όπου άνθρωποι κοιμούνται ανάποδα
και νυχτερίδες ίσια, όπου
άνθρωποι, όταν πεθαίνουν,
βγάζουν φτερά και
τα πουλιά τα χάνουν,
όπου σπίτια στηρίζονται
στην άκρη της σκεπής,
όπου η θάλασσα θυμίζει ουρανό
κι ο ουρανός τη θάλασσα,
όπου τ' αστέρια είναι βότσαλα
εκεί θα ήθελα να Ζω!
Να σκέφτομαι με την ψυχή,
να νιώθω με τη σκέψη.
Κάποτε ο λογικός ψελλίζει:
Τα συναισθήματα ρέουν ανάμεικτα για
την όμορφη κόρη που μ' αγγίζει τρυφερά,
με χαϊδεύει απαλά, με δονεί υπέροχα.
Στη μυρωμένη κάμαρα, ανθοστόλιστη
και μοσχομυριστή η κόρη.
Ήρθε πάλι, πλάι μου να σταθεί.
Κι είχε καιρό να παίξει μαζί μου.
Φοβήθηκα μήπως με ξέχασε,
μήπως βαρέθηκε ή το χειρότερο:
μη θέλει τη Μουσική ν' εγκαταλείψει.
Απερίγραπτη χαρά στο άκουσμα
της πόρτας που ανοίγει. Η θωριά της
διαφορετική, τελείως αλλόκοτη.
Ίσως δε μάθω ποτέ τι έφταιγε!
Μα ο πόνος της πλημμύρισε το δωμάτιο.
Με την είσοδο, κάθεται στην καρέκλα.
Παίζει, παίζει με μια ψυχή θολή,
τρικυμισμένη, απείθαρχη.
Χωρίς παρτιτούρα, όλα από μνήμης.
Δίχως να χάσει ή να μπερδέψει νότα.
Μελωδία απόκοσμη, ουράνια, επιβλητική!
Όπως γρήγορα ήρθε, έτσι κι αποχώρησε.
Έφυγε και βιαζόταν. Όφειλε κάπου
να πάει, μια στράτα να διαβεί.
Θα τραγουδήσουν ξανά τα πλήκτρα μου;
Εύχομαι πλάι μου σύντομα για
μι' ακόμη φορά να ξαποστάσει!