Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

16 Απρ 2025

«ΤΡΕΝΑ ΦΥΓΗΣ...»

Ξημέρωνε, όταν πλησίαζαν τα πρώτα περίχωρα στην είσοδο του Βερολίνου. Μέσα στην πρωϊνή καταχνιά αντίκρισε φουγάρα εργοστασίων να αγκαλιάζουν δειλά την σκληροτράχηλη πόλη. Έφτανε εκεί για το μεταπτυχιακό της. Ήταν μελαγχολική και απρόθυμη. Ένιωθε ακόμη την καρδιά της παγιδευμένη στην παγωμένη κι έρημη αποβάθρα της μικρής τους πόλης.
    Χιόνιζε, όταν αποχαιρέτησε τον αγαπημένο της. Πόνεσαν πολύ κι οι δύο με τον αποχωρισμό αυτό. Θα περάσει αρκετός καιρός, ωσότου ξανά συναντηθούν. Έφερνε και ξανάφερνε στον νου της τα τελευταία λόγια, το σφίξιμο των χεριών, το άγγιγμα των χειλιών τους, το τρένο που την περίμενε κι έπειτα την σιωπή τους. Το τρένο σφύριξε, το ταξίδι ξεκίνησε κι εκείνος μόνος στην αποβάθρα να την αποχαιρετά.
    Παρέα με τις σκέψεις της, σηκώθηκε να πάρει έναν καφέ. Διέσχιζε τα βαγόνια, ενώ το χτύπημα στις ράγες έμοιαζε συνεχές και μονότονο. Ένιωθε θλιμμένη, μόνη, λίγο χαμένη. Χιονόνερο άρχισε να πέφτει. Πρώτα δειλά κι έπειτα ορμητικότερα. Έφτασε στο κυλικείο του τρένου. Αγόρασε μια κούπα με ζεστό, μυρωδάτο καφέ. Κάθισε σε μια καρέκλα. Απέναντί της άνθρωποι διαφόρων ηλικιών. Άλλοι αγουροξυπνημένοι, άλλοι κουρασμένοι απ' το ταξίδι απολάμβαναν το τσάι ή τον καφέ τους.
    Στο κυλικείο έκανε κρύο. Θυμήθηκε τις στιγμές στην αποβάθρα. Φοβόταν πως έβαζε σε κίνδυνο τη σχέση με τον αγαπημένο της. Φοβόταν την απόσταση που κάθε φορά θα τους χώριζε. Ονειρευόταν τη στιγμή που όλα αυτά, επιτέλους, θα τελείωναν. Έφερε στο μυαλό της το κίτρινο φως της λάμπας που φώτιζε εκείνες τις ώρες την χιονισμένη αποβάθρα.
    Κάποια ανοιχτή, απογευματινή εφημερίδα της χαμογέλασε απ' το διπλανό τραπέζι. Γύρισε και την πήρε στο χέρι της με φιλική διάθεση. Στην πρώτη σελίδα τα νέα για τον κ.Υπουργό της Κυβέρνησης που απέτυχε παταγωδώς στο έργο του Υπουργείου του. Στο εσωτερικό της μεγάλα οικονομικά ζητήματα: πληθωρισμός, ανεργία, ακρίβεια. Και στην κεντρική σελίδα μια εικόνα  πολύχρωμη έκαψε τα μάτια και σφηνώθηκε στην καρδιά της. Δυσφορία την κατέβαλε. Την γέμισε θυμό και θλίψη. Ένα τρένο και εδώ. Μια εικόνα μ' ένα τρένο σε κιτρινωπό φόντο. Ένα τρένο διαφυγής με ανθρώπους πολλούς: νέους, γέρους, γυναίκες, άνδρες, παιδιά. Φορτωμένοι μέσα κι έξω. Φορτωμένο με σώματα, αλλά κυρίως με ψυχές κι ελπίδες. Ένα τρένο για κάπου, δηλαδή για οπουδήποτε. Άνθρωποι στοιβαγμένοι με έναν και μόνο στόχο: να σωθούν ή να χαθούν. Μια εικόνα φυγής από συνθήκες αβάσταχτες: από φτώχεια, πολέμους κι από καταστροφές. Όχι για σπουδές, όπως η ίδια. Όχι σ' έναν βέβαιο προορισμό, σ' ένα σπίτι, σ' ένα πανεπιστήμιο, όπως η ίδια. Μια αμαξοστοιχία φορτωμένη με ανθρώπινες ψυχές απελπισμένες σ' ένα ταξίδι προς το άγνωστο. Μοναδικός οδηγός η ελπίδα.
    Κοίταξε ξανά την εικόνα. Το τρένο σ' εκείνη κατευθυνόταν προς Βορρά. Έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Χιόνιζε τώρα πυκνά. Την κυρίευσε ένταση. Το στομάχι της σφίχτηκε. 
    Τα συγκεκριμένα πρόσωπα, σκέφτηκε, είναι υπαρκτά. Απροστάτευτα, με μοναδική ώθηση, την επιβίωση. Πού βρίσκονται, άραγε, τα δικά τους όνειρα, οι δικοί τους στόχοι, οι οικογένειες, οι αγάπες τους; Μια δύναμη έχουν μόνο, την επιθυμία να ζήσουν. Μακριά απ' τον πόλεμο, απ' τον θάνατο, γατζωμένοι στη ζωή. «Άνοιξε τα μάτια σου!», ψιθύρισε στον εαυτό της. Ο εγωισμός σε κάνει τυφλό! Κι εσύ τυφλώθηκες. Δεν έχεις δίκιο να λυπάσαι τόσο. Δεν είσαι εσύ η τσακισμένη. Τσακισμένοι μοιάζουν όλοι αυτοί που βλέπεις. Οι πολυάριθμοι στο τρένο με το κίτρινο φόντο. Εσύ προγραμμάτισες τη ζωή σου, ενώ αυτοί όχι. Εσύ ελπίζεις, ονειρεύεσαι και θα τα καταφέρεις. Έχεις όλα τα εφόδια, για να τα καταφέρεις. Ετούτοι, όμως; Οι άλλοι; Ποιος ξέρει; Η αβεβαιότητα στις ζωές όλων μας είναι η μόνη σιγουριά. Χτιζόμαστε, γκρεμιζόμαστε, βαδίζουμε σε ερείπια, σε όμορφα μονοπάτια, σε σοκάκια κακοτράχαλα. Χωρίς ν' αναγνωρίζουμε πως η ανάγκη για μια ζωή όμορφη  είναι δικαίωμα. Για κάθε άνθρωπο αυτού του πλανήτη.
    Έμεινε αποσβολωμένη να κοιτάζει την εικόνα, καθώς το δικό της ταξίδι πλησιάζει στο τέλος του. Τα συναισθήματα ακόμη μπλεγμένα μέσα της, ένα κουβάρι αδιάλυτο, τη στοιχειώνουν. Ωστόσο, πια μοιάζει πιο ήρεμη. Κολλάει στο παράθυρο, τα μεγάφωνα φωνάζουν διάφορα νούμερα, κρέμεται στο τζάμι. Αναλογίζεται πως κάθε ταξίδι έχει έναν προορισμό. Εύχεται μόνο το καλύτερο για τον δικό της και των υπολοίπων, λοιπόν. (0υσ.Δ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: