Story 1: Έναν καιρό και μια φορά σ' ένα πελώριο ποτάμι, πάνω σε μια ανοιχτή ομπρέλα ταξίδευε η μικρή Φρουτένια, μαζί με τον γάτο της, τον Φουντοτούλη. Η Φρουτένια ήταν μια «θαλασσοπόρος των ποταμών»!
Όλην τη μέρα βρισκόταν πάνω στην υποτιθέμενη βάρκα της, δηλαδή στην ανοιχτή ομπρέλα, με εξαίρεση τις στιγμές που ξαπόσταινε στα καταπράσινα λιβάδια. Εκεί κατέληγε, για να προμηθευτεί τα αναγκαία, δηλαδή νερό και φαγητό, αλλά και για να κοιμηθεί τα βράδια!
Κάθε βράδυ η Φρουτένια έκοβε ένα τεράστιο φύλλο, για να σκεπάσει τον Φουντοτούλη. Μετά ξάπλωνε νωχελικά κάτω απ' το φως του φεγγαριού και κοιτούσε, ρεμβάζοντας τα πολυάριθμα, λαμπρά άστρα τ' ουρανού. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ψιθύριζε, σχεδόν τελετουργικά, την ευχή της, ελπίζοντας πως κάποια μέρα θα γινόταν πραγματικότητα. Τότε μονάχα ένα προπονημένο αυτί θα την άκουγε να λέει σιγά, για να μην ξυπνήσει τον αγαπημένο της Φουντοτούλη: «Λαμπρά μου αστέρια, πραγματοποιήστε την ευχή να βρω τη χαμένη μου θεία, να μου μάθει να διαβάζω βιβλία, για να γνωρίσω νέα πράγματα μέσα τους! Κι έπειτα να συναντήσω την αγάπη!»
Ένα πρωί ο Φουντοτούλης ξύπνησε νωρίτερα από τη Φρουτένια. Αποφάσισε να πιει λίγο νερό απ' το ποτάμι κι έπειτα να ψάξει γι' άγριες φράουλες, για να φάει η Φρουτένια κι ο ίδιος.
Καθώς έπινε νερό, γύρισε το κεφάλι του κι είδε αμέτρητες πολυκατοικίες απέναντι του. Σίγουρα επρόκειτο για μια πόλη, το παράξενο θεριό για το οποίο μιλούσε ανάστατο ολόκληρο το δάσος. Έτρεξε αμέσως στην αφεντικίνα του, σα γνήσιος γατόπαρδος -κι ας μην ήταν στ' αλήθεια. Νιαούριζε τόσο δυνατά κι επίμονα, που σύντομα κατάφερε να την ξυπνήσει. Μόλις αυτή ξύπνησε, χαρούμενος και περήφανος για τον εαυτό του, την οδήγησε καμαρωτά προς το ποτάμι, για να της δείξει την ανακάλυψή του. Μόλις, όμως, η Φρουτένια αντίκρισε τη γιγάντια πόλη, έμεινε στήλη άλατος. Δεν πίστευε στα μάτια της! Μέχρι τότε, είν' η αλήθεια, δε φανταζόταν πως μπορούσε να πραγματοποιηθεί η ευχή της.
Χωρίς να χάσουν ούτε λεπτό, λοιπόν, οι ήρωες μας έψαξαν και μάζεψαν ό,τι φαγώσιμο υπήρχε στην περιοχή (μήλα, πορτοκάλια, μούρα κι άγριες φράουλες), ώστε να έχουν επαρκείς προμήθειες για το ταξίδι τους. Η διάρκειά του υπολογίστηκε περίπου στις δώδεκα ώρες απ' τη Φρουτένια.
Αφού φόρτωσαν όλες τις προμήθειες στην ομπρέλα-βάρκα και σιγουρεύτηκαν ότι δεν ξέχασαν τίποτα, σάλπαραν για το μεγάλο ταξίδι προς την πόλη.
Μετά από δεκατέσσερις ώρες, οι ήρωες μας έφτασαν στην πολυπόθητη πόλη. Εξαντλημένοι απ' το ταξίδι, κάθισαν σ' ένα απ' τα πολλά παγκάκια της, για να ξεκουραστούν. Στη συνέχεια, έκαναν μια βόλτα τριγύρω, για να τη γνωρίσουν. Πρώτα, πέρασαν τον κεντρικό της δρόμο, όπου βρίσκονταν τα περισσότερα εστιατόρια. Φημίζονταν για τα νόστιμα πιάτα, που ικανοποιούσαν και τον πιο απαιτητικό πελάτη. Ύστερα, διασχίζοντας τη διασταύρωση, βρέθηκαν σ' ένα στενό, πλακόστρωτο δρομάκι, όπου δεξιά κι αριστερά διέκριναν καταστήματα πολυτελείας, ρουχισμού ή υποδημάτων. Πουλούσαν τα ποιοτικότερα, ανθεκτικότερα και ακριβότερα ρούχα ή παπούτσια της πόλης.
Προχωρώντας στο στενό, άκουσαν κάποιον να προσφωνεί τη Φρουτένια. Αυτή γύρισε και δεν πίστευε στα μάτια της. Ήταν η χαμένη της θεία, η κυρία Μελένια!
Την αγκάλιασε αμέσως και τη φίλησε γλυκά. Ο Φουντοτούλης νιαούρισε από τη χαρά του, όσο δυνατότερα μπορούσε. Η κυρία Μελένια τους διηγήθηκε την ιστορία της: πως χάθηκε και στη συνέχεια πως βρέθηκε σε τούτη την πόλη. Μετά πήγαν στο κεντρικό βιβλιοπωλείο, για να παραγγείλουν τα βιβλία που τόσο πολύ ποθούσε η Φρουτένια, η ανιψιά της κυρίας Μελένιας.
Μια μέρα πριν έρθουν τα βιβλία, η Φρουτένια είχε ήδη μάθει ανάγνωση. Την επομένη, χτύπησε το κουδούνι ο ταχυδρόμος, για να τους παραδώσει τα βιβλία. Ήταν ψηλός, είχε μαύρα μαλλιά και φορούσε γυαλιά. Αυτό όμως που τον ξεχώριζε ήταν το μακρύ, περιποιημένο μουστάκι, που έκανε τη Φρουτένια να γελάει μαζί του για μέρες!
Έτσι, η Φρουτένια βρήκε την χαμένη της θεία! Έτσι, η Φρουτένια έμαθε ανάγνωση! Έτσι, η Φρουτένια πραγματοποίησε την ευχή κι όλα της τα όνειρα! Έτσι τελικά, η Φρουτένια ερωτεύτηκε τον ταχυδρόμο με το αστείο μουστάκι! Αρχή νέου παραμυθιού, καληνύχτα σας! (Σ. Κ)
Story 2: Σε μια χώρα που όλα ήταν αλλιώς, την εξουσία κατείχαν τα συναισθήματα κι αυτά διαφέντευαν τις ανθρώπινες ψυχές. Εκεί ζούσε μια μικρή χωριατοπούλα, η ΑΓΑΠΗ. Πίστευε πως οι άνθρωποι έχουν καθήκον να ελέγχουν τα συναισθήματα, και καθόλου τ’ ανάποδο! Έτσι η μητριά της, η ΖΗΛΕΙΑ, δεν τη συμπαθούσε διόλου.
Ένα πρωινό το κορίτσι πήγε να μαζέψει λουλουδάκια στο πυκνό δάσος. Καθώς περπατούσε σ' ένα μονοπάτι, είδε ένα κατακόκκινο ρόδο. Έσκυψε να το κόψει για το καλαθάκι της μα, μόλις τ' άγγιξε, λιποθύμησε και μεταφέρθηκε σ’ ένα κάστρο μακρινό.
Όταν ξύπνησε, είδε μπροστά της έναν όμορφο πρίγκιπα, τον ΠΑΘΟ. Με την πρώτη κιόλας ματιά, τον ερωτεύτηκε. Γρήγορα -χωρίς να το πολυκαταλάβουν- η ΖΗΛΕΙΑ μπήκε ανάμεσά τους. Με τα μάγια της πάγωσε τον νεαρό πρίγκιπα και -το ίδιο γρήγορα χαμογελώντας σατανικά-εξαφανίστηκε. Η ΑΓΑΠΗ σοκαρισμένη, τον αγκάλιασε κι ένα δάκρυ κύλησε βασανιστικά στα γαλανά της μάτια, για να συναντήσει την πληγωμένη της καρδιά. Ο πρίγκιπας σιγά-σιγά ξεπάγωνε κι ένας κρότος δυνατός έσπασε τη σιωπή της θλίψης της.
Η ΑΓΑΠΗ σαστισμένη άφησε για λίγο τον πρίγκιπα. Πήγε να ερευνήσει το κάστρο για βοήθεια. Ανέβαινε τα πλατιά σκαλιά προς τον πρώτο όροφο, όταν άκουσε μια λεπτή φωνή να την καλεί, απ’ την άκρη του διαδρόμου. Έτρεξε προς τα εκεί, οπότε βρέθηκε μπρος σε μια μεγάλη πύλη. Πίσω της αντίκρυσε παραξενεμένη ένα ξωτικό μικρό, π' άκουγε στ' όνομα ΚΑΛΟΣΥΝΗ.
Αυτό βοήθησε ολόψυχα να ξεπαγώσει γρήγορα το πριγκιπόπουλο, για να ξεφύγουν ευκολότερα απ' το κάστρο της Κακίας οι δυο ερωτευμένοι
Μόλις βγήκαν έξω, τους περίμενε το πιστό άλογο του πρίγκιπα, το ΘΑΡΡΟΣ, και σε μια στιγμή μονάχα χάθηκαν, τρέχοντας στο πυκνό σκοτάδι.
Τελικά οι δυο ερωτευμένοι, η ΑΓΑΠΗ κι ο ΠΑΘΟΣ αποχαιρέτησαν την ΚΑΛΟΣΥΝΗ κι έφυγαν, για να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Παντρεύτηκαν και ζήσαν από τότε ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.
Όσο για την κακιά μητριά, τη ΖΗΛΕΙΑ, ποτέ κανείς δεν την ξανάδε. Αυτοί που ξέρουν λένε πως μάλλον πνίγηκε μέσα στη λίμνη της Κακίας της, χωρίς ποτέ να καταφέρει να ξανακάνει κακό ούτε σ’ ένα μυρμήγκι. (Μ.Ε. & Λ.Ν)
Story 3: Σε μια χώρα παράξενη σαν τ΄ όνομά της, την «Πέρα πιο Πέρα», ζούσε κάποτε η κόρη του φύλακα της περιοχής, η Εμπιστοσύνη. Στην αντίπερα όχθη κατοικούσε μια χωριατοπούλα, η Χαρά, μ’ όμορφα μάτια κι όνειρα που πέφτανε τριγύρω, σαν πολύχρωμος καταρράκτης.
Η κακιά της μητριά, η Αναστάτωση, ζούσε σ’ ένα κάστρο, βαθιά μες στο πυκνό δάσος που, για να το φτάσεις, έπρεπε να διασχίσεις το μυστικό μονοπάτι. Κι ο Τρόμος, ο τρανός άρχοντας της χώρας, είχε ένα ωραίο πριγκιπόπουλο για γιο. Αυτό ερωτεύτηκε τη γλυκιά Χαρά κι έκαναν έναν παραμυθένιο γάμο, σα μυστικό πανηγύρι. Την ίδια στιγμή η Εμπιστοσύνη ερωτεύτηκε έναν δυνατό στρατιώτη του πατέρα της κι αγαπημένοι ζήσαν, όπως ονειρευόταν, σ΄ ένα όμορφο χωριατόσπιτο.
Στην ευτυχέστερη στιγμή των κοριτσιών, λοιπόν, η Αναστάτωση -μέσα από τον μαγικό της καθρέπτη- είδε πως η Χαρά κι η Εμπιστοσύνη (που ήταν φίλες καλές για χρόνια) ζούσαν με αγάπη κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου, μα καθόλου! Έτσι θεώρησε ιερή της υποχρέωση να τις κάνει πολύ, πολύ δυστυχισμένες. Και προσπάθησε με πείσμα να τις πληγώσει, να τις χωρίσει ή ό,τι πιο κακό μπορούσε τελοσπάντων να πετύχει. Ιδανικό σύντροφο σ΄αυτήν της την απόπειρα, συνεργάτη στα δόλια σχέδια βρήκε τον Τρόμο, τον παντοδύναμο άρχοντα που με τίποτα δεν χώνεψε πως ο γιος του τον αγνόησε και παντρεύτηκε χωρίς την έγκρισή του.
«Πού ακούστηκε ο γιος ν΄ αγνοεί τον πατέρα; Όχι πείτε μου, δεν έχω δίκιο να θέλω να τον συντρίψω;» Ρωτούσε και ξαναρωτούσε τους αυλικούς που πειθήνια κουνούσαν το κεφάλι, συμφωνώντας μαζί του.
Έτσι το σχέδιο εξολόθρευσης της ευτυχίας των δύο κοριτσιών στήθηκε γρήγορα από τους παμπόνηρους συνεργάτες: αποφάσισαν να τις στείλουν ως δώρο από έναν δράκο, με ιδιαιτερότητα να φυσάει λουλούδια αντί για φωτιά. Θα ξεγελούσαν έτσι τα κορίτσια για τις "αγνές" τους προθέσεις. Η πονηριά βρισκόταν στη μυρωδιά: όταν μύριζε κάποιος τα παράξενα άνθη, αισθανόταν μίσος για τους φίλους ή όποιον άλλο βρισκόταν μπροστά του.
Τα κορίτσια, λοιπόν, πήρανε τα δώρα, νομίζοντας πως οι δικοί τους είχαν αλλάξει. Η Χαρά δεν μπόρεσε ν΄ αντισταθεί στην ευωδιά των λουλουδιών κι έσκυψε να τα μυρίσει. Η ΑΝΑΣΤΑΤΩΣΗ εν τω μεταξύ παρακολουθούσε χαιρέκακα και γελούσε από τα βάθη της κακιασμένης της ψυχής. Μόλις η ΧΑΡΑ ένιωσε την πρώτη ευωδιά, έγινε αμέσως κακιά, πιο κακιά κι από την ίδια την κακία. Έτσι η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ έμεινε μόνη, αβοήθητη.
Στην απελπισία της πάνω, έτρεξε στη σπηλιά με τις μαγικές πέτρες που βοηθούσουν όλα τα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ, μαζί και την αγαπημένη φίλη. Η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ, συνεννοήθηκε με μια γέρικη σοφή πέτρα, τη ΓΝΩΣΗ, να μεταμορφωθεί σε άνθρωπο, ώστε να τη βοηθήσει με τους γρίφους, που είχε η σπηλιά, κι έγιναν φίλες. Πριν ξεκινήσουν την περιπέτεια, η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ εξήγησε στη ΓΝΩΣΗ τι είχε συμβεί κι εκείνη ανέλαβε δράση.
Την ίδια στιγμή η ΑΝΑΣΤΑΤΩΣΗ κι ο ΤΡΟΜΟΣ θύμωσαν βλέποντας τα όλα αυτά και προχώρησαν στο δεύτερο και τελευταίο τους σχέδιο. Καθώς η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ κι η ΓΝΩΣΗ περπατούσαν προς τη σπηλιά, άξαφνα εμφανίστηκε μια πύλη που ξερνούσε τεράστιες φλόγες κι ήταν σχεδόν αδύνατο να την περάσουν. Η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ, όμως, είχε ένα κρυφό χάρισμα: να πετάει δυνατά νερό σ' όποια κατεύθυνση ήθελε. Έτσι το έστρεψε στις φλόγες και τις έσβησε μεμιάς. Ύστερα σκαρφάλωσαν στην πύλη κι έφτασαν στη σπηλιά. Έλυσαν με επιτυχία τους γρίφους και βρήκαν τη Χαρά.
Τότε η ΑΝΑΣΤΑΤΩΣΗ κι ο ΤΡΟΜΟΣ σήκωσαν τα χέρια ψηλά κι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τα σχέδια τους. Είχαν πια καταλάβει πολύ καλά ότι οι δύο φίλες ήταν ανίκητες, όταν ήταν ενωμένες. Έτσι έλυσαν το ξόρκι. Είδαν, όμως, πως τα κορίτσια μάλωναν πάλι. Έτσι μεταμορφώθηκαν η ΑΝΑΣΤΑΤΩΣΗ σε ΦΙΛΙΑ κι ο ΤΡΟΜΟΣ σε ΘΑΥΜΑΣΜΟ. Τελικά οι δύο φίλες τα βρήκαν κι απέκτησαν καινούριους φίλους: τη ΦΙΛΙΑ, τη ΓΝΩΣΗ, τον ΘΑΥΜΑΣΜΟ, κι έζησαν αυτοί παραμυθένια και εμείς ακόμα πιο ρόδινα. (Ε.Κ & Α. Μ.)
Story 4: Σε μια χώρα διαφορετική από τις άλλες ζούσαν άνθρωποι που έγιναν δούλοι των συναισθημάτων. Κυρίαρχα συναισθήματα ήταν τέσσερα, δύο καλά και δύο κακά: η ΑΣΦΑΛΕΙΑ κι η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ, το ΑΓΧΟΣ κι η ΝΤΡΟΠΗ. Τα καλά συναισθήματα ήταν εχθροί των κακών και κοινά τους θύματα οι άνθρωποι.
Βασιλιάς του κάστρου της μακρινής χώρας ήταν ο ΘΥΜΟΣ, που 'χε μια μικρή κόρη με τ' όνομα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Η κακιά μητριά της, η ΤΡΟΜΟΣ, μια μέρα την κλείδωσε σ’ ένα παλιό σπίτι, που το φυλούσε μέρα νύχτα ένας δράκος φοβερός. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ άρχισε να φοβάται, να κλαίει, να ζητά απεγνωσμένα βοήθεια!
Story 9: Σε μια χώρα που όλα ήταν αλλιώς οι άνθρωποι είχαν για αφέντες τις ψυχές τους!
Όταν έφτασαν, μπήκαν μέσα κρυφά κι έριξαν σιγά, σιγά το φίλτρο της ΧΑΡΑΣ πάνω στην ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ και τον ΦΟΒΟ. Αυτοί γρήγορα άλλαξαν, γίνανε καλοί και ζήτησαν συγνώμη από τα κορίτσια, χαρίζοντας τες την ελευθερία που τόσο επιθυμούσαν! Από τότε, λοιπόν, κι έπειτα έζησαν όλοι ευτυχισμένοι, αγαπημένοι και μονιασμένοι στο ίδιο παλάτι και ποτέ μα ποτέ δεν ξαναμάλωσαν! (Κ.ΜΛ & Λ.Ε)
Μια μέρα, ενώ τα καλά συναισθήματα βρισκόταν στο κάστρο τους κι ετοιμάζονταν για το μεγάλο πανηγύρι, χωρίς να το πολυκαταλάβουν, δέχτηκαν επίθεση απ' έξω, απ' τους κακούς .
Ωστόσο, για καλή τους τύχη, υπήρχε κι ένα άλλο συναίσθημα, που κανείς δεν γνώριζε την ύπαρξη του, η ΕΙΡΗΝΗ. Αυτή, όταν έμαθε πως οι φίλοι της δέχονταν επίθεση, μεταμορφώθηκε σ' έναν παντοδύναμο στρατιώτη που βγήκε απ' τη σπηλιά, προσπέρασε γρήγορα το μικρό γεφύρι, ανατίναξε την πορτούλα του κάστρου κι έφτασε στον πανύψηλο φράχτη.
Εκεί δεν ήξερε τι να πρωτοκάνει. Κατά τύχη συνάντησε την κόρη του φύλακα. Στην αρχή φοβήθηκε αλλά αργότερα, γεμάτη θάρρος, άρχισε να της μιλά. Ζήτησε βοήθεια και της εξήγησε τον λόγο που βρισκόταν εκεί. Εκείνη -ως κόρη του φύλακα- είχε τα κλειδιά της εξώπορτας, του τα έδωσε και, φτάνοντας στην πόρτα, την άνοιξε και μπήκε μέσα. Ίσα ίσα πρόλαβε να μην μπουν στο κάστρο τα κακά συναισθήματα.
Αυτά σαν είδαν τον στρατιώτη, τρόμαξαν και παραδόθηκαν. Ο στρατιώτης, για να είναι ήσυχος ότι δεν θα εισβάλουν στο κάστρο ξανά, τα σκότωσε όλα. Έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. (Β.Μ.)
Story 5: Σε μια χώρα που όλα ήταν αλλιώς, οι άνθρωποι γίνανε δούλοι κι αφέντες τους οι ψυχές. Εκεί έδειχναν όλοι σεβασμό ο ένας στον άλλον, μιλούσανε με καλοσύνη και τα πάντα ήταν όμορφα. Υπήρχε ΗΡΕΜΙΑ κι ΕΥΕΞΙΑ παντού, υπάκουγαν όλοι στους αφέντες κι εκείνοι, με τη σειρά τους, συμπεριφέρονταν με πρωτόγνωρη ευγένεια. Όλα τα πλάσματα της χώρας ζούσαν σ’ ένα πελώριο κάστρο με μια μεγάλη πύλη.
Ωστόσο, μια μέρα ήρθε μια κακιά μάγισσα που παρίστανε την τραυματισμένη, την ταλαίπωρη. Μα στην πραγματικότητα επιθυμούσε να κατακτήσει το κάστρο. Έτσι το βράδυ, όταν όλοι κοιμούνταν γαλήνια, έριξε πάνω στους κατοίκους του κάστρου ένα απ' τα πιο δυνατά της ξόρκια. Το πρωί ξύπνησαν με κακή διάθεση κι άρχισαν να ζηλεύουν ο ένας τον άλλον. Ένιωθαν ΜΙΣΟΣ για τους πάντες και τα πάντα.
Λίγα χρόνια αργότερα γεννήθηκε ένα μικρό κορίτσι, που 'χε την ΑΓΑΠΗ και την ΕΙΡΗΝΗ φωλιασμένη βαθιά στην καρδιά του. Όταν μεγάλωσε το παιδί αυτό, έμαθε πως η μητέρα του ήταν κι εκείνη μάγισσα. Ένιωσε ξαφνικά μεγάλη ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΑ, αλλά μετά πληροφορήθηκε πως ήταν μια καλή μάγισσα, οπότε τελικά χάρηκε πολύ. Αμέσως της ήρθε μια ιδέα: να προπονηθεί με τη μητέρα της, για να νικήσουν την κακιά μάγισσα. Έτσι κι έγινε. Μόλις το παιδί ήταν έτοιμο να την αντιμετωπίσει, πήγε στην αίθουσα του θρόνου για να τη βρει.
Μα σαν πήγε να τη σκοτώσει, ο στρατός της μάγισσας τη συνέλαβε και τη φυλάκισε. Πέντε χρόνια αργότερα, κατάφερε να αποδράσει και να σκοτώσει αυτήν τη φορά τη μάγισσα. Αφού, λοιπόν, το έκανε, τα μάγια λύθηκαν σε ολόκληρο το κάστρο. Το άλλο πρωί όλοι ήταν και πάλι ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΙ, ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ κι είχαν ΣΕΒΑΣΜΟ ο ένας για τον άλλον. Τότε συμφώνησαν οι πάντες να στέψουν βασίλισσα το μικρό κορίτσι, που πια είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα.
Στο κάστρο δεν ξαναμπήκε κανείς κακός από τότε, οπότε παρέμεναν μόνιμα όλοι πολύ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ. (Μ.Α. & Μ. Κ.)
Story 6: Δυο στρατιώτες δυνατοί διασκέδαζαν, παίζοντας ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, που λεγόταν σκάκι κι απαιτούσε πολύ εξυπνάδα, για να παιχτεί.
Ξαφνικά σ’ εκείνο το κάστρο εμφανίστηκε μια χωριατοπούλα πολύ, πολύ όμορφη με τεράστια, καταπράσινα μάτια. Πλησίασε τους στρατιώτες, για να παρακολουθήσει το παιχνίδι τους. Όταν νίκησε ο ένας, ένιωσε ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ κι άρχισε να μιλά στον άλλον ΤΑΠΕΙΝΩΤΙΚΑ, μπροστά στη χωριατοπούλα.
Ο ηττημένος ένιωσε ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ για τον φίλο του, που φερόταν τόσο ανώριμα -λες κι ήταν μικρό παιδί-. ΠΛΗΓΩΘΗΚΕ βαθιά!
Κατάλαβε πως η συμπεριφορά του δεν ήταν καθόλου καλή, κι αυτό οφείλω να το ομολογήσω κι εγώ κι εσείς μαζί μου...
Τόσον καιρό οι δύο στρατιώτες ζούσαν ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ και φίλοι, αλλά μετά από την άθλια αυτή συμπεριφορά, σταμάτησαν κάθε σχέση μεταξύ τους. Πλέον δεν ήθελαν ούτε γνωστοί να είναι! Στο κάστρο επικρατούσε πια ΜΙΣΟΣ κι ΕΧΘΡΟΤΗΤΑ. Τώρα πια δεν μπορούσαν ούτε στα μάτια να κοιταχτούν, πετούσαν σπίθες!
Την επόμενη μέρα η χωριατοπούλα πήρε το ΘΑΡΡΟΣ και προσπάθησε να βοηθήσει να τα ξαναβρούν.
Νοιαζόταν γι’ αυτούς πραγματικά! Έτσι παρουσιάστηκε στον στρατιώτη που κορόιδεψε και τον παρακάλεσε να ζητήσει ΣΥΓΓΝΩΜΗ από τον φίλο του, επειδή αυτός είχε κάνει κάτι ανάρμοστο. Αυτός, με τη σειρά του, κατανόησε το λάθος του! Πήγε στον φίλο του αμέσως, ζήτησε συγγνώμη για την πράξη του κι εκείνος τη δέχτηκε, οπότε τον συγχώρεσε με όλη του την ψυχή. Οι δυο φίλοι, ανακουφισμένοι που τα ξαναβρήκαν, έκαναν μια σφιχτή αγκαλιά ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗΣ.
Μετά από μια τέτοια παρεξήγηση και μια τόσο γλυκιά επανένωση, εμπιστευόταν πια ο ένας τον άλλον περισσότερο και πιο ουσιαστικά. Έτσι έζησαν στο εξής αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.(Β.Μ. & Δ.Μ.)
Story 7: Σε μια χώρα που όλα ήταν αλλιώς γίνανε δούλοι οι άνθρωποι κι αφέντες οι ψυχές!
Εκείνη την ώρα περνούσε το πριγκιπόπουλο. Μόλις άκουσε τις φωνές του κοριτσιού, έτρεξε και με το ξίφος του σκότωσε τον δράκο. Έτσι απελευθέρωσε την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
Από τη στιγμή της διάσωσης, οι δύο νέοι γίνανε πολύ καλοί φίλοι. Λίγο αργότερα έφτασε στο παλάτι ο ΟΙΚΤΟΣ, ένας φίλος του ΘΥΜΟΥ.
-Γεια σου, ΘΥΜΕ !
-Γεια σου, ΟΙΚΤΕ !
Στον δρόμο, που, ερχόμουνα, είδα την κόρη σου να παίζει μ' ένα πριγκιπόπουλο, τον γιο του βασιλιά ΣΕΒΑΣΜΟΥ.
Ο ΘΥΜΟΣ, όταν το άκουσε, θύμωσε πάρα πολύ. Απαίτησε από τους φρουρούς να πάνε με την άμαξα να φέρουν την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Λίγη ώρα αργότερα περνούσε ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ κι είδε τον ΘΥΜΟ να τραβάει την μικρή του κόρη από τα μαλλιά, με πολλή βία. Τον πλησίασε αμέσως και του μίλησε, για να τον ηρεμήσει.
Όπως του μίλησε, εκείνος αισθάνθηκε πραγματικά ΝΤΡΟΠΗ για τις πράξεις του!
Ο βασιλιάς ΘΥΜΟΣ, μετά τη συζήτηση, αποφάσισε να δείχνει περισσότερη ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ στην κόρη του, την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ενώ την ίδια στιγμή έγινε αχώριστος φίλος με τον βασιλιά ΣΕΒΑΣΜΟ. Είχαν οι δυο τους την κρυφή σκέψη κι επιθυμία τα παιδιά τους ν’αγαπηθούν και κάποτε στο μέλλον να παντρευτούν, για να ζήσουν όλοι μαζί πολύ ευτυχισμένοι! (Ο. Κ. & Δ.Κ.)
Story 8: Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα που ήταν αλλιώς, αφέντες των πάντων ήταν οι ψυχές! Εκεί ζούσε μια κοπέλα που την έλεγαν ΕΥΤΥΧΙΑ. Το χαρακτηριστικό που την ξεχώριζε ήταν πως πάντα την έβλεπες χαμογελαστή! Είχε και μια κολλητή, που την λέγανε ΤΥΧΗ, με χαρακτηριστικό πως πάντα νικούσε, λόγω του καλού της ριζικού.
Μια μέρα, όμως, η ΕΥΤΥΧΙΑ νίκησε την ΤΥΧΗ στο ποδόσφαιρο κι εκείνη θύμωσε πολύ, επειδή ήταν η πρώτη φορά που έχανε! Μετά απ' αυτό οι σχέσεις τους ψυχράθηκαν και πια ένιωθαν μόνο αδιαφορία η μια για την άλλη. Η ΤΥΧΗ κατάλαβε πως η ίδια είχε κάνει την ανοησία, οπότε πήγε μετανιωμένη, να ζητήσει συγνώμη. Η ΕΥΤΥΧΙΑ πάλι τη συγχώρεσε, από την καλή της την καρδιά βέβαια!
Από εκείνη τη ημέρα τα κορίτσια ζούσαν μονιασμένες, περνούσαν καλά κι άφησαν πίσω το άσχημο, ψυχρό συμβάν του καυγά τους.
Μια άλλη μέρα αποφάσισαν να μην παίξουν βόλεϊ - όπως τις περισσότερες φορές- αλλά ούτε και ποδόσφαιρο που παίζανε ακόμη πιο συχνά. Αποφάσισαν, λοιπόν, να παίξουν τένις!
Η ΕΥΤΥΧΙΑ νίκησε πάλι, οπότε η ΤΥΧΗ θύμωσε ξανά για τον ίδιο λόγο, όπως τις προάλλες. Αυτή τη φορά όμως η ΕΥΤΥΧΙΑ αντιγύρισε τον θυμό στην ΤΥΧΗ, που καταλαβαίνοντας το δεύτερο λάθος της, ένιωθε πια φρικτές τύψεις. Ωστόσο η ΕΥΤΥΧΙΑ πια ένιωθε και λίγο μίσος για την πρώην φίλη της, γιατί πίστεψε πως εκείνη τελικά δεν είχε καλή ψυχή.
Λίγο αργότερα η ΕΥΤΥΧΙΑ γνώρισε μια νέα φίλη, την ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ, κι έγιναν πολύ γρήγορα αχώριστες. Η ΤΥΧΗ τώρα ένιωθε μοναξιά, αλλά ήξερε βαθιά μέσα της πως αυτή είχε όλο το φταίξιμο! Από τότε την κυρίευσε η ΑΚΕΦΙΑ, η ΑΜΗΧΑΝΙΑ, η ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ και τελικά ο ΦΟΒΟΣ της ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ! Μην της μοιάσετε, λοιπόν, ποτέ μα ποτέ! (Λ Α. & Κ.Γ.)
Αιτία για όλα ήταν η ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ κι ο ΦΟΒΟΣ. Υπήρχαν όμως η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ κι η ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ που γύρευαν την ελευθερία τους. Έτσι πήγαν στον δράκο που ζούσε στο φεγγάρι, για να ζητήσουν βοήθεια. Αυτός τους συμβούλεψε ν’ αναζητήσουν ένα κάστρο, όπου ζούσε μια πριγκίπισσα.
Όταν έφτασαν εκεί, η πριγκίπισσα άκουσε την ιστορία τους και δέχτηκε να τις δώσει μια ομάδα από δυνατούς στρατιώτες για βοήθεια. Στη συνέχεια επέστρεψαν στο παλιό σπίτι, όπου ζούσαν η ΑΜΗΧΑΝΙΑ και το ΜΙΣΟΣ. Τη στιγμή εκείνη η ΑΜΗΧΑΝΙΑ ζητούσε συγνώμη, γιατί προκάλεσε όλη τη διαμάχη, ενώ το ΜΙΣΟΣ πίστευε πως είχαν δίκιο που τους τυραννούσαν.
Οι κοπέλες τότε σκέφτηκαν ν’ ακολουθήσουν το μονοπάτι της ΕΙΡΗΝΗΣ, που οδηγούσε στη μεγάλη πύλη. Πέρασαν το μονοπάτι κι έφτασαν στον τόπο, όπου ζούσαν η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ, η ΓΝΩΣΗ κι η ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ. Ρώτησαν τη ΓΝΩΣΗ τι πρέπει να κάνουν, για να νικήσουν τους τυράννους. Αυτή τους έδωσε ένα μαγικό φίλτρο και τους συμβούλεψε να το ρίξουν πάνω στο κεφάλι των τυράννων.Το μαγικό φίλτρο το έλεγαν ΧΑΡΑ! Μετά η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ, η ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ κι οι στρατιώτες γύρισαν στο παλάτι, για να διεκδικήσουν αυτό που τους ανήκε.