Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

16 Μαΐ 2025

«Η πράσινη πεταλούδα...»

 
Εφτά η ώρα το πρωί. Το ξυπνητήριχτυπά.  Ξυπνώ δύσθυμα και σηκώνομαι μ' ένα περίεργο συναίσθημα, επηρεασμένος απ' τον εφιάλτη που 'βλεπα όλο το βράδυ. Δεν είναι φόβος. Νιώθω πως κάτι περίεργο θα συμβεί. Στη δουλειά σήμερα, η μέρα κύλησε έντονα. Βοήθησε, αρκούντως, να ξεχάσω το περίεργο, πρωϊνό αίσθημα. Πριν σχολάσω το μεσημέρι, ωστόσο, δέχτηκα ένα περίεργο τηλεφώνημα. Η άγνωστη φωνή συστήθηκε ως συμβολαιογράφος. Ζήτησε να τον επισκεφτώ στο γραφείο του άμεσα -μετά τη δουλειά- για σοβαρό, προσωπικό μου ζήτημα.
    Οδεύοντας προς τα κει, είχα έντονα το πρωϊνό συναίσθημα. «Τι να θέλει ο συμβολαιογράφος από εμένα; αναρωτήθηκα. Τελοσπάντων, πάω και βλέπουμε...» Καθισμένος στο σαλόνι -κρατώντας πια έναν φάκελο στα χέρια- προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τι έγινε. Πώς ακριβώς μέσα σ' ένα απόγευμα έγινα κάτοχος ενός γραφείου στο κέντρο της πόλης; Επιχειρώντας να θυμηθώ τον θείο Τζορτζ, κλείνω τα μάτια κι αναπολώ τις λίγες στιγμές που, σα παιδί, πέρασα μαζί του. Ποτέ δεν κατάλαβα, γιατί μας έλεγε: «Μη ξεχνάτε! Ν' ακολουθείτε πάντα τις πεταλούδες!» Αύριο σίγουρα, επιβάλλεται να δω τον χώρο του γραφείου. Στον τελευταίο όροφο, μιας από τις κεντρικότερες πολυκατοικίες της πόλης, το νέο μου «απόκτημα». Πρόκειται για έναν μικρό,  αρκετά ζεστό χώρο, ομολογουμένως. Ακόμα κι η θέα είναι εκπληκτική. Μπορείς όλην την πόλη ν' αγναντεύεις  από κει ψηλά. Γύρω γύρω, στους τοίχους υπάρχει βιβλιοθήκη, με πολλά βιβλία: «Λες να κατάφερε κάποιος να τα διαβάσει όλα αυτά;», σκέφτηκα. Στη μέση του δωματίου, ένα κομψό γραφείο, γεμάτο χαρτιά, φακέλους κι άλλα...«περίεργα» πράγματα. «Ποιο ήταν, άραγε, το αληθινό επάγγελμα του ιδιόρρυθμου θείου;». Δε θυμάμαι οικογενειακά, κανείς -ούτε κι ο ίδιος- ν' ανέφερε ποτέ κάτι σχετικό. Κάθομαι στην πολυθρόνα του γραφείου, αναζητώντας πληροφορίες που μπορεί να βοηθήσουν. Θέλω τόσο να γνωρίσω τον άγνωστο αυτόν συγγενή! Ανοίγοντας ένα ένα τα συρτάρια του, συνειδητοποιώ πως κάποιο διαθέτει κρυφό, εσωτερικό χώρο. Μετά, το βλέμμα μου πέφτει σ' ένα παλιό -φθαρμένο απ' τον χρόνο- δερμάτινο ημερολόγιο. Με γρήγορες κινήσεις, το παίρνω και το ξεφυλλίζω. Το μάτι σταματά σε μια σελίδα. Αρχίζω να διαβάζω όσα έχει γράψει ο θείος Τζορτζ. 
«Υπόθεση 246: "Πράσινη πεταλούδα", Λονδίνο, 9/02/1937. Υπάρχουν μέρες δύσκολες... ενώ ξέρεις πώς θα ξεκινήσουν δεν μπορείς να
προβλέψεις και πώς θα τελειώσουν… 
Σήμερα, ημέρα Τρίτη, επέστρεψα στο γραφείο, έπειτα από  σχεδόν ένα μήνα απουσίας. Ακόμη δεν μπορώ να το χωνέψω... πώς έφυγε από κοντά μου; Πώς χάθηκε τόσο άδικα ο έρωτας μου... πού πήγε η Μαιρούλα μου;  Το αυτοκίνητο που της στέρησε τη ζωή πριν τρία χρόνια, σκότωσε κι εμένα μαζί.»   
    Η Ντόροθι, η γραμματέας μου, φέρνοντας τον πρωινό καφέ, μ' ενημέρωσε πως μια νεαρή πελάτισσα επέμενε να κλείσει ραντεβού μαζί μου, για τ' απόγευμα. Ρωτώντας πως της φάνηκε, η Ντόροθι σχολίασε πως ήταν ταραγμένη αρκετά και φοβισμένη. Γι' αυτό ήθελε τόσο άμεσα και τη βοήθειά μου. Καθώς πλησίαζε η ώρα, μια πανέμορφη, λεπτή φιγούρα εμφανίστηκε στην πόρτα του γραφείου. 
-Καλησπέρα, ντεντέκτιβ Τζ. Γουάιτ! Καθήστε, σας παρακαλώ!
-Σάρα Φέργκιουσον, καλησπέρα!
Έπειτα από τις σχετικές φιλοφρονήσεις, η νεαρή Σάρα ανέλυσε τον λόγο της επίσκεψής της. Από
τότε που κληρονόμησε ένα παλιό μενταγιόν της γιαγιάς της, που πέθανε πρόσφατα, συμβαίνουν διάφορα ανεξήγητα στον ύπνο της. Τη μια βρίσκεται σ' ένα λιβάδι, την άλλη ολομόναχη σ' ερημική παραλία, την τρίτη φοβισμένη σε
εγκαταλελειμμένο σπίτι. Στο τέλος, πάντα -λίγο πριν ξυπνήσει- ένας μελαγχολικός νέος κάνει την εμφάνισή του, απ' το πουθενά. Αισθάνεται ότι της είναι οικείος, αλλά δεν τον γνωρίζει. Κι αυτό που την τρομάζει είναι τα λόγια του: «η μοναξιά μπορεί να γίνει η δύναμη ή η αδυναμία του καθενός, οπότε μάθε πως κάθε πέτρα του
μενταγιόν κρύβει μια ανάμνηση!»

Ακούγοντας προσεκτικά την ιστορία της, ζήτησα να μου δείξει το μενταγιόν. Ήταν ένα κόσμημα σχήματος πεταλούδας, γεμάτο πράσινους, πολύτιμους λίθους. Πράγματι, είχε κάτι μαγικό. Κρατώντας το στα χέρια, κάποια στιγμή ένιωσα 
να με τραβάει κάτι. Σε δευτερόλεπτα βρέθηκα μόνος σ' ένα άγνωστο μέρος, παρατηρώντας μια σκιά να πλησιάζει προς το μέρος μου. Όταν κατάφερα να ξεχωρίσω το πρόσωπο απέναντι μου, ένιωσα μια περίεργη ηρεμία. «Ποια
ήταν η κοπέλα; είμαι σίγουρος ότι την έχω ξαναδεί, αλλά πού και πότε;»
  «25/02/1937-Λονδίνο...»
Τελικά δέχτηκα να βοηθήσω τη Σάρα, ζητώντας  να βρω περισσότερο λύση και στα δικά μου ερωτήματα. Για μέρες τριγυρνούσε στο μυαλό μου η μορφή της γνωστής-άγνωστης γυναίκας. Πιθανότατα ανύπαρκτης. Η επόμενη συνάντηση με τη Σάρα αρκούντως εποικοδομητική. Έχουμε  ανακαλύψει ήδη ποιο ήταν το πρόσωπο που έβλεπε στον ύπνο της κάθε φορά που άγγιζε το μενταγιόν: ο πρώτος έρωτας της γιαγιάς της, με βάση παλιά γράμματα και φωτογραφίες που βρήκε σ' ένα ξεχασμένο μπαούλο. Αυτός έδωσε το μενταγιόν στη γιαγιά. Δώρο αρραβώνα, πριν φύγει για επαγγελματικό ταξίδι, απ' όπου δεν επέστρεψε ποτέ. Σύμφωνα με τα γράμματα, η γιαγιά για χρόνια έψαχνε τα χαμένα ίχνη του. Χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η έρευνά μου συνεχίστηκε, αφού η νεαρή πελάτης, αν και ηρεμότερη, ήθελε περισσότερες πληροφορίες για τον άντρα. Πιστεύοντας πως υπάρχει κάποιος
λόγος που ο άντρας την επισκέπτεται στα όνειρά της, βρήκαμε στοιχεία του, που μας οδήγησαν στην οικογένειά του. «Κι εγώ; Θα μπορέσω να βρω την κοπέλα των δικών μου ονείρων;» αναρωτήθηκα κάποια στιγμή κι ένα πικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου.
«12/03/1937-Νότιγχαμ»
Κατόπιν τυπικής επικοινωνίας με τους σχετιζόμενους ανθρώπους, ταξιδέψαμε με τη Σάρα στο  Νότιγχαμ. Βρεθήκαμε έξω από μια μεγάλη έπαυλη. Η οικονόμος του σπιτιού μας οδήγησε στο σαλόνι όπου θα μας δεχόταν ο οικοδεσπότης. Μας κέρασε καφέ. Περιεργαζόμενοι τον χώρο, η Σάρα επικεντρώθηκε σ' έναν οικογενειακό πίνακα. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο νεότερο μέλος της οικογένειας. Ήταν σίγουρη ότι κάπου τον είχε ξαναδεί. Λίγο αργότερα, μπήκε στον χώρο ένας  κομψός νέος, μελαχρινός. Πολύ όμορφος! Προσέχοντας τον καλύτερα, συνειδητοποίησα γρήγορα πως ήταν απ' τα άτομα που απεικονίζονταν στον πίνακα. «Μα, βέβαια! Υπάρχει ξεκάθαρη ομοιότητα...» σκέφτηκα. Τελικά, ο κομψός άντρας γοήτευσε την Σάρα.
-Γεια σας, Νικ Χέιλ, συστήθηκε κι έκατσε μαζί μας στο σαλόνι.
Η Σάρα -κοιτάζοντας εξονυχιστικά τον Νικ- αισθανόταν την ίδια, παράξενη οικειότητα με το άτομο του ονείρου της. Τότε, με τρεμάμενη φωνή, είπε «Είσαι ο άντρας των ονείρων μου!» και κοκκίνησε ολόκληρη. Ο Νικ, στην αρχή, έμεινε άναυδος. Σύντομα οι εξηγήσεις της έλυσαν το μυστήριο. Εντέλει, ο άγνωστος που εμφανιζόταν στον ύπνο της εξακριβώθηκε πως ήταν ο παππούς του Νικ. Μας εξήγησε πως στο ταξίδι που εξαφανίστηκε, είχε ένα τρομερό ατύχημα, με αποτέλεσμα να πάθει ολική αμνησία. Δε θυμόταν τίποτα και κανέναν από την προηγούμενη ζωή του, μέχρι που ένα εγκεφαλικό, λίγο πριν πεθάνει, επανάφερε όλες τις μνήμες μιας πράσινης πεταλούδας. Ο οικοδεσπότης ήταν ευγενικός και φιλόξενος μαζί μας. Τελειώνοντας το πλούσιο δείπνο που μας πρόσφερε, διακρινόταν ξεκάθαρα η έλξη που δημιουργήθηκε μεταξύ των δυο νέων. Είναι πραγματικά πολύ συγκινητικό να βλέπεις
ανθρώπους που ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, κάτι που μπορεί να μη ξανασυναντήσω ποτέ.
«13/03/1937-Λονδίνο»
Άλλη μια υπόθεση έφτασε στο τέλος της. Στέφτηκε μ' επιτυχία. Το γιορτάζω πίνοντας μόνος σ' ένα μαγαζί για βράδυ. Το μυαλό μου κατακλύζουν, όσα συνέβησαν τις προηγούμενες μέρες. Ένιωσα ειλικρινά χαρούμενος για τη σχέση που δημιουργήθηκε ανάμεσα στα δυο παιδιά. Ίσως να μοιάζει παράλογο, μα ήταν γραφτό οι δυο οικογένειες να ενωθούν. Η δύναμη της πράσινης πεταλούδας κατάφερε να
κερδίσει, να βγει νικήτρια απέναντι στον πανδαμάτορα χρόνο. Ετοιμαζόμουν να φύγω,  όταν ένιωσα να με διαπερνά ένα ρίγος. Η πόρτα του μαγαζιού ήταν κλειστή. Επομένως, δεν ήταν απ' το κρύο. Αναζητώντας τον λόγο που
αισθάνθηκα έτσι, την είδα. Μια πανέμορφη, μελαχρινή κοπέλα ερχόταν προς το μέρος
μου. Έκατσε δίπλα μου. Τότε αντίκρισα… δυο καταπράσινα μάτια να με κοιτούν. Η καρδιά
μου άρχισε να χτυπά γρηγορότερα. 
«Είναι αυτή!» σκέφτηκα. «Είναι η κοπέλα απ' το
όνειρό μου.» Η πράσινη πεταλούδα, τελικά, έφερε και σε εμένα το άλλο μου μισό.»
 Διαβάζοντας και την τελευταία σελίδα του ημερολογίου είμαι πιο μπερδεμένος απ' ό,τι ήμουν πριν. Κουρασμένος, αποφασίζω ν' αφήσω τα πράγματα του γραφείου, ως έχουν. Αργότερα, ίσως σκεφτώ τι θα τα κάνω. Φτάνοντας στο σπίτι, παίρνω να πιω ένα ποτήρι με ουίσκι. Νιώθω την ένταση της ημέρας να διαλύεται, καθώς πίνω μια
γουλιά. Το κάψιμο απ' το ουίσκι είναι πολύ έντονο. Όχι, όμως, τόσο όσο η ανάμνηση  της υπόθεσης αυτής. Γι' ακόμη μια φορά τις μέρες αυτές, ο θείος Τζορτζ μ' εκπλήσσει. Ποτέ δεν θα περίμενα πως ο περίεργος αυτός άνθρωπος θα ήταν επαγγελματίας ντεντέκτιβ και -από ό,τι φαίνεται- μάλλον ένας απ' τους καλύτερους της εποχής του. Είχε καταφέρει να κρατήσει -τόσο την επαγγελματική όσο και την προσωπική του ζωή- κρυφή από όλη την οικογένεια.
    Τα μάτια μου έκλειναν, απ' την κούραση. Σε κλάσματα δευτερολέπτου εμφανίστηκε μπροστά μου μια πράσινη πεταλούδα. Αναστατωμένος, όχι τρομαγμένος πια, ξυπνάω. Μια τρελή σκέψη γυροφέρνει στο μυαλό μου. Ο θείος έστειλε την πεταλούδα, για να με βοηθήσει να βρω κι εγώ τον δρόμο μου. Ποιος θα είναι; Θα δείξει! Σύντομα, στο μέλλον, ελπίζω!

11 Μαΐ 2025

«Σκοτεινά νερά...»

Η βροχή έπεφτε απαλά, δημιουργώντας μικρές λιμνούλες στη λάσπη. Η Τζασμίν περπατούσε αργά στον μεγάλο δρόμο της γειτονιάς, κοιτάζοντας τα χαμηλά, ξύλινα σπίτια της που έμοιαζαν ψεύτικα. Είχε ένα βάρος στην καρδιά, που δεν ξεπερνιόταν. Η Λουιζιάνα απέπνεε πάντα μια αίσθηση μυστηρίου, αλλά απ' τη μέρα που βρέθηκε νεκρή η Αμάρα, όλα είχαν αλλάξει.
    Η Αμάρα ήταν παιδική της φίλη. Μεγάλωσαν μαζί, μοιράζονταν όνειρα και φόβους, περνούσαν κάθε τους μέρα μαζί, έβλεπαν η μία την άλλη σαν αδελφές. Μέχρι πριν δύο χρόνια. Τότε, η σχέση της Αμάρα με τον Ντάριους τις χώρισε. Ο Ντάριους ήταν ζηλιάρης, πιεστικός, χειριστικός. Η Τζασμίν το έβλεπε, το καταλάβαινε, το ήξερε. Αλλά η Αμάρα δεν ήθελε ν' ακούσει τη φίλη της. Ο τελευταίος τους τσακωμός τελειώσε με δάκρυα και βαριές λέξεις. Λέξεις που ποτέ δεν πρόλαβαν να πάρουν πίσω. Και τώρα η Αμάρα ήταν νεκρή.
    Το σώμα της είχε βρεθεί σε μια λίμνη, σε σήψη προχωρημένη. Όχι πολύ μακριά απ' το σπίτι της. Η αστυνομία δεν είχε στοιχεία. Πέρα από ένα δαχτυλίδι που δεν φορούσε ποτέ, σύμφωνα με την οικογένειά της. Ισχυρίζονταν πως δεν το είχαν ξαναδεί. Εκτός από την ημέρα που εξαφανίστηκε. Η Τζασμίν κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά και σαφώς ήξερε ποιος έπρεπε να είναι ο βασικός ύποπτος.
«Δεν μπορώ να κάθομαι με σταυρωμένα χέρια», είπε στον αδερφό της, τον Ελιάς. Εκείνος -τρία χρόνια μεγαλύτερός της- την προστάτευε πάντοτε. «Πρέπει να βρούμε τι έγινε...»
Ο Ελιάς αναστέναξε. «Το ξέρεις πως η αστυνομία δε θα σ' αφήσει ν' ανακατευτείς! Δεν το ξέρεις;»
«Δε χρειάζομαι την άδειά τους. Ήταν φίλη μου, κι έχω κάθε δικαίωμα να μάθω τι της συνέβη!»
    Ξεκίνησαν την έρευνα τους απ' το σχολείο. Η Αμάρα ήταν πάντοτε κοινωνική και χαρούμενη. Τελευταία, όμως, είχε απομακρυνθεί απ' όλους. Φήμες έλεγαν πως ο Ντάριους δεν την άφηνε να μιλάει σε κανέναν. Και μετά ήταν κι ο Κόνορ...
Ο Κόνορ ήταν ένας συμμαθητής τους, που πάντα είχε εμμονή με την Αμάρα. Την παρακολουθούσε, μάζευε φωτογραφίες της, έγραφε γι’ αυτήν στο ημερολόγιό του... κι ακόμη, τη ζωγράφιζε. Ήταν λιγάκι τρομακτικό! Τη στιγμή που τον πλησίασε η Τζασμίν, εκείνος φάνηκε ανήσυχος.
«Δεν ξέρω τίποτα!», είπε βιαστικά και κάπως αγχωμένα. «Δεν την πείραξα. Εγώ… την αγαπούσα, δεν θα της έκανα ποτέ κακό!»
Η Τζασμίν τον κοίταξε προσεκτικά, εξονυχιστικά. Δεν τον εμπιστευόταν, αλλά κάτι της έλεγε πως δεν ήταν αυτός. Ο φόβος στα μάτια του ήταν αληθινός! Όπως και η ανησυχία και μια διεστραμμένη αίσθηση προσκόλλησης.
Το επόμενο βήμα θα ήταν το σπίτι του Ντάριους. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, καθώς πλησίαζε. Ήταν πιο πολυτελές απ' τα υπόλοιπα της γειτονιάς, αλλά πάντα σκοτεινό. Χτύπησε την πόρτα και περίμενε. Εκείνος άνοιξε και την κοίταξε με ψυχρό, σκληρό κι απότομο βλέμμα.
«Τι θέλεις, Τζασμίν; Ήρθες να μας χωρίσεις; Σε πρόλαβε ο θάνατος. Λυπάμαι!»
«Θέλω να μάθω τι έγινε με την Αμάρα!»
Ο Ντάριους χαμογέλασε στραβά. «Την σκέφτεσαι ακόμα, ε; Τι παριστάνεις; Τον ντετέκτιβ;»
Η Τζασμίν ένιωσε ένα ρίγος να τη διαπερνά. «Ξέρω ποιος είσαι. Ξέρω τι της έκανες!»
Ο Ντάριους γέλασε. «Δεν μπορείς ν' αποδείξεις τίποτε!»
    Τότε ακούστηκε μια φωνή πίσω της. «Ίσως και να μπορεί!» Ο Ελιάς στεκόταν εκεί, κρατώντας το ημερολόγιο της Αμάρα. «Το βρήκαμε στο δωμάτιό της. Περιγράφει τα πάντα. Τις απειλές σου. Τους φόβους της. Και την τελευταία σας συνάντηση...»
Ο Ντάριους πάγωσε. Προσπάθησε ν' αρπάξει το ημερολόγιο.Ο Ελιάς ήταν πιο γρήγορος. «Η αστυνομία θα το λατρέψει αυτό. Τι λες, να τους το δώσω;», κάγχασε.
    Ο Ντάριους έμεινε ακίνητος, προτού κάνει ένα βήμα πίσω. «Δεν μπορείτε ν' αποδείξετε τίποτε!»
Η Τζασμίν έκανε ένα βήμα πιο κοντά. «Ξέρουμε πως της ζήτησες να συναντηθείτε εκείνην τη νύχτα. Ξέρουμε πως την απείλησες. Και ξέρουμε πως το δαχτυλίδι ήταν δικό σου!»
Η σιωπή ακολούθησε τρομακτική. Ο Ντάριους έσφιξε τα χείλη του, αλλά δεν είπε τίποτα. Η αστυνομία έφτασε λίγο αργότερα. Όταν βρήκαν κι άλλες αποδείξεις στο σπίτι του, όλα τελείωσαν. Ο Ντάριους συνελήφθη κι όλη η αλήθεια βγήκε στο φως.
    Η Τζασμίν στάθηκε στην άκρη της λίμνης, κοιτώντας το νερό που αντανακλούσε το φως του φεγγαριού. «Συγγνώμη, Αμάρα, που δεν ήμουν εκεί, όταν με χρειαζόσουν!» ψιθύρισε. «Αλλά, τουλάχιστον τώρα, έχει αποκατασταθεί η δικαιοσύνη. Κι εσύ βρίσκεσαι κάπου καλύτερα, ομορφότερα, μακριά πια απ' αυτόν!», σχολίασε, με θυμό στο βλέμμα της.
   Η βροχή συνέχισε να πέφτει, μα αυτήν τη φορά, η Τζασμίν την ένιωσε ελαφρύτερη. Η Αμάρα είχε φύγει οριστικά κι αμετάκλητα. Ωστόσο, η μνήμη της δε θα χανόταν ποτέ. «Θα σε θυμάμαι για μια  ζωή, για πάντα, φίλη των παιδικών μου χρόνων!» (Πουρ.Μαρ.)

«Το ανεκπλήρωτο ταξίδι»

 
Τι πραγματικά συμβαίνει, όταν η καρδιά είναι έτοιμη να σπάσει, όταν έχει ραγίσει στα δυο ή όταν έχει ήδη γίνει κομμάτια; Μπορεί, άραγε, να  ενωθεί ξανά; Να γίνει, όπως πριν; Κι εσύ; Εσύ τι κάνεις; Ή μάλλον, τι μπορείς να κάνεις; Μπορείς να μαζέψεις τα μικρότερα κομμάτια της, τ' αποκαΐδια σου, και να τα τοποθετήσεις πίσω; Μπορείς να την επιδιορθώσεις; Να γίνει του κουτιού ή μιλάμε για  μη αναστρέψιμη βλάβη;
Όμως, δεν ήταν πάντα έτσι... Δεν ήμουν πάντα έτσι! Φθαρμένη, πληγωμένη, ανίατος, σου παραπονιέται. Όχι, όχι... υπήρξα κάποτε κι εγώ χαρούμενη, λαμπρή και άτρωτος. Πορευόμουν με ό,τι μου πρόσφερε η ζωή, έως τότε. Όλα τότε... όλα ήταν καλύτερα! Προτού αισθανθώ τον Έρωτα, προτού δονηθεί κάθε κύτταρο του κορμιού, πριν έρθεις στη ζωή μου εσύ.
    Κάποτε, πίστεψα πως δεν υπήρχε ζωή πριν σε γνωρίσω, πως έως τότε απλά επιβίωνα. Πως ο Έρωτας ίσως δε θα μου χτυπούσε την πόρτα.
Ο έρωτας: ένα συναίσθημα τόσο όμορφο, που σε γεμίζει, σε πληροί με κάθε τρόπο, σε κάθε σου διάσταση. Αν τον αφήσεις να σε κυριεύσει, όμως, να πάρει τον έλεγχο, τότε μπορεί και να σε πνίξει. Κυριαρχεί τόσο, που αισθάνεσαι πλέον μόνο αυτόν. Και το χειρότερο; Πνίγεσαι τόσο υπέροχα, που δεν επιθυμείς -για κανέναν λόγο και με με κανέναν τρόπο- να σωθείς.
    Ο Ίθαν Σμιθ είναι ο πλουσιότερος μαθητής του σχολείου. Ο πατέρας του είναι Διευθυντής κι ιδιοκτήτης της εταιρείας Σμιθ, γνωστής σε όλον τον κόσμο. Όλα τα κορίτσια της ηλικίας μου, μοιάζουν ερωτευμένες μαζί του. Και πώς να μην είναι; Με τα καταπράσινα μάτια του -που αν κοιτάξεις μέσα τους, κινδυνεύεις να χαθείς για πάντα- και τα ξανθά μαλλιά του -που τον κάνουν να μοιάζει κυριολεκτικά με άγγελο-. Η φήμη του, σε συνδυασμό με την άψογη εμφάνιση, τον καθιστούν πρακτικά ακαταμάχητο.
    Κι εγώ, η Λίλη Μάρσαλ, μια κοινή θνητή, που εντάχθηκα -τόσο επιπόλαια- στον κόσμο του. Ο πατέρας μου, έφυγε απ' τη ζωή στα τρία μου χρόνια μόλις. Ωστόσο, η μαμά συχνά μιλούσε για εκείνον, σ' εμένα και στον, κατά δυο χρόνια μεγαλύτερο, αδερφό μου. Δε σταμάτησε ποτέ να μας εξιστορεί τις πιο τρελές εμπειρίες κι ιστορίες μαζί του. Κι έτσι έμαθα πώς μοιάζει η αληθινή, ανιδιοτελής αγάπη. Οπότε ναι, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, είμαστε μόνο οι τρεις μας. Και παρά τις αμέτρητες δυσκολίες, τα καταφέραμε. Ποτέ δεν το βάλαμε κάτω! Τώρα θ' αναρωτιέστε πώς δυο τόσο διαφορετικοί κόσμοι συναντήθηκαν. Και -για μια μόνο στιγμή- απείλησαν να γίνουν ένας. Για να είμαι ειλικρινής, πριν κάτι μήνες θα ρωτούσα τον εαυτό μου ακριβώς το ίδιο.
    Γενικότερα, έμαθα να εργάζομαι σκληρά, από μικρή. Ίσως να 'φταιξε η δύσκολη οικονομική κατάσταση. Με τα χρόνια, τα πράγματα έγιναν ευκολότερα. Βρήκα παρηγοριά στον κόσμο των βιβλίων, έναν κόσμο πιο ευχάριστο από αυτόν της πραγματικότητας. Χάρη στις πολλές ώρες, αφιερωμένες στο διάβασμα, τα κατάφερα! Μπήκα σ' ένα απ' τα καλύτερα σχολεία της χώρας. Με πλήρη υποτροφία. Η μαμά κάτι παραπάνω από περήφανη. Γι' αυτήν, ήταν η ευκαιρία να ζήσουμε μια άνετη ζωή. Δίχως έννοιες ή δυσκολίες. Για λίγο μου επέτρεψα κι εγώ ν' ονειρευτώ...
    Δυσκολεύτηκα στην  προσαρμογή, κατ' αρχάς. Βλέπετε... τα περισσότερα παιδιά που φοιτούν εκεί, προέρχονται από πολύ εύπορες οικογένειες. Τα παιδιά, σαν κι εμένα, είναι ελάχιστα, πάντοτε εκτεθειμένα. Αποφάσισα -για λόγους επιβίωσης-, έως την αποφοίτηση, να περνάω απαρατήρητη, όσο γίνεται. Και τα κατάφερα. Ίσως παραπάνω από καλά. Έως το τελευταίο έτος.
Τότε γνώρισα κι εγώ τον περίφημο Ίθαν Σμιθ, ίσως όχι με τον καλύτερο τρόπο, μια και ο εκφοβισμός δεν έλειψε ποτέ απ' το σχολείο μας! Για εκείνη τη μέρα, αυτός επέλεξε το καινούργιο του θύμα. Έναν καλό μου φίλο, τον Έρικ, ιδιοφυία στους υπολογιστές. Η απόφαση «αορατότητας», που τηρούσα για το καλό μου, πολλές φορές επιβάρυνε τους άλλους, άρα ο Έρικ έγινε ο πρώτος που υπερασπίστηκα. Ίσως, γιατί ήταν αληθινός φίλος ή γιατί κουράστηκα να μετέχω σ' αυτό το ηλίθιο παιχνίδι επιβίωσης. Να βλέπω τους άλλους να πληγώνονται, χωρίς να έχω τη δύναμη να κάνω οτιδήποτε. Κι όλοι θύματα του ίδιου ανθρώπου, του περιβόητου Έρικ Σμιθ.
   Αφού βοήθησα τον φίλο μου, πήρα εγώ τη θέση του κι έγινα το αγαπημένο θύμα του Έρικ. Για καιρό μου 'κανε τη ζωή κόλαση. Κι έπειτα κάτι άλλαξε. Έγινε φιλικότερος μαζί μου. Με πλησίασε μ' έναν τρόπο ασαφή, κάπως απροσδιόριστο. Ήθελα να τρέξω μακριά. Και συνάμα να μη φύγω ποτέ. Με τον καιρό γίναμε φίλοι. Κι η φιλία μας σταμάτησε τη στιγμή που με φίλησε. Γίναμε κι επισήμως ζευγάρι. Φυσικά, έκτοτε συχνότατα κορίτσια του σχολείου -και του έξω κόσμου- μου φέρονταν άδικα, εξαιτίας του. Ο Ίθαν πάντα με υπερασπιζόταν, μ' έκανε να νιώθω καλύτερα.  Ήταν εκεί πάντα, προσφέροντας μου πράγματα που δεν μπορούσα να φανταστώ καν, παρόλες τις αντιρρήσεις μου.
    Γι' αρκετό καιρό ήμασταν έτσι. Ευτυχισμένη εγώ που ήμουν μαζί του. Κι αυτός, αλλαγμένος πλέον. Είχε αφήσει τον εκφοβισμό, μια και καλή. Κι εγώ, πίστεψα για λίγο πως, όντως είχε αλλάξει. Έκανα λάθος. Ίσως το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Μετά από καιρό, έγινε απόμακρος. Κι όλα μεταξύ μας τελείωσαν, όταν φίλησε δημόσια την Τέιλορ. Μπροστά σ' ολόκληρο το σχολείο, φίλησε το κορίτσι που έως τότε μου έκανε τη ζωή κόλαση. Όσο ξαφνικά ξεκίνησε η ιστορία μας, τόσο απότομα και τελείωσε. Παράξενο, ε; Κάτι τόσο δυνατό να τελειώσει σε μια μόνο στιγμή.
     Στο τέλος της ίδιας χρονιάς, ξεκίνησε νέο μαρτύριο. Δημόσια υπονοούμενα, κακόβουλα σχόλια, εδώ κι εκεί, μπηχτές εξευτελισμού. Με λύγισε, με πόνεσε βαθιά, με διέλυσαν οι δυο τους! Προφανώς, η ψυχολογική μου κατάσταση είχε  επιπτώσεις σοβαρές στους βαθμούς μου. Κι η οικογένεια αναρωτιόταν τι είχε συμβεί. Ένα βράδυ, έσπασα και τους τα είπα όλα. Όσα συνέβησαν με τον Ίθαν, πώς συμπεριφέρθηκε, πόσο πληγωμένη ήμουν. Ευτυχώς, συνήλθα σχετικώς γρήγορα. Δεν επέτρεψα στο δυσάρεστο περιστατικό να με φθείρει περαιτέρω.
    Τώρα είμαι έτοιμη να τ' αφήσω όλα πίσω. Πριν δυο εβδομάδες έλαβα κιόλας την επιστολή που περίμενα όλη μου την ζωή. Με δέχτηκαν στην Ακαδημία της Οξφόρδης. Άπειρες ώρες μελέτης, κούρασης και τα κατάφερα. Παρ' όλες τις πάσης φύσεως αντιξοότητες. Έχω εκπληρώσει πια ένα μεγάλο μέρος των ονείρων μου. Έκανα την οικογένεια και τους λιγοστούς μου φίλους περήφανους. Έκανα τον εαυτό μου περήφανο!
Έτοιμη ν' αποχωριστώ το επώδυνο παρελθόν, τη στιγμή που ανεβαίνω στο τρένο που θ' αλλάξει τη ζωή μου, ακούω μια φωνή. Μια φωνή την οποία είχα καιρό ν' ακούσω και πίστευα πως δε θα την ξανακούσω ποτέ. Ο Ίθαν!
«Λίλη, περίμενε! Λίλη, σε παρακαλώ, περίμενε!»
Δε σταμάτησα. Συνέχισα να περπατώ, αγνοώντας τη φωνή. Κάποτε μου προκαλούσε ρίγη ευτυχίας, όχι πια!
Όταν δεν απάντησα και κατάλαβε πως δεν ήθελα να τον ακούσω, ένα χέρι τυλίχτηκε γύρω απ' το μπράτσο μου. Ξαφνικά, πάγωσα. Όλες οι αναμνήσεις μαζί του παρέλασαν σαν στιγμιότυπα ταινίας μπρος στα μάτια μου. Συνειδητοποίησα πως είχα δακρύσει.
«Λίλη, σε παρακαλώ, άκουσέ με!» Το πρώτο δάκρυ κύλισε σ' εκτεθειμένο δέρμα, υγραίνοντας το μάγουλό μου. Αποτραβήχτηκα απ' το άγγιγμα του. Επιτέλους, μετά από μήνες, αντίκριζα ξανά τα θανατηφόρα, πανέμορφα μάτια του. Τα μάτια, που τόσο απερίσκεπτα ερωτεύτηκα μερικούς μήνες πριν.
«Ίθαν, σε παρακαλώ φύγε!», αποκρίθηκα ψυχρά.
«Όχι, όχι, σε παρακαλώ, πρέπει να μ' ακούσεις πρώτα!» είπε με δάκρυα στα μάτια.
«Όχι! Εσύ κι εγώ τελειώσαμε οριστικά. Δεν έχουμε τίποτα να πούμε πια!», απαντώ με αποφασιστικότητα.
«Σε παρακαλώ, αλήθεια, δεν ήθελα τίποτα απ' όλα αυτά να συμβούν!»
«Εάν πραγματικά δεν ήθελες, Ίθαν, τότε δεν θα το είχες κάνει!», τώρα πλέον σχεδόν φωνάζω.
Το δεύτερο δάκρυ κάνει την εμφάνιση του, και δεν αργεί να ακολουθήσει το τρίτο.
«Ναι, το ξέρω πως σε πλήγωσα. Όμως, αλήθεια το έχω μετανιώσει τώρα. Δεν, δεν μπορώ να σε βγάλω απ' το μυαλό. Αυτό που έγινε με την Τέιλορ ήταν μεγάλο λάθος. Σου τ' ορκίζομαι! Μόνο εσένα ήθελα πραγματικά! Και σε πλήγωσα! Έχεις δίκαιο, το ξέρω! Το μόνο που σου ζητώ είναι μια ακόμη ευκαιρία! Θα τα διορθώσω όλα. Αυτήν τη φορά θα τα κάνω όλα σωστά! Αλήθεια, το μόνο που θέλω είναι μια ευκαιρία.» Σχεδόν γελώ με την τόσο φθηνή απολογία του.
«Ξέρεις, Ίθαν, πράγματι με πλήγωσες αρκετά. Δεν ξέρω αν κάποια στιγμή θα βρω τη δύναμη να σε συγχωρήσω. Όμως, αυτό που ξέρω είναι πως δε θα 'ναι αυτή η στιγμή. Όχι, τώρα που στάθηκα στα πόδια μου ξανά. Όχι, τώρα που είμαι τόσο κοντά στην πραγματική ευτυχία! Τώρα διαλέγω εμένα και δεν πρόκειται να σ' αφήσω να καταστρέψεις ό,τι με τόσο κόπο επισκεύασα!»
«Λίλη, σε παρακαλώ…», είπε σιγανότερα, σχεδόν ψιθυριστά, καθώς πρακτικά τον έβλεπα να καταρρέει. Είναι αργά, είναι τόσο αργά για μας τους δύο...
«Αντίο, Ίθαν!». Σκουπίζοντας αποφασιστικά τα δάκρυα απ' τα μάτια, πιάνω ξανά τη βαλίτσα κι επιβιβάζομαι. Φεύγω, για να διεκδικήσω το μέλλον μου. Δυναμικά κι ανυποχώρητα. Όπως εγώ γνωρίζω: με σκληρή μελέτη κι άπειρων ωρών δουλειά. Κι οι υπόλοιποι μένετε πίσω στη μοναξιά και τη μαυρίλα σας! «Αντίο, Ίθαν!»
Δε μ' αγγίζουν πια τα δράματα! Ίσως, κάπου μακριά να τον ακούω. Ίσως να φωνάζει ακόμη τ' όνομά μου. Δεν μ' ενδιαφέρει. Όχι, πια.
Καθώς μπαίνω στο τρένο, νιώθω ήδη ένα βάρος να φεύγει από πάνω μου. Παρόλα αυτά, δε τολμώ ακόμη να κοιτάξω πίσω. Δεν τολμώ, νομίζω, να κοιτάξω την παλιά εκδοχή του εαυτού μου. Ένα μέλλον τόσο διαφορετικό με περιμένει…
Πραγματικά, λένε, πως ο έρωτας είναι το ταξίδι των ερωτευμένων! Κι εγώ ίσως κάποια στιγμή, «ξαναταξιδέψω». Με το τρένο της αγάπης, αυτήν τη φορά. Διότι ο έρωτας είναι συχνά ένας μύθος, ένας μύθος τόσο ανέκφραστος! (Πρ.Ει.)