Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

3ο Δείγμα γραφής:«Ένα ταξίδι στον χρόνο»

Μετά από μήνες ταξιδιού οι μνήμες αναμοχλεύουν την τρικυμία της ψυχής του, ξαναζωντανεύοντας στο μυαλό του. Θυμήθηκε τη μέρα εκείνη που το πλοίο του -με σπάνια γενναιότητα- αντιμετώπισε τη μανία, τη λύσσα της ιρλανδικής θάλασσας. Καθώς διέσχιζαν την παγωμένη της αγκάλη, ο άνεμος τους μαστίγωνε ανελέητα. Λίγα λεπτά αργότερα μια βροχή καταρρακτώδης ξεκίνησε κι η θάλασσα αγρίεψε. Τα μανιασμένα κύματα χτυπούσαν τα σκαριά του πλοίου με μια δύναμη ζωώδη, σχεδόν πρωτόγονη, γεμίζοντας το κατάστρωμα με νερό. Οι γενναίοι άνδρες συνειδητοποίησαν πως τους απέμεναν μονάχα λίγες ώρες μέχρι να βουλιάξει το πλοίο. Διατηρώντας την ψυχραιμία, με παροιμιώδη αποφασιστικότητα κι ανδρεία, ατρόμητοι μπρος στον θάνατο, άρπαξαν τη βάρκα έκτακτης ανάγκης. Βιαστικά την πέταξαν στη θάλασσα, για να επιβιβαστούν σε μια έσχατη, απέλπιδα κίνηση. Ήταν μια λογική επιλογή επιβίωσης μέσα στον παραλογισμό του επικείμενου χάους. Ωστόσο, δεν τα κατάφεραν όλοι. Τρεις από τους δεκαοχτώ ναύτες βρήκαν φρικτό θάνατο στην εχθρική αγκαλιά μιας πρωτόγνωρης φουρτούνας. Χρειάστηκαν μέρες πολλές -στο όριο του απροσμέτρητου- προκειμένου να φτάσουν μόλις στα μισά της διαδρομής επιστροφής. Οι αναγκαίες τροφές λιγόστευσαν, το νερό απειροελάχιστο, μετά βίας κάλυπτε το ενδεχόμενο επιβίωσης. Κι ο ήλιο -καυτός, τραχύς κι αδυσώπητος- έπαιζε μαζί τους το προαιώνιο παιχνίδι του απόλυτου κυρίαρχου. Ο Μαξ ένιωθε σχεδόν ενστικτωδώς την άθλια κατάσταση των συντρόφων του. Φοβόταν πως δε θα καταφέρουν να επιβιώσουν έως τα πάτρια εδάφη, που τη δεδομένη στιγμή μοιάζαν σχεδόν λησμονημένα. Μια βδομάδα μετά το πλήρωμα του πλοίου είχε απομείνει το μισό. Δεν διέθετε πια ούτ' ένα όπλο, τίποτε απολύτως, για ν' αμυνθεί προς τις αντιξοότητες της φύσης. Ο θάνατος, σχεδόν τους ζέσταινε με τη δυσώδη ανάσα του. Η απελπισία κυρίευε την λογική τους. Κατέχοντας μια μακάβρια βεβαιότητα για την ανυπαρξία του μέλλοντος, ασυναίσθητα κάλεσαν τον Θεό στον ύπνο τους. Τους συμβούλεψε να μην χάνουν τις ελπίδες τους. Τους υποσχέθηκε, επίσης, πως όλα όσα ήθελαν βρίσκονταν πολύ κοντά. Όταν ξύπνησαν, αντίκρισαν τη στεριά της χώρας τους, που ήταν όντως πολύ κοντά. Υπολόγισαν ότι τους απέμειναν μόλις λίγες ώρες, έως ότου φτάσουν. Ο Μαξ κι οι επιζήσαντες σύντροφοι μετρούσαν αντίστροφα τα λεπτά, για να αντικρίσουν τα αγαπημένα πρόσωπα. Υποσχέθηκαν, λοιπόν, στους εαυτούς τους πως, παρά τα όσα πέρασαν, θα θυμούνται πάντοτε και θα τιμούν τους φίλους που χάσανε στο διηνεκές του χρόνου. Αυτό θ' αποτελούσε ένα χρέος με ανοιχτή εντολή δια βίου εξόφλησης. Τους το χρωστούσαν, άλλωστε, για την προστασία που τους παρείχαν!
«Τριγύρω συννεφόκαμα, στο βάθος μια σκιά απόκοσμη, ξένη κι αποτρόπαια...». Αυτά ήρθαν στη σκέψη του Μαξ, ναύτη ενός πλοίου της Γαλλίας, καθώς επέστρεφε σπίτι του.




Δεν υπάρχουν σχόλια: