Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

2ο Δείγμα Γραφής: «Έχει εξαίρετο κλίμα το Σουφλί»


«Νέος ετών 39, ευπαρουσίαστος1, επαγγελματικά αποκατεστημένος 2, κάτοχος σπορ αυτοκινήτου κι ιδιόκτητης οικίας 3, με οικονομική άνεση 4, ζητά γνωριμία με νέα σοβαρή, αναλόγων προσόντων 5. Μόρφωση, καλλιέργεια, δεξιότητες κοινωνικής συναναστροφής θα εκτιμηθούν αναλόγως 6. Απώτερος στόχος ο γάμος 7! Δεκτές μόνο σοβαρές προτάσεις 8
Σχολιάζει με διάθεση αυτοσαρκασμού: « 1 Με τα σημάδια της κούρασης γύρω απ’ τα μάτια! 2 Αυτό το πετύχαμε τουλάχιστον! 3 Μια τρέλα της νιότης και μια της ωριμότητας. 4  Να’ ναι καλά ο πατήρ! 5  Μαργαριτάρια να μην εκτοξεύει... 6  Να μην ντρέπεσαι, εν ολίγοις, να την κυκλοφορήσεις! 7 Αν έρθει, θε να’ρθει, αλλιώς θα προσπεράσει. 8 Καμία σχέση θα’λεγα!» Γράφει αμήχανα, σχεδόν νευρικά. Τα μακριά, καλοσχηματισμένα δάχτυλα χτυπούν μανιωδώς τα πλήκτρα. Μεταφέρουν το φταίξιμο των επιλογών. «Ανόητη η ιδέα του Χρήστου! Δεν συνοψίζεται η υπόσταση ενός άνδρα μόνο σε 40 λέξεις. Δε γίνεται να βρεθεί τόσο απρόσωπα ό,τι γυρεύω!» Η λογική αποφαίνεται. Άλλωστε αυτή τον χαρακτηρίζει: απλή, τετράγωνη, μαθηματική λογική: ένα κι ένα κάνει δύο, ούτε έντεκα, ούτε εκατόν δύο!
«Κι αν γίνεται; Ο Χρήστος με την Αγγελική έτσι γνωρίστηκαν. Αυτός γιατί όχι; Αρκεί να σταθεί λίγο τυχερός.» Αναρωτιέται. Υπήρξε αισιόδοξος άνθρωπος γενικά, από τη φύση του. Ακόμη κι όταν όλα φάνταζαν απελπιστικά, αναζητούσε πιθανότητα θετικής έκβασης. Έπρεπε! Αλλιώς δε θα τα κατάφερνε με τόσα που του έτυχαν.
Η μαύρη αλήθεια είναι πως -έως τώρα- δεν στάθηκε ιδιαιτέρως τυχερός, μάλλον άτυχο θα τον έλεγες. Ή τουλάχιστον ταλαιπωρημένο. Από τις αντιξοότητες, από τις συμφορές που τον βρήκαν. Έχασε πρόωρα τον πατέρα -στα δεκαέξι- μαζί και τη γη κάτω απ’τα πόδια του. Η ανεμελιά του καλομαθημένου εφήβου πήγε περίπατο. Εν μία νυκτί χρειάστηκε να μεγαλώσει. Όφειλε να αναλάβει τον ρόλο του άνδρα στο σπίτι! «Ποιος άντρας, μωρέ; Ένα αμούστακο παιδαρέλι ήτανε!»
Μα η μητέρα -κινούμενο ράκος- το ζήτησε. Κι αυτός της είχε παθολογική αδυναμία! Στον καλό καιρό, όχι τώρα που είχε την ανάγκη του. Πάσχιζε να ανταποκριθεί. Μοναχοπαίδι, βλέπεις! Όλη η ευθύνη στους άγουρους ώμους του.
Ωρίμασε πρόωρα. Εκπλήρωσε τον ρόλο. Σπουδές και δουλειά συνάμα. Άνδρας και γιος, ταυτόχρονα. Χείρα βοηθείας πουθενά. Κάποιος ξεχασμένος αδελφός του πατέρα, χρόνια ξενιτεμένος στην Αυστραλία, δεν παρευρέθη ούτε στην κηδεία. Είχανε παρεξηγηθεί για τα κληρονομικά. Δεν τον συγχώρεσε. Ακόμη κι ο τυπικός, ύστατος αποχαιρετισμός του περίσσευε. Ο νεκρός έμεινε αδικαίωτος. Στην τελετή παρόντες ήταν όλοι κι όλοι δέκα άνθρωποι, οι περισσότεροι ξένοι, συνάδελφοι ή γείτονες.
Μόνοι, λοιπόν, στο εξής η χαροκαμένη μάνα κι αυτός. Μέχρι να καταλάβουν τι γίνεται, να συνέλθουν, να ορθοποδήσουν, έχασε τη μπάλα στα προσωπικά. Ανάγκες κι επιθυμίες ρίχτηκαν στον κάλαθο των αχρήστων. Ιδιωτική ζωή μηδέν ή και πιο κάτω. Σε συνθήκες κατάψυξης. Κι η απόψυξη αργούσε χαρακτηριστικά. Σχεδόν δε διακρινόταν στον ορίζοντα. Με το άλλο φύλο δε συντονίστηκε ποτέ του πραγματικά. Τα πρώτα χρόνια δεν του έκατσε κάτι σοβαρό. Πού να προλάβει; Μα και τώρα τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά σ’ αυτόν τον τομέα. Οτιδήποτε τύχαινε ή δεν πληρούσε τις προδιαγραφές ή -αν τον δελέαζε- τελικώς δεν καθόταν. Κάτι συνέβαινε αναπάντεχο και διαλυόταν η κατάσταση, τελευταία στιγμή πάντοτε.
Μια επταετία πριν κατάφερε να φτάσει μάλιστα ως τη δέσμευση. Βρήκε μια ήσυχη, καλοσυνάτη κοπελίτσα, συνάδελφο της Γαλλικής, κι αρραβωνιάστηκε. Μιλούσαν την ίδια γλώσσα, συνεννοούνταν. Αν κι αυτή δεν τον καταλάβαινε, τότε ποιος; Ρομάντζα, αγάπες κι αρώματα περίσσευαν στην ηλικία τους. Μια θελκτική, ερωτική σύντροφο, με υπομονή και κατανόηση, χρειαζόταν, ν’ αλληλοστηρίζονται στο μέλλον.
Η κυρα-Κατερίνα πέταξε από τη χαρά της. Ονειρευόταν εγγονάκια κι άλλα τέτοια -ευτράπελα, όπως απεδείχθη-. Έπραξε τα πάντα κατά πώς όφειλε. Ακολούθησε το τελετουργικό: γνωριμία με τα συμπεθέρια, βέρες, δώρα και τα σχετικά. Η συγκατοίκηση ξεκίνησε ευοίωνη. Έληξε άδοξα, χωρίς να το καταλάβει καλά καλά. Ασυμφωνία χαρακτήρων για εκείνη, παθολογική ζήλια γι’ αυτόν. Μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, εννιά μήνες αργότερα, τα μάζεψε κι επέστρεψε στο πατρικό της. Δεν άντεξε -λέει- να τον περιμένει να γυρίζει ό,τι ώρα ήθελε, χωρίς να ξέρει πού ήταν. Παράξενα πλάσματα οι γυναίκες, φίλε μου! Δεν τις καταλαβαίνεις με τίποτε. Γκαντέμης, λοιπόν, εκ φύσεως! Από τότε μισεί τα Χριστούγεννα. Μαζί και την Πρωτοχρονιά. Αντιπαθεί γενικώς όλες τις γιορτές. Υπογραμμίζουν τη μοναξιά και την ανία του! Κάποτε τις κατευνάζει πίνοντας. Κάπως έτσι κυλάνε τα χρόνια. Πάτησε πια τα σαράντα. Σχεδόν έχασε την ελπίδα για μια σχέση ουσίας. Επενδύει σε ένα γάμο συμβατικό τώρα, από ανάγκη.
Στη δουλειά τα κατάφερε σαφώς καλύτερα. Υπήρξε οργανωτικός: πήρε έγκαιρα το πτυχίο με βαθμό λίαν καλώς, υπηρέτησε τη θητεία κι έδωσε Α.Σ.Ε.Π. Διορίστηκε μόνιμος. Στη δεύτερη κιόλας απόπειρα! Πρώτη οργανική στο Σουφλί. «Έχει εξαίρετο κλίμα το Σουφλί!» αντηχεί στ’ αυτιά του γνωστή ατάκα κλασικής ελληνικής ταινίας. Τη θυμάται ελαφρώς παραφρασμένη. Ωστόσο, γι’ αυτόν το Σουφλί κατέληξε Γολγοθάς! Μουντάδα, μοναξιά, βαρεμάρα, ανία. Σπίτι, σχολείο, καφές, ποτό, ύπνος. Κι ο κύκλος πάλι από την αρχή. Κάποιες φορές η αναλαμπή μιας ζαλισμένης χαλάρωσης κάποιου Σαββάτου μέσα στο μήνα. Αγαπούσε τα παιδιά, μην παρεξηγηθεί, ακόμη τ’ αγαπά! Γι’αυτό άλλωστε διάλεξε το επάγγελμα. Ήθελε να γίνει δάσκαλος, να πλάθει παιδικές ψυχές! Διέθετε τα προσόντα και τη διάθεση. Εφτά χρόνια στο ακριτικό Σουφλί ατόνησε η διάθεση, θάμπωσαν τα προσόντα. Αράχνιασαν. Κουράστηκε!
Η μετάθεση στην Πιερία έμοιαζε σωτήρια. Βοηθούσε τη λήθη και την επούλωση του χωρισμού. Άρχισε πάλι να ζει. Επέστρεψε σε γνωστούς, φίλους, στην οικογένεια. Ανάσανε, επανεκκίνησε ή τουλάχιστον προσπάθησε. Η δημιουργική διάθεση ζωντάνεψε. Για λίγο. Πέντε χρονάκια ήπιας κραιπάλης κι άγγιξε το σήμερα. Η βαρεμάρα επέστρεψε. Τον κυρίευσε.
Και οι γυναίκες απούσες... Σχέσεις επιπόλαιες, περιστασιακές. Ένα μηδενικό στο προσκήνιο, ένα χαοτικό κενό στο παρασκήνιο. «Με μια καλή νύφη! Αυτή τη φορά να σταθεί τυχερό, το παιδί!» εύχονταν γνωστοί και φίλοι. Και η μάνα δάκρυζε με την ατυχία του μοναχογιού, κάθε φορά που θιγόταν το ζήτημα. «Μήπως κι αυτός δεν ήθελε μια σύντροφο;»
Ωστόσο τώρα συντάσσει με περρίσσεια άγνοια και τη δέουσα προσοχή αυτό το γελοίο κείμενο, με πιθανότητα να το δημοσιεύσει κιόλας. «Οποία κατάντια! Save ή Delete;» Πατά βιαστικά το πρώτο και σηκώνεται. Άργησε. Οφείλει να φύγει. Θα το σκεφτεί την επομένη. Αναβάλλει πάντα για την επομένη τις βαρύνουσες αποφάσεις.
Ρουτίνα κατάντησε κι η δουλειά ακόμα. Ας την αγαπά. Ας αγαπά και τα παιδιά. Έχασε πια τη θέρμη του! Με τη συγχώνευση ελπίζει σε νέες γνωριμίες. Κάθε φορά ελπίζει, κάθε φορά διαψεύδεται. Ίσως αυτήν τη φορά να φανεί τυχερός. Ντύνεται μηχανικά. Κατεβαίνει στο πλατύσκαλο, ανάβοντας το στριφτό του. «Καλή η νέα γειτόνισσα!» Το μάτι λειτουργεί στον αυτόματο. Έλκεται από το ωραίο.
Στρογγυλοκάθεται στη δερμάτινη επένδυση της θέσης του οδηγού. Βάζει μπροστά τη μηχανή. Μουγγρίζει σα θεριό σ’ αιχμαλωσία και χύνεται στη νέα πορεία. Πιάνει τα 100 σε 9,2 δευτερόλεπτα. Μια άλλη μέρα ξεκινά, ίσως καλύτερη.
Τριάντα πέντε λεπτά αργότερα στρίβει στον επαρχιακό δρόμο. Κοντοστέκεται μπροστά στο διατηρητέο κτίριο. Εκεί στεγάζεται η σχολική μονάδα, της οποίας αποτελεί πλέον στελεχιακό δυναμικό. Παρκάρει στον αυλόγυρο κι ανοίγει διστακτικά τη σιδερένια πόρτα. Τα σημάδια της σκουριάς είν’ αδιάσειστα πειστήρια της φθοράς του χρόνου. Κάπως έτσι σημαδεύει και τον άνθρωπο ο Πανδαμάτωρ, μ’ αυλακώσεις ή σκιάσεις σε μάτια και ψυχή! Βαδίζει αργά, νωχελικά. Μήπως θα λάβει κανά βραβείο έγκαιρης προσέλευσης; Δε βαριέσαι! Ανεβαίνει τα σκαλιά, σέρνοντας τα ψιλόλιγνα πόδια στο φθαρμένο μωσαϊκό.
«Το προηγούμενο κτίριο ήταν πιο σύγχρονο κι ο εξοπλισμός του πρόσφατα ανανεωμένος. Τι στο διάολο μας συγχώνευσαν με τούτο το ερείπιο; Με τι όρεξη να δουλέψεις; Φορμόλη αποπνέει!» μουρμουρά. Του αρέσει να μουρμουρά, έτσι από συνήθειο. «Εδώ, λοιπόν, από σήμερα και βλέπουμε!» Επιταχύνει το βήμα, καθώς αντικρίζει τη πόρτα του μικρού γραφείου. Ακούει τις φωνές των συναδέλφων, άλλες οικείες κι άλλες τελείως άγνωστες. Το μυαλό επιστρέφει στην αγγελία, που έσωσε βιαστικά το πρωί με τον καφέ, στο καινούριο λάπτοπ του παλιού, δρύινου γραφείου. «Ίσως...».
Καλημερίζει μπαίνοντας τους πάντες και προβαίνει στις απαραίτητες συστάσεις. «Αριστομένης Χριστοδούλου, φιλόλογος», δηλώνει κοφτά κι ανταλλάσσει χειραψίες. Το μάτι, ατίθασο, θυμίζει ανιχνευτή γυναικών, που πληρούν τις προδιαγραφές. Μια μικροκαμωμένη ξανθιά τραβά την προσοχή του. «Βρε, λες, να..;» «Ηλέκτρα Θεοδούλου, μαθηματικός.» του συστήνεται. «Χάρηκα!» μουρμουρίζει. «Ελπίζω να έχουμε μια παραγωγική χρονιά σ’αυτό το ερείπιο!»
Την περνά από μικροσκόπιο. Η πρώτη εντύπωση είναι αρίστη: λεπτή, μετρίου αναστήματος, δέρμα λευκό, μαλλιά που μόλις αγγίζουν τους ώμους, μάτια που πετούν φλόγες -λιγάκι θλιμμένα- κι ένα κορμί υπέροχο. Πληροί τις προδιαγραφές. Η δημοσίευση της αγγελίας αναβάλλεται, ελπίζει επ’ αόριστον. Ενδιαφέρουσα προοπτική! Η μέρα κυλά διεκπεραιωτικά. Το «υποψήφιο» ζευγάρι επιστρέφει στην οικογενειακή εστία, κατά μόνας. «Την επομένη θα προσεγγίσω. Θα κάνω την πρώτη κίνηση. Χρειάζομαι λεπτομέρειες. Την επομένη, λοιπόν!»
Η Ηλέκτρα ξεκλειδώνει τη δρύινη πόρτα του πατρικού σπιτιού. Έχει πενήντα λεπτά, ώσπου να φέρει τα παιδιά το σχολικό. Προλαβαίνει. Θα κουρνιάσει μ’ ένα φλυτζάνι αναζωογονητικής καφεΐνης στην πολυθρόνα της γιαγιάς, της Κατίνας με τ’ όνομα. Δίπλα στο βιτρώ παράθυρο του σαλονιού περνά πολλές ώρες την τελευταία διετία. Όσες απομένουν απ’ τη φροντίδα των αγοριών. Προσπαθεί να καταλαγιάσει το θυμό, τ’ άδικο που γίνεται βρόγχος και την πνίγει. Γδύνεται μηχανικά και φορά τις φόρμες του σπιτιού. Απλώνει τα γυμνά πόδια στο ξεχασμένο από το χρόνο υποπόδιο, που κληρονόμησε μαζί με την πολυθρόνα.
Χάνεται στις σκέψεις της. «Τι ήταν αυτό σήμερα; Σε τούτο το διατηρητέο θα βγάλει τη χρονιά; Να έβρισκε τουλάχιστον  κάποιον για συζητήσεις της προκοπής! Εκείνος ο φιλόλογος της φάνηκε αξιόλογο άτομο. Ήταν όμως άντρας, άλλος ένας του είδους.»
Φούντωσε η φωτιά μέσα της. «Γουρούνια! Ακούς; Όλοι τους γουρούνια! Μη σου πω κι αρουραίοι! Τρυπώνουν στη ζωή σου, πολλαπλασιάζονται. Στο πρώτο ζόρι τρέχουν πανικόβλητοι, να κρυφτούν. Ριψάσπιδες, όλοι! Γοητεύεσαι στην αρχή κι αφήνεσαι. Τους πιστεύεις, αναγορεύονται σύντροφοι. Κι όταν σου γίνουν πολύτιμοι, τρομάζουν. Στις δυσκολίες αναδιπλώνονται, τρέπονται σε φυγή. Κι εσύ παγώνεις. Νους και ψυχή στην κατάψυξη. Αβοήθητη συλλέγεις απομεινάρια. Να προσέχεις ποιον εμπιστεύεσαι! Εκείνος και ως σύζυγος ακόμη, υπήρξε περιορισμένων ευθυνών και διάρκειας.»
Σκέψεις μουντές, μπλεγμένες με συναισθήματα βαριά, δύσκολα. Στοιχειώνουν αυτά τα δύο χρόνια την καθημερινότητά της. Σε λίγο τα παλληκαράκια της επιστρέφουν: έξι χρονών ο ένας και τριών ο μικρός. Το σπίτι θα αντηχήσει από το γέλιο τους. «Το υπέρτατο λάθος της -ονόματι Ιάσων- άφησε και κάτι καλό πίσω του!»
Τον γνώρισε στο χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν της τοπικής Λέσχης Αξιωματικών. Ήταν αναμφισβήτητα γοητευτικός άνδρας. Όλες οι φίλες τη θεώρησαν τυχερή. Σε δυο μήνες είχαν ολοκληρώσει τη σχέση τους και σ’ έξι αρραβωνιάστηκαν. Στον χρόνο πάνω ήταν κι έγκυος τριών μηνών. Παντρεύτηκαν βεβιασμένα, είν’ η αλήθεια. «Τη δική μου γυναίκα τη θέλω αφέντρα και κυρά!», διατυμπάνιζε σε γνωστούς και φίλους. Υπήρξε λαλίστατος ο λαοπλάνος! Πλάνεψε, λοιπόν, και την Ηλέκτρα. Την έπεισε για χάρη του ίδιου και του παιδιού που θα γεννιόταν, να παρατήσει τη δουλειά: μια ικανοποιητικώς αμοιβόμενη θέση στο ιδιωτικό Γυμνάσιο της πόλης. Τον ακολούθησε στην άλλη άκρη της Ελλάδος.
«Μετακομίζουμε στο Σουφλί για τρία χρόνια! Έχει εξαίρετο κλίμα το Σουφλί! Ώσπου ο μπέμπης να ξεπεταχθεί, θα είμαστε πίσω. Στον κάμπο, που τόσο αγαπάς. Ούτε που θα το καταλάβεις!» Προτού κόψει τον θηλασμό του πρώτου, έμεινε έγκυος στο δεύτερο παιδί. Οι δυσκολίες μεγάλωσαν. Η παρουσία του Ιάσονα στο σπίτι  αραίωνε. Για να τα βγάζουν πέρα, αναλάμβανε βαψίματα, μερεμέτια και ό,τι άλλο έβρισκε. Πιάναν τα χέρια του σε τέτοια. Ένας μισθός, βλέπεις, δεν έφτανε για τα έξοδα. Τώρα δε δούλευε κι αυτή. Παράλληλα οι υποχρεώσεις της δουλειάς πολλές. Ασκήσεις, βολές, νυχτερινές, βλάβες ή αστοχίες υλικού τον κρατούσαν διαρκώς εντός υπηρεσίας, εκτός του σπιτιού. Φυσικά αυξάνονταν και οι υπηρεσίες, όσο μειωνόταν το προσωπικό της μονάδας. Η κυβέρνηση έφταιγε, που δεν έκανε προσλήψεις πια! Αυτή γελοιωδώς αθώα τον πίστευε. Η ηλίθια!
Το απόγευμα μιας Τετάρτης, τέλη του Φλεβάρη, τα δικά της μάτια διέλυσαν τις ψευδαισθήσεις. Τον είδε να βγαίνει από το καφέ «Time», αγκαλιά με μια ξεπλυμένη κοκκινομάλλα. Την αναγνώρισε αμέσως. Ήταν συνάδελφος. Είχε το θράσος να παρευρίσκεται και στα γενέθλια του Γιάννη της.  Αυτή ετοιμόγεννη, δεν τόλμησε ν’ αντιδράσει! Ήλπιζε ότι θα στρώνανε τα πράγματα, μόλις ερχόταν τ’ αγγελούδι τους. Πλανήθηκε πλάνην οικτράν! Ένα ανοιξιάτικο Σάββατο -ανήμερα της 25ης Μαρτίου- της ανακοίνωσε πως ήθελε την ελευθερία του. Συνεπώς, όφειλε να του δώσει διαζύγιο! Θα πήγαινε Μετεκπαίδευση στην Ανωτάτη Σχολή Πολέμου και από κει στην Αμερική. Θα μετατίθετο σε μια νατοϊκή βάση για την επόμενη τριετία. Έπρεπε να φροντίσει και την καριέρα του.  Αυτή και τα παιδιά ήταν τροχοπέδη στην εξέλιξη του. «Κάθαρμα! Γουρούνι! Ψυχρέ καιροσκόπε !»
Μάζεψε τα παιδιά και τα κομμάτια της ψυχής της κι έφυγε μέσα σε δέκα μέρες. Δεν τον ξανάδε από τότε, ούτε κι αυτός τα βλαστάρια του. Το διαζύγιο εκδόθηκε συναινετικά, για να τελειώνει μαζί του. Την ενοχλούσε κι ο ήχος του ονόματός του ακόμη! Ιάσονας! Γουρούνι, αρουραίος καλύτερα!
Επέστρεψε, λοιπόν, στην πατρική εστία, για να γιατρευτεί. Οι δικοί της τη στήριξαν. Με κάθε δυνατό τρόπο, ψυχολογικά, οικονομικά, κοινωνικά. Πρόσεχαν και τα παιδιά, όσο η ίδια έψαχνε για δουλειά. Η προϋπηρεσία στο ιδιωτικό τη βοήθησε, ευτυχώς, να διορισθεί στο Δημόσιο. Τα πράγματα έστρωναν. Αργά, αλλά έστρωναν. Μόνο το μέσα της έμενε φουρτουνιασμένο. Πάσχιζε να το καταλαγιάσει. Ανεπιτυχώς. Διαρκώς την πρόδιδε. Με τα χρόνια η καθημερινότητα θ’ απάλυνε το βάθος των πληγών. Έτσι της έλεγαν. Τ’ αγόρια της μονάχα θα τη ένοιαζαν, έλεγε κείνη.
Μια σχέση καινούρια δεν περνούσε καν από το μυαλό. Φάνταζε τρομακτική. Την παρότρυναν οι γονείς της να βγαίνει, να βλέπει κόσμο, να κάνει γνωριμίες. Μάταια! Η σκέψη ενός άντρα να την αγγίζει της έφερνε αναγούλα. Κι η παρέα του ακόμη ξυπνούσε το θυμό της!
Η πρωινή συζήτηση, ωστόσο, μ’αυτόν τον Αριστομένη την χαροποίησε. Ιδιαιτέρως... Είχε καιρό να βρει κάποιον, που να συμπίπτουν τόσο οι απόψεις τους. Έμοιαζε αξιόλογο πρόσωπο. Χρειαζόταν, λοιπόν, προσοχή!

Δεν υπάρχουν σχόλια: