Το χάσμα αμέριμνο χάσκει.
Κινείται αμήχανα,
εντός του
σκοτάδι θεριεύει.
Ποθεί, μα αδυνατεί τη Φύση να αλλάξει.
Ποθεί, μα αδυνατεί τη Φύση να αλλάξει.
Για μια στιγμή μονάχα
το κεφάλι χαμηλώνει.
Η ψυχή αναρριγεί, δονείται,
ζητεί να γαληνέψει.
Ο φόβος μεγαλώνει.
Ενώνονται τα χέρια.
Κι υψώνονται μια χούφτα
λάσπης, θυμού κι απόγνωσης.
Κρατιούνται σφιχτά τα χέρια.
Κινούνται ρυθμικά, μαζικά
κι ορμούν εμπρός,
αγγίζοντας το ένα τ' άλλο,
ώσπου τυφώνας γίνονται
και τα πάντα σαρώνουν.
«Χαμογέλα μου! Η πορεία
κουρνιάζει στη βούληση!»
Σπάταλος ο Χρόνος κι η Δύση
χτυπά δειλά πορτοπαράθυρα.
Θάνατος κρύβεται παρέκει.
Σαν το σκοτάδι νικήσει ολοσχερώς.
Δεν μπορώ άλλο το σκοτάδι!
Τόσο μουντό κι ατίθασο, μοιάζει μοναχικό!