Μα...εκείνος δε σταμάτησε. Συνέχισε να σκαρφαλώνει. Σκαρφάλωσε ψηλότερα. Στο πιο ψηλό κλαδί. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα να με διαπερνά κάτι. Ένας φόβος ασαφής. Τι φόβος, λέω; Με κυρίευε σχεδόν τρόμος. Κάτι φρικτό μήπως συμβεί. Κάτι που δεν άντεχα ν' αντικρίσω. Άξαφνα ένας θόρυβος! Σηκώνω το κεφάλι, τη στιγμή εκείνη, να δω αν είναι καλά. Δε βρίσκεται εκεί. Αυτόματα, το κεφάλι μου στρέφεται προς τα κάτω.
«Όλα, οκ!», μου φωνάζει. Το κλαδί που κρατούσε σφικτά, τον σταματάει απ' το να πέσει, να τσακιστεί. Ξεφυσάω μ' ανακούφιση. Που ήταν ακόμη εδώ, μαζί μου! Κοιτάζω προς τα πάνω. Σα να θέλω να ευχαριστήσω κάποιον. Που δε μου τον πήρε πρόωρα.
«Πάμε πιο ψηλά;», ρωτάω. Απάντηση, δεν παίρνω. Γυρίζω το κεφάλι. Να τον δω ξανά. Μα, τώρα δε βρίσκεται εκεί. Εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, το μυαλό μου σταμάτησε. Δε με κορόιδευε πια! Ήταν κάτω. Βρισκόταν στο έδαφος. Είχε πέσει -εδώ και ώρα-. Εγώ, όμως, δεν έλεγα να το αποδεχτώ.
Ανατριχίλα πρωτόγνωρη με διαπέρασε! Έκλαιγα, ούρλιαζα πια. Χωρίς σταματημό. Άξαφνα έχασα τη δύναμη μου. Τα χέρια μου αφέθηκαν. Τώρα έπεφτα κι εγώ. Είχα αποδεχτεί τον θάνατό μου. Ταχύτερα από τον δικό του. Μα δε συνέβη γρήγορα! Γινόταν πολύ αργά. Σχεδόν βασανιστικά αργά. Σα να είχε παγώσει ο χρόνος. Έπεφτα σα να 'μουν πούπουλο σ' ανεπαίσθητο αεράκι. Έβλεπα το δέντρο. Να ψηλώνει, όλο και περισσότερο. Κι εγώ να μικραίνω, όλο και περισσότερο. Να συρρικνώνομαι, να βουλιάζω, να θάβομαι. Όλοι οι φόβοι είχαν αποσυρθεί. Δε φοβόμουν πια. Τίποτε και κανέναν. Έπεφτα και το απολάμβανα! Επιτέλους, θα πήγαινα μαζί του! Σηκώνω τα χέρια ψηλά. Να νιώσω τον αέρα να διαπερνά τα ακροδάχτυλά μου. Αίμα τρέχει από αυτά. Μα, γιατί; Μήπως τραυματίστηκα; Μια προεξοχή; Κάποιο κλαδί;
Η πόρτα άνοιξε. Πού βρισκόμουν; Τι ήταν αυτή εδώ; Οικεία και ψυχρή. Μα πάντοτε κατάλευκη. Μπαίνει μέσα μια νοσοκόμα με ένα κρεβάτι συρόμενο. Θέλει να με πάει στο ασθενοφόρο; Αναρωτιέμαι.
«Είσαι καλά;», με ρωτά. Με μια ζεστασιά σπάνια στη φωνή. Σχεδόν τρόμαξα από τη θέρμη του ενδιαφέροντος. Μα δεν πτοήθηκα. Τίποτε και κανείς δε θα με σταματούσε πια!
«Ναι, μια χαρά!» της απαντώ.
«Σε λίγο θα βρίσκομαι κοντά του!»
Με κοιτάζει παράξενα. Σχεδόν τρομαγμένη. Πάντως, νοιάζεται! Προσπαθεί να με συνεφέρει. Κλείνω τα μάτια και φεύγω. Οριστικά και αμετάκλητα. Δίχως επιστροφή.
Το φυσικό μου σώμα τραντάζεται ρυθμικά, απ' τις επαναλαμβανόμενες απόπειρες ανάνηψης. Με παρακολουθώ. Πλήρως αμέτοχη πια.
Πόσο γελοία Μαριονένα γίνεται ο Άνθρωπος! Συχνότατα. Πολλή καληνύχτα σας, φίλτατοι!
(Α. Θ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου