πόλη, κοντά σε θάλασσα.  Μόλις είχε τελειώσει την Γ' Λυκείου, με χίλιες δυσκολίες. Από μικρός, η ζωή δεν του 'ρθε εύκολη! Ήταν αναγκασμένος να πολεμά μόνος! Ήταν ερωτευμένος, όπως έλεγε, με την Ελένη, την κόρη του Δημάρχου, από ευκατάστατη οικογένεια, που αντιπαθούσε τον Νίκο. Σχετίζονταν απ' το Γυμνάσιο, κι αυτή τον αγαπούσε πολύ! 
     Ζούσαν ειρηνικά στο χωριό, χωρίς φασαρίες, τσακωμούς ή συκοφαντίες. Δεν υπήρχαν, άλλωστε, πολλοί κάτοικοι κει πέρα. Μόνο αγρότες και κάνα δυό γερόντια που μεγάλωσαν εκεί. Όμορφο χωριό, με μεγάλα καταπράσινα δάση κι απότομες πλαγιές για τους ξένους! Πότε πότε άκουγες κι αθώες φωνούλες στο χωριό, να γελούν παίζοντας! 
    Οι γέροι συνήθιζαν να μαζεύονται στο καφενείο τ' απόγευμα, πίνοντας, τρώγοντας, καπνίζοντας. Η ζωή για τον Νίκο δεν κυλούσε ήρεμα  εκεί. Έπρεπε να βρει μια δουλειά, για να 'ναι ικανός να συντηρεί τον εαυτό του και την Ελένη, που 'χαν βάλει στόχο να παντρευτούν, το γρηγορότερο. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει στο χωριό! Χωρίς δισταγμό ή δεύτερες σκέψεις αποφάσισε να φύγει για την Αθήνα. Η Ελένη δεν μπορούσε να ζήσει μακριά του! Μα δεν προσπάθησε και του αλλάξει γνώμη, αφού σεβόταν την απόφαση που πήρε για τη ζωή. Τρεις μέρες αργότερα συναντήθηκαν στο λιμάνι, για ν' αποχαιρετηστούν. Πολύ επώδυνο και για τους δυο!
    Τα πάντα άλλαξαν τη στιγμή που ο Νίκος είδε ένα τεράστιο κύμα! Ήταν ικανό όχι μόνο να χτυπήσει το νεαρό ζευγάρι, αλλά να καταστρέψει ολάκερο το χωριό ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του. 
     Έτρεξαν κι οι δυο να ενημερώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Άδικος κόπος! Σε μερικά λεπτά βυθίστηκε ολάκερο το χωριό, στο νερό και τη λάσπη. Χάθηκαν πολλές ανθρώπινες ζωές, μικρών αλλά και μεγαλυτέρων. 
    Υπήρξε το τέλος όχι μόνο του χωριού αλλά και της Ελένης! Όλοι -όσοι έζησαν- κατηγόρησαν τον Νίκο! Έλεγαν πως βρέθηκε εκεί, για να τον χαιρετήσει, ενώ θα μπορούσε να 'ναι σπίτι της! 
    Ο Νίκος, δυο μέρες αργότερα, έφυγε για την Αθήνα, όπως είχε προγραμματίσει. 
Πίστευε πως θα μπορούσε να ξεκινήσει μια νέα ζωή, έχοντας πάντα μέσα του, βαθιά χαραγμένο στην ψυχή το βλέμμα και την αθωότητα της Ελένης! Καλή αρχή!

«Δολιχοδρόμος Έρως»



Πηγή σαν ήμουνα, θα μέρευα τη δίψα σου,
θα στέρευα τον χείμαρρο του πάθους.
Θα χόρευα στις άπειρες ερήμους 
κάποιου νου ξελογιασμένου.
Μεσαίωνας θα έμοιαζα, τα «πρέπει» 
της ψυχής σου να δαμάσω. 

Πλάσμα της Θάλασσας αν ήμουνα  
θα θύμιζα σπόγγο καθαρμού, τη θλίψη
των ματιών σου ν' αφανίσω. 
Ή μια γυναίκα-Θάνατος 
ασίγαστη φωτιά στα σωθικά 
σου μέσα να σημάνω.

Αν ήμουν άνεμος, λίβας θανατερός 
θα 'μοιαζα καταμεσής καλοκαιριού,
άρωμα μέθης στις κόγχες των περαστικών,
σπόρος καθαρμού στην ψυχή του Σύμπαντος, φαρμάκι δολερό στον αλαβάστρινο λαιμό σου να κολλήσω . 

Κι αν ήμουν το ύστατό σου βήμα, 
 θα γινόμουν το απόλυτο Κενό
στην άκρη του γκρεμού σου!

14 Δεκ 2023

«Μια βραδιά στην Ονειρούπολη»

Μια ακόμη βραδιά στην Ονειρούπολη, αλλιώτικη, διαφορετική!
Οι γονείς ανησυχούν. Είπαν στα παιδιά να είναι επιφυλακτικά. Κάτι παράξενο συνέβαινε!
Ενώ οι γονείς μαγείρευαν, τα παιδιά πήγαν για εξερεύνηση. Τους το επέτρεψαν, υπό τον όρο να μην απομακρυνθούν.  Κάτι δεν πήγαινε καλά σ' αυτήν την έπαυλη!
   Ζήτησαν να τους λένε, επίσης, οτιδήποτε παράξενο αντιληφθούν. Και ποτέ μα ποτέ να μην χωριστούν. 
Βγαίνοντας, τα παιδιά είδαν σκαλισμένες λέξεις στη βαριά, δύσκαμπτη θύρα. Το μετέφεραν αμέσως. Προειδοποιούσε με σαφήνεια το μήνυμα: «Φύγετε, όσο είστε ακόμη ζωντανοί!» Οι γονείς, φοβισμένοι, δεν άφησαν τα παιδιά να πάνε για εξερεύνηση. Άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματα για την αναχώρηση. Τότε ψίθυροι άρχισαν ν' ακούγονται: «Μα, γιατί φεύγετε; Δεν σας άρεσε εδώ πέρα;» 
   Οι γονείς επιτάχυναν το μάζεμα, το πακετάρισμα, τις προετοιμασίες. Πλέον τσιρίδες και κραυγές ακούγονταν, βγαίνοντας απ' το δωμάτιο. Τρέχοντας προς την εξώπορτα, τους ακολουθούσαν σκιές, όχι μορφές ανθρώπινες. Είχαν κέρατα και μυτερή ουρά. Οι κραυγές κι οι τσιρίδες δυνάμωναν, όσο πλησίαζαν προς την έξοδο. Οι πόρτες ανοιγόκλειναν, κάνοντας ανυπόφορο θόρυβο.
   Βγαίνοντας στην αυλή της έπαυλης, τα παράθυρα άνοιξαν κι αυτά. Χιλιάδες σκιές ξεχύθηκαν θυμωμένα απ' τα παράθυρα.
  Η οικογένεια έφτασε πανικόβλητη στη μεγάλη πόλη, για να παλέψει να σωθεί, να ξεφύγει πάση θυσία. Καθώς έμπαινε στην πόλη και πλησίαζε τα πρώτα σπίτια, την περικύκλωσαν οι σκιές. Εκείνη τη στιγμή μια λευκή λάμψη έκανε την εμφάνισή της κι οι σκιές άρχισαν ν' απομακρύνονται. Φοβισμένες, σχεδόν πανικόβλητες, με τσιρίδες τρόμου κι αλαλαγμούς.
   Κι έτσι η οικογένεια επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο, για να φύγει, όσο  γινόταν γρηγορότερα και μακρύτερα. Κι από τότε δώσανε την υπόσχεση να μη κοιτάξουν ποτέ ξανά πίσω, ποτέ πια προς την κατεύθυνση εκείνη!






5 Δεκ 2023

«Άτιμος ο χρόνος!»

Άτιμη έννοια 
ο χρόνος! Σαγηνεύει, αλώνει τον νου και την ψυχή! Σαρώνει τους πάντες και τα πάντα στο διάβα του! Ο άνανδρος  -τάζοντας κάποτε εμπειρίες, γνώση, θύμησες βαθιές ή μακρόπνοες- μας ξεγελά. Μας μεθά με γεύσεις, ήχους ή οσμές που στο πέρασμά του ξεθωριάζουν, με εικόνες που ταξιδεύουν μαζί του και φθίνουν. Μα, καθώς απομακρύνεται, ο πόνος μεγαλώνει, σχεδόν γιγαντώνεται. Κι έτσι δυσφορούμε.
   Άτιμος ο χρόνος! Στο πέρασμά του παίρνει ολάκερα κομμάτια μας, τα ξεριζώνει κι άτακτα τα σκορπίζει σ' ορίζοντες μακρινούς. Κάποτε οι πληγές μένουν ανοιχτές, χέουσες. Άλλοτε επιστρέφει αναμνήσεις που, ωστόσο, δε γεμίζουν τα κενά. Μα, εμένα μ' έχει καιρό τώρα εγκαταλείψει. Έφυγε και σε πήρε μαζί του. Οι πληγές μου δύσοσμες, βαθιές, αρνούνται πεισματικά να μπουν σε ροή επούλωσης. Κι οι αναμνήσεις μοιάζουν ασυνήθιστα παλιές, για να τις σβήσω. Ίσα που ελάχιστα δικά σου θυμάμαι. Ασυνήθιστα, μην φανταστείς! Σ' έχω συνδέσει με πράγματα απλά, καθημερινά. Δε θ' αφήσω τον εαυτό μου να ξεχάσει! Δε μιλώ πια για σένα! Θέλοντας και μη σ' έχω για πεθαμένο. Μα αυτό μου είναι πιο δύσκολο. Τους πραγματικούς νεκρούς τους αφήνεις πίσω, δεν μπορείς αλλιώς. Τους ανθρώπους, όμως, που μια στιγμιαία πνοή σας χώρισε, πώς να τους αγνοήσεις; 
   Ο άτιμος ο χρόνος! Δε φτάνει που ήρθε νωρίς για μας. Πήρε πιο πολλά απ' όσα άφησε. Κι αν με ρωτάς, άφησε πίσω εικόνες, δίχως αξία. Δεν θέλω να γεμίσω τα κενά! Δεν θέλω άψυχες εικόνες κοντά μου! Θέλω μονάχα κάτι να φυλάω κι εγώ, κάθε φορά που ο χρόνος κάτι άλλο μου παίρνει μακριά! Κι αν κάποτε ο Χρόνος απ' τα
 μέρη μου σε φέρει, κοίταξε και πρόσεξε πόσο άδικα η Μνήμη μας πεθαίνει!

Παράλληλες πορείες...»

