Η ώρα στο ρολόι του τοίχου δείχνει πέντε και είκοσι (17:20'). Απομένουν 10', για να τελειώσει τη βάρδια της η Ελίνα. Σε μισή ώρα θα 'χει επιστρέψει απ' το νοσοκομείο Παπαγεωργίου. Μόνος στο σπίτι για λίγο ακόμη, ώσπου να υποδεχτώ το χαμόγελό της. Με δυσκολία αχνοφαίνεται πια, λόγω της παρατεταμένης κούρασης. Το φαγητό σιγοβράζει από τις 15:00. Μαγείρεψα το αγαπημένο της, σούπα με μοσχαράκι και λαχανικά. Καθισμένος στο μπαλκόνι, παρατηρώ το αχανές του καταγάλανου ουρανού. Ο άκομψος ήχος των σκουρια-σμένων κλειδιών στην εξώπορτα του διαμερίσματος την προδίδει. Τρέχω κοντά της, ενθουσιασμένος. Την υποδέχομαι με το συνηθισμένο φιλί.
«Σου έχω μια έκπληξη...» της λέω.
Με κοιτάζει γλυκά και μου απαντά άτονα: «Ανυπομονώ...δεν μπορώ να περιμένω!»
«Θέλω να κάνω ένα μπάνιο πρώτα, όμως, για να χαλαρώσω» προσθέτει.
«Το καθιερωμένο;» με κοιτάζει και γνέφει καταφατικά, χαμογελώντας μου. Με βαριά βήματα κατευθύνεται προς την τραπεζαρία της κουζίνας. Δεν προλαβαίνω να φτάσω εκεί κι έχει ήδη αδειάσει ένα μεγάλο πιάτο από τη σούπα, που της έφτιαξα.
Μια τελευταία κουταλιά προσδίδει την αναγκαία γαλήνη στην έκφραση του προσώπου της. Όπως κάθε Παρασκευή, έπειτα από ένα καλομαγειρεμένο, πασπαλισμένο με πολλή αγάπη, φαγητό, ακολουθεί ένα ζεστό μπάνιο.
«Έτοιμο και το μπάνιο σου!» της λέω με χαρά και περιμένω να έρθει. Καθώς με πλησιάζει αργά, θαμπώνομαι -γι' ακόμη μια φορά- απ' το κορμί της. Το δέρμα της είναι απαλό σαν μετάξι κι οι καμπύλες της αναδεικνύουν μια δόση ζωηρότητας. Καθώς την παρατηρώ, σκέφτομαι πως το σώμα της αγγίζει την τελειότητα. Μόλις κάθεται στην μπανιέρα, το κορμί της χαλαρώνει τόσο, που μοιάζει να 'χει σχεδόν παραλύσει. Παίρνω μια καρέκλα. Κάθομαι δίπλα της κι αρχίζω να της διαβάζω «Τα Ποιήματα (1904)» του Κ. Καβάφη. Καθ' όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης, -όσο γίνεται πιο εκφραστικής- το βλέμμα της είναι προσηλωμένο στις σελίδες του βιβλίου, που τις λούζει ένας ήλιος κατευναστικός, όσο κι η αγάπη μου. Την αγκαλιάζω τρυφερά κι ο απογευματινός ήλιος, που τρυπώνει γλυκά από ένα μικρό παράθυρο πίσω από την πλάτη μου, υπογραμμίζει την ευτυχία της στιγμής.
Το ενδιαφέρον της για το περιεχόμενο του βιβλίου είναι τόσο έντονο -σε σημείο να χάνει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου-. Μαζί της κι εγώ! Πόση ευτυχία, Θεέ μου!
Βαθμιαία χάνεται το φως του ήλιου κι αναγκαζόμαστε να σταματήσουμε. Έχουμε φτάσει σε σημείο που πλέον μας είναι σχεδόν αδύνατο να διακρίνουμε τις λέξεις.
«Σ' ευχαριστώ για όλα! Είσαι ο Άγγελος μου!» Σημειώνει ναζιάρικα και μου αντα-ποδίδει την τρυφερότητα της αγκαλιάς μου. Η δική της αγκαλιά είναι τόσο έντονη και διαχυτική! Σαν να μου δείχνει μ' αυτόν τον τρόπο πόσο ευγνώμων μου είναι για τη σημερινή φροντίδα.
Έπειτα αρπάζω μια λευκή, φρεσκοαρω-ματισμένη πετσέτα. Τυλίγω το καυτό της σώμα μ' αυτήν κι αγκαλιαζόμαστε για μια φορά ακόμη. Μένουμε έτσι γι' αρκετή ώρα. Στη συνέχεια κατευθύνεται προς την κρεβατοκάμαρα, για να φορέσει το αέρινο νυχτικό της. Μου ζητάει να κοιμηθούμε και της απαντώ πως θα 'μαι σύντομα δίπλα της. Θέλω να τακτοποιήσω ακόμη κάποιες εκκρεμότητες. Έτσι με καληνυχτίζει και πηγαίνει μόνη για ύπνο. Αύριο θ' ανατείλει μια νέα, ομορφότερη και για τους δυο μας ημέρα...εν αναμονή, λοιπόν! (Β.Ξ.)