Εφτά η ώρα το πρωί. Το ξυπνητήριχτυπά. Ξυπνώ δύσθυμα και σηκώνομαι μ' ένα περίεργο συναίσθημα, επηρεασμένος απ' τον εφιάλτη που 'βλεπα όλο το βράδυ. Δεν είναι φόβος. Νιώθω πως κάτι περίεργο θα συμβεί. Στη δουλειά σήμερα, η μέρα κύλησε έντονα. Βοήθησε, αρκούντως, να ξεχάσω το περίεργο, πρωϊνό αίσθημα. Πριν σχολάσω το μεσημέρι, ωστόσο, δέχτηκα ένα περίεργο τηλεφώνημα. Η άγνωστη φωνή συστήθηκε ως συμβολαιογράφος. Ζήτησε να τον επισκεφτώ στο γραφείο του άμεσα -μετά τη δουλειά- για σοβαρό, προσωπικό μου ζήτημα.
Οδεύοντας προς τα κει, είχα έντονα το πρωϊνό συναίσθημα. «Τι να θέλει ο συμβολαιογράφος από εμένα; αναρωτήθηκα. Τελοσπάντων, πάω και βλέπουμε...» Καθισμένος στο σαλόνι -κρατώντας πια έναν φάκελο στα χέρια- προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τι έγινε. Πώς ακριβώς μέσα σ' ένα απόγευμα έγινα κάτοχος ενός γραφείου στο κέντρο της πόλης; Επιχειρώντας να θυμηθώ τον θείο Τζορτζ, κλείνω τα μάτια κι αναπολώ τις λίγες στιγμές που, σα παιδί, πέρασα μαζί του. Ποτέ δεν κατάλαβα, γιατί μας έλεγε: «Μη ξεχνάτε! Ν' ακολουθείτε πάντα τις πεταλούδες!» Αύριο σίγουρα, επιβάλλεται να δω τον χώρο του γραφείου. Στον τελευταίο όροφο, μιας από τις κεντρικότερες πολυκατοικίες της πόλης, το νέο μου «απόκτημα». Πρόκειται για έναν μικρό, αρκετά ζεστό χώρο, ομολογουμένως. Ακόμα κι η θέα είναι εκπληκτική. Μπορείς όλην την πόλη ν' αγναντεύεις από κει ψηλά. Γύρω γύρω, στους τοίχους υπάρχει βιβλιοθήκη, με πολλά βιβλία: «Λες να κατάφερε κάποιος να τα διαβάσει όλα αυτά;», σκέφτηκα. Στη μέση του δωματίου, ένα κομψό γραφείο, γεμάτο χαρτιά, φακέλους κι άλλα...«περίεργα» πράγματα. «Ποιο ήταν, άραγε, το αληθινό επάγγελμα του ιδιόρρυθμου θείου;». Δε θυμάμαι οικογενειακά, κανείς -ούτε κι ο ίδιος- ν' ανέφερε ποτέ κάτι σχετικό. Κάθομαι στην πολυθρόνα του γραφείου, αναζητώντας πληροφορίες που μπορεί να βοηθήσουν. Θέλω τόσο να γνωρίσω τον άγνωστο αυτόν συγγενή! Ανοίγοντας ένα ένα τα συρτάρια του, συνειδητοποιώ πως κάποιο διαθέτει κρυφό, εσωτερικό χώρο. Μετά, το βλέμμα μου πέφτει σ' ένα παλιό -φθαρμένο απ' τον χρόνο- δερμάτινο ημερολόγιο. Με γρήγορες κινήσεις, το παίρνω και το ξεφυλλίζω. Το μάτι σταματά σε μια σελίδα. Αρχίζω να διαβάζω όσα έχει γράψει ο θείος Τζορτζ.
«Υπόθεση 246: "Πράσινη πεταλούδα", Λονδίνο, 9/02/1937. Υπάρχουν μέρες δύσκολες... ενώ ξέρεις πώς θα ξεκινήσουν δεν μπορείς να
προβλέψεις και πώς θα τελειώσουν… Σήμερα, ημέρα Τρίτη, επέστρεψα στο γραφείο, έπειτα από σχεδόν ένα μήνα απουσίας. Ακόμη δεν μπορώ να το χωνέψω... πώς έφυγε από κοντά μου; Πώς χάθηκε τόσο άδικα ο έρωτας μου... πού πήγε η Μαιρούλα μου; Το αυτοκίνητο που της στέρησε τη ζωή πριν τρία χρόνια, σκότωσε κι εμένα μαζί.»
Οδεύοντας προς τα κει, είχα έντονα το πρωϊνό συναίσθημα. «Τι να θέλει ο συμβολαιογράφος από εμένα; αναρωτήθηκα. Τελοσπάντων, πάω και βλέπουμε...» Καθισμένος στο σαλόνι -κρατώντας πια έναν φάκελο στα χέρια- προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τι έγινε. Πώς ακριβώς μέσα σ' ένα απόγευμα έγινα κάτοχος ενός γραφείου στο κέντρο της πόλης; Επιχειρώντας να θυμηθώ τον θείο Τζορτζ, κλείνω τα μάτια κι αναπολώ τις λίγες στιγμές που, σα παιδί, πέρασα μαζί του. Ποτέ δεν κατάλαβα, γιατί μας έλεγε: «Μη ξεχνάτε! Ν' ακολουθείτε πάντα τις πεταλούδες!» Αύριο σίγουρα, επιβάλλεται να δω τον χώρο του γραφείου. Στον τελευταίο όροφο, μιας από τις κεντρικότερες πολυκατοικίες της πόλης, το νέο μου «απόκτημα». Πρόκειται για έναν μικρό, αρκετά ζεστό χώρο, ομολογουμένως. Ακόμα κι η θέα είναι εκπληκτική. Μπορείς όλην την πόλη ν' αγναντεύεις από κει ψηλά. Γύρω γύρω, στους τοίχους υπάρχει βιβλιοθήκη, με πολλά βιβλία: «Λες να κατάφερε κάποιος να τα διαβάσει όλα αυτά;», σκέφτηκα. Στη μέση του δωματίου, ένα κομψό γραφείο, γεμάτο χαρτιά, φακέλους κι άλλα...«περίεργα» πράγματα. «Ποιο ήταν, άραγε, το αληθινό επάγγελμα του ιδιόρρυθμου θείου;». Δε θυμάμαι οικογενειακά, κανείς -ούτε κι ο ίδιος- ν' ανέφερε ποτέ κάτι σχετικό. Κάθομαι στην πολυθρόνα του γραφείου, αναζητώντας πληροφορίες που μπορεί να βοηθήσουν. Θέλω τόσο να γνωρίσω τον άγνωστο αυτόν συγγενή! Ανοίγοντας ένα ένα τα συρτάρια του, συνειδητοποιώ πως κάποιο διαθέτει κρυφό, εσωτερικό χώρο. Μετά, το βλέμμα μου πέφτει σ' ένα παλιό -φθαρμένο απ' τον χρόνο- δερμάτινο ημερολόγιο. Με γρήγορες κινήσεις, το παίρνω και το ξεφυλλίζω. Το μάτι σταματά σε μια σελίδα. Αρχίζω να διαβάζω όσα έχει γράψει ο θείος Τζορτζ.
«Υπόθεση 246: "Πράσινη πεταλούδα", Λονδίνο, 9/02/1937. Υπάρχουν μέρες δύσκολες... ενώ ξέρεις πώς θα ξεκινήσουν δεν μπορείς να
προβλέψεις και πώς θα τελειώσουν… Σήμερα, ημέρα Τρίτη, επέστρεψα στο γραφείο, έπειτα από σχεδόν ένα μήνα απουσίας. Ακόμη δεν μπορώ να το χωνέψω... πώς έφυγε από κοντά μου; Πώς χάθηκε τόσο άδικα ο έρωτας μου... πού πήγε η Μαιρούλα μου; Το αυτοκίνητο που της στέρησε τη ζωή πριν τρία χρόνια, σκότωσε κι εμένα μαζί.»
Η Ντόροθι, η γραμματέας μου, φέρνοντας τον πρωινό καφέ, μ' ενημέρωσε πως μια νεαρή πελάτισσα επέμενε να κλείσει ραντεβού μαζί μου, για τ' απόγευμα. Ρωτώντας πως της φάνηκε, η Ντόροθι σχολίασε πως ήταν ταραγμένη αρκετά και φοβισμένη. Γι' αυτό ήθελε τόσο άμεσα και τη βοήθειά μου. Καθώς πλησίαζε η ώρα, μια πανέμορφη, λεπτή φιγούρα εμφανίστηκε στην πόρτα του γραφείου.
-Καλησπέρα, ντεντέκτιβ Τζ. Γουάιτ! Καθήστε, σας παρακαλώ!
-Σάρα Φέργκιουσον, καλησπέρα!
Έπειτα από τις σχετικές φιλοφρονήσεις, η νεαρή Σάρα ανέλυσε τον λόγο της επίσκεψής της. Από
τότε που κληρονόμησε ένα παλιό μενταγιόν της γιαγιάς της, που πέθανε πρόσφατα, συμβαίνουν διάφορα ανεξήγητα στον ύπνο της. Τη μια βρίσκεται σ' ένα λιβάδι, την άλλη ολομόναχη σ' ερημική παραλία, την τρίτη φοβισμένη σε
εγκαταλελειμμένο σπίτι. Στο τέλος, πάντα -λίγο πριν ξυπνήσει- ένας μελαγχολικός νέος κάνει την εμφάνισή του, απ' το πουθενά. Αισθάνεται ότι της είναι οικείος, αλλά δεν τον γνωρίζει. Κι αυτό που την τρομάζει είναι τα λόγια του: «η μοναξιά μπορεί να γίνει η δύναμη ή η αδυναμία του καθενός, οπότε μάθε πως κάθε πέτρα του
μενταγιόν κρύβει μια ανάμνηση!»
Ακούγοντας προσεκτικά την ιστορία της, ζήτησα να μου δείξει το μενταγιόν. Ήταν ένα κόσμημα σχήματος πεταλούδας, γεμάτο πράσινους, πολύτιμους λίθους. Πράγματι, είχε κάτι μαγικό. Κρατώντας το στα χέρια, κάποια στιγμή ένιωσα
να με τραβάει κάτι. Σε δευτερόλεπτα βρέθηκα μόνος σ' ένα άγνωστο μέρος, παρατηρώντας μια σκιά να πλησιάζει προς το μέρος μου. Όταν κατάφερα να ξεχωρίσω το πρόσωπο απέναντι μου, ένιωσα μια περίεργη ηρεμία. «Ποια
ήταν η κοπέλα; είμαι σίγουρος ότι την έχω ξαναδεί, αλλά πού και πότε;»
«25/02/1937-Λονδίνο...»
Τελικά δέχτηκα να βοηθήσω τη Σάρα, ζητώντας να βρω περισσότερο λύση και στα δικά μου ερωτήματα. Για μέρες τριγυρνούσε στο μυαλό μου η μορφή της γνωστής-άγνωστης γυναίκας. Πιθανότατα ανύπαρκτης. Η επόμενη συνάντηση με τη Σάρα αρκούντως εποικοδομητική. Έχουμε ανακαλύψει ήδη ποιο ήταν το πρόσωπο που έβλεπε στον ύπνο της κάθε φορά που άγγιζε το μενταγιόν: ο πρώτος έρωτας της γιαγιάς της, με βάση παλιά γράμματα και φωτογραφίες που βρήκε σ' ένα ξεχασμένο μπαούλο. Αυτός έδωσε το μενταγιόν στη γιαγιά. Δώρο αρραβώνα, πριν φύγει για επαγγελματικό ταξίδι, απ' όπου δεν επέστρεψε ποτέ. Σύμφωνα με τα γράμματα, η γιαγιά για χρόνια έψαχνε τα χαμένα ίχνη του. Χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η έρευνά μου συνεχίστηκε, αφού η νεαρή πελάτης, αν και ηρεμότερη, ήθελε περισσότερες πληροφορίες για τον άντρα. Πιστεύοντας πως υπάρχει κάποιος
-Σάρα Φέργκιουσον, καλησπέρα!
Έπειτα από τις σχετικές φιλοφρονήσεις, η νεαρή Σάρα ανέλυσε τον λόγο της επίσκεψής της. Από
τότε που κληρονόμησε ένα παλιό μενταγιόν της γιαγιάς της, που πέθανε πρόσφατα, συμβαίνουν διάφορα ανεξήγητα στον ύπνο της. Τη μια βρίσκεται σ' ένα λιβάδι, την άλλη ολομόναχη σ' ερημική παραλία, την τρίτη φοβισμένη σε
εγκαταλελειμμένο σπίτι. Στο τέλος, πάντα -λίγο πριν ξυπνήσει- ένας μελαγχολικός νέος κάνει την εμφάνισή του, απ' το πουθενά. Αισθάνεται ότι της είναι οικείος, αλλά δεν τον γνωρίζει. Κι αυτό που την τρομάζει είναι τα λόγια του: «η μοναξιά μπορεί να γίνει η δύναμη ή η αδυναμία του καθενός, οπότε μάθε πως κάθε πέτρα του
μενταγιόν κρύβει μια ανάμνηση!»
Ακούγοντας προσεκτικά την ιστορία της, ζήτησα να μου δείξει το μενταγιόν. Ήταν ένα κόσμημα σχήματος πεταλούδας, γεμάτο πράσινους, πολύτιμους λίθους. Πράγματι, είχε κάτι μαγικό. Κρατώντας το στα χέρια, κάποια στιγμή ένιωσα
να με τραβάει κάτι. Σε δευτερόλεπτα βρέθηκα μόνος σ' ένα άγνωστο μέρος, παρατηρώντας μια σκιά να πλησιάζει προς το μέρος μου. Όταν κατάφερα να ξεχωρίσω το πρόσωπο απέναντι μου, ένιωσα μια περίεργη ηρεμία. «Ποια
ήταν η κοπέλα; είμαι σίγουρος ότι την έχω ξαναδεί, αλλά πού και πότε;»
«25/02/1937-Λονδίνο...»
Τελικά δέχτηκα να βοηθήσω τη Σάρα, ζητώντας να βρω περισσότερο λύση και στα δικά μου ερωτήματα. Για μέρες τριγυρνούσε στο μυαλό μου η μορφή της γνωστής-άγνωστης γυναίκας. Πιθανότατα ανύπαρκτης. Η επόμενη συνάντηση με τη Σάρα αρκούντως εποικοδομητική. Έχουμε ανακαλύψει ήδη ποιο ήταν το πρόσωπο που έβλεπε στον ύπνο της κάθε φορά που άγγιζε το μενταγιόν: ο πρώτος έρωτας της γιαγιάς της, με βάση παλιά γράμματα και φωτογραφίες που βρήκε σ' ένα ξεχασμένο μπαούλο. Αυτός έδωσε το μενταγιόν στη γιαγιά. Δώρο αρραβώνα, πριν φύγει για επαγγελματικό ταξίδι, απ' όπου δεν επέστρεψε ποτέ. Σύμφωνα με τα γράμματα, η γιαγιά για χρόνια έψαχνε τα χαμένα ίχνη του. Χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η έρευνά μου συνεχίστηκε, αφού η νεαρή πελάτης, αν και ηρεμότερη, ήθελε περισσότερες πληροφορίες για τον άντρα. Πιστεύοντας πως υπάρχει κάποιος
λόγος που ο άντρας την επισκέπτεται στα όνειρά της, βρήκαμε στοιχεία του, που μας οδήγησαν στην οικογένειά του. «Κι εγώ; Θα μπορέσω να βρω την κοπέλα των δικών μου ονείρων;» αναρωτήθηκα κάποια στιγμή κι ένα πικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου.
«12/03/1937-Νότιγχαμ»
Κατόπιν τυπικής επικοινωνίας με τους σχετιζόμενους ανθρώπους, ταξιδέψαμε με τη Σάρα στο Νότιγχαμ. Βρεθήκαμε έξω από μια μεγάλη έπαυλη. Η οικονόμος του σπιτιού μας οδήγησε στο σαλόνι όπου θα μας δεχόταν ο οικοδεσπότης. Μας κέρασε καφέ. Περιεργαζόμενοι τον χώρο, η Σάρα επικεντρώθηκε σ' έναν οικογενειακό πίνακα. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο νεότερο μέλος της οικογένειας. Ήταν σίγουρη ότι κάπου τον είχε ξαναδεί. Λίγο αργότερα, μπήκε στον χώρο ένας κομψός νέος, μελαχρινός. Πολύ όμορφος! Προσέχοντας τον καλύτερα, συνειδητοποίησα γρήγορα πως ήταν απ' τα άτομα που απεικονίζονταν στον πίνακα. «Μα, βέβαια! Υπάρχει ξεκάθαρη ομοιότητα...» σκέφτηκα. Τελικά, ο κομψός άντρας γοήτευσε την Σάρα.
-Γεια σας, Νικ Χέιλ, συστήθηκε κι έκατσε μαζί μας στο σαλόνι.
Η Σάρα -κοιτάζοντας εξονυχιστικά τον Νικ- αισθανόταν την ίδια, παράξενη οικειότητα με το άτομο του ονείρου της. Τότε, με τρεμάμενη φωνή, είπε «Είσαι ο άντρας των ονείρων μου!» και κοκκίνησε ολόκληρη. Ο Νικ, στην αρχή, έμεινε άναυδος. Σύντομα οι εξηγήσεις της έλυσαν το μυστήριο. Εντέλει, ο άγνωστος που εμφανιζόταν στον ύπνο της εξακριβώθηκε πως ήταν ο παππούς του Νικ. Μας εξήγησε πως στο ταξίδι που εξαφανίστηκε, είχε ένα τρομερό ατύχημα, με αποτέλεσμα να πάθει ολική αμνησία. Δε θυμόταν τίποτα και κανέναν από την προηγούμενη ζωή του, μέχρι που ένα εγκεφαλικό, λίγο πριν πεθάνει, επανάφερε όλες τις μνήμες μιας πράσινης πεταλούδας. Ο οικοδεσπότης ήταν ευγενικός και φιλόξενος μαζί μας. Τελειώνοντας το πλούσιο δείπνο που μας πρόσφερε, διακρινόταν ξεκάθαρα η έλξη που δημιουργήθηκε μεταξύ των δυο νέων. Είναι πραγματικά πολύ συγκινητικό να βλέπεις
ανθρώπους που ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, κάτι που μπορεί να μη ξανασυναντήσω ποτέ.
«13/03/1937-Λονδίνο»
Άλλη μια υπόθεση έφτασε στο τέλος της. Στέφτηκε μ' επιτυχία. Το γιορτάζω πίνοντας μόνος σ' ένα μαγαζί για βράδυ. Το μυαλό μου κατακλύζουν, όσα συνέβησαν τις προηγούμενες μέρες. Ένιωσα ειλικρινά χαρούμενος για τη σχέση που δημιουργήθηκε ανάμεσα στα δυο παιδιά. Ίσως να μοιάζει παράλογο, μα ήταν γραφτό οι δυο οικογένειες να ενωθούν. Η δύναμη της πράσινης πεταλούδας κατάφερε να
κερδίσει, να βγει νικήτρια απέναντι στον πανδαμάτορα χρόνο. Ετοιμαζόμουν να φύγω, όταν ένιωσα να με διαπερνά ένα ρίγος. Η πόρτα του μαγαζιού ήταν κλειστή. Επομένως, δεν ήταν απ' το κρύο. Αναζητώντας τον λόγο που
αισθάνθηκα έτσι, την είδα. Μια πανέμορφη, μελαχρινή κοπέλα ερχόταν προς το μέρος
μου. Έκατσε δίπλα μου. Τότε αντίκρισα… δυο καταπράσινα μάτια να με κοιτούν. Η καρδιά
μου άρχισε να χτυπά γρηγορότερα.
«12/03/1937-Νότιγχαμ»
Κατόπιν τυπικής επικοινωνίας με τους σχετιζόμενους ανθρώπους, ταξιδέψαμε με τη Σάρα στο Νότιγχαμ. Βρεθήκαμε έξω από μια μεγάλη έπαυλη. Η οικονόμος του σπιτιού μας οδήγησε στο σαλόνι όπου θα μας δεχόταν ο οικοδεσπότης. Μας κέρασε καφέ. Περιεργαζόμενοι τον χώρο, η Σάρα επικεντρώθηκε σ' έναν οικογενειακό πίνακα. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο νεότερο μέλος της οικογένειας. Ήταν σίγουρη ότι κάπου τον είχε ξαναδεί. Λίγο αργότερα, μπήκε στον χώρο ένας κομψός νέος, μελαχρινός. Πολύ όμορφος! Προσέχοντας τον καλύτερα, συνειδητοποίησα γρήγορα πως ήταν απ' τα άτομα που απεικονίζονταν στον πίνακα. «Μα, βέβαια! Υπάρχει ξεκάθαρη ομοιότητα...» σκέφτηκα. Τελικά, ο κομψός άντρας γοήτευσε την Σάρα.
-Γεια σας, Νικ Χέιλ, συστήθηκε κι έκατσε μαζί μας στο σαλόνι.
Η Σάρα -κοιτάζοντας εξονυχιστικά τον Νικ- αισθανόταν την ίδια, παράξενη οικειότητα με το άτομο του ονείρου της. Τότε, με τρεμάμενη φωνή, είπε «Είσαι ο άντρας των ονείρων μου!» και κοκκίνησε ολόκληρη. Ο Νικ, στην αρχή, έμεινε άναυδος. Σύντομα οι εξηγήσεις της έλυσαν το μυστήριο. Εντέλει, ο άγνωστος που εμφανιζόταν στον ύπνο της εξακριβώθηκε πως ήταν ο παππούς του Νικ. Μας εξήγησε πως στο ταξίδι που εξαφανίστηκε, είχε ένα τρομερό ατύχημα, με αποτέλεσμα να πάθει ολική αμνησία. Δε θυμόταν τίποτα και κανέναν από την προηγούμενη ζωή του, μέχρι που ένα εγκεφαλικό, λίγο πριν πεθάνει, επανάφερε όλες τις μνήμες μιας πράσινης πεταλούδας. Ο οικοδεσπότης ήταν ευγενικός και φιλόξενος μαζί μας. Τελειώνοντας το πλούσιο δείπνο που μας πρόσφερε, διακρινόταν ξεκάθαρα η έλξη που δημιουργήθηκε μεταξύ των δυο νέων. Είναι πραγματικά πολύ συγκινητικό να βλέπεις
ανθρώπους που ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, κάτι που μπορεί να μη ξανασυναντήσω ποτέ.
«13/03/1937-Λονδίνο»
Άλλη μια υπόθεση έφτασε στο τέλος της. Στέφτηκε μ' επιτυχία. Το γιορτάζω πίνοντας μόνος σ' ένα μαγαζί για βράδυ. Το μυαλό μου κατακλύζουν, όσα συνέβησαν τις προηγούμενες μέρες. Ένιωσα ειλικρινά χαρούμενος για τη σχέση που δημιουργήθηκε ανάμεσα στα δυο παιδιά. Ίσως να μοιάζει παράλογο, μα ήταν γραφτό οι δυο οικογένειες να ενωθούν. Η δύναμη της πράσινης πεταλούδας κατάφερε να
κερδίσει, να βγει νικήτρια απέναντι στον πανδαμάτορα χρόνο. Ετοιμαζόμουν να φύγω, όταν ένιωσα να με διαπερνά ένα ρίγος. Η πόρτα του μαγαζιού ήταν κλειστή. Επομένως, δεν ήταν απ' το κρύο. Αναζητώντας τον λόγο που
αισθάνθηκα έτσι, την είδα. Μια πανέμορφη, μελαχρινή κοπέλα ερχόταν προς το μέρος
μου. Έκατσε δίπλα μου. Τότε αντίκρισα… δυο καταπράσινα μάτια να με κοιτούν. Η καρδιά
μου άρχισε να χτυπά γρηγορότερα.
«Είναι αυτή!» σκέφτηκα. «Είναι η κοπέλα απ' το
όνειρό μου.» Η πράσινη πεταλούδα, τελικά, έφερε και σε εμένα το άλλο μου μισό.»
Διαβάζοντας και την τελευταία σελίδα του ημερολογίου είμαι πιο μπερδεμένος απ' ό,τι ήμουν πριν. Κουρασμένος, αποφασίζω ν' αφήσω τα πράγματα του γραφείου, ως έχουν. Αργότερα, ίσως σκεφτώ τι θα τα κάνω. Φτάνοντας στο σπίτι, παίρνω να πιω ένα ποτήρι με ουίσκι. Νιώθω την ένταση της ημέρας να διαλύεται, καθώς πίνω μια
γουλιά. Το κάψιμο απ' το ουίσκι είναι πολύ έντονο. Όχι, όμως, τόσο όσο η ανάμνηση της υπόθεσης αυτής. Γι' ακόμη μια φορά τις μέρες αυτές, ο θείος Τζορτζ μ' εκπλήσσει. Ποτέ δεν θα περίμενα πως ο περίεργος αυτός άνθρωπος θα ήταν επαγγελματίας ντεντέκτιβ και -από ό,τι φαίνεται- μάλλον ένας απ' τους καλύτερους της εποχής του. Είχε καταφέρει να κρατήσει -τόσο την επαγγελματική όσο και την προσωπική του ζωή- κρυφή από όλη την οικογένεια.
Τα μάτια μου έκλειναν, απ' την κούραση. Σε κλάσματα δευτερολέπτου εμφανίστηκε μπροστά μου μια πράσινη πεταλούδα. Αναστατωμένος, όχι τρομαγμένος πια, ξυπνάω. Μια τρελή σκέψη γυροφέρνει στο μυαλό μου. Ο θείος έστειλε την πεταλούδα, για να με βοηθήσει να βρω κι εγώ τον δρόμο μου. Ποιος θα είναι; Θα δείξει! Σύντομα, στο μέλλον, ελπίζω!
όνειρό μου.» Η πράσινη πεταλούδα, τελικά, έφερε και σε εμένα το άλλο μου μισό.»
Διαβάζοντας και την τελευταία σελίδα του ημερολογίου είμαι πιο μπερδεμένος απ' ό,τι ήμουν πριν. Κουρασμένος, αποφασίζω ν' αφήσω τα πράγματα του γραφείου, ως έχουν. Αργότερα, ίσως σκεφτώ τι θα τα κάνω. Φτάνοντας στο σπίτι, παίρνω να πιω ένα ποτήρι με ουίσκι. Νιώθω την ένταση της ημέρας να διαλύεται, καθώς πίνω μια
γουλιά. Το κάψιμο απ' το ουίσκι είναι πολύ έντονο. Όχι, όμως, τόσο όσο η ανάμνηση της υπόθεσης αυτής. Γι' ακόμη μια φορά τις μέρες αυτές, ο θείος Τζορτζ μ' εκπλήσσει. Ποτέ δεν θα περίμενα πως ο περίεργος αυτός άνθρωπος θα ήταν επαγγελματίας ντεντέκτιβ και -από ό,τι φαίνεται- μάλλον ένας απ' τους καλύτερους της εποχής του. Είχε καταφέρει να κρατήσει -τόσο την επαγγελματική όσο και την προσωπική του ζωή- κρυφή από όλη την οικογένεια.
Τα μάτια μου έκλειναν, απ' την κούραση. Σε κλάσματα δευτερολέπτου εμφανίστηκε μπροστά μου μια πράσινη πεταλούδα. Αναστατωμένος, όχι τρομαγμένος πια, ξυπνάω. Μια τρελή σκέψη γυροφέρνει στο μυαλό μου. Ο θείος έστειλε την πεταλούδα, για να με βοηθήσει να βρω κι εγώ τον δρόμο μου. Ποιος θα είναι; Θα δείξει! Σύντομα, στο μέλλον, ελπίζω!