
Αγκιστρώνουν τα δάκρυα στα βλέφαρα,
μη τύχει και κυλήσουν. Ποτέ μη δεχτείς πόσο τ' αγάπησες!
Ως τις πιο τέλειες ατέλειες τους.
Κοιτούσες με δισταγμό. Όλο και πιο διστακτικά, τ' αγκάθια που τα δάχτυλά
σου τρύπησαν. Σε πότισαν φαρμάκι.
Την ύστατη ευωδιά στους πνεύμονες
φύλαξες θησαυρό. Για μια φορά ακόμη
ξέμακρα τα μάτια, δακρυσμένα.
Για μια φορά διακρίνουν σκιές.
Σκιές που δεν μπορείς να ξεφύγεις.
Σ' ακουμπούν, σε αγγίζουν, σ' αγκαλιάζουν
σε παίρνουν μαζί. Δε μιλάς!
Ε, δεν πειράζει! Δε χρειάζεται, άλλωστε!
Βρίσκεις τρόπο απ' τον εφιάλτη
να ξεφύγεις, να δραπετεύσεις.
Σπίρτο φώτισε το μαραμένο πράσινο,
άνεμος ράπισε το σώμα ανελέητος.
Με τ' αστέρια μιλάς, δάκρυα ζωγραφίζουν
στο πρόσωπό σου. Γεμάτα χάρη το
ροδαλό σου δέρμα ολοκληρώνουν,
ωσάν γλύπτες άψογα το τελειώνουν.
Σωτηρία καμιά. Σουτ! Πάψε!
Μη φοβάσαι καρδιά μου!
Το είναι σου αναζήτησε, μήπως
συντροφιά πορευτείτε.
Στο κενό αναζήτησε,
μήπως κάπου κάποτε ακουστείς.
Μια βόλτα πάμε! Έλα τώρα, μη γκρινιάζεις!
Μίλα, πες κάτι, οτιδήποτε.
Μόνο μη στέκεις ατσάλινη απουσία.
Επίλεξε μία λέξη που να σε δένει
σφιχτότερα με την αοριστία.
Πες ένα «Θα δούμε»!
Στην τύχη, ολόκληρη η νύχτα σου!
Μην πεις ολόκληρη, πες ελάχιστη!
Πες κάτι! Έτσι, ίσα ίσα να βάλω
έναν τίτλο σε τούτη τη ματωμένη ιστορία.
(Β.Σ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου