Ο καθένας έχει τη δική του ιστορία να εκμυστηρευτεί, οπότε σας παρουσιάζω μία, που θα μπορούσε να 'ναι δική μου, γιατί έτσι την ένιωσα, ή και δική σας...
Η Νάντια, περπατώντας στη βροχή, και πάλι, σκεφτόταν όλα όσα είχαν συμβεί μόλις σε έναν χρόνο: τους έρωτες, τα όνειρα, τις ελπίδες, τις αλήθειες και...τα ψέματα που ακολούθησαν. Και πονούσε. Έτρεμε σύγκορμη από έναν πόνο, καινοφανή και συνάμα απολύτως κενό περιεχομένου.
Κάποια παράξενη στιγμή πίσω στον χρόνο, καθώς έσερνε τα βήματά της, ένα αμάξι τη μούσκεψε, περνώντας βιαστικά. Από το αυτοκίνητο κατέβηκε ο Στέφανος,
ο πρώτος και μεγαλύτερος έρωτας της! Στάθηκε έκπληκτη και, για ώρα πολλή, κοιτάζονταν στα μάτια, αποσβολωμένοι.
Μετά ο Στέφανος, χωρίς να πει κουβέντα, γύρισε την πλάτη, μπήκε στο αμάξι κι αργά απομακρύνθηκε. Η ώρα περνούσε. Έξω η Νάντια ακόμη, περπατούσε ολομόναχη. Τη στιγμή εκείνη το παράθυρο του ίδιου αυτο-κινήτου άνοιξε για μια φορά ακόμη. Ο Στέφανος της πρότεινε να την πάει σπίτι. Η Νάντια δε μίλησε, άλλαξε μονάχα το πεζοδρόμιο που βάδιζε. Δεν της άξιζε τέτοιος εμπαιγμός! Ποτέ ξανά!
Αυτός κατέβηκε άμεσα και της έπιασε αποφασιστικά το χέρι. Της δήλωσε πως θα την οδηγούσε στο σπίτι. Ήθελε δεν ήθελε! Όταν έφτασαν, την άφησε στην είσοδο κι αποχώρησε...πάλι σιωπηλά!
Την επομένη, η Νάντια καθόταν στο μπαλκόνι του δωματίου της, κοιτώντας αφηρημένη τη οργιώδη φύση. Αναρωτιόταν για άλλη μια φορά τις αιτίες της στάσης του. Σκεφτόταν ξανά και ξανά, μα άκρη δεν έβγαζε! Αδιέξοδο, κενό, ένα απόλυτο τίποτα ολόκληρη η ζωή της!
Αναπάντεχα, εντόπισε πάλι το αμάξι του. Στο προαύλιο του σπιτιού της. Πολυτελές και μεγαλόπρεπο, ως συνήθως. Κοιτώντας επίμονα προς το μέρος της, την περίμενε. Εκείνη μπήκε στο σπίτι, με προσποιητή αδιαφορία. Κι αυτός, ανόητος ως συνήθως, αποχώρησε ηττημένος, ίσως και λίγο φοβισμένος. Αλήθεια, έως τώρα, δεν τον είχε συνηθίσει σε αντιδράσεις αυτού του τύπου!
Το βράδυ μπεκρόπινε σ' ένα μπαρ. Κατα-πίνοντας το ένα ποτήρι μετά το άλλο, σκεφτόταν όλες τις βλακείες που είχε κάνει. Τη συμπεριφορά του απέναντί της, τα φαρμάκια που 'χε γευτεί τόσα χρόνια, για το χατίρι του.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήγε να τη βρει.
Περπατούσε για ώρες, ψάχνοντάς την παντού. Είχε εξαφανιστεί. Της τηλεφώνησε πώς θέλει να βρεθούν, για να της εξηγήσει. Της τόνιζε -ξανά και ξανά- πως, όσα έκανε, είχαν σκοπό μόνο να της τραβήξουν την προσοχή. Και τα έκανε με τον, εντελώς, λάθος τρόπο. Είχε μετανιώσει για όλα!
Την πήρε αγκαλιά και με τρυφερότητα τη φίλησε. Γλυκά, με πάθος, σαν να μην υπήρχε πια αύριο! Χωρίς άλλες κουβέντες ή ανούσιες δικαιολογίες!
Κι η Νάντια κατάλαβε, τον συγχώρησε κι ήταν πάλι μαζί! (Ε.Π.)