Μια φορά κι έναν καιρό, προτού περίπου είκοσι χρόνια, ζούσε ένα δεκάχρονο κορίτσι που το έλεγαν Λίλη. Ήταν ορφανή, οι γονείς την είχαν εγκαταλείψει, όταν ήταν μωρό, με τη δικαιολογία ότι ήθελαν αγόρι. Έτσι την υιοθέτησε η γιαγιά της, η Σάσενκα (συντομότερα γιαγιά-Σάσα).
Η γιαγιά Σάσενκα δεν είχε χρήματα, για να τη στείλει στο σχολείο, οπότε της έμαθε η ίδια στο σπίτι να γράφει, να διαβάζει και να υπολογίζει τους αριθμούς.
Μόνες πηγές χαράς για τη Λίλη ήταν η γιαγιά της, τα βιβλία και οι καλύτεροι της φίλοι, τα κοτσύφια. Ζούσαν έξω από την αυλή τους σε κάτι κερασιές. Κι η ίδια ζούσε μια απλή ζωή. Λάτρευε να κάθεται κάτω από τις κερασιές και να διαβάζει παρέα με τα κοτσύφια.
Στο ίδιο χωριό ζούσε κι ένα άλλο κορίτσι, η Ζώη. Της άρεσε να κοροϊδεύει τη Λίλη και της έλεγε όλη την ώρα να πάει να ζήσει με τα κοτσύφια, άμα της άρεσαν τόσο πολύ...
Μια μέρα, καθώς η Λίλι γύριζε από την αγορά με τα ψώνια για τη γιαγιά της, πρόσεξε κάτω από ένα παγκάκι μια μαύρη μκροσκοπική μπαλίτσα. Την πλησίασε κι η μπάλα έκανε ένα θόρυβο. Τόσο γνωστό στη Λίλη που θα ορκιζόταν πως ήταν ένα μικρό κοτσύφι. Έβαλε λίγο ψωμί μπροστά στην «μπάλα», για να δει, αν θα ξεπροβάλει κάποιο ράμφος. Τελικά το είδε!
Στο ίδιο χωριό ζούσε κι ένα άλλο κορίτσι, η Ζώη. Της άρεσε να κοροϊδεύει τη Λίλη και της έλεγε όλη την ώρα να πάει να ζήσει με τα κοτσύφια, άμα της άρεσαν τόσο πολύ...
Μια μέρα, καθώς η Λίλι γύριζε από την αγορά με τα ψώνια για τη γιαγιά της, πρόσεξε κάτω από ένα παγκάκι μια μαύρη μκροσκοπική μπαλίτσα. Την πλησίασε κι η μπάλα έκανε ένα θόρυβο. Τόσο γνωστό στη Λίλη που θα ορκιζόταν πως ήταν ένα μικρό κοτσύφι. Έβαλε λίγο ψωμί μπροστά στην «μπάλα», για να δει, αν θα ξεπροβάλει κάποιο ράμφος. Τελικά το είδε!
Η Λίλη ήταν τόσο χαρούμενη που βρήκε έναν νέο φίλο. Μετά πρόσεξε πως το κοτσύφι είχε ένα σπασμένο φτερό. Το πήρε στην αγκαλιά της και ξεκίνησε για το σπίτι.
Ξαφνικά, είδε τη Ζώη. Η Λίλη ήξερε πολύ καλά τι θα γινόταν. Η Ζώη την εντόπισε να κρατά το κοτσύφι, οπότε σχολίασε με ειρωνικό τόνο:
Ξαφνικά, είδε τη Ζώη. Η Λίλη ήξερε πολύ καλά τι θα γινόταν. Η Ζώη την εντόπισε να κρατά το κοτσύφι, οπότε σχολίασε με ειρωνικό τόνο:
-Μάλιστα! Βλέπω βρήκες έναν ακόμη αδερφό, ε;
-Ζώη, μπορείς να κοιτάς τη δουλειά σου, σε παρακαλώ;
-Μα, αυτό κάνω! Είπε η Ζώη, γελώντας, ενώ ταυτόχρονα απομακρυνόταν.
-Ζώη, μπορείς να κοιτάς τη δουλειά σου, σε παρακαλώ;
-Μα, αυτό κάνω! Είπε η Ζώη, γελώντας, ενώ ταυτόχρονα απομακρυνόταν.
Η Λίλη μουτρωμένη, κατευθύνθηκε προς το σπίτι με το πληγωμένο πουλί στην αγκαλιά της. Όταν έφτασε, τοποθέτησε το κοτσύφι με τα υπόλοιπα τρία πάνω στο κλαδί της κερασιάς. Έπλυνε τα χέρια της κι έφτιαξε ένα τσάι για τη γιαγιά της. Πήρε το αγαπημένο της βιβλίο και πήγε να κάτσει κάτω απ' την κερασιά.
Είχαν περάσει αρκετές μέρες από τότε που η Λίλη πήρε στο σπίτι της το κοτσύφι χωρίς το 'να φτερό. Η Ζώη είχε πολύ καιρό να ενοχλήσει τη Λίλη. Η Λίλη ήξερε πως κάτι δεν πάει καλά, αφού μέχρι τότε η Ζώη περνούσε σχεδόν κάθε μέρα. Βέβαια, όχι ότι της έλειψε, ότι την πείραξε που δεν την είχε δει. Μια ειρωνεία λιγότερη ήταν, σίγουρα, κάποιο κέρδος γι'αυτήν...
Δυο βδομάδες, η Ζώη πέρασε από το σπίτι της Λίλης. Αυτή τη φορά, όμως, η Ζώη φαινόταν τόσο δυστυχισμένη! Η Λίλη ανησύχησε και την ρώτησε τι είχε πάθει. Τότε έκπληκτη άκουσε τη φωνή της να λέει:
-Ήρθα, Λίλη, να σου ζητήσω συγγνώμη, για τις τόσες φορές που σε προσέβαλα.
-Τι συνέβη, τι έπαθες και φέρεσαι παράξενα; Γιατί έχεις τέτοια μούτρα;
Να, ξέρεις...πέθανε ο σκύλος μου! Τον είχα από τότε που 'μουν τριών ετών. Δεν τον αποχωριζόμουν ποτέ!
Και τι σχέση έχει αυτό με μένα;
Όταν πέθανε ο Ρούντι μου, ήρθε αμέσως στον νου μου η εικόνα σου, εκείνη τη μέρα που φρόντισες το κοτσύφι χωρίς το φτερό. Τότε κατάλαβα ότι, όπως εσύ νοιαζόσουν για τα κοτσύφια, έτσι κι εγώ νοιαζόμουν για τον Ρούντι...
-Το κατάλαβες... αλλά με τον χειρότερο τρόπο, με μια απώλεια τόσο μεγάλη για σένα! Ελπίζω να πήρες το μάθημά σου!
-Αν το πήρα, λέει; Λοιπόν, φίλες από εδώ και πέρα;
- Γιατί όχι; Φίλες, λοιπόν! Απάντησε η Λίλη κι αγκάλιασε τη Ζώη, που δάκρυσε χωρίς να το καταλάβει.
Τα δυο κορίτσια, φίλες πια για το υπόλοιπο της ζωής τους, όταν μεγάλωσαν, αποφάσισαν να ιδρύσουν έναν σύλλογο... δε θα φρόντιζε μόνο κοτσύφια, αλλά κάθε λογής πουλιά και ζώα.
Έφτασε ο χειμώνας. Όπως κάθε χρονιά, έτσι κι εκείνη οι δυο κοπέλες έπρεπε ν' αποχαιρετήσουν με λύπη τα κοτσύφια. Τα αγαπούσαν ιδιαιτέρως, καθώς εκείνα τις είχαν φέρει κοντά. Άνοιγαν, λοιπόν, τις πόρτες, για να τ' αφήσουν ελεύθερα κι ένα κομμάτι της ψυχή τους ξεκολλούσε και πετούσε μαζί τους. Τα χαιρετούσαν και, καθώς αυτά πετούσαν για το μακρινό τους ταξίδι στο νότο, ταξίδευε κι η δική τους ψυχή. Για λίγο, ίσα ίσα να τα συνοδέψει τρυφερά στην αποχώρηση...με την ίδια μητρική διάθεση, που τα περιέθαλπε τόσον καιρό!
Δυο βδομάδες, η Ζώη πέρασε από το σπίτι της Λίλης. Αυτή τη φορά, όμως, η Ζώη φαινόταν τόσο δυστυχισμένη! Η Λίλη ανησύχησε και την ρώτησε τι είχε πάθει. Τότε έκπληκτη άκουσε τη φωνή της να λέει:
-Ήρθα, Λίλη, να σου ζητήσω συγγνώμη, για τις τόσες φορές που σε προσέβαλα.
-Τι συνέβη, τι έπαθες και φέρεσαι παράξενα; Γιατί έχεις τέτοια μούτρα;
Να, ξέρεις...πέθανε ο σκύλος μου! Τον είχα από τότε που 'μουν τριών ετών. Δεν τον αποχωριζόμουν ποτέ!
Και τι σχέση έχει αυτό με μένα;
Όταν πέθανε ο Ρούντι μου, ήρθε αμέσως στον νου μου η εικόνα σου, εκείνη τη μέρα που φρόντισες το κοτσύφι χωρίς το φτερό. Τότε κατάλαβα ότι, όπως εσύ νοιαζόσουν για τα κοτσύφια, έτσι κι εγώ νοιαζόμουν για τον Ρούντι...
-Το κατάλαβες... αλλά με τον χειρότερο τρόπο, με μια απώλεια τόσο μεγάλη για σένα! Ελπίζω να πήρες το μάθημά σου!
-Αν το πήρα, λέει; Λοιπόν, φίλες από εδώ και πέρα;
- Γιατί όχι; Φίλες, λοιπόν! Απάντησε η Λίλη κι αγκάλιασε τη Ζώη, που δάκρυσε χωρίς να το καταλάβει.
Τα δυο κορίτσια, φίλες πια για το υπόλοιπο της ζωής τους, όταν μεγάλωσαν, αποφάσισαν να ιδρύσουν έναν σύλλογο... δε θα φρόντιζε μόνο κοτσύφια, αλλά κάθε λογής πουλιά και ζώα.
Έφτασε ο χειμώνας. Όπως κάθε χρονιά, έτσι κι εκείνη οι δυο κοπέλες έπρεπε ν' αποχαιρετήσουν με λύπη τα κοτσύφια. Τα αγαπούσαν ιδιαιτέρως, καθώς εκείνα τις είχαν φέρει κοντά. Άνοιγαν, λοιπόν, τις πόρτες, για να τ' αφήσουν ελεύθερα κι ένα κομμάτι της ψυχή τους ξεκολλούσε και πετούσε μαζί τους. Τα χαιρετούσαν και, καθώς αυτά πετούσαν για το μακρινό τους ταξίδι στο νότο, ταξίδευε κι η δική τους ψυχή. Για λίγο, ίσα ίσα να τα συνοδέψει τρυφερά στην αποχώρηση...με την ίδια μητρική διάθεση, που τα περιέθαλπε τόσον καιρό!
Καλό ταξίδι και καλή επάνοδο, αγαπημένα μας!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου