
Ήταν καλοκαίρι, όταν συνέβη. Πήγε διακοπές με τους γονείς, πολύ χαρούμενη, αληθινά κεφάτη. Στην επιστροφή,
ο πατέρας δυνάμωσε στο ράδιο
το αγαπημένο της τραγούδι. Γελούσαν, τραγουδούσαν όλοι μαζί.
Κανείς δεν είδε το φανάρι έγκαιρα, για να σταματήσουν. Το άλλο αυτοκίνητο έπεσε πάνω τους. Εκκωφαντικός ο θόρυβος! Μηδένισαν όλα! Το ατύχημά τους, μάλιστα, έγινε η είδηση της χρονιάς:
«Απρόσεκτος οδηγός, με την οικογένεια του στο αμάξι, παραβίασε ανεύθυνα τον φωτεινό σηματοδότη!»
Οι γονείς της φορούσαν ζώνη. Ευτυχώς! Ξεμπέρδεψαν με αμυχές κι ένα σπασμένο μέλος ο καθένας. Η Μαρία, όμως, δεν φορούσε τίποτε. Έπεσε σε κώμα. Η χειρότερη στιγμή!
Η αισχίστη περίοδος της ζωής της! Απόλυτη αδυναμία. Δεν μπορούσε να κουνηθεί, να κλάψει, να τσιρίξει, να φωνάξει βοήθεια... κάτι, ρε αδελφέ, που να την κάνει να αισθάνεται λιγάκι ζωντανή! Άκουγε μόνο! Άκουγε τους γιατρούς να λεν πως η κατάστασή της ήταν κρίσιμη, πως υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να μην ξαναπερπατήσει. Στη χειρότερη περίπτωση πως ενδέχετο να χάσει τη μάχη με τη ζωή. Άκουγε, άκουγε, άκουγε κι ήθελε τόσο να ουρλιάξει σε όλους: πως ήταν ακόμη εκεί, ζωντανή ανάμεσά τους!
Η μητέρα της έκλαιγε διαρκώς, κρατώντας της το χέρι. Ο πατέρας είχε εξαφανιστεί. Δεν άντεχε τις τύψεις. Του ξέσκιζαν την ψυχή!
Μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα η Μαρία συνήλθε. Η μητέρα έτρεξε να την αγκαλιάσει. Προσπάθησε πολύ, για να της αποκαλύψει πως δεν θα περπατήσει ξανά. Εκείνη της είπε πως το είχε ήδη ακούσει απο τους γιατρούς. Ο πατέρας ακόμη άφαντος. Δεν τον ξαναείδαν. Χάθηκε στο σκοτάδι του μυαλού του!
Η ίδια ήταν ψύχραιμη, τουλάχιστον στην αρχή. Από τη στιγμή εκείνη κι έπειτα όφειλε να συνειδητοποιήσει πως έτσι θα ήταν η ζωή, πάνω σε αναπηρικό αμαξίδιο. Κάθε απόγευμα έβγαινε βόλτα στο κοντινό παρκάκι. Ήθελε να μη σκέφτεται πια! Να ξεχνιέται! Κάποια στιγμή παρατήρησε μια ιδιότυπη αφιέρωση δίπλα, στο ξεβαμμένο παγκάκι: «Εις μνήμην του αγαπημένου μας Βαγγέλη!»
Αναρωτιόταν τι είχε συμβεί. Κάθε μέρα περνούσε από το παγκάκι εκείνο. Αναρωτιόταν ξανά και ξανά. Τελικά αποφάσισε να ψάξει. Στο διαδίκτυο έλεγε πώς ο νέος ήταν στην ηλικία της. Σύχναζε στο πάρκο. Έκανε προπόνηση καθημερινά. Πότε πότε καθόταν να ξαποστάσει στο παγκάκι που τώρα η Μαρία διάβαζε το όνομά του.
Έπαθε κι αυτός ένα ατύχημα κι έμεινε ανήμπορος, όπως η ίδια. Οι συνομήλικοί του τον κορόιδευαν «ανίκανο, άχρηστο, παραπληγικό...». Λόγια που πονούν, που πληγώνουν βαθιά! Περνούσε το τελευταίο διάστημα κλεισμένος στο δωμάτιό του. Είχε βαρεθεί τους πάντες και τα πάντα! Πήρε την απόφαση κι έπραξε την ύστατη κίνηση απελπισίας, έκοψε τις φλέβες του.
Η Μαρία άρχισε να κλαίει. Ζήτησε να επισκεφτεί το μνήμα του αγοριού. Το επόμενο, κιόλας, πρωί. Κοιτώντας τη φωτογραφία, αδυνατούσε να συγκρατήσει τον ποταμό των δακρύων της.
Σκεφτόταν πόσο περιττή είναι, εν τέλει, η γνώμη των άλλων! Κάποιοι θέλησαν να τον κάνουν να αισθανθεί άσχημα, χωρίς λόγο. Να ντραπεί για μια κατάσταση που δεν έφταιγε. Τη στιγμή εκείνη πλησίασε τη Μαρία ένα αγόρι, σχολιάζοντας: «Μην αφήσεις ποτέ την γνώμη των άλλων να σε επηρεάσει! Μην κάνεις το ίδιο λάθος με τον αδερφό μου! Μη σε στεναχωρεί ο τρόπος που σε κοιτούν ή ο τρόπος που μιλούν για σένα! Απλά, προσπέρασέ τους!»
Η Μαρία απάντησε πως δεν τα παρατάει! Θα συνεχίσει να παλεύει. Εκείνος της ζήτησε να πάνε μια βόλτα. Για να συζητήσουν, να γνωριστούν. Η Μαρία, κάνοντας παρέα μαζί του, βρήκε τον εαυτό της. Κατάλαβε πως η αναπηρία δεν αλλάζει κανέναν εσωτερικά, πως όλα βρίσκονται στο μυαλό. Δεν ντρέπεται πια! Προσπαθεί αληθινά να συνεχίσει τη ζωή της.
Ο αδερφός του νέου, που αυτοκτόνησε, βρίσκεται πάντα δίπλα της. Με τον καιρό γίνανε ζευγάρι. Αυτό που λατρεύει η Μαρία σε εκείνον είναι ότι της συμπεριφέρεται όπως σε οποιονδήποτε άλλον, φυσιολογικά. Δεν ντρέπεται, όταν βγαίνει μαζί της, και την αγαπά ειλικρινά. Από αυτόν αντλεί πια τη δύναμή της να συνεχίσει! (Ζ.Α.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου