Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

24 Νοε 2023

«Η δική σου Ιστορία...»


Ο καθένας έχει τη δική του ιστορία να εκμυστηρευτεί, οπότε σας παρουσιάζω μία, που θα μπορούσε να 'ναι δική μου, γιατί έτσι την ένιωσα, ή και δική σας...
Η Νάντια, περπατώντας στη βροχή, και πάλι, σκεφτόταν όλα όσα είχαν συμβεί μόλις σε έναν χρόνο: τους έρωτες, τα όνειρα, τις ελπίδες, τις αλήθειες και...τα ψέματα που ακολούθησαν. Και πονούσε. Έτρεμε σύγκορμη από έναν πόνο, καινοφανή και συνάμα απολύτως κενό περιεχομένου.
   Κάποια παράξενη στιγμή πίσω στον χρόνο, καθώς έσερνε τα βήματά της, ένα αμάξι τη μούσκεψε, περνώντας βιαστικά. Από το αυτοκίνητο κατέβηκε ο Στέφανος, 
ο πρώτος και μεγαλύτερος έρωτας της! Στάθηκε έκπληκτη και, για ώρα πολλή, κοιτάζονταν στα μάτια, αποσβολωμένοι.     
   Μετά ο Στέφανος, χωρίς να πει κουβέντα, γύρισε την πλάτη, μπήκε στο αμάξι κι αργά απομακρύνθηκε. Η ώρα περνούσε. Έξω η Νάντια ακόμη, περπατούσε ολομόναχη. Τη στιγμή εκείνη το παράθυρο του ίδιου αυτο-κινήτου άνοιξε για μια φορά ακόμη. Ο Στέφανος της πρότεινε να την πάει σπίτι. Η Νάντια δε μίλησε, άλλαξε μονάχα το πεζοδρόμιο που βάδιζε. Δεν της άξιζε τέτοιος εμπαιγμός! Ποτέ ξανά!
   Αυτός κατέβηκε άμεσα και της έπιασε αποφασιστικά το χέρι. Της δήλωσε πως θα την οδηγούσε στο σπίτι. Ήθελε δεν ήθελε! Όταν έφτασαν, την άφησε στην είσοδο κι αποχώρησε...πάλι σιωπηλά!
   Την επομένη, η Νάντια καθόταν στο μπαλκόνι του δωματίου της, κοιτώντας αφηρημένη τη οργιώδη φύση. Αναρωτιόταν για άλλη μια φορά τις αιτίες της στάσης του. Σκεφτόταν ξανά και ξανά, μα άκρη δεν έβγαζε! Αδιέξοδο, κενό, ένα απόλυτο τίποτα ολόκληρη η ζωή της!        
   Αναπάντεχα, εντόπισε πάλι το αμάξι του. Στο προαύλιο του σπιτιού της. Πολυτελές  και μεγαλόπρεπο, ως συνήθως. Κοιτώντας επίμονα προς το μέρος της, την περίμενε. Εκείνη μπήκε στο σπίτι, με προσποιητή αδιαφορία. Κι αυτός, ανόητος ως συνήθως, αποχώρησε ηττημένος, ίσως και λίγο φοβισμένος. Αλήθεια, έως τώρα, δεν τον είχε συνηθίσει σε αντιδράσεις αυτού του τύπου! 
   Το βράδυ μπεκρόπινε σ' ένα μπαρ. Κατα-πίνοντας το ένα ποτήρι μετά το άλλο, σκεφτόταν όλες τις βλακείες που είχε κάνει. Τη συμπεριφορά του απέναντί της, τα φαρμάκια που 'χε γευτεί τόσα χρόνια, για το χατίρι του.
    Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήγε να τη βρει.
 Περπατούσε για ώρες, ψάχνοντάς την παντού. Είχε εξαφανιστεί. Της τηλεφώνησε πώς θέλει να βρεθούν, για να της εξηγήσει. Της τόνιζε -ξανά και ξανά- πως, όσα έκανε, είχαν σκοπό μόνο να της τραβήξουν την προσοχή. Και τα έκανε με τον, εντελώς, λάθος τρόπο. Είχε μετανιώσει για όλα! 
   Την πήρε αγκαλιά και με τρυφερότητα τη φίλησε. Γλυκά, με πάθος, σαν να μην υπήρχε πια αύριο! Χωρίς άλλες κουβέντες ή ανούσιες δικαιολογίες!
   Κι η Νάντια κατάλαβε, τον συγχώρησε κι ήταν πάλι μαζί! (Ε.Π.)

«Μαρμελάδα Σταφύλι!»


Έναν καιρό και μια φορά, στο Χωριό των Κοκκινοτάκουνων Πουλιών, το Μαρμε-λαδοχώρι, ζούσε η οικογένεια των τρανών Διοργανωτών.  
   Η οικογένεια αυτή, κάθε χρόνο στις 7 Ιουνίου, είχε την ευθύνη διοργάνωσης της Γιορτής Μαρμελάδας. Όφειλε να συλλέγει τους καρπούς, αλλά και να συντονίζει τα συνεργεία διαλογής, αλέσματος και παρασκευής της μαρμελάδας. Ακόμη, έπρεπε να την φυλάει και να συλλαμβάνει όσους επιχειρούσαν να την κλέψουν, για να χαλάσουν τη Μεγάλη Γιορτή. Στο μεγάλο τραπέζι που στηνόταν κάθε χρόνο, μπορούσες να δοκιμάσεις κάθε λογής γεύσεις: βερίκοκο, κεράσι, φράουλα ή ροδάκινο. Όμως, η  νοστιμότερη που μπορούσες να γευτείς, η σπεσιαλιτέ τους, ήταν η μαρμελάδα Σταφύλι. Άλλωστε, δεν μπορούσε να 'ναι άλλη καμιά, μια κι οι περισσότεροι κάτοικοι καλλιεργούσαν αμπέλια.
   Ξαφνικά, μια μέρα προτού τη γιορτή, κάποιος απ' το Κουζινοχώρι έκλεψε την περίφημη μαρμελάδα Σταφύλι. Ήθελε να χαλάσει τη γιορτή, ώστε όλοι οι επισκέπτες του Μαρμελαδοχωρίου να αναγκάζονταν πήγαιναν αναγκαστικά στη Γιορτή Ταχυφαγείου στο Κουζινοχώρι. Αυτό οι Διοργανωτές δε θα το επέτρεπαν! Έτσι την επομένη ετοίμασαν τα πράγματα για το επταήμερο ταξίδι τους,  γνωρίζοντας πως θα συναντούσουν αρκετά εμπόδια.          Την πρώτη τους μέρα δεν συνάντησαν κανένα εμπόδιο. Ο ήλιος έλαμπε κι οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές. Τη δεύτερη, όμως, συνάντησαν τον ψηλό Λαβύρινθο του Λύκου κι αναγκάστηκαν να περάσουν από μέσα του. Βέβαια, θα μπορούσαν να πετάξουν από πάνω του, αν οι φρουροί του δεν τους ανάγκαζαν να περάσουν από μέσα. Ο Λαβύρινθος έκρυβε ποικίλες παγίδες, τις οποίες η οικογένεια απέφυγε στο παρά πέντε. Δυστυχώς, βγήκαν από τον Λαβύρινθο μία μέρα μετά. Την επομένη (τέταρτη μέρα) συνάντησαν το Δάσος των Ζωντανών Πεύκων, όπου έπρεπε να κάνουν απόλυτη ησυχία, για να μη τα ξυπνήσουν. Ένα μέλος της οικογένειας παραλίγο να χτυπήσει τα τακούνια του, προκαλώντας θόρυβο, αλλά η υπόλοιπη οικογένεια το συγκράτησαν. Και σ' αυτό το δάσος έχασαν μια μέρα. 
    Την έκτη μέρα, έφτασαν επιτέλους στο Κουζινοχώρι. Εκεί, η οικογένεια πιάνει τον ληστή επ' αυτοφώρω να προσπαθεί να ανοίξει το βάζο με την πολύτιμη μαρμελάδα. Ευτυχώς, τον συλλαμβάνουν
πριν προλάβει να καταναλώσει το
 παραμικρό! 
   Τελικά, πήραν πίσω τη μαρμελάδα και
 βεβαιώθηκαν πως ο δράστης τιμωρήθηκε, όπως του άξιζε. Μετά επέστρεψαν βιαστικά στο χωριό τους, τη στιγμή ακριβώς που
 άρχιζε η Μεγάλη Γιορτή.
   Έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς μείναμε μονάχα με τη λιγούρα για μια...πολύ
 ξεχωριστή Μαρμελάδα!  
                                           (Κ.Σ.)