Μια φορά κι έναν καιρό - πίσω στο μαγικό 1891- ένας πλούσιος Λόρδος ήρθε στην Ελλάδα κι έχτισε μια έπαυλη με 666 δωμάτια. Ο άνθρωπος αυτός έπαιρνε στη δούλεψή του πολλούς φυλακισμένους, αλλά δεν επέστρεφε ποτέ και κανείς. Κάποιοι λέγανε πως τους σκότωνε, πως είχε κάποια σχέση με μαύρη μαγεία και έτσι έκανε διάφορα μαγικά. Άλλοι, πάλι, λέγανε πως ήταν ένας φιλόξενος οικοδεσπότης για όσους τολμούσαν να ζητήσουν τη βοήθειά του.
Περαστικοί ταξιδιώτες ή άτυχοι οδοιπόροι έφταναν εκεί, όταν τους έπιανε ο καιρός -αέρηδες μανιασμένοι ή φονικοί χιονιαδες-. Γιατί δεν είχαν πού αλλού να πάνε. Όλοι, μετά την παραμονή, ακούγανε συζητήσεις γι' ανύπαρκτα όντα, ασώματες φωνές κι έβλεπαν κρανία να περιφέρονται. Η έπαυλη είχε συμβολικά 666 δωμάτια. Ο λόγος, όμως, για τα τόσα δωμάτια ήταν μυστικό του Λόρδου, όπως κι ο συμβολισμός τους! Όταν αποκαλύφθηκε τι έκανε στους φυλακισμένους της έπαυλης, αυτή έκλεισε. Από τότε κανείς δεν πήγε εκεί, ενώ ο Λόρδος εξαφανίστηκε και δεν βρέθηκε ποτέ, ούτε κοκαλάκι του!
Πολλά χρόνια μετά, κάποιοι ανοίγουν ξανά την εγκαταλειμμένη έπαυλη, κατά λάθος ή κατά διαβολεμένη σύμπτωση! Μια οικογένεια, βγαίνοντας βόλτα στο δάσος με τ' αμάξι, παθαίνουν μυστηριωδώς βλάβη, ακριβώς έξω απ' την έπαυλη. Κι άξαφνα εκεί που μέχρι πριν λίγο είχε ήλιο, αρχίζει να τους σφυροκοπά ανελέητο χαλάζι!
Ήταν σαν η έπαυλη να είχε ζωντανέψει και να έψαχνε κόσμο, να την κατοικήσει. Ο πατέρας κι η μητέρα δεν είχαν επιλογή. Χρειάζονταν καταφύγιο για τα παιδιά. Με τ' αυτοκίνητο σε βλάβη και το χαλάζι να πέφτει δυνατότερα, αποφάσισαν να μπούνε. Ζήτησαν, όμως, απ' την αστυνομία να τους παρακολουθεί, μήπως πάθουν κακό.
Τη στιγμή που η οικογένεια κατέβαινε απ' το αυτοκίνητο, αφού μάζεψε τα πράγματα, η τεράστια σκουριασμένη πύλη άνοιξε διάπλατα, σα μεγάλη αγκαλιά. Τα παιδιά ζήτησαν να μείνουν πίσω, όλοι τους. Ανησυχούσαν πως κάτι περίεργο συνέβαινε!
Ήταν σαν η έπαυλη να είχε ζωντανέψει και να έψαχνε κόσμο, να την κατοικήσει. Ο πατέρας κι η μητέρα δεν είχαν επιλογή. Χρειάζονταν καταφύγιο για τα παιδιά. Με τ' αυτοκίνητο σε βλάβη και το χαλάζι να πέφτει δυνατότερα, αποφάσισαν να μπούνε. Ζήτησαν, όμως, απ' την αστυνομία να τους παρακολουθεί, μήπως πάθουν κακό.
Τη στιγμή που η οικογένεια κατέβαινε απ' το αυτοκίνητο, αφού μάζεψε τα πράγματα, η τεράστια σκουριασμένη πύλη άνοιξε διάπλατα, σα μεγάλη αγκαλιά. Τα παιδιά ζήτησαν να μείνουν πίσω, όλοι τους. Ανησυχούσαν πως κάτι περίεργο συνέβαινε!
Οι γονείς -για να τα καθησυχάσουν- απάντησαν πως φταίει η φαντασία τους, πως πρόκειται απλώς για μια παλιά έπαυλη. Εκείνα προχώρησαν δειλά, και σκεφτικά, μια κι ανησυχούσαν ακόμη. Άρχισαν, ωστόσο, να φοβούνται, όταν η σκουριασμένη πύλη έκλεισε πίσω, μόνη της.
Μετά το πέρασμα της εισόδου, παιδιά και γονείς σταμάτησαν για λίγο. Στη μέση του διαδρόμου δεν υπήρχε ίχνος φωτός. Μα, μόλις μπήκαν στο κεντρικό δώμα, υπήρχε τόσο φως διάχυτο που έφτανε, για να φωτίσει την πόλη ολάκερη.
Τα παιδιά υποψιάζονταν πως η έπαυλη ήταν στοιχειωμένη. Οι γονείς ανησυχούσαν, αλλά δεν έδιναν πια σημασία. Προχώρησαν σ' ένα μακρύ διάδρομο κι είδαν τεράστιες πανοπλίες περασμένης εποχής, υπέροχα ρούχα του Μεσαίωνα κι απειλητικές εικόνες κάποιου που είχε για ένδυμα ξεχωριστές στολές. Τελικά, έφτασαν στο τέλος του δωματίου. Έμοιαζε για την κύρια σάλα της έπαυλης.
Τα παιδιά παρατήρησαν κρανία ανθρώπι-νων σκελετών κι έντονες σκιές δίπλα τους. Πίστευαν πως είναι μόνο τέσσερις, το είπαν στους γονείς, αλλά δεν πήραν όση σημασία χρειάζονταν. Βρήκαν το υπνοδωμάτιο και σιάζανε τα πράγματά τους για το βράδυ.
Η μαμά καθάρισε το κρεβάτι των παιδιών, τους έβαλε τις νυχτικιές και ξάπλωσαν, πολύ φοβισμένα.
Δυσκολεύονταν να κοιμηθούν, παρ' ότι
ήταν κουρασμένα. Ξημέρωνε, μα το χαλάζι δεν είχε ακόμη σταματήσει! Τι, άραγε, επρόκειτο να συμβεί;
Ποιος, αλήθεια, θα είχε τον τελικό λόγο; Η αστυνομία ή ο Λόρδος με τη στοιχειωμένη έπαυλη για σύμμαχό του; Αργά ή γρήγορα θα το μάθουμε όλοι! Έως τότε υπομονή για όλους!