Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

8 Ιουλ 2023

«A la maniere de...»

 
1ο: «Για ένα παιδί που...αναρωτιέται» 
( Κατά τον Τ. Νικηφόρου)

Γιατί, άραγε, να διαφέρουν 
οι ζωές των παιδιών; Γιατί 
να τυραννιέται το παιδί που 
γεννήθηκε σ' άλλον ορίζοντα 
πέραν του δυτικού; 

Γιατί το εντεκάχρονο από 'να νησί της Ελλάδας να μπορεί να παίζει, ενώ το συνομήλικο από τη Συρία ν' αδυνατεί 
και γράμματα να μάθει;
Είν' η αλήθεια. Μια σκληρή αλήθεια!
Τα παιδιά της Ευρώπης έχουν
φαγητό, ένα ζεστό κρεβάτι να περιμένει 
το βράδυ και μια αγκαλιά. 
Άλλα παιδιά της Γης έχουν άλλη  «κολλητή»: τη Στέρηση, την Πενία, την καθολική απουσία!

Δεν γνωρίζουν εποχές, γιατί μοιάζουν όλες. Κι όλες, κι οι τέσσερις (άνοιξη, 
καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας) 
τα βρίσκουν πάντα στο ίδιο σημείο:
Ξεχασμένα απ' τα πολλά φώτα, απ'
Ανθρωπιά, από Αγάπη! (Χ.Δ.)

2ο: «Στο παιδί μου...» 
(κατά τον Μ. Αναγνωστάκη)

Α) Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα 
όνειρα. Κι ας μιλούσανε για ανθρώπους 
και για μικρά παιδιά,
για τα ταξίδια της Σταχτοπούτας 
και για τους Νάνους.
Μα, στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα 
όνειρα. Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του 
εξηγώ. Λέω το ψέμα ψέμα, την αλήθεια 
αλήθεια και τον φόβο φόβο.
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του 
μαθαίνω το σωστό σαν προσευχές, του 
τραγουδώ σοφά ποιήματα.
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την 
πραγματικότητα -όπως έχει- στα παιδιά.(Α.Ζ.)

Β) Στο τριαντάφυλλό μου δεν άρεσαν 
πολύ τ' αγκάθια του μια και του μιλούσαν για προστασία κι άλλα τέτοια, που ποτέ δεν καταλάβαινε...
Για ταξίδια σ' άλλον Γαλαξία και γυάλινα σκέπαστρα. Μα στο τριαντάφυλλό μου δεν άρεσαν ποτέ τ' αγκάθια του.
Τώρα τα βράδια συναντά σκιές, ψιθυρίζει μελωδίες. Ήταν κι ένα παιδί εκεί. Τα βράδια έλεγε παραμύθια όμορφα μ' αγκάθια και γυάλινα σκέπαστρα.
Άγγιζε με το χέρι κοφτερά αγκάθια,  
μάθαινε ποιήματα σαν προσευχές,
τραγουδούσε για τα υπόλοιπα λουλούδια. 
Α, φτάνει πια! Πρέπει να εκτιμούμε τ' 
αγκάθια, όχι να τα υποτιμούμε. 
(Β.Σ.)

Γ) Στη ζωή δεν μου άρεσαν ποτέ τα 
ταξίδια.Κι ας μιλούσανε για παραλίες
και για σώματα γυμνά. 
Για τα ταξίδια της ψυχής και του νου.
Μα στη ζωή δεν μ' άρεσαν ποτέ τα 
ταξίδια. Τώρα, τα βράδια ξαπλώνω 
και μιλώ. Λέω: «Ζήσε τη ζωή σου, η ζωή 
είναι τρέλα!» Τώρα το χέρι ακολουθώ, 
μαθαίνω πορείες σαν προσευχές, του 
τραγουδώ τους προορισμούς μας. 
Α, φτάνει πια! Πρέπει να πιστεύουμε στην
Ψυχή και τον Νου. 
(Ε. Π.)

Δ) Στον αδερφό μου δεν άρεσαν ποτέ τα 
παραμύθια κι ας του μιλούσανε 
για κάστρα και μαγικά ραβδιά,
για τα ταξίδια στη μακρινή Ασία και για 
τον πρίγκιπα με τ' άσπρο άλογο.
Μα, στον αδερφό μου δεν άρεσαν ποτέ τα 
παραμύθια. Τώρα, τα βράδια 
του τραγουδώ και του μαθαίνω. 
Λέω πως τα κάστρα έχουν Δράκους, 
πως τα ραβδιά ρίχνουν κατάρες κι
οι πρίγκιπες με τ' άσπρα άλογα δεν 
έρχονται ποτέ. Του τραγουδώ και 
με το χέρι τις αλήθειες του μαθαίνω.
Άστρα λαμπρά σαν προσευχές τα όνειρά 
του! A, φτάνει πια! Πρέπει να τραγουδάμε 
την πραγματικότητα στα παιδιά. 
(Κ.Π.)

Ε) Στον σκύλο μου δεν άρεσαν ποτέ τα 
γατιά! Κι ας του μιλούσανε για μια γάτα 
και τον πιστό σύντροφό της. Για τα ταξίδια της γάτας και για το τρομαγμένο ποντίκι.
Μα στο σκύλο μου δεν άρεσαν ποτέ τα 
γατιά. Τώρα τα βράδια στέκεται και τα 
γαβγίζει. Λέει τον άνθρωπο άνθρωπο, τη 
γάτα γάτα, το ποντίκι ποντίκι. Τώρα τον 
ταΐζω με το χέρι μου την αλήθεια, 
του δείχνω νιαουρίσματα σαν προσευχές, 
του τραγουδώ για τις γάτες.
Α, φτάνει πια! Πρέπει τα σκυλιά να 
φέρονται σαν γάτες. 
(Ι.Μ.)

Στ) Στον κάβουρά μου δεν άρεσαν ποτέ οι γαρίδες. Κι ας του μιλούσαν για καρχαρίες και μέδουσες. Για τα ταξίδια στο βυθό της θάλασσας και τις γοργόνες. Μα, στον κάβουρά μας δεν άρεσαν ποτέ οι γαρίδες.
Τώρα τα βράδια κολυμπάμε μαζί και του λέω για τις χελώνες και για τις φώκιες. 
Του δείχνω με το χέρι τις σαρδέλες, του μαθαίνω να είναι άνετο. Του τραγουδώ το «ένα καράβι παλιό σαπιοκάραβο...»
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στους κάβουρές μας! 
(Π.Σ.)

Ζ) Σε μένα ποτέ δεν άρεσαν οι παραλίες
και ας μου μιλούσανε για Μύκονο και Σαντορίνη. Για τα ταξίδια στον Πόρο και στην Αστυπάλαια.
Μα σε εμένα δεν άρεσαν ποτέ οι παραλίες. Τώρα τα βράδια σκέφτομαι και περπατώ.
Λέω τον άμμο άμμο, το κουβαδάκι κουβαδάκι, το μπρατσάκι μπρατσάκι.
Βλέπω με τα μάτια τα κοχύλια, μαθαίνω απ' έξω τη θάλασσα, τραγουδώ τα κύματα σαν ποίημα.
Α, φτάνει πια! Πρέπει να πάμε οπωσδήποτε στην παραλία! 
(Ε.Κ.)

6 Ιουλ 2023

«Χαρμολύπες μιας Πρωτοχρονιάς!»

 
Μεσημέρι Πρωτοχρονιάς συγκεντρώθηκε όλη η οικογένεια στο σπίτι της θείας ν'  ανταλλάξει ευχές στο γιορτινό τραπέζι.
    Ο Θανάσης, εικοσιτεσσάρων χρονών παλικάρι, φοιτητής Νοσηλευτικής, ήταν χαρούμενος που θα 'βλεπε τους συγγενείς του. Συζήτησε μαζί τους διάφορα θέματα της επικαιρότητας, εκφράζοντας απόψεις και προβληματισμούς. Φαινόταν πολύ αγχωμένος για την εύρεση εργασίας, όταν θ' αποκτούσε το πτυχίο. Πίστευε πως ο αγώνας, η προσπάθεια για ένα καλύτερο αύριο πάντα αμείβεται. Για την προσωπική του ζωή, ευχόταν να κάνει οικογένεια και να 'ναι υγιής. 
     Η θεία θα σέρβιρε το αγαπημένο του φαγητό, μακαρόνια με κιμά, κι η ατμόσφαιρα ήταν πολύ ευχάριστη. Μετά πρόσφερε τα δώρα που είχε φέρει για τα ξαδέρφια, έπαιξε και γέλασε μαζί τους, δείχνοντας παράλληλα πόσο κοινωνικός ή καλόκαρδος ήταν.
   Κατά το απόγευμα, συνεπής στο καθήκον να βοηθά καθημερινά τον πατέρα στην καφετέρια που είχε, μας ανακοίνωσε ότι θα φύγει λίγο νωρίτερα, λόγω του ότι υπήρχε βλάβη στον καυστήρα θέρμανσης του μαγαζιού.
    Δυο ώρες αργότερα, οι γονείς με τις αδερφές του έφταναν στο σπίτι τους. Την ώρα που πλησίαζαν, είδαν τον Θανάση με τον ξάδερφό του να φεύγουν γρήγορα με τ' αυτοκίνητο. Τους χαιρετούν χαμογελαστοί. Η οικογένεια υπέθεσε πως πήγαιναν κάπου να βρουν τον ειδικό που θα διόρθωνε τον καυστήρα. Ήσυχοι, λοιπόν, ανέβηκαν στο σπίτι, για να ξεκουραστούν.
    Έπειτα από μία ώρα, η μεγαλύτερη αδερφή κατέβηκε στο σπίτι της γιαγιάς, για να ευχηθεί «Καλή χρονιά!» και ν' αφήσει μια κρέμα στον αδερφό της που της τη ζήτησε, μέσω μηνύματος. Ανοίγοντας την πόρτα, ξαφνιάστηκε, όταν αντίκρυσε τον Θανάση στο κρεβάτι με επιδέσμους στα χέρια, στα πόδια και τον ίδιο σε κατάσταση πανικού. Κατατρομαγμένη, ζήτησε να μάθει τι έπαθε και τον αγκάλιασε κλαίγοντας. Κλαίγοντας κι εκείνος από πόνο και φόβο, της εξήγησε τα πάντα με πολύ κόπο. 
    Καθώς είχε πάει να ελέγξει το μπόιλερ του καυστήρα, αυτό άνοιξε και πετάχτηκε το καυτό νερό πάνω του. Το αποτέλεσμα  ήταν να καεί στους ώμους, στους καρπούς και των δύο του χεριών, στο πρόσωπο και στα πόδια. Πονούσε κι ανησυχούσε φοβερά για τη συνέχεια. Η πρώτη του κίνηση ήταν να πάει στο σπίτι της γιαγιάς και να βάλει τα πονεμένα του χέρια κάτω από  δροσερό νερό. Στη συνέχεια, μαζί με τον ξάδερφό -που για καλή του τύχη είχε έρθει εκείνη ακριβώς τη στιγμή-  πήγαν στο Κέντρο Υγείας, όπου τον φρόντισαν κατάλληλα.
    Κι έπειτα, τον βοήθησε να σηκωθεί και να ανέβει στο σπίτι, όπου οι γονείς του τρόμαξαν μόλις τον είδαν, αλλά μετά τον αγκάλιασαν, τον συμπόνεσαν και τον φρόντισαν. Τον έβαλαν να ξαπλώσει, αλλά και να φάει μια ζεστή σούπα. Κι ο ίδιος τους εξιστόρησε ασθμαίνοντας τι ακριβώς είχε πάθει. Οι δικοί του ευχήθηκαν ολόψυχα να είναι περαστικό! Υποσχέθηκαν επίσης πως όλα θα πήγαιναν καλά! 
    Έτσι αυτή η Πρωτοχρονιά μπορεί ν' άρχισε όμορφα για τον Θανάση, μα τελείωσε απρόσμενα και τόσο δύσκολα, διδάσκοντάς του πως καθετί, όσο δύσκολο κι αν είναι, αν περνάει, πρέπει να το αφήνουμε πίσω μας.  Κι έπειτα με χαμόγελο κι ηρεμία να προχωράμε για το καινούργιο, το καλύτερο, το μέλλον! (Ει.Λ.Π)





5 Ιουλ 2023

«Αλλάζω...»

Μεγαλώνω, αλλάζω!
Μεγαλώνω, φοβάμαι.
Σκέψεις ασχήμιας μακραίνω, 
Κι εγώ προσαρμόζομαι,
σε δυσκολίες πολλές.
Στο εξής το μέλλον
κι οι αναμνήσεις σιγούν. 
Σφαλώ τα μάτια
για ευοίωνο μέλλον 
 (Ν. Π.)
 Την ευκαιρία   στον δρόμο   αρπάζω.
 Όταν κοιμάμαι,
 Οι καιροί αλλάζουν!
Με σκέψεις φορτώνομαι.
Ο κόσμος αλλάζει! 
Κι εγώ ωριμάζω.
Μόνο άλλους κοιτάζω.
Ο κόσμος αλλάζει! 
Κυλούν τα χρόνια 
ως τραίνου βαγόνια.

Ο κόσμος δειλιάζει! 
Κι εγώ τον αποφεύγω,
στο όνειρο καταφεύγω. 

Συνήθειες αλλάζουν!  
Θαμπή η καθημερινότητα. 
Περνούν τα χρόνια,
ελλείπουσα Αγνότητα.
Άλλαξαν τα ήθη! 
Άλλαξα κι εγώ 
πλέον σας απαξιώ!  


«Εκείνος κι Εκείνη»

 
«Ε. κι Ε. 1»
Εκείνη κι Εκείνος. Ένα ζευγάρι νεαρό και πανέμορφο. Στέκονται ορθοί σ' ένα λιβάδι γεμάτο λουλούδια -με τουλίπες, γαρύφαλλα, κυκλάμινα και παπαρούνες-. Το τοπίο καταπράσινο, ηχεί από μελωδίες πουλιών και το βουητό των πεταλούδων, που τριγυρνούν ακούραστα πάνω απ' το κεφάλι του νεαρού ζεύγους. Υμνούν με το τραγούδι τους τη λάμψη του ήλιου, που περιβάλλει ολόκληρη την πλάση με πατρική στοργή. 
     Το ζευγάρι αγκαλιάζει ο ένας τον άλλον κι επαναλαμβάνει εμφατικά πόσο πολύ αγαπιέται. Ένα ζευγάρι ερωτευμένο βιώνει αλησμόνητες στιγμές. Υπόσχονται να αποκτήσουν πολλά παιδιά, να είναι μαζί ως τα βαθιά τους γεράματα. Δηλώνουν πως δεν μπορούν να ζήσουν μακριά ο ένας απ' τον άλλον, πως γεννήθηκαν για να είναι μαζί, ενωμένοι ως το τέλος του κόσμου. Έτσι πιστεύουν αυτήν τη στιγμή! 
    Ανάμεσα τους -αυτήν τη στιγμή- υπάρχει ειλικρίνεια, εμπιστοσύνη κι αυτό είναι το παν, το σημαντικότερο. Υπόσχονται να στηρίζει ο ένας τον άλλον, να τον βοηθά στις δύσκολες στιγμές και να παλεύουν τα πάντα μαζί. Προσφέρουν ο ένας στον άλλο τα πάντα, χωρίς εμπόδια ή αναστολές. Τίποτε και κανείς δεν τους χωρίζει -αυτήν τη στιγμή-. Μοιάζουν πολύ δυνατοί -αυτήν τη στιγμή. 
Μα πόσο διαρκεί μια στιγμή;
(Α. Ζ)

«Ε. κι Ε. 2»
Αυτή, πολύ ερωτευμένη. Αυτός το ίδιο. Ωστόσο, κανείς απ' τους δύο δε μίλησε. Δε γνώριζε, άλλωστε, τα συναισθήματα του άλλου.
    Ώσπου μια μέρα συναντήθηκαν τα βλέμματά τους, κάτω απ' τη βροχή. Ήρθαν κοντά και προδόθηκαν απο μια τους ματιά. Αγκαλιάστηκαν κι έμειναν έτσι. Ήταν μαζί, έγιναν ζευγάρι. Κάθε μέρα ερωτεύονταν όλο και περισσότερο, έβγαιναν βόλτα μαζί, πήγαιναν παντού, δείχνανε στον κόσμο πόσο ερωτευμένοι ήταν. Όλοι τους θαύμαζαν. Χαίρονταν που υπάρχουν τέτοια ζευγάρια. Έκαναν τα πάντα μαζί, έως ότου έγινε αυτό που κανείς δεν περίμενε. Τους χώρισε ο θάνατος. 
     Αυτή έμεινε μόνη. Πέρασαν λίγα χρόνια. Προσπάθησε να ξαναβρεί τον έρωτα, που παλιά της χάριζε ο άντρας της. Μάταια όμως! Πουθενά! Ο καθένας της χάριζε κάτι διαφορετικό. Δεν της χάριζε, όμως, το μοναδικό.    
    Έτσι αποφάσισε να μείνει -για πάντα-  μόνη. Ο καιρός περνούσε. Ήταν πολύ στεναχωρημένη. Άρχισε να γράφει ένα γράμμα. Δεν ένιωθε καλά. Έτσι πήρε το γράμμα και πήγε στον τάφο του άντρα της. Δεν άντεχε να ζούνε χώρια. Δεν άντεχε να μην τον βλέπει. Στην τσέπη του μπουφάν είχε μια φωτογραφία του. Την έβγαλε, την κράτησε σφιχτά μαζί με το γράμμα. Ξαφνικά άρχισε να βρέχει. 
   «Έρχομαι κοντά σου, αγάπη μου, έρχομαι να σε βρω!» ψιθύρισε κι    εκείνην ακριβώς τη στιγμή ξεψύχησε! (Μ.Π.)


4 Ιουλ 2023

«Το όνειρο...»


 Το βλέπω, έρχεται, τρέχει γρήγορα, με φόρα. Σηκώνομαι και πλησιάζω. Αγχώνομαι, αλλά δεν ξέρω γιατί. Νιώθω το στομάχι μου να σφίγγεται κι έπειτα να πονά. Μετά από τόσα χρόνια τελικά θα το κάνω! 
    Κοιτάζω αριστερά, δεξιά, πάλι αριστερά. Βλέπω κι άλλους να περιμένουν μαζί μου. Βλέπω μόνο τα μάτια τους, μόνο αυτά μου επιτρέπει η μάσκα να δω. Κοιτάζω κάτω, κοιτάζω τις ράγες. 
    Αρχίζουν οι σκέψεις: «Είναι, άραγε, σωστός ο δρόμος που διαλέγω; Είναι το σωστό μονοπάτι; Μέχρι κι οι ράγες εμφανίζουν πολλαπλές διασταυρώσεις... Όσο περνάει η ώρα και βλέπω το τρένο να πλησιάζει, με λούζει κρύος ιδρώτας! Μήπως να μην το κάνω; Μήπως να γυρίσω πίσω; Τώρα πλέον είν' αργά! 
    Το τρένο έφτασε. Άνοιξε τις πόρτες του. Όλοι γύρω μου μπαίνουν μέσα. Εγώ δεν κουνιέμαι, ακόμα το σκέφτομαι. Ξαφνικά είμαι μόνος. Στέκομαι μπρος στην πόρτα. Μόλις βλέπω το τελευταίο άτομο να μπαίνει απο μια διπλανή πόρτα, δεν το πολυσκέφτομαι. Μπαίνω κι εγώ. Το τρένο ξεκινάει. Τι έκανα μόλις; Ψάχνω τη θέση μου. Είναι εκεί, δίπλα στο παράθυρο. Κάθομαι και κοιτάζω έξω. Είμαι μακριά πια, δεν υπάρχει τρόπος επιστροφής στην αρχική επιλογή πλέον.      
   Θυμάμαι μια ταινία που πρόσφατα έχω δει. «Περιμένεις ένα τρένο, ένα τρένο που θα σ' οδηγήσει μακριά, πολύ μακριά... ξέρεις πού ελπίζεις να σε πάει, αλλά δεν είσαι σίγουρος.» 
    Έτσι ακριβώς νιώθω αυτή τη στιγμή. Το άγχος μου έχει φύγει. Οι σκέψεις μου παραμένουν ανηλεείς. Κοιτάζω έξω απ' το παράθυρο και σκέφτομαι πολλά πράγματα. «Θα το μετανιώσω; Πώς μπορώ να καταλάβω το σωστό για μένα μονοπάτι; Μήπως είμαι στο σωστό μονοπάτι κι επιλέγω να φύγω απ' αυτό; Αν δεν το βρω ποτέ; Αλλά πώς θα το βρω;» 
    Τόσα ερωτήματα περνούν απ' το μυαλό μου, δίχως να μπορώ να απαντήσω κανένα. Μήπως εν τέλει όλο αυτό είν' ένα όνειρο και κάποια στιγμή θα ξυπνήσω; Ωστόσο μοιάζει τόσο αληθινό! (Σ.Ει.)

3 Ιουλ 2023

«Μια ιστορία θλίψης! »


Το θέμα μας δεν είναι ιστορία Αγάπης, δεν έχει «happy end». Πρόκειται για μια ιστορία θλίψης, πόνου κι απελπισίας που μόνο δυστυχία  προκάλεσε στο τέλος της.
 
 Η ιστορία ξεκινά τον Σεπτέμβρη του 2017 σ' ένα σπίτι γεμάτο χαρά, που κατέληξε ν' αναδύει πόνο. Έναν πόνο καθημερινό κι αδυσώπητο, που κανείς δε μιλούσε γι' αυτόν. 
    Κάποια στιγμή ξεκίνησαν τα πρώτα συμπτώματα. Κανείς δε γνώριζε από πού και για ποιον λόγο. Διαισθάνθηκαν μόνο  πως απέπνεαν μυρωδιά θανάτου. 
    Μετά από πάμπολλα βράδια αϋπνίας -με μόνη παρέα την τηλεόραση κι ένα Depon- αποφάσισε να δει τον γιατρό, με το φόβο πως θα επιβεβαίωνε αυτό που ήδη γνώριζε, αλλά δεν είχε το θάρρος να παραδεχτεί. Έπειτα από βασανιστικές εξετάσεις επικυρώθηκε ό,τι ολόψυχα απεύχονταν. 
     Μέσα σ' εκείνο το ψυχρό, νοσοκομειακό δωμάτιο ακούστηκε η φοβερή κρίση: είχε καρκίνο, κι ας ήταν μόλις 44 χρονών. Ένας νέος άνθρωπος με δυο μικρά παιδιά. Η σκέψη του πήγε κατευθείαν σ' αυτά. Η απορία κι ο προβληματισμός του: πώς θα τους το έλεγε; Πώς θα ένιωθαν; Πώς θα μάθαιναν να ζουν χωρίς τον πατέρα; 
   Όταν επέστρεψαν απ' το σχολείο, είδαν τη μητέρα να καθαρίζει κρεμμύδια. Έκλαιγε παράλληλα. Το έκανε αυτό, ώστε να μην καταλάβουν κάτι. Κανένα απ' τα παιδιά δεν έδωσε σημασία, αφού επρόκειτο για μια συχνή εικόνα της μαμάς. 
    Αρκετές ώρες αργότερα οι γονείς  ανακοίνωσαν τα νέα στα παιδιά τους. Επικράτησε απόλυτο ψύχος, λες κι είχε φτάσει πρόωρα ο χιονιάς. Κανείς δεν ήξερε τι να πει ή πώς να φερθεί. Το μόνο που κατάλαβαν ήταν πως πλέον άρχιζε μία νέα, διαφορετική ζωή για όλους. 
  Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου του 2017, 8 η ώρα το πρωί. Στο νοσοκομείο Παπανικολάου θα γινόταν η πρώτη χημειοθεραπεία, η πρώτη φορά, η πρώτη επαφή με τον κόσμο της θλίψης! Δεν ήξεραν αν θα βοηθούσε κάτι αυτό, αλλά ήλπιζαν! Η χημειοθεραπεία κράτησε δύο μέρες, ατελείωτες, γεμάτες ανασφάλεια. Όπως καθόταν στο ψυχρό δωμάτιο του νοσοκομείου,  βλέποντας και συζητώντας με γιατρούς, νοσηλευτές και «συναδέλφους» ασθενείς, συνειδητοποίησε κάτι. Δεν έπρεπε να τα παρατήσει, θα νικούσε τον καρκίνο, αν πραγματικά το ήθελε! Δεν είπε ποτέ τίποτα και σε κανέναν, μόνο στον εαυτό του...
    Αρκετούς μήνες αργότερα, μια και η κατάσταση χειροτέρευε, έγινε το πρώτο «μεγάλο» χειρουργείο. Κράτησε εφτά ώρες, ατελείωτες, που μοιάζαν περισσότερο μ' αιώνες. Δώρον άδωρον. Δεν πέτυχαν τίποτε αξιόλογο. Τοποθέτησαν καθετήρα και κολοστομία εν τέλει, καθώς θα ήταν αδύνατον πια να φροντίζει τον εαυτό του. 
     Έκανε βδομάδες να βγει από το σπίτι. Ντρεπόταν. Ντρεπόταν για την κατάντια του. Επαναλάμβανε διαρκώς: «44 χρονών και μοιάζω με 80! Καλύτερα να τελειώνω, να ησυχάσω» Είχε χάσει πολλά κιλά. Με δυσκολία μπορούσε να περπατήσει μόνος του. Στηριζόταν σε μια μαγκούρα, για να κινείται στοιχειωδώς, αλλά κι αυτό δεν κράτησε πολύ. Σύντομα καθηλώθηκε στο κρεβάτι του πόνου. Πέρασαν δυόμιση χρόνια περίπου, με αλλεπάλληλες χημειοθεραπείες. Κανένα θετικό αποτέλεσμα! Δευτέρα, 17 Νοεμβρίου του 2019 νοσηλεύτηκε για έντεκα μέρες. Τις τελευταίες έντεκα που όλοι γνώριζαν, αλλά κανείς δεν ήθελε ν' αποδεχτεί. Τη δωδέκατη νύχτα άφησε την τελευταία του πνοή πλάι στη γυναίκα του. Κι αυτή είδε τον άνθρωπό της να πεθαίνει μπρος στα μάτια της, ενώ τον παρακαλούσε απεγνωσμένα να μην φύγει.
     Έφτασε, λοιπόν, η μέρα που μαζεύτηκαν γνωστοί κι άγνωστοι, για να θρηνήσουν το χαμό του πατέρα, συζύγου, φίλου, γιου κι αδερφού! Έκλαψαν όλοι γύρω απ' το άψυχο σώμα του, που βρισκόταν σε ένα κουτί. Αυτό θα τον συντρόφευε για τα επόμενα τέσσερα με πέντε χρόνια.  
    Η αλήθεια είναι πως συμπαραστάθηκαν στην οικογένεια, λέγοντας τα καλύτερα γι' αυτόν. Μονότονα επαναλάμβαναν: «δε θα πονάει πλέον. Ήταν το καλύτερο γι' αυτόν»...
   «Και για όλους σας, επίσης!« Η οικογένεια, όμως, δεν μπορούσε πια να συμφωνήσει!  (Κ.Β.)