
Μια ακόμη βραδιά στην Ονειρούπολη, αλλιώτικη, διαφορετική!
Οι γονείς ανησυχούν. Είπαν στα παιδιά να είναι επιφυλακτικά. Κάτι παράξενο συνέβαινε!
Ενώ οι γονείς μαγείρευαν, τα παιδιά πήγαν για εξερεύνηση. Τους το επέτρεψαν, υπό τον όρο να μην απομακρυνθούν. Κάτι δεν πήγαινε καλά σ' αυτήν την έπαυλη!
Ζήτησαν να τους λένε, επίσης, οτιδήποτε παράξενο αντιληφθούν. Και ποτέ μα ποτέ να μην χωριστούν.
Βγαίνοντας, τα παιδιά είδαν σκαλισμένες λέξεις στη βαριά, δύσκαμπτη θύρα. Το μετέφεραν αμέσως. Προειδοποιούσε με σαφήνεια το μήνυμα: «Φύγετε, όσο είστε ακόμη ζωντανοί!» Οι γονείς, φοβισμένοι, δεν άφησαν τα παιδιά να πάνε για εξερεύνηση. Άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματα για την αναχώρηση. Τότε ψίθυροι άρχισαν ν' ακούγονται: «Μα, γιατί φεύγετε; Δεν σας άρεσε εδώ πέρα;»
Ενώ οι γονείς μαγείρευαν, τα παιδιά πήγαν για εξερεύνηση. Τους το επέτρεψαν, υπό τον όρο να μην απομακρυνθούν. Κάτι δεν πήγαινε καλά σ' αυτήν την έπαυλη!
Ζήτησαν να τους λένε, επίσης, οτιδήποτε παράξενο αντιληφθούν. Και ποτέ μα ποτέ να μην χωριστούν.
Βγαίνοντας, τα παιδιά είδαν σκαλισμένες λέξεις στη βαριά, δύσκαμπτη θύρα. Το μετέφεραν αμέσως. Προειδοποιούσε με σαφήνεια το μήνυμα: «Φύγετε, όσο είστε ακόμη ζωντανοί!» Οι γονείς, φοβισμένοι, δεν άφησαν τα παιδιά να πάνε για εξερεύνηση. Άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματα για την αναχώρηση. Τότε ψίθυροι άρχισαν ν' ακούγονται: «Μα, γιατί φεύγετε; Δεν σας άρεσε εδώ πέρα;»
Οι γονείς επιτάχυναν το μάζεμα, το πακετάρισμα, τις προετοιμασίες. Πλέον τσιρίδες και κραυγές ακούγονταν, βγαίνοντας απ' το δωμάτιο. Τρέχοντας προς την εξώπορτα, τους ακολουθούσαν σκιές, όχι μορφές ανθρώπινες. Είχαν κέρατα και μυτερή ουρά. Οι κραυγές κι οι τσιρίδες δυνάμωναν, όσο πλησίαζαν προς την έξοδο. Οι πόρτες ανοιγόκλειναν, κάνοντας ανυπόφορο θόρυβο.
Βγαίνοντας στην αυλή της έπαυλης, τα παράθυρα άνοιξαν κι αυτά. Χιλιάδες σκιές ξεχύθηκαν θυμωμένα απ' τα παράθυρα.
Η οικογένεια έφτασε πανικόβλητη στη μεγάλη πόλη, για να παλέψει να σωθεί, να ξεφύγει πάση θυσία. Καθώς έμπαινε στην πόλη και πλησίαζε τα πρώτα σπίτια, την περικύκλωσαν οι σκιές. Εκείνη τη στιγμή μια λευκή λάμψη έκανε την εμφάνισή της κι οι σκιές άρχισαν ν' απομακρύνονται. Φοβισμένες, σχεδόν πανικόβλητες, με τσιρίδες τρόμου κι αλαλαγμούς.
Κι έτσι η οικογένεια επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο, για να φύγει, όσο γινόταν γρηγορότερα και μακρύτερα. Κι από τότε δώσανε την υπόσχεση να μη κοιτάξουν ποτέ ξανά πίσω, ποτέ πια προς την κατεύθυνση εκείνη!