Ήταν παραμονή Χριστουγέννων, όταν ο Νίκος συνάντησε τη Μαρία. Έβρεχε καταρακτωδώς εκείνη την ημέρα. Η Μαρία είχε γίνει μούσκεμα, γιατί είχε χαλάσει η ομπρέλα της. Και τότε -σαν λίγο από τύχη ή κι από μαγεία- ήρθε στη ζωή της ο Νίκος και την έσωσε. Μόλις κοιτάχτηκαν ένιωσαν κάτι διαφορετικό, μοναδικό, που δεν είχαν νιώσει ξανά ποτέ στη ζωή τους.
Η Μαρία ήταν αρκετά επιφυλακτική με τον άγνωστο που τη βοήθησε. Εκείνος της συστήθηκε. Ήταν αρκετά εκδηλωτικός σε όσα ένιωθε. Η κοπέλα εντυπωσιάστηκε, μα προσπαθούσε να μην το δείξει. Είχε απογοητευτεί άπειρες φορές από το συναίσθημα της! Αυτό που μέχρι τότε την οδηγούσε με σταθερότητα σε λανθασμένα μονοπάτια, σε ό,τι κι αν έκανε. Όταν ο Νίκος της έδωσε το νούμερο του, της ζήτησε να του τηλεφωνήσει. Εκείνη απομακρύνθηκε φοβισμένη, χάθηκε μες στους υγρούς δρόμους της Αθήνας.
Οι μέρες περνούσαν. Ο Νίκος είχε απογοητευτεί πια. Δεν είχε κάποιο σημάδι ζωής απ’ το ξεχωριστό κορίτσι που ‘χε συναντήσει και τον είχε συγκινήσει βαθιά. Από την άλλη, η Μαρία πάλευε με το μυαλό και την καρδιά της, χωρίς να μπορεί ν’ αποφασίσει ποιο είχε δίκιο: η καρδιά, που κραύγαζε να τηλεφωνήσει στον άγνωστο, παράξενο φύλακα άγγελό της -το αγόρι που την έσωσε από τη βροχή- ή μήπως το μυαλό, που τα έβλεπε όλα ψυχρά, μουντά, χωρίς συναίσθημα, με στείρα κι αλύγιστη λογική.
Τελικά η καρδιά της πάλι υπερίσχυσε, τηλεφωνώντας στο παράξενο, «ερωτεύσιμο αγόρι της βροχής», όπως τον ονομάτισε απλά στο μυαλό της. Πληκτρολόγησε τον αριθμό κι ακούγοντας τους χτύπους του τηλεφώνου, η καρδιά της είχε σχεδόν διαλυθεί απ' το άγχος. Άξαφνα, μια φωνή απάντησε στην άλλη άκρη του καλωδίου. Και ναι, ήταν το μυστηριώδες αγόρι! Ο Νίκος δήλωσε -καταλαβαίνοντας πως τον ζητούσε το κορίτσι που τον μάγεψε- όλο χαρά κι ικανοποίηση:
«Γειά σου, ανώνυμη! Ήμουν σίγουρος πως θα μου τηλεφωνούσες!».
«Γειά σου, Νίκο!» Απάντησε εκείνη.
Ο Νίκος όλο ζωντάνια παρατήρησε: «Θυμάσαι ακόμη το όνομά μου. Πόσο χαίρομαι! Αλλά εσύ δεν μου είπες ακόμη το δικό σου». «Μαρία» Μουρμούρισε χαμηλόφωνα.
«Χαίρω πολύ, Μαρία! Θα ήθελες να βγούμε αύριο;».
«Ναι, θα το ήθελα πολύ, πράγματι!».
«Ωραία, θα σε περιμένω τότε αύριο στο σημείο που συναντηθήκαμε, κρατώντας μια ομπρέλα». «Εντάξει, τα λέμε από κοντά!».
Την επόμενη μέρα, το κορίτσι ένιωθε πρωτόγνωρα αγχωμένο για το τι θα φορέσει, τι θα πει, πώς θα φερθεί. Ο Νίκος, αντιθέτως, ήταν πολύ χαρούμενος κι άρχισε από το πρωί να ετοιμάζεται για το πολυπόθητο ραντεβού. Την ίδια στιγμή στο σπίτι της κοπέλας κατέφτασε η κολλητή της, η Αντιγόνη, για να τη βοηθήσει.
Η ώρα πέρασε. Ήρθε η στιγμή της συνάντησης. Η Μαρία πλησίαζε στο σημείο του ραντεβού την ώρα που συμφώνησαν, αλλά εκείνος δεν ήταν εκεί. Περίμενε και περίμενε. Μα αυτός δε φαινόταν πουθενά! Κάποια στιγμή, απογοητευμένη πια, αποφάσισε να φύγει.
Περπατούσε κλαίγοντας στους κατάμεστους από κόσμο δρόμους της Αθήνας, βλέποντας ερωτευμένα ζευγάρια αγκαλιά, παιδιά με τις οικογένειές τους να διασκεδάζουν. Ξαφνικά όλοι αυτοί έμοιαζαν να έχουν σταματήσει και να την κοιτούν -άλλοι μ' απορία κι άλλοι σχεδόν με λύπηση- . Η Μαρία τους αγνοούσε σχεδόν επιδεικτικά, βρισκόμενη σε κατάσταση σοκ, άρνησης και απίστευτης απογοήτευσης.
Είχε ξεγελαστεί για μια φορά ακόμη, από την καρδιά της. Συντετριμμένη κάθισε σε δυο σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον σταθμό του μετρό. Έκλαιγε απαρηγόρητη, μα κανείς δεν της έδινε πια σημασία, πράγμα που επιθυμούσε διακαώς. Αφού ξαπόστασε για λίγο, σηκώθηκε κι ανέβηκε τα σκαλοπάτια, αποφασισμένη να κλειστεί για πολύ καιρό στον εαυτό της -γυρίζοντας σπίτι-.
Όταν έφτασε στην αρχή της σκάλας, είδε έναν από εκείνους τους θαλάμους που βγάζουν αναμνηστικές φωτογραφίες. Από την είσοδό του βγήκε μια φωτογραφία που έγραφε:
«Συγγνώμη για όλα! Το μόνο που θέλω να ξέρεις είναι πως δεν αντέχω με τίποτα στον κόσμο να βλέπω τα πανέμορφα μάτια σου κλαμένα! Σ' αγαπώ όσο δεν αγάπησα ποτέ καμία άλλη!». Απορημένη η Μαρία άνοιξε την κουρτίνα. Από μέσα βγήκε ξαφνικά ο Νίκος με ένα ακόμη χαρτί: «Είσαι ό,τι ομορφότερο έχω δει!» Εκείνη, ασυγκράτητη πια, τον αγκάλιασε δυνατά και παρέμεινε σιωπηλή.
Ο Νίκος αργότερα, όταν πέρασε η έξαψη της στιγμής κι αποφορτίστηκαν, της εξήγησε πως είχε πολλή κίνηση στον δρόμο και πως εκείνη την ημέρα είχαν συμβεί όλες οι αναποδιές μαζί. Στο τέλος, όμως, έγινε αυτό που πραγματικά έπρεπε!
Από τη στιγμή εκείνη ο Νίκος κι η Μαρία -δυο άνθρωποι που συναντήθηκαν τυχαία την ημέρα αναμονής της γέννησης του μικρού Χριστού, μπορεί τελικά να μην είχαν συναντηθεί και τόσο τυχαία- έζησαν μαζί μέχρι τα βαθιά γεράματά τους.
Πέρασαν δύσκολες στιγμές, στιγμές πόνου, απελπισίας, καυγάδων, αλλά και στιγμές αγάπης, γαλήνης και συντροφικότητας. Όλες στιγμές ξεχωριστές -όπως το πρώτο ραντεβού που δεν το ξέχασαν ποτέ τους!-.
Παντρεύτηκαν, έφτιαξαν μια μεγάλη οικογένεια, απέκτησαν εγγόνια και δισέγγονα. Μα το σημαντικότερο, έμειναν πάντοτε ενωμένοι κι αγαπημένοι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου