Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

11 Μαΐ 2025

«Σκοτεινά νερά...»

Η βροχή έπεφτε απαλά, δημιουργώντας μικρές λιμνούλες στη λάσπη. Η Τζασμίν περπατούσε αργά στον μεγάλο δρόμο της γειτονιάς, κοιτάζοντας τα χαμηλά, ξύλινα σπίτια της που έμοιαζαν ψεύτικα. Είχε ένα βάρος στην καρδιά, που δεν ξεπερνιόταν. Η Λουιζιάνα απέπνεε πάντα μια αίσθηση μυστηρίου, αλλά απ' τη μέρα που βρέθηκε νεκρή η Αμάρα, όλα είχαν αλλάξει.
    Η Αμάρα ήταν παιδική της φίλη. Μεγάλωσαν μαζί, μοιράζονταν όνειρα και φόβους, περνούσαν κάθε τους μέρα μαζί, έβλεπαν η μία την άλλη σαν αδελφές. Μέχρι πριν δύο χρόνια. Τότε, η σχέση της Αμάρα με τον Ντάριους τις χώρισε. Ο Ντάριους ήταν ζηλιάρης, πιεστικός, χειριστικός. Η Τζασμίν το έβλεπε, το καταλάβαινε, το ήξερε. Αλλά η Αμάρα δεν ήθελε ν' ακούσει τη φίλη της. Ο τελευταίος τους τσακωμός τελειώσε με δάκρυα και βαριές λέξεις. Λέξεις που ποτέ δεν πρόλαβαν να πάρουν πίσω. Και τώρα η Αμάρα ήταν νεκρή.
    Το σώμα της είχε βρεθεί σε μια λίμνη, σε σήψη προχωρημένη. Όχι πολύ μακριά απ' το σπίτι της. Η αστυνομία δεν είχε στοιχεία. Πέρα από ένα δαχτυλίδι που δεν φορούσε ποτέ, σύμφωνα με την οικογένειά της. Ισχυρίζονταν πως δεν το είχαν ξαναδεί. Εκτός από την ημέρα που εξαφανίστηκε. Η Τζασμίν κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά και σαφώς ήξερε ποιος έπρεπε να είναι ο βασικός ύποπτος.
«Δεν μπορώ να κάθομαι με σταυρωμένα χέρια», είπε στον αδερφό της, τον Ελιάς. Εκείνος -τρία χρόνια μεγαλύτερός της- την προστάτευε πάντοτε. «Πρέπει να βρούμε τι έγινε...»
Ο Ελιάς αναστέναξε. «Το ξέρεις πως η αστυνομία δε θα σ' αφήσει ν' ανακατευτείς! Δεν το ξέρεις;»
«Δε χρειάζομαι την άδειά τους. Ήταν φίλη μου, κι έχω κάθε δικαίωμα να μάθω τι της συνέβη!»
    Ξεκίνησαν την έρευνα τους απ' το σχολείο. Η Αμάρα ήταν πάντοτε κοινωνική και χαρούμενη. Τελευταία, όμως, είχε απομακρυνθεί απ' όλους. Φήμες έλεγαν πως ο Ντάριους δεν την άφηνε να μιλάει σε κανέναν. Και μετά ήταν κι ο Κόνορ...
Ο Κόνορ ήταν ένας συμμαθητής τους, που πάντα είχε εμμονή με την Αμάρα. Την παρακολουθούσε, μάζευε φωτογραφίες της, έγραφε γι’ αυτήν στο ημερολόγιό του... κι ακόμη, τη ζωγράφιζε. Ήταν λιγάκι τρομακτικό! Τη στιγμή που τον πλησίασε η Τζασμίν, εκείνος φάνηκε ανήσυχος.
«Δεν ξέρω τίποτα!», είπε βιαστικά και κάπως αγχωμένα. «Δεν την πείραξα. Εγώ… την αγαπούσα, δεν θα της έκανα ποτέ κακό!»
Η Τζασμίν τον κοίταξε προσεκτικά, εξονυχιστικά. Δεν τον εμπιστευόταν, αλλά κάτι της έλεγε πως δεν ήταν αυτός. Ο φόβος στα μάτια του ήταν αληθινός! Όπως και η ανησυχία και μια διεστραμμένη αίσθηση προσκόλλησης.
Το επόμενο βήμα θα ήταν το σπίτι του Ντάριους. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, καθώς πλησίαζε. Ήταν πιο πολυτελές απ' τα υπόλοιπα της γειτονιάς, αλλά πάντα σκοτεινό. Χτύπησε την πόρτα και περίμενε. Εκείνος άνοιξε και την κοίταξε με ψυχρό, σκληρό κι απότομο βλέμμα.
«Τι θέλεις, Τζασμίν; Ήρθες να μας χωρίσεις; Σε πρόλαβε ο θάνατος. Λυπάμαι!»
«Θέλω να μάθω τι έγινε με την Αμάρα!»
Ο Ντάριους χαμογέλασε στραβά. «Την σκέφτεσαι ακόμα, ε; Τι παριστάνεις; Τον ντετέκτιβ;»
Η Τζασμίν ένιωσε ένα ρίγος να τη διαπερνά. «Ξέρω ποιος είσαι. Ξέρω τι της έκανες!»
Ο Ντάριους γέλασε. «Δεν μπορείς ν' αποδείξεις τίποτε!»
    Τότε ακούστηκε μια φωνή πίσω της. «Ίσως και να μπορεί!» Ο Ελιάς στεκόταν εκεί, κρατώντας το ημερολόγιο της Αμάρα. «Το βρήκαμε στο δωμάτιό της. Περιγράφει τα πάντα. Τις απειλές σου. Τους φόβους της. Και την τελευταία σας συνάντηση...»
Ο Ντάριους πάγωσε. Προσπάθησε ν' αρπάξει το ημερολόγιο.Ο Ελιάς ήταν πιο γρήγορος. «Η αστυνομία θα το λατρέψει αυτό. Τι λες, να τους το δώσω;», κάγχασε.
    Ο Ντάριους έμεινε ακίνητος, προτού κάνει ένα βήμα πίσω. «Δεν μπορείτε ν' αποδείξετε τίποτε!»
Η Τζασμίν έκανε ένα βήμα πιο κοντά. «Ξέρουμε πως της ζήτησες να συναντηθείτε εκείνην τη νύχτα. Ξέρουμε πως την απείλησες. Και ξέρουμε πως το δαχτυλίδι ήταν δικό σου!»
Η σιωπή ακολούθησε τρομακτική. Ο Ντάριους έσφιξε τα χείλη του, αλλά δεν είπε τίποτα. Η αστυνομία έφτασε λίγο αργότερα. Όταν βρήκαν κι άλλες αποδείξεις στο σπίτι του, όλα τελείωσαν. Ο Ντάριους συνελήφθη κι όλη η αλήθεια βγήκε στο φως.
    Η Τζασμίν στάθηκε στην άκρη της λίμνης, κοιτώντας το νερό που αντανακλούσε το φως του φεγγαριού. «Συγγνώμη, Αμάρα, που δεν ήμουν εκεί, όταν με χρειαζόσουν!» ψιθύρισε. «Αλλά, τουλάχιστον τώρα, έχει αποκατασταθεί η δικαιοσύνη. Κι εσύ βρίσκεσαι κάπου καλύτερα, ομορφότερα, μακριά πια απ' αυτόν!», σχολίασε, με θυμό στο βλέμμα της.
   Η βροχή συνέχισε να πέφτει, μα αυτήν τη φορά, η Τζασμίν την ένιωσε ελαφρύτερη. Η Αμάρα είχε φύγει οριστικά κι αμετάκλητα. Ωστόσο, η μνήμη της δε θα χανόταν ποτέ. «Θα σε θυμάμαι για μια  ζωή, για πάντα, φίλη των παιδικών μου χρόνων!» (Πουρ.Μαρ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: