όπως στεκόμουν στ’ αντικρινό μπαλκόνι.
Σ’ αγάπησα έστω κι αν ποτέ δε σου μίλησα.
Σ’ αγάπησα
κι ας μην γνωρίστηκαν τα βλέμματα
κι ας μην αντάμωσαν
τα βήματα
κι ας μην αγγίχθηκαν ποτέ τ' ακροδάχτυλα μας.
Εντέλει κι ας μη μ’ αγκάλιασες ποτέ σου!
Σε αγαπούσα κι όταν δε σ' έβλεπα
κι όταν δε ήσουνα εκεί
κι όταν με πότιζε η απουσία σου.
Σε αγαπούσα, όταν πόνους σου μου διηγιόσουν,
Σε αγαπούσα, όταν πόνους σου μου διηγιόσουν,
ενώ, παράλληλα, αμελούσα τους δικούς μου.
Σε αγαπούσα, όταν παράπονα εξέφραζες
Σε αγαπούσα, όταν παράπονα εξέφραζες
κι ας είχα δικά μου να υποβάλλω.
Σε αγαπούσα, ενώ βαθύτατα πονούσα,
Σε αγαπούσα, ενώ βαθύτατα πονούσα,
κάθε που κατηγόριες εκτόξευες διόλου
πως δε σ’ αγάπησα. Ναι, σ' αγαπούσα,
όταν πλάι μου
στεκόσουνα, κι ας
σ' ένιωθα χιλιόμετρα μακριά. Ναι,
σ' αγαπούσα, σα στο πίσω κάθισμα
καθόμαστε, ακούγοντας αγαπημένα σου τραγούδια, που σύντομα γινήκανε δικά
μου.
Σε αγαπούσα κι ας μην το έλεγα
κι ας μη το έβλεπες κι ας μην το έγραφα
απάντηση στο μήνυμά σου.
Σε αγαπούσα με τον τρόπο τον δικό
μου.
Μέσα στον φόβο τον δικό μου, τις πίκρες,
τα δικά μου παράπονα και τις προσωπικές
ιδιοτροπίες. Ναι, αληθινά σ’ αγάπησα
κι ας μη σε
γνώρισα. Κι έτσι απλά
σε πόθησα -καθισμένη και όρθια, ίσως
κυρίως κλινήρης- στο αντικρινό μπαλκόνι! (Α.Θ.)