Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

28 Ιουλ 2023

«Εν αναμονή...»

 
Η ώρα στο ρολόι του τοίχου δείχνει πέντε και είκοσι (17:20'). Απομένουν 10', για να τελειώσει τη βάρδια της η Ελίνα. Σε μισή  ώρα θα 'χει επιστρέψει απ' το νοσοκομείο Παπαγεωργίου. Μόνος στο σπίτι για λίγο ακόμη, ώσπου να υποδεχτώ το χαμόγελό της. Με δυσκολία αχνοφαίνεται πια, λόγω της παρατεταμένης κούρασης. Το φαγητό σιγοβράζει από τις 15:00. Μαγείρεψα το αγαπημένο της, σούπα με μοσχαράκι και λαχανικά. Καθισμένος στο μπαλκόνι, παρατηρώ το αχανές του καταγάλανου ουρανού. Ο άκομψος ήχος των σκουρια-σμένων κλειδιών στην εξώπορτα του διαμερίσματος την προδίδει. Τρέχω κοντά της, ενθουσιασμένος. Την υποδέχομαι με το συνηθισμένο φιλί. 
«Σου έχω μια έκπληξη...» της λέω. 
Με κοιτάζει γλυκά και μου απαντά άτονα: «Ανυπομονώ...δεν μπορώ να περιμένω!» 
«Θέλω να κάνω ένα μπάνιο πρώτα, όμως, για να χαλαρώσω» προσθέτει. 
«Το καθιερωμένο;» με κοιτάζει και γνέφει καταφατικά, χαμογελώντας μου. Με βαριά βήματα κατευθύνεται προς την τραπεζαρία της κουζίνας. Δεν προλαβαίνω να φτάσω εκεί κι έχει ήδη αδειάσει ένα μεγάλο πιάτο από τη σούπα, που της έφτιαξα. 
    Μια τελευταία κουταλιά προσδίδει την αναγκαία γαλήνη στην έκφραση του προσώπου της. Όπως κάθε Παρασκευή, έπειτα από ένα καλομαγειρεμένο, πασπαλισμένο με πολλή αγάπη, φαγητό, ακολουθεί ένα ζεστό μπάνιο.
«Έτοιμο και το μπάνιο σου!» της λέω με χαρά και περιμένω να έρθει. Καθώς με πλησιάζει αργά, θαμπώνομαι -γι' ακόμη μια φορά- απ' το κορμί της. Το δέρμα της είναι απαλό σαν μετάξι κι οι καμπύλες της αναδεικνύουν μια δόση ζωηρότητας. Καθώς την παρατηρώ, σκέφτομαι πως το σώμα της αγγίζει την τελειότητα. Μόλις κάθεται στην μπανιέρα, το κορμί της χαλαρώνει τόσο, που μοιάζει να 'χει σχεδόν παραλύσει. Παίρνω μια καρέκλα. Κάθομαι δίπλα της κι αρχίζω να της διαβάζω «Τα  Ποιήματα (1904)» του Κ. Καβάφη. Καθ' όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης, -όσο γίνεται   πιο εκφραστικής- το βλέμμα της είναι προσηλωμένο στις σελίδες του βιβλίου, που τις λούζει ένας ήλιος κατευναστικός, όσο κι η αγάπη μου. Την αγκαλιάζω τρυφερά κι ο απογευματινός ήλιος, που τρυπώνει γλυκά από ένα μικρό παράθυρο πίσω από την πλάτη μου, υπογραμμίζει την ευτυχία της στιγμής. 
    Το ενδιαφέρον της για το περιεχόμενο του βιβλίου είναι τόσο έντονο -σε σημείο να χάνει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου-. Μαζί της κι εγώ! Πόση ευτυχία, Θεέ μου!
    Βαθμιαία χάνεται το φως του ήλιου κι αναγκαζόμαστε να σταματήσουμε. Έχουμε φτάσει σε σημείο που πλέον μας είναι σχεδόν αδύνατο να διακρίνουμε τις λέξεις. 
«Σ' ευχαριστώ για όλα! Είσαι ο Άγγελος μου!» Σημειώνει ναζιάρικα και μου αντα-ποδίδει την τρυφερότητα της αγκαλιάς μου. Η δική της αγκαλιά είναι τόσο έντονη και διαχυτική! Σαν να μου δείχνει μ' αυτόν τον τρόπο πόσο ευγνώμων μου είναι για τη σημερινή φροντίδα. 
    Έπειτα αρπάζω μια λευκή, φρεσκοαρω-ματισμένη πετσέτα. Τυλίγω το καυτό της σώμα μ' αυτήν κι αγκαλιαζόμαστε για μια φορά ακόμη. Μένουμε έτσι γι' αρκετή ώρα. Στη συνέχεια κατευθύνεται προς την κρεβατοκάμαρα, για να φορέσει το αέρινο νυχτικό της. Μου ζητάει να κοιμηθούμε και της απαντώ πως θα 'μαι σύντομα δίπλα της. Θέλω να τακτοποιήσω ακόμη κάποιες εκκρεμότητες. Έτσι με καληνυχτίζει και πηγαίνει μόνη για ύπνο. Αύριο θ' ανατείλει μια νέα, ομορφότερη και για τους δυο μας ημέρα...εν αναμονή, λοιπόν! (Β.Ξ.)

27 Ιουλ 2023

«...Άνευ όρων!»

 
Είναι φορές που παραδίνεσαι άνευ όρων! Δεν μπορείς να εξηγήσεις τίποτα.      
   Παλεύεις να καταλάβεις ποιος είσαι, πού πας. Χάνεσαι, μπερδεύεις τα μέσα έξω, κινείσαι κι όμως είσαι ακίνητος, αγωνίζεσαι και παραιτείσαι, ενθουσιάζεσαι κι απογοητεύεσαι, βρίσκεσαι μ' ανθρώπους και την ίδια στιγμή είσαι μόνος. Ολομόναχος, στον δικό σου κόσμο! 
    Σα να υψώνεται μέσα σου μια μεσοτοιχία κι εσύ ψάχνεις να βρεις σε ποια μεριά στέκεσαι. Μια ξένη ύπαρξη στην ύπαρξη σου μέσα; Κι αν είναι η δική σου, γιατί τόσον καιρό σου κρυβόταν; Κι από ποιον κρυβόταν; Από τον εαυτό της ή απ' τους άλλους;
    Κουμπώνεις το παλτό, σηκώνεις τον γιακά και βγαίνεις έξω. Ποθείς ν' αναπνεύσεις. Λίγο καθαρό αέρα. Η πόλη ήσυχη. Κοιμάται, τον «ύπνο του Δικαίου». Κανά δυο παρέες νέων παιδιών εδώ κι εκεί, σπάζουν περιστασιακά τη μονοτονία της νύχτας.Τραγουδούν τον έρωτα, με φωνές που τις παίρνει ο άνεμος και τις ταξιδεύει. Οι σκέψεις δε σε αφήνουν. Θες να δεις ξανά εκείνο το σύνθημα, που σε γοήτευσε, στον τοίχο μιας πολυόροφης πολυκατοικίας: «Υπάρχει ζωή πριν ή μετά τον θάνατο;» Θυμάσαι την πρώτη σου έκπληξη στο απρόσμενο. Αυτός ο τοίχος ήταν διαφορετικός. Ήταν, γιατί τώρα δεν είναι πια, τον γκρέμισαν.
    Παίρνεις τον δρόμο αριστερά. Κατεβαίνεις προς την παραλία. Θες να μιμηθείς την πορεία του τρελού που είχες συναντήσει σε έναν απο τους βραδινούς σου περίπατους. Αυτούς που έκανες αγκαλιά με τις σκέψεις σου. Γιατί δεν τον κλείσανε στο τρελάδικο; Γιατί περιφερόταν άσκοπα; Ψιθυρίζεις.
    Η μελωδία του αέρα που αντηχεί στα αυτιά σου κόβεται. Αυτομάτως. Κοιτάς γύρω σου. Κανείς! Κι όμως νιώθεις πάνω σου χέρια. Άπειρα χέρια να σε πιέζουν, να σε γονατίζουν, τελικώς να σε κλείνουν στο κουτί σου! Κι έπειτα -κάνοντας δυο βήματα πίσω- σε δείχνουν, σε περιγελούν. Σε χλευάζουν και σε περιπαίζουν. Τυλιγμένος τη μοναξιά σου, καλύπτεις τα μάτια σε μια γωνιά, προσπαθώντας να μη σε δει κανείς να κλαις σα μωρό. Φοβάσαι ότι θα αναγάγουν την αδυναμία σου σε δύναμη τους. Δε δέχεσαι ν' αποκαλύψεις την πίεση που σου δημιουργούν, τρομαγμένος μήπως δε σε πιστέψει κανείς. Οπότε δε μιλάς, δε βγάζεις ούτε λέξη.    
    Μέχρι τη στιγμή που οι λέξεις  γράφονται στους τοίχους. Γίνονται συνθήματα! Μέσα από το κουτί. Προσπαθείς απεγνωσμένα να το κρύψεις. Μάταια. Τα γέλια των γύρω γίνονται ολοένα και δυνατότε-ρα κι είναι πλέον το μόνο που ακούς. Όλοι σε κοιτούν, μα στην πραγματικότητα κανείς δεν είναι εκεί. Προσφέρεις θέαμα σε άτομα ανύπαρκτα, υπαρκτά μόνο στη φαντασία σου. Ποια είναι; Γιατί τους κρυβόσουν; 
    Μένουμε γυμνοί μπρος στον φόβο μας, γυμνοί από Αγάπη! Και όλα εξαφανίζονται! Βρίσκεσαι πάλι μόνος. Γονατισμένος στα μισά του κεντρικού δρόμου. Χωρίς κανέναν να σε κοιτάει ή να σε χλευάζει. Μόνος. Και στη μνήμη επανέρχεται ο τρελός! Πόσα κοινά -που σίγουρα δε θα παραδεχτείς- μπορεί να έχετε οι δυο σας τελικά; Με το να κλείνεις τους άλλους σε τρελάδικο, δεν αποδεικνύεις πως κι εσύ δεν του μοιάζεις!
    Μ’ αυτά  και μ’ αυτά, χαμένος για μια νύχτα ακόμη σε σκέψεις και δρόμους, φτάνεις στο σπίτι. Βρίσκεσαι πάλι στο κουτί με τ' αδιέξοδα και την απελπισία σου. Απ’ αυτό γνωρίζεις καλά πως μπορείς ν' απεμπλακείς, μόνο εναποθέτοντας την ύπαρξη σου σε ώμο φιλικό κάποιου διπλανού. Κάποιου απ' τους φίλους που τοποθέτησες προσεκτικά κάποτε στον τοίχο του γραφείου.Τότε είχες αποφασίσει να τους βάλεις όλους μαζί -τον έναν δίπλα στον άλλον-, για να σε βλέπουν και να τους βλέπεις, ώστε να σε συντροφεύουν στις ώρες της πικρής μοναξιάς. Όπως απόψε...άνευ όρων! (Φ.Σ-Ει.)

26 Ιουλ 2023

«Με μια κιμωλία...»

Όταν ήμουν μικρή, πίστευα πολύ εύκολα  τα πάντα, όλες τις αλήθειες ή τα ψέματα γύρω μου. Ό,τι κι αν μου έλεγαν ή έβλεπα στην τηλεόραση! Πίστευα στους δράκους, τις νεράιδες, τα στρουμφ, τα πλάσματα του δάσους. Και στα φαντάσματα ακόμη πίστευα! Μέσα στο κεφάλι μου, όμως, τα κατασκεύαζα διαφορετικά, άλλα από κείνα που έδειχναν στην τηλεόραση ή τα βιντεοπαιχνίδια.
    Βεβαίως, οι νεανικές φαντασιώσεις υποχώρησαν, καθώς μεγάλωνα. Στα τέλη της Γ' Δημοτικού όλα αυτά είχαν σχεδόν διαγραφεί απ' το μυαλό. Άρχισα να γίνομαι σοβαρή ή... έτσι νόμιζα.
    Ήταν Ιούνιος. Ένα απ' τα περίφημα «πικ νικ» Σαββατοκύριακα των γονιών μας. Τότε οργανώναμε τις καθιερωμένες οικογενειακές εκδρομές. Τις κάναμε λόγω της μητέρας... 
Πάντα μας έλεγε: «Η οικογένεια είναι πολύτιμη! Μην το ξεχάσετε ποτέ αυτό!» 
Κι εγώ με τον αδερφό μου σχολιάζαμε: 
«Το 'χεις πει άπειρες φορές, βρε μαμά, το καταλάβαμε επιτέλους!»
Μετά  γελούσαμε. Το θεωρούσαμε αστείο, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Τελείωνε ο μικρός διάλογος, ακούγαμε μουσική και χορεύαμε, μέχρι που φτάναμε στην εκάστοτε τοποθεσία.
   Αυτή τη φορά θα επισκεπτόμασταν ένα δάσος, απαράμιλλης ομορφιάς κι υψίστης οικολογικής σημασίας. Κι εγώ, ως συνήθως, είχα τα δικά μου -λίγο διαφορετικά- σχέδια! Με τη δικαιολογία, λοιπόν, πώς  χρειαζόμουν τουαλέτα ξεμάκρινα, για να εξερευνήσω τη φύση.      

    Ανακάλυψα ένα σπίτι. Φαινόταν ερείπιο! Ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπα, οπότε θεώρησα καλή την ιδέα να μπω μέσα. Στην αρχή φοβήθηκα λιγάκι. Με εμψύχωσα, όμως, λέγοντας: «Εσύ δε φοβάμαι τίποτα, είναι μόνο ένα ερείπιο! Κι αν έρθει ο επικίνδυνος, το πολύ πολύ ν' αμυνθείς. Τι, τζάμπα τις έχεις τις ζώνες στο καράτε;» Οπότε συνέχισα χωρίς κανένα δισταγμό. Ήταν πολύ μεγάλο το σπίτι! Στο πρώτο δωμάτιο βρισκόταν η κουζίνα. «Πού αλλού θα μπορούσα να βγω εγώ;» Την ώρα που τραγουδούσα και χοροπηδούσα εκεί, ακούστηκε ένας ήχος. Κάτι σαν να είχε πέσει, αλλά ακούστηκε πολύ βαρύ! Ήταν η στιγμή που πραγματικά φοβήθηκα! Δεν σκεφτόμουν λογικά, οπότε άρπαξα με το δεξί χέρι ένα τηγάνι και με τ' αριστερό μια κιμωλία -υπήρχαν τόσες πολλές απλωμένες στο πάτωμα!-. Ταυτόχρονα, κοιτώντας προς τα πάνω κι ανεβαίνοντας προσεκτικά τις σκάλες, φώναζα: «Είναι κάνεις εδώ; Κανείς; Εδώ;» Λίγο αργότερα μία σιγανή φωνή μου απάντησε: «Σε παρακαλώ, μη μου κάνεις κακό! Είμαι μόνη, αλλά μην μου κάνεις κακό! Επιτάχυνα το βήμα μου στις σκάλες, γιατί έμοιαζε κάποιος να είχε ανάγκη για βοήθεια. Όταν έφτασα όμως, αντίκρισα ένα δωμάτιο γεμάτο μόνο με τα πλάσματα της φαντασίας μου. Ήταν όλα ζωγραφισμένα, όπως ακριβώς τα έφτιαχνα με τον δικό μου ιδιαίτερο τρόπο. Είδα κι έναν άνδρα, πολύ μεγαλύτερο από μένα, με την πρώτη του κουβέντα αναπάντεχη, να με ξαφνιάζει: 
«Τι κακό σου έχω κάνει; Γιατί πια δεν πιστεύεις;»  
«Μα, δεν σε ξέρω! Πρώτη φορά στη ζωή μου σε βλέπω...και σε τι, παρακαλώ, έπαψα να πιστεύω;» Σχολίασα.
«Στα όνειρα! Σταμάτησες να ζεις στον δικό σου, ασφαλή κόσμο. Δεν κατασκευάζεις πια τα μυστηριώδη αυτά πράγματα!» Ξανάπε. 
   Είχα τρομάξει πάρα πολύ, αυτήν τη φορά. Δεν ήξερα τι έπρεπε να πω, τι να του απαντήσω! Σιωπή! Πολύτιμη βοηθός εσώτερης αναζήτησης! 
    Τότε άξαφνα κι απότομα μου ζήτησε: «Μπορείς να μου πετάξεις την κιμωλία; Πρέπει κάτι να ζωγραφίσω!» Και τον βλέπω να ζωγραφίζει έναν κύβο. 
Έμοιαζε τόσο αληθινός! Κι ήθελα τόσο να τον αγγίξω! Σκέφτηκα: «Μια ζωγραφιά είναι μόνο, τίποτε παραπάνω!»
Κατευθείαν μου είπε: «Δεν είναι μόνο μια ζωγραφιά! Μπορεί έτσι να το βλέπεις εσύ! Αλλά για μένα είναι ένας χώρος, όπου μπορώ να σκέφτομαι, να κάνω ό,τι θέλω, να είμαι όπως θέλω! Όπως θέλω εγώ, όχι οι άλλοι.» Στιγμιαία παύση κι έπειτα συνέχισε: «Είμαι ο Μόρις. Αλλά, Μαρία, δε μου απάντησες ποτέ. Γιατί σταμάτησες να πιστεύεις στο όνειρο; Σε αυτό που οι άλλοι ψεύτικο;» Η απάντησή μου εκφράστηκε αυθόρμητα, χωρίς να το πολυσκεφτώ: «Γιατί δεν υπάρχει καμία λογική! Δεν τα έχω δει, δεν ξέρω ότι υπάρχουν και δεν το ξέρουν ούτε οι άλλοι. Κι αν υπάρχουν, γιατί δεν τα έχω δει;» Η απάντησή του ήχησε πάλι απρόσμενη: «Πώς  ξέρεις ότι γίνεται αυτή η συζήτηση; Ότι δεν είναι κάτι μη υπαρκτό, κατασκευασμένο από το μικρό, ανθρώπινο μυαλό σου;»
Ξαφνικά, ακούστηκε η φωνή της μητέρας να με καλεί, γεμάτη αγωνία: «Μαρία, Μαρία! Πού είσαι, παιδί μου, επιτέλους;»
Κι αυτός γρήγορα μου υπαγόρευσε: «Φύγε από την πίσω πόρτα! Μη σε δουν! Πες τους πως χάθηκες! Φύγε! Τώρα αμέσως, όμως!» Έτσι κι έκανα. Επέστρεψα στη μητέρα και της δικαιολογήθηκα κατάλληλα:  «Συγγνώμη, χάθηκα! Δε θα ξαναγίνει!»  
Η μαμά, τρομαγμένη, παραπονέθηκε: 
«Σε ψάχνουμε παντού! Μας ανησύχησες, μικρό μου! Μη το ξανακάνεις, ποτέ!»
Το μόνο που θυμάμαι από τότε είναι ο Μόρις κι η μικρή συζήτηση που είχαμε. Και το μόνο που ποτέ δεν κατάλαβα είναι πώς γνώριζε το όνομα και την ιστορία μου. Ωστόσο από τότε άρχισα να ζωγραφίζω αυτά τα μη λογικά που φανταζόμουν. 
   Ο σκοπός μου; Να μη ξεχάσω ποτέ τι έγινε εκείνη τη μέρα σε εκείνο το τόσο παράξενο σπίτι. Τότε που ακόμη ήμουν μικρή. Γι' αυτό και μπορούσα ελεύθερα να ταξιδεύω σε κάθε λογής κόσμους μ' όπλο μια αχαλίνωτη φαντασία! (Γ. Ελ.)

23 Ιουλ 2023

«Η Ελπίδα κάποτε νικά!»

Αυτή η ιστορία δεν αρχίζει με «Μια φορά κι έναν καιρό». Αρχίζει κάπως απότομα, κάπως άδοξα! 
Αρχίζει με εκείνη να κοιτάζεται στον καθρέφτη και να βλέπει μια άλλη. Πιο χλωμή, ταλαιπωρημένη. Ξέρεις: τα μαλλιά της έχουν πέσει, το ίδιο τα φρύδια κι οι μακριές της βλεφαρίδες. Τις απέκτησε χάρη σ' εκείνο το φάρμακο που έβαζε στα μάτια για το γλαύκωμα. Και τώρα τις στερήθηκε. 
Το μόνο που είχε μείνει ίδιο είναι η  αναμονή στην ουρά των καρκινοπαθών, κάθε Πέμπτη στις 5.30 το πρωί. Η ανάμνησή της ολοζώντανη στο νου, στην ψυχή της. 
  Χρειαζόταν να πάρει εκείνο το χαρτί προτεραιότητας για τη χημειοθεραπεία - που ένας θεός μόνο ξέρει αν σε κάνει καλύτερα ή σε σκοτώνει πιο αργά-. Ωστόσο ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για τον παππού στα εφτά της χρόνια. 
    Από τότε, βέβαια, έχει περάσει κάμποσος καιρός. Μοιάζει αμέτρητος. Κι έτσι βρέθηκε κι αυτή στην ίδια θέση. Σ' εκείνες τις πορτοκαλί καρέκλες αναμονής, στον ασφυκτικό θάλαμο για τους ανθρώπους που παλεύουν να σωθούν, που δίνουν μάχες για τη ζωή τους. Δεν της απομένει πολύς χρόνος! Μα οι δικοί της δεν της το μολογούν. Μάλλον δε χρειάζεται. Το προαισθάνεται καθημερινά. Όλο και περισσότερο. Φοβάται μήπως δε προλάβει να 'ναι παρούσα στα πρώτα γενέθλια του γιου της ή την πρώτη μέρα του σχολείου κι έπειτα του Πανεπιστημίου. Ή σε κείνο το τραπέζι που θα γνωρίσει το κορίτσι του, που ίσως αργότερα γίνει η γυναίκα και μητέρα των εγγονιών της.  
    Τώρα ξαπλώνει στο γνώριμο κρεβάτι, χάσκοντας το δυνατό, γλαυκό φως της οροφής. Αφήνει -χωρίς καμία απολύτως αντίσταση- τ' «ανίκανο» φάρμακο να διεισδύσει στις φλέβες κι έπειτα να κυλήσει μέσα της. Για παρέα της έχει μόνο την Ελπίδα. Γιατί μόνο αυτή μπορεί να προσφέρει τη δύναμη της Αντίστασης στο αναπόφευκτο! Κι ίσως μια πιθανότητα σωτηρίας στον καθένα. 
    Βγαίνοντας από τον θάλαμο, παρατηρεί  μια μάνα να πρωτακούει τον χαμό της επτάχρονης κόρης της. Δε σοκάρεται. Απλά κοιτάζει μ' απογοήτευση βαθιά τον άνδρα της στα μάτια. Στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου έχουν ακόμη το καροτσάκι που της είχαν φέρει για δώρο. Ήταν το δικό της. Ενθύμιο από τον παππού. Της το είχε αγοράσει, όταν ήταν στην ηλικία του κοριτσιού. Ετοιμαζόταν να της το χαρίσει. Ζητούσε επίμονα να φύγει από κει μέσα, γιατί την τρέλαινε το λευκό χρώμα του χώρου. Υπήρχε παντού και της στερούσε την ανάσα. Τουλάχιστον έτσι έλεγε!
    Ένα μήνα αργότερα βρέθηκε πνιγμένη και πάλι στο γλαυκό χρώμα του θαλάμου. Χρειαζόταν να νοσηλευτεί ξανά. Οι πόνοι αφόρητοι, οι εμετοί ασταμάτητοι, τα πόδια ανήμπορα να τη στηρίξουν, λόγω των κιλών που 'χαν χαθεί ανεπιστρεπτί. Αυτή τη φορά δεν μπορούσε να κοιταχθεί στον καθρέφτη. Ήθελε να θυμάται τον παλιό της εαυτό! Εκείνον με τα μακριά μαλλιά και τ' όμορφο χαμόγελο. Ξεχνούσε πως ήταν γυναίκα. Άλλωστε δεν υπήρχε πια τίποτε πάνω της να της το θυμίζει! 
    Έδωσε το τελευταίο φιλί στον σύζυγο και μια αγκαλιά στο μικρό της αγόρι. Δεν ήξερε αν θα τους ξανάβλεπε μετά το χειρουργείο. Όλα μαύρισαν. Δεν άντεχε, δεν μπορούσε να παλέψει άλλο! Τουλάχι-στον δεν έβλεπε το λευκό χρώμα που τόσο μισούσε. Ένιωσε το χέρι του να την τραντάζει, ξαφνικά να την ξυπνά. Δεν ήταν εύκολο να ξεχάσει. Όποιος περνά από κει, δεν ξεχνάει. Ποτέ!
   Μη ρωτήσεις πώς ανάρρωσε, πώς έγινε καλά. Δεν έχει σημασία! Μάλλον η ελπίδα που δεν έχασε ποτέ της, την κράτησε ζωντανή. Για να νιώσει όσα δεν πρόλαβε. Εκείνο το καρότσι που ήθελε τόσο να προσφέρει στο επτάχρονο κορίτσι, το πήρε τελικά η εγγονή της. Για εκείνο το μικρό καρότσι, που της είχε κάνει δώρο, τον αγάπησε πολύ. Χάρη σ' εκείνο περίμενε κάθε Πέμπτη στην άθλια ουρά, γιατί είχε την ανάγκη να τον κρατήσει ζωντανό, όσο περισσότερο γινόταν. 
Η ιστορία αυτή άρχισε άδοξα. Κανείς ή τίποτε, όμως, δε σου προμήνυε πώς θα τελείωνε! Η Ελπίδα κάποτε νικά!