Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

21 Δεκ 2023

«Η έπαυλη με τα 666 δωμάτια»

Μια φορά κι έναν καιρό - πίσω στο μαγικό 1891- ένας πλούσιος Λόρδος ήρθε στην Ελλάδα κι έχτισε μια έπαυλη με 666 δωμάτια. Ο άνθρωπος αυτός έπαιρνε στη δούλεψή του πολλούς φυλακισμένους, αλλά δεν επέστρεφε ποτέ και κανείς. Κάποιοι λέγανε πως τους σκότωνε, πως είχε κάποια σχέση με μαύρη μαγεία και έτσι έκανε διάφορα μαγικά. Άλλοι, πάλι, λέγανε πως ήταν ένας φιλόξενος οικοδεσπότης για όσους τολμούσαν να ζητήσουν τη βοήθειά του.
    Περαστικοί ταξιδιώτες ή άτυχοι οδοιπόροι έφταναν εκεί, όταν τους έπιανε ο καιρός -αέρηδες μανιασμένοι ή φονικοί χιονιαδες-. Γιατί δεν είχαν πού αλλού να πάνε. Όλοι, μετά την παραμονή, ακούγανε συζητήσεις γι' ανύπαρκτα όντα, ασώματες φωνές κι έβλεπαν κρανία να περιφέρονται. Η έπαυλη είχε συμβολικά 666 δωμάτια. Ο λόγος, όμως, για τα τόσα δωμάτια ήταν μυστικό του Λόρδου, όπως κι ο συμβολισμός τους! Όταν αποκαλύφθηκε τι έκανε στους φυλακισμένους της έπαυλης, αυτή έκλεισε. Από τότε κανείς δεν πήγε  εκεί, ενώ ο Λόρδος εξαφανίστηκε και δεν βρέθηκε ποτέ, ούτε κοκαλάκι του!
    Πολλά χρόνια μετά, κάποιοι ανοίγουν ξανά την εγκαταλειμμένη έπαυλη, κατά λάθος ή κατά διαβολεμένη σύμπτωση! Μια οικογένεια, βγαίνοντας βόλτα στο δάσος με τ' αμάξι, παθαίνουν μυστηριωδώς βλάβη, ακριβώς έξω απ' την έπαυλη. Κι άξαφνα εκεί που μέχρι πριν λίγο είχε ήλιο, αρχίζει να τους σφυροκοπά ανελέητο χαλάζι!
    Ήταν σαν η έπαυλη να είχε ζωντανέψει και να έψαχνε κόσμο, να την κατοικήσει. Ο πατέρας κι η μητέρα δεν είχαν επιλογή. Χρειάζονταν καταφύγιο για τα παιδιά. Με τ' αυτοκίνητο σε βλάβη και το χαλάζι να πέφτει δυνατότερα, αποφάσισαν να μπούνε. Ζήτησαν, όμως, απ' την αστυνομία να τους παρακολουθεί, μήπως πάθουν κακό.
   Τη στιγμή που η οικογένεια κατέβαινε απ' το αυτοκίνητο, αφού μάζεψε τα πράγματα, η τεράστια σκουριασμένη πύλη άνοιξε διάπλατα, σα μεγάλη αγκαλιά. Τα παιδιά ζήτησαν να μείνουν πίσω, όλοι τους. Ανησυχούσαν πως κάτι περίεργο συνέβαινε! 
    Οι γονείς -για να τα καθησυχάσουν- απάντησαν πως φταίει η φαντασία τους, πως πρόκειται απλώς για μια παλιά έπαυλη. Εκείνα προχώρησαν δειλά, και σκεφτικά, μια κι ανησυχούσαν ακόμη. Άρχισαν, ωστόσο, να φοβούνται, όταν η σκουριασμένη πύλη έκλεισε πίσω, μόνη της. 
Μετά το πέρασμα της εισόδου, παιδιά και γονείς σταμάτησαν για λίγο. Στη μέση του διαδρόμου δεν υπήρχε ίχνος φωτός. Μα, μόλις μπήκαν στο κεντρικό δώμα, υπήρχε τόσο φως διάχυτο που έφτανε, για να φωτίσει την πόλη ολάκερη. 
    Τα παιδιά υποψιάζονταν πως η έπαυλη ήταν στοιχειωμένη. Οι γονείς ανησυχούσαν, αλλά δεν έδιναν πια σημασία. Προχώρησαν σ' ένα μακρύ διάδρομο κι είδαν τεράστιες πανοπλίες περασμένης εποχής, υπέροχα ρούχα του Μεσαίωνα κι απειλητικές εικόνες κάποιου που είχε για ένδυμα ξεχωριστές στολές. Τελικά, έφτασαν στο τέλος του δωματίου. Έμοιαζε για την κύρια σάλα της έπαυλης. 
   Τα παιδιά παρατήρησαν κρανία ανθρώπι-νων σκελετών κι έντονες σκιές δίπλα τους. Πίστευαν πως είναι μόνο τέσσερις, το είπαν στους γονείς, αλλά δεν πήραν όση σημασία χρειάζονταν. Βρήκαν το υπνοδωμάτιο και σιάζανε τα πράγματά τους για το βράδυ. 
    Η μαμά καθάρισε το κρεβάτι των παιδιών, τους έβαλε τις νυχτικιές και ξάπλωσαν, πολύ φοβισμένα.
 Δυσκολεύονταν να κοιμηθούν, παρ' ότι
ήταν κουρασμένα. Ξημέρωνε, μα το χαλάζι δεν είχε ακόμη σταματήσει! Τι, άραγε, επρόκειτο να συμβεί; 
   Ποιος, αλήθεια, θα είχε τον τελικό λόγο; Η αστυνομία ή ο Λόρδος με τη στοιχειωμένη έπαυλη για σύμμαχό του; Αργά ή γρήγορα θα το μάθουμε όλοι! Έως τότε υπομονή για όλους!


«ΣΑΑΝΒΙ: ΤΑΞΙΔΙ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ»

Όλοι με φωνάζουν Σαανβί, που σημαίνει ευημερία! Εγώ πάντως δεν την ξέρω την κυρία ακόμα! Είμαι 10 χρονών και λένε πως δείχνω πολύ όμορφη, όταν στολίζομαι...Μπορεί και να μοιάζω μικρότερη με τα κοντοκουρεμένα, μαύρα μαλλιά μου! Δεν με πειράζει, όμως, καθόλου. Αρέσω κι έτσι στους άντρες! Ίσως γι’ αυτό ακριβώς να αρέσω περισσότερο! «Έχουμε ελπίδες για μια άνετη ζωή!» σιγομουρμουρά ξανά και ξανά η γιαγιά, ενώ πνίγεται από τον βήχα. Ίσως να φέρω και την κυρία «ευημερία» στους δικούς μου έτσι, -μήπως δω κι εγώ τελοσπάντων τι σόι πράγμα είναι αυτή η κυρία-.

Ο πατέρας έχει χρόνια πολλά που έφυγε από κοντά μας. Θα ετοίμαζε μια καλύτερη ζωή για όλους σε μια άλλη χώρα, που τα βρίσκεις όλα εύκολα! Η υπόσχεση του θάμπωσε πια στη μνήμη μου! Δε θυμάμαι τι ακριβώς μου είχε πει, όταν με χαιρέτησε μ’ ένα φιλί στο μέτωπο! Τώρα τελευταία η μαμά κι εγώ στηριζόμαστε στους θείους και τους παππούδες, κυρίως τους δεύτερους. Έχουμε αλήθεια πολλούς από δαύτους! Η ζωή μου είναι λιγάκι κουραστική. Η μαμά λέει πως είμαι ελαφρώς τεμπέλα, γι’ αυτό δεν αντέχω τη δουλειά. Όμως εγώ ξεκινώ χαράματα για τη φυτεία του Πιερό και φτάνω σπίτι, λίγο πριν βραδιάσει. Κουράζομαι και βρωμάω πολύ! Δυο φορές το μήνα, όταν οι θείοι γιορτάζουν, εγώ φορώ τα καλά μου. Να, όπως τώρα που με κοιτάτε! Δεν είμαι λιγάκι όμορφη;

Μου αρέσουν πολύ τα μαργαριτάρια που μου χάρισε η γιαγιά Ενβί, λίγο πριν πεθάνει. Νιώθω ακόμα τη θέρμη της αγκαλιάς της. Την αγαπούσα πολύ αυτήν τη γιαγιά! Όταν φορώ τα άσπρα της μαργαριτάρια, νιώθω πως στέκεται πλάι μου. Θα ‘ναι, αλήθεια, πολύ περήφανη για μένα! Μπαμπά μου, σώσε με! Μου λείπεις τόσο πολύ!


19 Δεκ 2023

«ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ»

 
Σε μια μακρινή πόλη της Αιθιοπίας ζούσε κάποτε μια οικογένεια. Τα μέλη της ήταν τέσσερα: ο πατέρας, που λεγόταν Ρίκ, η μητέρα που το όνομά της θύμιζε μαργαριτάρι - καθ' ότι Μάργκαρετ- και τα δυο παιδιά, ο Βίκτωρ κι η Βανέσα. 
    Η οικογένεια καταγόταν από την Αμερική. Επειδή, όμως, δεν είχαν πια χρήματα τους κατέσχεσαν το σπίτι κι έτσι κατέληξαν στην Αιθιοπία.
   Ο πατέρας δούλευε, αλλά τα χρήματα που έβγαζε ήταν ελάχιστα. Ανάγκασε έτσι τα παιδιά να δουλεύουν κι αυτά. Ο Βίκτωρ στην αρχή δεν συμφώνησε, αλλά με τη φράση του πατέρα «ΔΕΝ ΘΑ ΤΡΩΤΕ, ΑΝ ΔΕ ΔΟΥΛΕΥΕΤΕ»,  άλλαξε γνώμη. Η Βανέσα από την άλλη είχε μια υπέροχη φωνή, αλλά κανείς δεν το ήξερε. Στο μέλλον ήθελε να γίνει τραγουδίστρια, αλλά ποτέ δεν ανέφερε κάτι στους γονείς της, γιατί φοβόταν πολύ.
    Μια μέρα, καθώς τραγουδούσε η Βανέσα, την πλησίασε ένας διάσημος κύριος, πολύ γνωστό όνομα στον χώρο του τραγουδιού. Της ζήτησε να τραγουδήσει μαζί του, σε ένα μαγαζί. Η Βανέσα στην αρχή αρνήθηκε. Μετά σκέφτηκε ότι θα κάνει το όνειρό της πραγματικότητα! Ο κύριος της υποσχέθηκε πολλά χρήματα, γιατί είχε αναγνωρίσει το ταλέντο της.
 Η Βανέσα πολύ γρήγορα έβγαλε αρκετά χρήματα. Έπειτα ζήτησε από τον κύριο να την οδηγήσει εκεί, όπου την είχε βρει. Ο κύριος, χωρίς αντίρρηση, την πήγε, απορώντας για ό,τι απασχολούσε το μυαλό της. Εκεί το κορίτσι βρήκε ξανά τον αδερφό της κι έφυγαν μαζί, κρυφά.
 Όταν έφτασαν σπίτι, οι γονείς τους δεν το πίστευαν. Έτρεξαν και τους αγκάλιασαν! Στο τέλος, με τα χρήματα της Βανέσας, ξεχρέωσαν το σπίτι τους. Έπειτα έζησαν αυτοί καλά και εμείς κάπως καλύτερα!
 

Παλίρροια Αισθημάτων»


Αρχές Μαρτίου του 1981, μια Πέμπτη μεσημέρι κατά τις δώδεκα, δώδεκα και κάτι, ο Νίκος ο Χατζής κατέβαινε στο λιμάνι,  χτυπώντας τις μπότες του στις τσιμεντένιες πλάκες. Ο καιρός ήταν καθαρός εκείνη τη μέρα κι ο ουρανός καταγάλανος. Δεν έπρεπε, όμως, να σε ξεγελά η λαμπερή λιακάδα, το κρύο ήταν τσουχτερό, και φύσαγε ένα ψιλό βοριαδάκι, που σε περόνιαζε μέχρι το κόκκαλο.
    Εικοσάρης ο Νίκος, μοναχοπαίδι, περπάταγε καμαρωτός και με σταθερό βήμα. Ανάστημα κανονικό,  λιγάκι προς το ψηλό θα έλεγες! Κατάμαυρα σγουρά μαλλιά και μάτια καστανά με μια δόση διακριτικής μελαγχολίας. Ζούσε σε χωριό, απομακρυσμένο από την πόλη, κοντά σε θάλασσα.  Μόλις είχε τελειώσει την Γ' Λυκείου, με χίλιες δυσκολίες. Από μικρός, η ζωή δεν του 'ρθε εύκολη! Ήταν αναγκασμένος να πολεμά μόνος! Ήταν ερωτευμένος, όπως έλεγε, με την Ελένη, την κόρη του Δημάρχου, από ευκατάστατη οικογένεια, που αντιπαθούσε τον Νίκο. Σχετίζονταν απ' το Γυμνάσιο, κι αυτή τον αγαπούσε πολύ! 
     Ζούσαν ειρηνικά στο χωριό, χωρίς φασαρίες, τσακωμούς ή συκοφαντίες. Δεν υπήρχαν, άλλωστε, πολλοί κάτοικοι κει πέρα. Μόνο αγρότες και κάνα δυό γερόντια που μεγάλωσαν εκεί. Όμορφο χωριό, με μεγάλα καταπράσινα δάση κι απότομες πλαγιές για τους ξένους! Πότε πότε άκουγες κι αθώες φωνούλες στο χωριό, να γελούν παίζοντας! 
    Οι γέροι συνήθιζαν να μαζεύονται στο καφενείο τ' απόγευμα, πίνοντας, τρώγοντας, καπνίζοντας. Η ζωή για τον Νίκο δεν κυλούσε ήρεμα  εκεί. Έπρεπε να βρει μια δουλειά, για να 'ναι ικανός να συντηρεί τον εαυτό του και την Ελένη, που 'χαν βάλει στόχο να παντρευτούν, το γρηγορότερο. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει στο χωριό! Χωρίς δισταγμό ή δεύτερες σκέψεις αποφάσισε να φύγει για την Αθήνα. Η Ελένη δεν μπορούσε να ζήσει μακριά του! Μα δεν προσπάθησε και του αλλάξει γνώμη, αφού σεβόταν την απόφαση που πήρε για τη ζωή. Τρεις μέρες αργότερα συναντήθηκαν στο λιμάνι, για ν' αποχαιρετηστούν. Πολύ επώδυνο και για τους δυο!
    Τα πάντα άλλαξαν τη στιγμή που ο Νίκος είδε ένα τεράστιο κύμα! Ήταν ικανό όχι μόνο να χτυπήσει το νεαρό ζευγάρι, αλλά να καταστρέψει ολάκερο το χωριό ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του. 
     Έτρεξαν κι οι δυο να ενημερώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Άδικος κόπος! Σε μερικά λεπτά βυθίστηκε ολάκερο το χωριό, στο νερό και τη λάσπη. Χάθηκαν πολλές ανθρώπινες ζωές, μικρών αλλά και μεγαλυτέρων. 
    Υπήρξε το τέλος όχι μόνο του χωριού αλλά και της Ελένης! Όλοι -όσοι έζησαν- κατηγόρησαν τον Νίκο! Έλεγαν πως βρέθηκε εκεί, για να τον χαιρετήσει, ενώ θα μπορούσε να 'ναι σπίτι της! 
    Ο Νίκος, δυο μέρες αργότερα, έφυγε για την Αθήνα, όπως είχε προγραμματίσει. 
Πίστευε πως θα μπορούσε να ξεκινήσει μια νέα ζωή, έχοντας πάντα μέσα του, βαθιά χαραγμένο στην ψυχή το βλέμμα και την αθωότητα της Ελένης! Καλή αρχή!

«Δολιχοδρόμος Έρως»



Πηγή σαν ήμουνα, θα μέρευα τη δίψα σου,
θα στέρευα τον χείμαρρο του πάθους.
Θα χόρευα στις άπειρες ερήμους 
κάποιου νου ξελογιασμένου.
Μεσαίωνας θα έμοιαζα, τα «πρέπει» 
της ψυχής σου να δαμάσω. 

Πλάσμα της Θάλασσας αν ήμουνα  
θα θύμιζα σπόγγο καθαρμού, τη θλίψη
των ματιών σου ν' αφανίσω. 
Ή μια γυναίκα-Θάνατος 
ασίγαστη φωτιά στα σωθικά 
σου μέσα να σημάνω.

Αν ήμουν άνεμος, λίβας θανατερός 
θα 'μοιαζα καταμεσής καλοκαιριού,
άρωμα μέθης στις κόγχες των περαστικών,
σπόρος καθαρμού στην ψυχή του Σύμπαντος, φαρμάκι δολερό στον αλαβάστρινο λαιμό σου να κολλήσω . 

Κι αν ήμουν το ύστατό σου βήμα, 
 θα γινόμουν το απόλυτο Κενό
στην άκρη του γκρεμού σου!