Στο βαθύ πράσινο εκείνου του δάσους, μια σκοτεινή ψυχή κατοικούσε σε μισοχαλασμένη καλύβα. Χωρίς συντροφιά, κάποιος νεαρός παρακολουθούσε τον ήλιο ν' ανατέλλει και να δύει καθημερινά. Ξανά και ξανά! Παρέα του κάθε δέντρο, κάθε ζώο, καταγάλανα νερά να κυλάνε ήσυχα.
   Απ' την άλλη πλευρά του δάσους έμενε κάποιο κορίτσι, μόνο κι αυτό. Περίμενε μια αγάπη μοναδική να φωλιάσει στην ψυχή της. Τα γαλάζια μάτια και τα κατάξανθα μαλλιά ολοκλήρωναν την την υπέροχη όψη της. Γεμάτη γαλήνη κι ηρεμία, προσέλκυε δίπλα της κάθε μοναχική ψυχή.
   Ένα ηλιόλουστο πρωινό ξεκίνησε για τον συνήθη περίπατο στα μονοπάτια του καταπράσινου δάσους, ψάχνοντας τα κρυστάλλινα νερά της λίμνης. Έχοντας μπροστά της το πανέμορφο τοπίο, αποφάσισε να δροσιστεί, για να καθαρίσει ο νους της.
   Την ίδια στιγμή, ο νεαρός με τα καταπρά-σινα μάτια έφυγε για το καθημερινό του κυνήγι. Δεν άντεχε να σκοτώνει ζώα, μα με κάποιον τρόπο έπρεπε να επιβιώσει. Πέρασε τα σκοτεινά δίχτυα του δάσους και ίσως ήταν γραφτό ν' αντικρίσουν τα μάτια του μια νεφέλη γύρω απ' τα νερά της λίμνης. Αμέσως, κρύφτηκε πίσω απ' τα βράχια, για να ξαποστάσει. Εκεί έμελλε να δεί την κατάξανθη κόρη, έστω για λίγο, για μια μόνο στιγμή. Δε μπορούσε να μιλήσει, ψέλλισε μόνο πως πρόκειται για οπτασία. Ήταν πρόκληση γι'αυτόν, ένας πειρασμός αναπόδραστος. Τρομαγμένη από τον ξένο
προσπάθησε άκομψα να κρύψει τη γύμνια της.
- Ποιος είσαι και τι ζητάς εδώ, ξένε; Ποιος είσαι, ποιο τ' όνομά σου;
- Με συγχωρείς! Δεν ήθελα να σε τρομάξω! Κυνηγούσα στην περιοχή κι έτυχε να περάσω απ' το σημείο.
- Ποια η γενιά σου; ξανάπε, πλησιάζοντάς τον
Σταύρο με λένε και κατάγομαι απ' την πρωτεύουσα. Εσένα;
- Αρετή, και...
Δε πρόλαβε να τελειώσει κι ο Σταύρος από ντροπή πήρε βιαστικά τον δρόμο του γυρισμού. Τρέχοντας πίσω του η Αρετή, του φώναξε:
-Στάσου, μη φεύγεις! Είμαι μόνη και δεν ξέρω να επιστρέψω. Χάθηκα, γύρνα πίσω!      Ο Σταύρος γύρισε, αλλά κατάλαβε ότι δε μπορούσε να την κοιτάξει κατάματα. Η όψη της έκαιγε τα καταπράσινα μάτια του. Την είχε ερωτευτεί, με την πρώτη ματιά! Ήταν πρωτόγνωρο γι' αυτόν! Απλά ήθελε να της πιάσει το χέρι και ν' αφεθεί στα συναισθήματά του. Δίνοντάς της το χέρι του, της είπε:
- Έλα μαζί μου! Πιάστηκαν χέρι-χέρι. Η
Αρετή, κρατώντας τον αποφασιστικά,
πήρε τον δρόμο του γυρισμού, μαζί του από εδώ και πέρα. Τα καταπράσινα μάτια
του μετέδιδαν φως στα δικά της, γέμιζαν συναισθήματα τη ψυχή, φούσκωναν μ'
αγάπη την καρδιά της. Κι έτσι χάθηκαν μαζί στην καρδιά του δάσους. Δυο ψυχές
αντίθετες, με παράλληλες πορείες  ζωής ως τα τώρα.
   Κι, όπως το δάσος ακουμπά τρυφερά τα βράχια, οι δυο ψυχές συναντήθηκαν κι ένα γλυκό φιλί τους ένωσε για πάντα, αιώνια.

4 Δεκ 2023

«Κοινή πορεία...»

Κάποτε και ποτέ, παντού και κάπου, υπήρχαν δύο αδέλφια, πολύ αγαπημένα, τόσο που κίνησαν τον φθόνο των Θεών.  
Η Κατερίνα κι ο Σταύρος ζούσαν με τους γονείς τους ειδυλλιακά, αξιοζήλευτα ευτυχισμένοι. 
   Ωστόσο, μια μέρα αποφράδα, οι γονείς αντιμετώπισαν το αναπόδραστο: βρέθηκαν στη μέση ενός τραγικού ατυχήματος και τα πάντα ανατράπηκαν. Η ευτυχία κι η χαρά της ζωής παρέδωσαν τη θέση τους στον πόνο, τη θλίψη και την απουσία. 
    Τα παιδιά απέμειναν χωρίς στήριξη. Δίχως βοήθεια καμιά. Στενοχωρήθηκαν, θρήνησαν, μα έπρεπε να σταθούν όρθια, στα πόδια τους. Οπότε παρηγορήθηκαν, μια κι είχαν το ένα τ' άλλο. 
    Η Κατερίνα έμοιαζε πιο δεμένη με τους γονείς. Έφερε βαρέως τον χαμό τους. Αποφάσισε, λοιπόν, πως ήταν προτιμότερο να φύγει. Για ν' απομακρυνθεί από το πρόβλημα ή έτσι νόμιζε. Ο Σταύρος, απ' την άλλη, πνιγμένος κι αυτός στη θλίψη, δεν ένιωσε το δράμα της. 
   Την επομένη η Κατερίνα πήρε το πρώτο καράβι. Έφυγε σ' ένα νησί, απόμακρο. Ο Σταύρος έψαξε παντού. Δεν την έβρισκε! Στην απελπισία του πάνω, άκουσε την περιγραφή μιας ηλικιωμένης κυρίας, με το σπίτι της δίπλα στο λιμάνι. Είχε παρατηρή-σει, λέει, μια θλιμμένη κοπέλα που έφτασε νωρίτερα στην προκυμαία. Του είπε τον προορισμό της. Αυτός κατάλαβε. Πήρε το καΐκι του φίλου του κι έφυγε για το νησί των παιδικών τους αναμνήσεων. 
   Σ' όλο το ταξίδι προσευχόταν. Για την Κατερίνα, γι' αυτόν, για τη ζωή τους μαζί!
Τρελαινόταν στην ιδέα πως υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να χάσει κι αυτήν! Και να μην μπορεί να κάνει κάτι; Αδύνα-τον!
  Αράζοντας στο νησί, άρχισε να καλεί τ' όνομά της απελπισμένα, μέχρι ν' ακούσει τη φωνή της. Την είδε καθισμένη, να μοιρολογεί κάτω από μια συστάδα δέντρων. Ηρέμησε. Πλησίασαν ο ένας τον άλλον, αγκαλιάστηκαν κι έβαλαν τα κλάματα. Ο Σταύρος της είπε πως το ταξίδι δεν το 'κανε χωρίς λόγο. Της υποσχέθηκε πως θα ζούσαν τη ζωή τους μαζί.
   Της έδωσε όρκο ιερό πως δε θα αγνοούσε τα συναισθήματά της, ποτέ ξανά! Κι έπειτα έβαλαν θεμέλια γερά σε μια αρχή νέα. Με ενωμένες τις νεανικές τους ψυχές σε κοινή πορεία...

24 Νοε 2023

«Η δική σου Ιστορία...»


Ο καθένας έχει τη δική του ιστορία να εκμυστηρευτεί, οπότε σας παρουσιάζω μία, που θα μπορούσε να 'ναι δική μου, γιατί έτσι την ένιωσα, ή και δική σας...
Η Νάντια, περπατώντας στη βροχή, και πάλι, σκεφτόταν όλα όσα είχαν συμβεί μόλις σε έναν χρόνο: τους έρωτες, τα όνειρα, τις ελπίδες, τις αλήθειες και...τα ψέματα που ακολούθησαν. Και πονούσε. Έτρεμε σύγκορμη από έναν πόνο, καινοφανή και συνάμα απολύτως κενό περιεχομένου.
   Κάποια παράξενη στιγμή πίσω στον χρόνο, καθώς έσερνε τα βήματά της, ένα αμάξι τη μούσκεψε, περνώντας βιαστικά. Από το αυτοκίνητο κατέβηκε ο Στέφανος, 
ο πρώτος και μεγαλύτερος έρωτας της! Στάθηκε έκπληκτη και, για ώρα πολλή, κοιτάζονταν στα μάτια, αποσβολωμένοι.     
   Μετά ο Στέφανος, χωρίς να πει κουβέντα, γύρισε την πλάτη, μπήκε στο αμάξι κι αργά απομακρύνθηκε. Η ώρα περνούσε. Έξω η Νάντια ακόμη, περπατούσε ολομόναχη. Τη στιγμή εκείνη το παράθυρο του ίδιου αυτο-κινήτου άνοιξε για μια φορά ακόμη. Ο Στέφανος της πρότεινε να την πάει σπίτι. Η Νάντια δε μίλησε, άλλαξε μονάχα το πεζοδρόμιο που βάδιζε. Δεν της άξιζε τέτοιος εμπαιγμός! Ποτέ ξανά!
   Αυτός κατέβηκε άμεσα και της έπιασε αποφασιστικά το χέρι. Της δήλωσε πως θα την οδηγούσε στο σπίτι. Ήθελε δεν ήθελε! Όταν έφτασαν, την άφησε στην είσοδο κι αποχώρησε...πάλι σιωπηλά!
   Την επομένη, η Νάντια καθόταν στο μπαλκόνι του δωματίου της, κοιτώντας αφηρημένη τη οργιώδη φύση. Αναρωτιόταν για άλλη μια φορά τις αιτίες της στάσης του. Σκεφτόταν ξανά και ξανά, μα άκρη δεν έβγαζε! Αδιέξοδο, κενό, ένα απόλυτο τίποτα ολόκληρη η ζωή της!        
   Αναπάντεχα, εντόπισε πάλι το αμάξι του. Στο προαύλιο του σπιτιού της. Πολυτελές  και μεγαλόπρεπο, ως συνήθως. Κοιτώντας επίμονα προς το μέρος της, την περίμενε. Εκείνη μπήκε στο σπίτι, με προσποιητή αδιαφορία. Κι αυτός, ανόητος ως συνήθως, αποχώρησε ηττημένος, ίσως και λίγο φοβισμένος. Αλήθεια, έως τώρα, δεν τον είχε συνηθίσει σε αντιδράσεις αυτού του τύπου! 
   Το βράδυ μπεκρόπινε σ' ένα μπαρ. Κατα-πίνοντας το ένα ποτήρι μετά το άλλο, σκεφτόταν όλες τις βλακείες που είχε κάνει. Τη συμπεριφορά του απέναντί της, τα φαρμάκια που 'χε γευτεί τόσα χρόνια, για το χατίρι του.
    Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήγε να τη βρει.
 Περπατούσε για ώρες, ψάχνοντάς την παντού. Είχε εξαφανιστεί. Της τηλεφώνησε πώς θέλει να βρεθούν, για να της εξηγήσει. Της τόνιζε -ξανά και ξανά- πως, όσα έκανε, είχαν σκοπό μόνο να της τραβήξουν την προσοχή. Και τα έκανε με τον, εντελώς, λάθος τρόπο. Είχε μετανιώσει για όλα! 
   Την πήρε αγκαλιά και με τρυφερότητα τη φίλησε. Γλυκά, με πάθος, σαν να μην υπήρχε πια αύριο! Χωρίς άλλες κουβέντες ή ανούσιες δικαιολογίες!
   Κι η Νάντια κατάλαβε, τον συγχώρησε κι ήταν πάλι μαζί! (Ε.Π.)

«Μαρμελάδα Σταφύλι!»


Έναν καιρό και μια φορά, στο Χωριό των Κοκκινοτάκουνων Πουλιών, το Μαρμε-λαδοχώρι, ζούσε η οικογένεια των τρανών Διοργανωτών.  
   Η οικογένεια αυτή, κάθε χρόνο στις 7 Ιουνίου, είχε την ευθύνη διοργάνωσης της Γιορτής Μαρμελάδας. Όφειλε να συλλέγει τους καρπούς, αλλά και να συντονίζει τα συνεργεία διαλογής, αλέσματος και παρασκευής της μαρμελάδας. Ακόμη, έπρεπε να την φυλάει και να συλλαμβάνει όσους επιχειρούσαν να την κλέψουν, για να χαλάσουν τη Μεγάλη Γιορτή. Στο μεγάλο τραπέζι που στηνόταν κάθε χρόνο, μπορούσες να δοκιμάσεις κάθε λογής γεύσεις: βερίκοκο, κεράσι, φράουλα ή ροδάκινο. Όμως, η  νοστιμότερη που μπορούσες να γευτείς, η σπεσιαλιτέ τους, ήταν η μαρμελάδα Σταφύλι. Άλλωστε, δεν μπορούσε να 'ναι άλλη καμιά, μια κι οι περισσότεροι κάτοικοι καλλιεργούσαν αμπέλια.
   Ξαφνικά, μια μέρα προτού τη γιορτή, κάποιος απ' το Κουζινοχώρι έκλεψε την περίφημη μαρμελάδα Σταφύλι. Ήθελε να χαλάσει τη γιορτή, ώστε όλοι οι επισκέπτες του Μαρμελαδοχωρίου να αναγκάζονταν πήγαιναν αναγκαστικά στη Γιορτή Ταχυφαγείου στο Κουζινοχώρι. Αυτό οι Διοργανωτές δε θα το επέτρεπαν! Έτσι την επομένη ετοίμασαν τα πράγματα για το επταήμερο ταξίδι τους,  γνωρίζοντας πως θα συναντούσουν αρκετά εμπόδια.          Την πρώτη τους μέρα δεν συνάντησαν κανένα εμπόδιο. Ο ήλιος έλαμπε κι οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές. Τη δεύτερη, όμως, συνάντησαν τον ψηλό Λαβύρινθο του Λύκου κι αναγκάστηκαν να περάσουν από μέσα του. Βέβαια, θα μπορούσαν να πετάξουν από πάνω του, αν οι φρουροί του δεν τους ανάγκαζαν να περάσουν από μέσα. Ο Λαβύρινθος έκρυβε ποικίλες παγίδες, τις οποίες η οικογένεια απέφυγε στο παρά πέντε. Δυστυχώς, βγήκαν από τον Λαβύρινθο μία μέρα μετά. Την επομένη (τέταρτη μέρα) συνάντησαν το Δάσος των Ζωντανών Πεύκων, όπου έπρεπε να κάνουν απόλυτη ησυχία, για να μη τα ξυπνήσουν. Ένα μέλος της οικογένειας παραλίγο να χτυπήσει τα τακούνια του, προκαλώντας θόρυβο, αλλά η υπόλοιπη οικογένεια το συγκράτησαν. Και σ' αυτό το δάσος έχασαν μια μέρα. 
    Την έκτη μέρα, έφτασαν επιτέλους στο Κουζινοχώρι. Εκεί, η οικογένεια πιάνει τον ληστή επ' αυτοφώρω να προσπαθεί να ανοίξει το βάζο με την πολύτιμη μαρμελάδα. Ευτυχώς, τον συλλαμβάνουν
πριν προλάβει να καταναλώσει το
 παραμικρό! 
   Τελικά, πήραν πίσω τη μαρμελάδα και
 βεβαιώθηκαν πως ο δράστης τιμωρήθηκε, όπως του άξιζε. Μετά επέστρεψαν βιαστικά στο χωριό τους, τη στιγμή ακριβώς που
 άρχιζε η Μεγάλη Γιορτή.
   Έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς μείναμε μονάχα με τη λιγούρα για μια...πολύ
 ξεχωριστή Μαρμελάδα!  
                                           (Κ.Σ.)

11 Νοε 2023

«Μουντό το Σκότος!»

Βουλιάζει ο κόσμος.
Το χάσμα αμέριμνο χάσκει.
Κινείται αμήχανα, 
εντός του 
σκοτάδι θεριεύει. 
Ποθεί, μα αδυνατεί τη Φύση να αλλάξει.


Για μια στιγμή μονάχα
το κεφάλι χαμηλώνει.
Η ψυχή αναρριγεί, δονείται,
ζητεί να γαληνέψει. 

Ο φόβος μεγαλώνει.
Ενώνονται τα χέρια.
Κι υψώνονται μια χούφτα 
λάσπης, θυμού κι απόγνωσης.

Κρατιούνται σφιχτά τα χέρια.
Κινούνται ρυθμικά, μαζικά 
κι ορμούν εμπρός,
αγγίζοντας το ένα τ' άλλο,
ώσπου τυφώνας γίνονται
και τα πάντα σαρώνουν.

«Χαμογέλα μου! Η πορεία 
κουρνιάζει στη βούληση!»
Σπάταλος ο Χρόνος κι η Δύση 
χτυπά δειλά πορτοπαράθυρα. 
Θάνατος κρύβεται παρέκει.
Σαν το σκοτάδι νικήσει ολοσχερώς. 
  
Δεν μπορώ άλλο το σκοτάδι!
Τόσο μουντό κι ατίθασο, μοιάζει μοναχικό!

22 Οκτ 2023

«Ταξίδι αλλόκοτο»


Σε πολιτεία αλλόκοτη
όπου άνθρωποι κοιμούνται ανάποδα 
και νυχτερίδες ίσια, όπου 
άνθρωποι, όταν πεθαίνουν,
βγάζουν φτερά και 
τα πουλιά τα χάνουν,
όπου σπίτια στηρίζονται 
στην άκρη της σκεπής, 
όπου η θάλασσα θυμίζει ουρανό 
κι ο ουρανός τη θάλασσα, 
όπου τ' αστέρια είναι βότσαλα 
κι η άμμος το χαλί της, 
εκεί θα ήθελα να Ζω!
Να σκέφτομαι με την ψυχή, 
να νιώθω με τη σκέψη.
Κάποτε ο λογικός ψελλίζει
- Ποιος 'θελε να ζει σε έναν τέτοιον τόπο; 
σως ένας κάποιος «άρρωστος»! 
Θα τόνιζε με νόημα πως οι τρελοί 
το θέλουν! Τούτον τον τόπο αγάπησα 
κι ένα ταξίδι αλλόκοτο εκεί θέλω να έχω: 

Αγαπητό ημερολόγιο,

Τα συναισθήματα ρέουν ανάμεικτα για 

την όμορφη κόρη που μ' αγγίζει τρυφερά,

με χαϊδεύει απαλά, με δονεί υπέροχα.

Στη μυρωμένη κάμαρα, ανθοστόλιστη 

και μοσχομυριστή η κόρη.

Ήρθε πάλι, πλάι μου να σταθεί. 

Κι είχε καιρό να παίξει μαζί μου. 

Φοβήθηκα μήπως με ξέχασε,

μήπως βαρέθηκε ή το χειρότερο: 

μη θέλει τη Μουσική ν' εγκαταλείψει.

Απερίγραπτη χαρά στο άκουσμα 

της πόρτας που ανοίγει. Η θωριά της 

διαφορετική, τελείως αλλόκοτη.

Ίσως δε μάθω ποτέ τι έφταιγε! 

Μα ο πόνος της πλημμύρισε το δωμάτιο.

Με την είσοδο, κάθεται στην καρέκλα.

Παίζει, παίζει με μια ψυχή θολή,

τρικυμισμένη, απείθαρχη.

Χωρίς παρτιτούρα, όλα από μνήμης. 

Δίχως να χάσει ή να μπερδέψει νότα.

Μελωδία απόκοσμη, ουράνια, επιβλητική! 

Όπως γρήγορα ήρθε, έτσι κι αποχώρησε. 

Έφυγε και βιαζόταν. Όφειλε κάπου 

να πάει, μια στράτα να διαβεί.

Θα τραγουδήσουν ξανά τα πλήκτρα μου; 

Εύχομαι πλάι μου σύντομα για

μι' ακόμη φορά να ξαποστάσει!

«Μια πτώση...»



Εμείς 
οι απεγνωσμένοι,
άλλοτε με βιβλίο κι
άλλοτε με κρασί στο χέρι.


Στο καλύβι μέσα, με το βλέμμα 
χαμένο στο ρολόι της ζωής,
κοιτάμε τους καθρέπτες
και χανόμαστε μέσα τους.
Κι εσείς με πλατύ χαμόγελο,
 εσωστρεφείς τραγουδάτε 
σιγά στα περιστέρια.
Αμιγώς μοναχικοί,
χορεύετε τανγκό πλάι 
στην Ιωάννα της Λωραίνης.
Το βλέμμα δεν τραβάτε από 'δω,
το άγγιγμά σας δεν έχει ουσία.
Συνεχίστε να χορεύετε,
 με το ταίρι σας αφήνω.
Κι εμείς γυμνοί και δόλιοι, 
αμιγώς απόμακροι.
Προσοχή! Το τασάκι στη γωνιά 
της θράκας κινδυνεύει με μια 
πτώση πρωτόγνωρη!
( Α.Π.)

11 Σεπ 2023

«Η Προφητεία»


Σπάρτη, 357 π.χ. Δυο αδέλφια, ο Θήριος κι ο Δήμιος, γιοι του Δία και της Καλυψώς μεγαλώνουν στην πόλη. Η ζωή τους απλή και λιτή. Τις περισσότερες ώρες της μέρας τ' αγόρια τις περνούν με σκληρή εκπαίδευση. Οι παλιοί λένε πώς έτσι θα γίνουν γενναίοι κι ικανοί πολεμιστές.
     Στις 06/06/2066, την 6η ώρα απ' την ανατολή του Ήλιου, λίγο πριν το τέλος της καθημερινής άσκησης, εμφανίζονται μπρος στα παιδιά δυο Θεοί, μεταμφιεσμέ-νοι σε δασκάλους. Η Προφητεία -που εδώ και καιρό γνωρίζουν- προβλέπει πως ένας άντρας, σημαδεμένος στο πρόσωπο, θα καταστρέψει την κατοικία των Θεών, σε συνεργασία με τους Τιτάνες.
    Αρπάζουν, λοιπόν, τον Δήμιο, ο οποίος εκ γενετής φέρει ένα σημάδι, κι εξαφανίζο-νται. Ο Θήριος, στην προσπάθεια να βοηθήσει τον αδερφό του, βασανίζεται αλύπητα απ' τους Θεούς. Βάζει, όμως, σκοπό να επιστρέψει τον Δήμιο αρτιμελή. Άλλωστε, το σημάδι, που 'χε αποκτήσει από το μένος των Θεών, δεν τον αφήνει να ησυχάσει, ούτε να ξεχαστεί!
     Παρά τα χρόνια σκληρής εκπαίδευσης, ο Θήριος καταλαβαίνει πως δεν είναι αρκετά προετοιμασμένος, για να πετύχει τον σκοπό του. Έτσι ζητάει τη βοήθεια του Άρη, Θεού του Πολέμου, μ' αντάλλαγμα την παντοτινή του αφοσίωση. Ο Άρης, δόλιος και μοχθηρός, αποδέχεται την έκκληση για βοήθεια. Σκοπός του; Να κάνει τον Θήριο εφαλτήριο στην απόπειρά του ν' ανατρέψει τον Δία! Θέλει τόσο να τον γκρεμίσει από τη θέση του Κυρίαρχου τ' Ολύμπου!
   Σύμμαχοι πια -Θήριος κι Άρης- ξεκινούν το ταξίδι για την πραγμάτωση ο καθένας του δικού του στόχου. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν πολλές, μα καταφέρνουν να τις ξεπεράσουν όλες. Ώσπου έρχονται αντιμέτωποι με την οργή του Ποσειδώνα.   Η φοβερή θαλασσοταραχή, που προκαλεί ο Θεός της Θάλασσας, χωρίζει απ' τον Άρη τον Θήριο, που καταλήγει στην παραλία κάποιου νησιού, ενώ οι δυο Θεοί μπαίνουν σε μια μάχη δίχως νικητή.                                  Την ίδια στιγμή περιπλανώμενος στο ερημικό νησί, ο Θήριος βρίσκει την σπηλιά  που κατέληξε φυλακισμένος απ' τον Θεό του Κάτω Κόσμου ο αδερφός του. Μετά από πολύωρη προσπάθεια, καταφέρνει ν' απελευθερώσει τον αδερφό του και, στη σκληρή μάχη που ακολουθεί, τα δυο αδέλφια νικούν τον Θεό του Θανάτου. Ωστόσο ο Δήμιος δεν κατορθώνει να βγει ζωντανός από την αναμέτρηση, βυθίζοντας στη θλίψη τον αδερφό του. 
Από τη στιγμή εκείνη ο Θήριος, θέτει έναν δυσκολότερο στόχο: να εκδικηθεί για τον θάνατο του αδερφού του όλους τους Θεούς, να γκρεμίσει συθέμελα το βασίλειό τους! Σ' αυτήν την προσπάθεια σύμμαχο έχει πια μονάχα τη Λογική, την Επιστήμη κι όποιους υπηρετούν τις δύο νέες Θεότητες όλων των εποχών! (Π. Χ.)

20 Αυγ 2023

«Ένας άνθρωπος χαμογελαστός!»


(Εισαγωγικό Σημείωμα: Ο Ρόμπιν είναι διευθυντής ξενοδοχείου. Απρόσιτος, αυστηρός, ψυχρός. Με την απωθητική προσωπικότητα, δεν αφήνει κανέναν να τον πλησιάσει. Πριν χρόνια, όταν ακόμη ήταν παιδί, έπεσε θύμα μιας απαγωγής που συνέβη με σκληρούς όρους. Επέζησε ως εκ θαύματος!)
Σήμερα είναι πάλι σοβαρός. Ανέκφραστος, χωρίς χαμόγελο, λιγάκι αγενής -όπως άλλωστε συνέχεια ή τουλάχιστον στην πλειονότητα των κοινωνικών του συναναστροφών-. 
    Έγινε έτσι από τότε. Από τότε που βίωσε την τραγωδία. Μια θύμηση οδυνηρών γεγονότων, που για να τα ξεπεράσει και να μη νιώσει φόβο ή πόνο ξανά, ζωγράφισε ένα κουτί και κλείστηκε μέσα του. Είναι η άμυνα, το τείχος προστασίας του. Μ' αυτό φυλάγεται απ' τους ανθρώπους, απ' την κακία τους. Το κουτί τον κάνει δυνατό, ανίκητο. Δεν θα επιτρέψει να τον ξαναπλη-γώσουν. Μένει, λοιπόν, κλεισμένος όλα τα χρόνια εκεί, αγκαλιά με την οδύνη των αναμνήσεων, έχοντας μόνιμα μια θλίψη, μια χέουσα, ανοιχτή πληγή.
   Είναι η μέρα πρόσληψης νέου υπαλλήλου στο ξενοδοχείο. Είδε πολλούς υποψήφιους να περνούν, αλλά μόνο έναν να ξεχωρίζει απ' το πλήθος. Ένα πρόσωπο που του θυμίζει κάτι απροσδιόριστο. Αποπνέει μια αίσθηση οδύνης. Του προκαλεί συγκίνηση και χαρά ταυτόχρονα. Μια αίσθηση ασαφή, ανεξήγητη, σαν να το γνωρίζει από παλιά. Είναι το πρόσωπο μιας άγνωστης κοπέλας που, όμως, κάνει την καρδιά του να χτυπά ρυθμικά.
    Αυτό τον ωθεί να την προσλάβει. Έπειτα να την πλησιάσει, για να τη γνωρίσει. Έτσι θα καταλάβει από που προέρχονται τα συναισθήματα γι' αυτήν. Τόσο δυνατά, απρόσμενα, μα τόσο αληθινά που τρομάζει!
   Τελικά μαθαίνει τη σοκαριστική αλήθεια. Η κοπέλα είναι το μικρό κορίτσι που βρισκόταν μαζί του στο τρομακτικό εκείνο σπίτι. Είναι αυτή που μοιράστηκε τις τραγικές εμπειρίες του, που του έδινε θάρρος και δύναμη με την παρουσία της. Μαζί πάλεψαν και νίκησαν τις δυσκολίες, τις ανασφάλειες, τους φόβους τους. Παρείχαν ασφάλεια, σιγουριά, συντροφιά ο ένας στον άλλο. Ετσι καταφέραν σιγά σιγά να οπλιστούν με τη δύναμη ν' αποδράσουν, να γλυτώσουν από τους βασανιστές τους! Και τώρα την έχει δίπλα του. Και τον κοιτά μ' απορία, διερευνητικά.
   Εκείνη γνώριζε τα πάντα! Από την πρώτη στιγμή! Γι' αυτό και ήρθε στο ξενοδοχείο. Ήθελε απεγνωσμένα να τον συναντήσει. Αποδείχτηκε, μάλιστα, πως τελικά είναι το κλειδί, για να ξεκλειδωθεί το «κουτί» του Ρόμπιν και να εξαϋλωθεί...
   Με αυτήν δίπλα του, του δίνεται μια ευκαιρία ν' αντιμετωπίσει τ' αρνητικά συναισθήματα. Να τα αφήσει πίσω, στο παρελθόν. Τις άσχημες αναμνήσεις και καθετί τον «κλείδωνε», τον απομάκρυνε απ' τους ανθρώπους όλο αυτό το διάστημα.
   Έτσι ο Ρόμπιν απαλλάχτηκε απ' το βάρος που κουβαλούσε. Κατάφερε να γίνει ένας άλλος άνθρωπος, διαφορετικός. Γλυκός και χαμογελαστός. Κι όλα αυτά, έξω από το «κουτί» του, μακριά απ'την απομόνωση! Μόνο με την Καθλίν πλάι του, σταθερά στο πλευρό του! (Κ. Φ.)

1 Αυγ 2023

«Στο κατώφλι μιας αυλαίας θεατρίνων»


Περπάτησα στη μοναξιά 
της φυσικής μου ρώμης, 
μιας ύπαρξης αδιάντροπης.
Ζήτησα πόνο στην υπερβολή, 
μια ανάσα παραζάλης.
Όρθωσα ως επιλογή σθένος και τρυφερότητα, που τώρα 
προεκτείνεται στα όρια τ' ονείρου.
Επέλεξα την ανηφόρα της ζωής 
μπρος σε κατώφλι μιας 
αυλαίας θεατρίνων να σαρώσω.
Φορτώθηκα σταυρούς, καρφιά, αξίνες 
στη διαδρομή, ζητώντας τη σαγήνη 
της αλήθειας ν' αντικρίσω. 
Καθάριες ηδονές ανύπαρκτου Ρωμαίου 
-στο πλευρό μου- φαντάζαν 
άλυτες κλωστές του νου, 
που το κουβάρι συγκολούσαν
του μυαλού μου. Και ήθελα, 
ένιωθα, ποθούσα ευλαβικά 
μέσα στη θέρμη μιας καρδιάς
να ακουμπήσω, δηλώνοντας 
στέρεα, μωρά, πεισματικά 
πως μόνο τούτη η ζαριά 
έμελλε η στερνή να είναι! (Ι. Μ.)

30 Ιουλ 2023

« Ένας μικρός “κλόουν”...»


Πέντε χρόνια αφότου μετακομίσαμε από την επαρχία -την πόλη της Καβάλας- στον Διόνυσο της Αττικής. Παντρεμένη με έναν άντρα που αγάπησα πολύ -σχεδόν με δουλοπρέπεια-! Έναν άντρα που ακολούθησα σε τόπο ξένο -παρά τις όποιες αντιρρήσεις μου-, για να τον στηρίξω, ολόψυχα, με όλες μου τις δυνάμεις στην καριέρα του ως σκηνοθέτη.      Η σχέση μας εξ αρχής προβληματική! Για εμένα, για εκείνον, κυρίως για την ψυχο-σύνθεσή μου. Μου έδειχνε καθημερινά πόσο περιττή ήμουν, πόσο τον ενοχλούσα στα μεγαλεπήβολα σχέδια του. Μου δήλωνε συστηματικώς και μεγαλοφώνως -κυρίως κατά την παρουσία τρίτων- πόσο «άχρηστη» είχα αποδειχθεί! Τον ενοχλούσε βαθύτατα, όπως δήλωνε, που αδυνούσα να μείνω έγκυος, για να διαιωνίσω το «πολύτιμο» γονιδίωμά του. Του «κόστιζε» πολύ, μολονότι προσπαθούσα να τον πείσω για το αντίθετο. 
    Μαλώναμε συχνά, για το παραμικρό. Αν κι η πραγματική αιτία φάνταζε άγνωστη. Στο σπίτι καθημερινά κάναμε -ή ορθότερα έκανα- όνειρα: για αγάπη, τρυφερότητα, στοργή! Όνειρα για τα οποία εκείνος, εν τέλει, έμοιαζε να αδιαφορεί ολοκληρωτικά. Ένιωθα απόλυτα τη μοναξιά μου! Κάθε φορά που ζητούσα να μιλήσουμε, εκείνος απλά ξεφύλλιζε εφημερίδες ή μιλούσε στο τηλέφωνο με κάποιο σημαίνον πρόσωπο, πολύτιμο για την ανάδειξη του «πολύπλευρου ταλέντου» του, όπως χαρακτηριστικά σχολίαζε.  
    Με απογοήτευε καθημερινά: με υποτιμητικά σχόλια, γελοία υπονοούμενα, προσβολές για «ανικανότητα» και πληθώρα ποικίλων ανυπόστατων χαρακτηρισμών. Ωστόσο προσπαθούσα. Προσπαθούσα να τον γνωρίσω, να τον καταλάβω, να τον στηρίξω, να του προσφέρω όσα φαινόταν να έχει ανάγκη. Έκανα τα αδύνατα δυνατά να τον φέρω και πάλι κοντά μου -όσο ήταν εφικτό ή όσο άφηνε περιθώριο το υπερτροφικό «εγώ» του-. 
     Αποφάσισα να επισκεφτώ μέχρι και ψυχολόγο, για να «μας» βοηθήσει. Ένα «μας» που υπήρχε μόνο στη δική μου φαντασία, όπως αποδείχτηκε. Αυτός με συμβούλεψε να βρω τρόπους να σκέφτομαι θετικά και να γίνω πρακτικότερη. 
    Εν τω μεταξύ ο χρόνος κυλούσε αδυσώ-πητα, γκρεμίζοντας τα όνειρα και κάθε γέφυρα σύνδεσης ανάμεσά μας. Η κατάσταση μου χειροτέρευε διαρκώς. Το αποτέλεσμα; Να σκέφτομαι ότι δεν είχα πια λόγο να ζω ή να υπάρχω καν. Πόση κατρακύλα, αλήθεια! Κάποιο πρωινό -μετά από έναν μεγάλο καυγά μας- έχασα παντελώς τον έλεγχο! Κατάπια όλα τα αντικαταθλιπτικά που βρήκα στο μπάνιο, θέλοντας να δώσω επιτέλους ένα τέλος! 
    Έπειτα από μια βδομάδα νοσηλείας στο νοσοκομείο, συνειδητοποίησα πως ο άνθρωπος αυτός δεν άξιζε να υπάρχει στη ζωή μου. Κι αποχώρησα ηττημένη!
    Ωστόσο αποφάσισα να δώσω μια ευκαιρία ακόμη στην ψυχή μου. Πάλεψα για μήνες να την ισορροπήσω κι έπειτα για χρόνια, να υιοθετήσω ένα παιδί. Εφτά χρόνια, εφτά έτη δικαστικών αγώνων κι υπαρξιακής αγωνίας, για να υποδεχτώ τον άγγελό μου!    
    Έτσι μπήκε στη ζωή μου ένα γλυκύτατο πλάσμα, χαρίζοντάς της νόημα κι ουσία. Κι αυτή γέμισε αγάπη, τρυφερές στιγμές, αλλά και μπόλικη ευθύνη. Τώρα πια ζούμε τρισευτυχισμένες μαζί, στο ίδιο σπίτι που δυστυχούσα με εκείνον. 
    Και όλως παραδόξως: λατρεύει να παριστάνει τον κλόουν, σέρνοντας σε όλο το σπίτι θορυβωδώς τα τεράστια, μαύρα μοκασίνια του. Αυτά που εκείνος ξέχασε, φεύγοντας βιαστικά, μια νύχτα πριν επιστρέψω από τη νοσηλεία. Ένας μικρός «κλόουν» στη θέση ενός «μεγάλου», που αποχώρησε αθόρυβα, χωρίς ίχνος ντροπής!