Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

5 Δεκ 2023

«Άτιμος ο χρόνος!»

Άτιμη έννοια 
ο χρόνος! Σαγηνεύει, αλώνει τον νου και την ψυχή! Σαρώνει τους πάντες και τα πάντα στο διάβα του! Ο άνανδρος  -τάζοντας κάποτε εμπειρίες, γνώση, θύμησες βαθιές ή μακρόπνοες- μας ξεγελά. Μας μεθά με γεύσεις, ήχους ή οσμές που στο πέρασμά του ξεθωριάζουν, με εικόνες που ταξιδεύουν μαζί του και φθίνουν. Μα, καθώς απομακρύνεται, ο πόνος μεγαλώνει, σχεδόν γιγαντώνεται. Κι έτσι δυσφορούμε.
   Άτιμος ο χρόνος! Στο πέρασμά του παίρνει ολάκερα κομμάτια μας, τα ξεριζώνει κι άτακτα τα σκορπίζει σ' ορίζοντες μακρινούς. Κάποτε οι πληγές μένουν ανοιχτές, χέουσες. Άλλοτε επιστρέφει αναμνήσεις που, ωστόσο, δε γεμίζουν τα κενά. Μα, εμένα μ' έχει καιρό τώρα εγκαταλείψει. Έφυγε και σε πήρε μαζί του. Οι πληγές μου δύσοσμες, βαθιές, αρνούνται πεισματικά να μπουν σε ροή επούλωσης. Κι οι αναμνήσεις μοιάζουν ασυνήθιστα παλιές, για να τις σβήσω. Ίσα που ελάχιστα δικά σου θυμάμαι. Ασυνήθιστα, μην φανταστείς! Σ' έχω συνδέσει με πράγματα απλά, καθημερινά. Δε θ' αφήσω τον εαυτό μου να ξεχάσει! Δε μιλώ πια για σένα! Θέλοντας και μη σ' έχω για πεθαμένο. Μα αυτό μου είναι πιο δύσκολο. Τους πραγματικούς νεκρούς τους αφήνεις πίσω, δεν μπορείς αλλιώς. Τους ανθρώπους, όμως, που μια στιγμιαία πνοή σας χώρισε, πώς να τους αγνοήσεις; 
   Ο άτιμος ο χρόνος! Δε φτάνει που ήρθε νωρίς για μας. Πήρε πιο πολλά απ' όσα άφησε. Κι αν με ρωτάς, άφησε πίσω εικόνες, δίχως αξία. Δεν θέλω να γεμίσω τα κενά! Δεν θέλω άψυχες εικόνες κοντά μου! Θέλω μονάχα κάτι να φυλάω κι εγώ, κάθε φορά που ο χρόνος κάτι άλλο μου παίρνει μακριά! Κι αν κάποτε ο Χρόνος απ' τα
 μέρη μου σε φέρει, κοίταξε και πρόσεξε πόσο άδικα η Μνήμη μας πεθαίνει!

Παράλληλες πορείες...»

Στο βαθύ πράσινο εκείνου του δάσους, μια σκοτεινή ψυχή κατοικούσε σε μισοχαλασμένη καλύβα. Χωρίς συντροφιά, κάποιος νεαρός παρακολουθούσε τον ήλιο ν' ανατέλλει και να δύει καθημερινά. Ξανά και ξανά! Παρέα του κάθε δέντρο, κάθε ζώο, καταγάλανα νερά να κυλάνε ήσυχα.
   Απ' την άλλη πλευρά του δάσους έμενε κάποιο κορίτσι, μόνο κι αυτό. Περίμενε μια αγάπη μοναδική να φωλιάσει στην ψυχή της. Τα γαλάζια μάτια και τα κατάξανθα μαλλιά ολοκλήρωναν την την υπέροχη όψη της. Γεμάτη γαλήνη κι ηρεμία, προσέλκυε δίπλα της κάθε μοναχική ψυχή.
   Ένα ηλιόλουστο πρωινό ξεκίνησε για τον συνήθη περίπατο στα μονοπάτια του καταπράσινου δάσους, ψάχνοντας τα κρυστάλλινα νερά της λίμνης. Έχοντας μπροστά της το πανέμορφο τοπίο, αποφάσισε να δροσιστεί, για να καθαρίσει ο νους της.
   Την ίδια στιγμή, ο νεαρός με τα καταπρά-σινα μάτια έφυγε για το καθημερινό του κυνήγι. Δεν άντεχε να σκοτώνει ζώα, μα με κάποιον τρόπο έπρεπε να επιβιώσει. Πέρασε τα σκοτεινά δίχτυα του δάσους και ίσως ήταν γραφτό ν' αντικρίσουν τα μάτια του μια νεφέλη γύρω απ' τα νερά της λίμνης. Αμέσως, κρύφτηκε πίσω απ' τα βράχια, για να ξαποστάσει. Εκεί έμελλε να δεί την κατάξανθη κόρη, έστω για λίγο, για μια μόνο στιγμή. Δε μπορούσε να μιλήσει, ψέλλισε μόνο πως πρόκειται για οπτασία. Ήταν πρόκληση γι'αυτόν, ένας πειρασμός αναπόδραστος. Τρομαγμένη από τον ξένο
προσπάθησε άκομψα να κρύψει τη γύμνια της.
- Ποιος είσαι και τι ζητάς εδώ, ξένε; Ποιος είσαι, ποιο τ' όνομά σου;
- Με συγχωρείς! Δεν ήθελα να σε τρομάξω! Κυνηγούσα στην περιοχή κι έτυχε να περάσω απ' το σημείο.
- Ποια η γενιά σου; ξανάπε, πλησιάζοντάς τον
Σταύρο με λένε και κατάγομαι απ' την πρωτεύουσα. Εσένα;
- Αρετή, και...
Δε πρόλαβε να τελειώσει κι ο Σταύρος από ντροπή πήρε βιαστικά τον δρόμο του γυρισμού. Τρέχοντας πίσω του η Αρετή, του φώναξε:
-Στάσου, μη φεύγεις! Είμαι μόνη και δεν ξέρω να επιστρέψω. Χάθηκα, γύρνα πίσω!      Ο Σταύρος γύρισε, αλλά κατάλαβε ότι δε μπορούσε να την κοιτάξει κατάματα. Η όψη της έκαιγε τα καταπράσινα μάτια του. Την είχε ερωτευτεί, με την πρώτη ματιά! Ήταν πρωτόγνωρο γι' αυτόν! Απλά ήθελε να της πιάσει το χέρι και ν' αφεθεί στα συναισθήματά του. Δίνοντάς της το χέρι του, της είπε:
- Έλα μαζί μου! Πιάστηκαν χέρι-χέρι. Η
Αρετή, κρατώντας τον αποφασιστικά,
πήρε τον δρόμο του γυρισμού, μαζί του από εδώ και πέρα. Τα καταπράσινα μάτια
του μετέδιδαν φως στα δικά της, γέμιζαν συναισθήματα τη ψυχή, φούσκωναν μ'
αγάπη την καρδιά της. Κι έτσι χάθηκαν μαζί στην καρδιά του δάσους. Δυο ψυχές
αντίθετες, με παράλληλες πορείες  ζωής ως τα τώρα.
   Κι, όπως το δάσος ακουμπά τρυφερά τα βράχια, οι δυο ψυχές συναντήθηκαν κι ένα γλυκό φιλί τους ένωσε για πάντα, αιώνια.

4 Δεκ 2023

«Κοινή πορεία...»

Κάποτε και ποτέ, παντού και κάπου, υπήρχαν δύο αδέλφια, πολύ αγαπημένα, τόσο που κίνησαν τον φθόνο των Θεών.  
Η Κατερίνα κι ο Σταύρος ζούσαν με τους γονείς τους ειδυλλιακά, αξιοζήλευτα ευτυχισμένοι. 
   Ωστόσο, μια μέρα αποφράδα, οι γονείς αντιμετώπισαν το αναπόδραστο: βρέθηκαν στη μέση ενός τραγικού ατυχήματος και τα πάντα ανατράπηκαν. Η ευτυχία κι η χαρά της ζωής παρέδωσαν τη θέση τους στον πόνο, τη θλίψη και την απουσία. 
    Τα παιδιά απέμειναν χωρίς στήριξη. Δίχως βοήθεια καμιά. Στενοχωρήθηκαν, θρήνησαν, μα έπρεπε να σταθούν όρθια, στα πόδια τους. Οπότε παρηγορήθηκαν, μια κι είχαν το ένα τ' άλλο. 
    Η Κατερίνα έμοιαζε πιο δεμένη με τους γονείς. Έφερε βαρέως τον χαμό τους. Αποφάσισε, λοιπόν, πως ήταν προτιμότερο να φύγει. Για ν' απομακρυνθεί από το πρόβλημα ή έτσι νόμιζε. Ο Σταύρος, απ' την άλλη, πνιγμένος κι αυτός στη θλίψη, δεν ένιωσε το δράμα της. 
   Την επομένη η Κατερίνα πήρε το πρώτο καράβι. Έφυγε σ' ένα νησί, απόμακρο. Ο Σταύρος έψαξε παντού. Δεν την έβρισκε! Στην απελπισία του πάνω, άκουσε την περιγραφή μιας ηλικιωμένης κυρίας, με το σπίτι της δίπλα στο λιμάνι. Είχε παρατηρή-σει, λέει, μια θλιμμένη κοπέλα που έφτασε νωρίτερα στην προκυμαία. Του είπε τον προορισμό της. Αυτός κατάλαβε. Πήρε το καΐκι του φίλου του κι έφυγε για το νησί των παιδικών τους αναμνήσεων. 
   Σ' όλο το ταξίδι προσευχόταν. Για την Κατερίνα, γι' αυτόν, για τη ζωή τους μαζί!
Τρελαινόταν στην ιδέα πως υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να χάσει κι αυτήν! Και να μην μπορεί να κάνει κάτι; Αδύνα-τον!
  Αράζοντας στο νησί, άρχισε να καλεί τ' όνομά της απελπισμένα, μέχρι ν' ακούσει τη φωνή της. Την είδε καθισμένη, να μοιρολογεί κάτω από μια συστάδα δέντρων. Ηρέμησε. Πλησίασαν ο ένας τον άλλον, αγκαλιάστηκαν κι έβαλαν τα κλάματα. Ο Σταύρος της είπε πως το ταξίδι δεν το 'κανε χωρίς λόγο. Της υποσχέθηκε πως θα ζούσαν τη ζωή τους μαζί.
   Της έδωσε όρκο ιερό πως δε θα αγνοούσε τα συναισθήματά της, ποτέ ξανά! Κι έπειτα έβαλαν θεμέλια γερά σε μια αρχή νέα. Με ενωμένες τις νεανικές τους ψυχές σε κοινή πορεία...