Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

25 Ιουν 2024

«Το βαμπίρ της Αγάπης...»

Ξανά τρίβω σκόρδα σε πασσάλους. 
Καρφώνω σταυρούς στο κορμί, σαν αγκάθια. 
To χωριό γεμίζει αφίσες.  Δε βλέπω καν ανθρώπους. 
Το βράδι στο κάστρο κινείται πλάσμα αφύσικο. Μοιάζει του ανθρώπου. 
Το δέρμα έχει χλωμιάσει. Στα κόκκινά του μάτια, 
όποιος κοιτάζει, μουδιάζει. 
Κάποιοι τον είδαν μάλιστα 
-επανειλημμένα- να παλεύει 
το δεξί χέρι ν' ακρωτηριάσει. 
Ετοιμάζουν Αγιασμούς. Φοβισμένοι. 
Μακάρι να ήξεραν τι τους περιμένει.
Μέσα -ό,τι κι αν γίνει- ξέρω πως έχω εσένα. 
Ξεστόμισες πως δεν πιστεύεις σ' εμένα! Πια.
Το κεφάλι μούδιασε κάτω απ' τα σεντόνια. 
Το κορμί δεν αντέχει τούτη τη στεναχώρια. 
Τα λόγια του πουλιού στ' αφτιά, σαν κασέτα: 
- Τιμωρήσου που εμπιστεύτηκες θνητή γυναίκα. Αν πετύχω τον καινούργιο, θα φτύσει δόντια. 
Το κεφάλι θα βρουν κολλημένο στα πόδια. 
Αν τον πιάσω, θα λυγίσει. Θα φτύσει αίμα!
Μου 'χες πει πως το δικό σου ανήκει σ' εμένα. 
Το άγγιγμά σου μ' ορίζει μέσα στις λάσπες. 
Κοιτάς μέσα στις κόρες, που μοιάζουν άδειες. 
Αν τον πετύχω, θα πέσει κάτω, 
θα νιώσει με τη μούρη Κριτής ασφάλτου.
Αν τον πιάσω, είναι νεκρός. 
Και δε θα νιώσω καν τύψεις. 
Πώς επέτρεψες σ' άλλον άντρα να σ' αγγίζει;

23 Ιουν 2024

«Όλα μαζί είδα να σβήνουνε τ' αστέρια μου!»

Στο νερό της βροχής ψάχνεις καταφύγιο. 
Να κρυφτείς. Προσπαθώ να βρω λέξεις, 
να πεισθείς, μα δε δύναμαι. 
Το βέλος φορά δεν τ' αλλάζεις. 
Ποτέ μου δε στόχευα να πιέσω. 
Δεν περίμενα, όµως, να μ' αφήσεις και να πέσω. 
Τώρα απ' τον ιστό σου πώς θα ξεμπλέξω; 
Δε βρίσκω τρόπο πια να την παλέψω! 
Ήταν οι ανάσες μου βαριές στο σκοτάδι. 
Όταν ο ήλιος έδυσε το βράδυ,
την επομένη ξανά δεν ανέτειλε. 
Κι όταν είπες πως κάτι μέσα σου έσβησε,
τ' ορκίζομαι πως κάτι μέσα μου πέθανε. 
Ζητώ την αλήθεια σ' αναμνήσεις, 
μα δε βρίσκω πώς σβήνουνε οι ψευδαισθήσεις. 
Να επιχειρήσω κάλεσμα ίσως αξίζει.
Τηλεφωνητής απαντά: η κλήση προωθείται, 
μετά τον ήχο το μήνυμα αφήστε.
 Αλλά το ξέρω σφοδρά πως με μισείτε.
Πως το κινητό στα χέρια σου δονείται.
Κατανοείς, πιστεύω, πως τρέμουνε τα χέρια, 
αφού όλα είδα να σβήνουνε τ' αστέρια. 
Μα το δικό μας αχνοφέγγει λίγο ακόμη.
Δεν το βλέπεις κι αυτό με σκοτώνει. 
Είναι ο τοίχος βαρύς μ' αναμνήσεις.
Κι η ντουλάπα αρωμάτων δονήσεις.
Το γρηγορότερο, είθε, να τηλεφωνήσεις. 
Σου έλειψε η γεύση των δακρύων να τονίσεις. 
Σκέφτομαι μετά καιρό να προσεγγίσω. 
Χρόνο να σου χαρίσω, μόνον μη σ' αφήσω! 
Τη μέρα που του πατρικού την πύλη θα διαβείς
-στον χρόνο πίσω γυρισμένη- να σε ακούσω να  πεις: - Πώς, αλήθεια, μπορούμε να χωρίσουμε; 
- Όπως συναντηθήκαμε, τότε θα απαντήσω.
Μακάρι, ξανά να μ' ερωτευόσουνα.
Ξέρω καλά πως ποτέ δε θα δεχόσουνα.
Πως όλες οι ελπίδες ανώφελες θα μοιάζαν. 
Κι αν ερχόμουν να σε ψάξω θα κρυβόσουνα.
Μακάρι, η ίδια να γινόμουνα 
εκείνη που παράφορα ερωτεύτηκες. 
Μα τρέμω στη σκέψη πως πέθανε αυτή μες 
στην υπερανάλυση, άρα εγώ τη σκότωσα. 
Μου λείπεις κι όλα γύρω είναι ασπρόμαυρα.
Σε σκέφτομαι κι, όταν κλείνω τα μάτια, 
βλέπω εικόνες πως της δίνεις τα χάδια σου 
και τρομάζω που, αν τη πετύχαινα, θα τη σκότωνα με γυμνά χέρια.
Στ' αλήθεια, προτιμάς να είσαι στη μέγγενή της. 
Στ' αλήθεια δε με νοιάζει που μ' αγγίζει άλλος. Πίνω ό,τι βρίσκω τριγύρω. Αδειάζω κάθε τύπο μπουκαλιού. 
Για τελευταία φορά: όλα μαζί είδα 
να σβήνουνε τ' αστέρια μου!