Ξανά τρίβω σκόρδα σε πασσάλους.
Καρφώνω σταυρούς στο κορμί, σαν αγκάθια.
To χωριό γεμίζει αφίσες. Δε βλέπω καν ανθρώπους.
To χωριό γεμίζει αφίσες. Δε βλέπω καν ανθρώπους.
Το βράδι στο κάστρο κινείται πλάσμα αφύσικο. Μοιάζει του ανθρώπου.
Το δέρμα έχει χλωμιάσει. Στα κόκκινά του μάτια,
όποιος κοιτάζει, μουδιάζει.
Κάποιοι τον είδαν μάλιστα
-επανειλημμένα- να παλεύει
το δεξί χέρι ν' ακρωτηριάσει.
Ετοιμάζουν Αγιασμούς. Φοβισμένοι.
Μακάρι να ήξεραν τι τους περιμένει.
Μέσα -ό,τι κι αν γίνει- ξέρω πως έχω εσένα.
Ξεστόμισες πως δεν πιστεύεις σ' εμένα! Πια.
Το κεφάλι μούδιασε κάτω απ' τα σεντόνια.
Το κορμί δεν αντέχει τούτη τη στεναχώρια.
Τα λόγια του πουλιού στ' αφτιά, σαν κασέτα:
- Τιμωρήσου που εμπιστεύτηκες θνητή γυναίκα. Αν πετύχω τον καινούργιο, θα φτύσει δόντια.
Το κεφάλι θα βρουν κολλημένο στα πόδια.
Αν τον πιάσω, θα λυγίσει. Θα φτύσει αίμα!
Μου 'χες πει πως το δικό σου ανήκει σ' εμένα.
Το άγγιγμά σου μ' ορίζει μέσα στις λάσπες.
Κοιτάς μέσα στις κόρες, που μοιάζουν άδειες.
Αν τον πετύχω, θα πέσει κάτω,
θα νιώσει με τη μούρη Κριτής ασφάλτου.
Αν τον πιάσω, είναι νεκρός.
Και δε θα νιώσω καν τύψεις.
Πώς επέτρεψες σ' άλλον άντρα να σ' αγγίζει;