Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

31 Μαΐ 2025

«Το κάλεσμα της καρδιάς...»

- Ανθή! Τι έχεις; Φαίνεσαι προβληματισμένη τελευταία.
- Να... η μητέρα! Γίνεται επίμονα πιεστική. Άφησέ με, Σοφία, να χαρείς!
-  Οχι! Φτάνει, επιτέλους η μυστικοπάθεια! Τι συμβαίνει;
- Εκπλήσσομαι που δεν έχεις καταλάβει! Βάλθηκε να μου κάνει προξενιό! Λίγες βδομάδες πριν, γνώρισε σε δείπνο έναν γιατρό ευκατάστατο. Απ' την πρώτη στιγμή, τον προορίζει για μένα. Κι αυτός, της είπε εμπιστευτικά, πως με είδε τυχαία και του κίνησα το ενδιαφέρον.
- Μιλάς σοβαρά;
- Σοβαρότατα. Το χειρότερο στο είπα; Είναι δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος. Σκέψου, λοιπόν, να περάσω τη ζωή μου κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους ως σύζυγος γιατρού!
- Είναι λυπηρό. Καημένη μου!
- Σσσs! Ησυχία! Έρχεται η μητέρα. Η Ανθή κι η Σοφία, δεκαεννιά και δεκαπέντε ετών, ήταν οι δύο κόρες της οικογένειας Αϊβαλιώτη. Ο πατέρας είχε πεθάνει πριν χρόνια και πλέον ζούσαν με τη μητέρα, στο αρχοντικό τους. Η Ανθή, μια όμορφη κοπέλα, ψηλή, με γλυκό πρόσωπο και μακριά, καστανά μαλλιά. Ήταν γελαστή, ευγενική, ενίοτε πολύ ευαίσθητη στις ματαιότητες του κόσμου αυτού. Η Σοφία, απ' την άλλη, πανέξυπνη, δυναμική, ζωηρή, πρόθυμη να υπερασπιστεί την αδερφή της, πάντοτε. Η μητέρα, αριστοκρατικής καταγωγής, υπεραγαπούσε τις κόρες της. Πολλές φορές, όμως, γινόταν ιδιαιτέρως παρεμβατική σε προσωπικά ζητήματα. Όπως έλεγε, «νοιαζόταν για το καλό τους!». Ονειρευόταν έναν καλό γάμο για τη μεγάλη, με οικονομικά ευκατάστατο γαμπρό. Ο σύζυγος, φεύγοντας απ' τη ζωή, άφησε πολλά χρέη, που τώρα βάραιναν την οικογένεια. Γνωρίζοντας, τον κύριο Αλεξάνδρου, που έδειξε να γοητεύεται απ' την ομορφιά και το παράστημα της Ανθής, το θεώρησε ιδανική ευκαιρία να την αποκαταστήσει, αφού θα της πρόσφερε άνεση στην οικογενειακή ζωή, πλούτο, πολυτέλεια και κοινωνικό στάτους.
    Ωστόσο, η Ανθή είχε άλλα σχέδια. Ήταν πολύ ερωτευμένη με τον Αχιλλέα, έναν παιδικό της φίλο και συμμαθητή, που -πλειστάκις- είχε εκφράσει τον θαυμασμό του για κείνη. Η μητέρα δεν το ενέκρινε, καθώς ο νεαρός δε διέθετε οικονομική ευμάρεια, ούτε αριστοκρατικές καταβολές. Ήταν απλά ένας αγρότης.
- Ανθή, θέλω να σου μιλήσω. Σοβαρά αυτήν τη φορά, είπε η μητέρα στην κόρη, κοιτάζοντάς την με αυστηρότητα.
- Ω, μητέρα! Σ' αγαπώ τόσο πολύ, μα τούτη τη φορά πρέπει να με καταλάβεις! διαμαρτυρήθηκε εκείνη, με παρακλητικό τόνο στη φωνή.
- Νοιάζομαι για το μέλλον σου, αγάπη μου, το ξέρεις αυτό. Σκέψου τι χαρά θα έπαιρνε κι ο πατέρας σου, εάν έβλεπε την κόρη του να παντρεύεται έναν εξαιρετικό επιστήμονα διεθνούς φήμης, απάντησε η μητέρα.
- Μα... μητέρα, τη διέκοψε ευγενικά η Ανθή.
Εάν καταλάβω πως θέλεις να καταλήξεις μια ασήμαντη, κατακαημένη βοσκοπούλα, θα πεθάνω! Σε λίγα χρόνια θα μετανιώνεις που δε σκέφτηκες προνοητικά.
   Οι μέρες πέρασαν κι η συνάντηση της Ανθής με τον Φίλιππο Αλεξάνδρου έγινε, χωρίς να είναι στις προθέσεις κανενός απ' τους δύο. Η Σοφία αρρώστησε σοβαρά κι η μητέρα, χωρίς να χάσει την ευκαιρία, τον κάλεσε σπίτι, να την κουράρει. Ο Φίλιππος κι η Ανθή γνωρίστηκαν και, παρ' ότι ευγενικός μαζί της, δεν άλλαξε η γνώμη της γι'  κείνον. Τον έβρισκε πολύ μεγάλο, πολύ ώριμο για την ηλικία της και σίγουρα δεν είχαν τόσα κοινά, όσα με τον Αχιλλέα. Η μητέρα, όμως, συνέχιζε να επιμένει κι η πονόψυχη Ανθή δεν άντεχε να τη βλέπει προβληματισμένη. Ίσως να μην ήταν τόσο ακατόρθωτο να ερωτευτεί του Φίλιππο, εάν δοκίμαζε. Ίσως να μην έπρεπε να είναι τόσο πεισματάρα κι ίσως η μητέρα της ήξερε κάτι παραπάνω. Έπρεπε να συμβιβαστεί για χάρη εκείνης και του ονόματος τους.
Μέσα σε λίγο καιρό η Ανθή έπαψε να είναι η «δεσποινίς Αϊβαλιώτη» και πλέον όλοι τη φώναζαν «κυρία Αλεξάνδρου». Κι η μητέρα της φούσκωνε από περηφάνεια. Ο γάμος τους ήταν πολυτελής. Σύντομα, η Avθή έμενε σε μια έπαυλη με τον Φίλιππο, λίγο πιο πέρα απ' τη μητέρα και την αδερφή της. O Αχιλλέας, σαν πληροφορήθηκε την είδηση του γάμου, απογοητεύτηκε πολύ, αλλά προσπάθησε να το κρύψει, δίνοντας ευχές για την ευτυχία τους.
Οι μήνες περνούσαν. Ο Φίλιππος εργαζόταν πολλές ώρες, ενώ συχνά παρευρίσκονταν, όταν τελείωνε, σε δείπνα με τους συναδέλφους. Κάθε πρωί της έδινε ένα φιλί κι έφευγε. Η Ανθή ένιωθε πως κάτι της λείπει. 
    Μα τι της έλειπε; Τα είχε όλα. Είχε πετυχημένο σύζυγο, ένα πολυτελές σπίτι, πολλά καινούργια, ακριβά ρούχα και κοσμήματα. Δεν ήταν πια ένα ορφανό κορίτσι, αλλά σύζυγος αξιοσέβαστου επιστήμονος. Καθόταν μόνη στο σπίτι, ώρες ατελείωτες δίχως τίποτε να 'χει να κάνει. Κοιτούσε τις πανάκριβες πορσελάνες, τους περίτεχνους καθρέφτες, τις «ασυκτιούσες» βιβλιοθήκες. Όλα εγκαταλειμμένα, μες στη σκόνη, χωρίς ζωή! Κανένας άνθρωπος γύρω της για να μιλήσει, να γελάσει, να διασκεδάσει. Πόσο θα 'θελε να ήταν εκεί η αδερφή της! Αναρωτιόταν τι αξία έχουν τα υλικά αγαθά, όταν απουσιάζουν η αγάπη και η συντροφικότητα. Ένιωθε μόνη. Ο Φίλιππος δεν της έδινε καμιά σημοσία κι όσο περνούσε ο καιρός, της μιλούσε όλο και λιγότερο, την αντιμετώπιζε σα μωρό κι ούτε μια φορά δεν την άφηνε να τον συνοδεύσει στις δεξιώσεις. Όλα  τα 'βλεπε να περνούν μπροστά της, σα σκιές. Ήταν παγιδευμένη -απ' τα είκοσί της χρόνια- σε μια ζωή με την οποία είχε συμβιβαστεί απλά.  
    Σα να μην έφταναν όλα αυτά, κάθε βράδυ έβλεπε κι εφιάλτη: τη Σοφία να τη φωνάζει να γυρίσει στο σπίτι και τον Αχιλλέα να της λέει πως δεν περίμενε να τον απογοητεύσει έτσι. Για πολλές μέρες, εμφανιζόταν στον ύπνο της ένα κόκκινο πουλί, στο χρώμα της φλόγας. Ήταν ένα πουλί διαφορετικό απ' τ' άλλα. Δεν κελαηδούσε, μόνο χτυπούσε δυνατά τα φτερά του. 
    Ένα βράδυ, όμως, της μίλησε σ' ανθρώπινη  γλώσσα. Η Ανθή άκουσε ολοκάθαρα να της λέει: «Ακολούθησε την καρδιά σου! Μόνο έτσι θα βρεις αληθινή ευτυχία. Η ζωή είναι πολύτιμη!». 
Η κοπέλα ταράχτηκε. Κοίταξε πανικόβλητη δίπλα της. Ο Φίλιππος είχε ήδη φύγει. Ξημέρωνε σιγά σιγά, μα δεν το 'χε καταλάβει. Πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και, φορώντας ακόμη το νυχτικό, έτρεξε στην αυλή, ενστικτωδώς. Τότε εμφανίστηκε ξαφνικά ολοζώντανο μπροστά της το κόκκινο πουλί που είχε δει στον ύπνο της. Αδυνατώντας να πιστέψει ό,τι έβλεπε και νομίζοντας πως συνεχίζει ν' ονειρεύεται, παραπάτησε προς τα πίσω. Το πουλί την κοίταξε κατάματα, της είπε ξανά: «Ακολούθησε την καρδιά σου! Μόνο έτσι θα βρεις αληθινή ευτυχία. Η ζωή είναι πολύτιμη!» και πέταξε μακριά. Τότε η Ανθή, χωρίς δεύτερη σκέψη -υπακούοντας στη συμβουλή του πτηνού-, σα να ξύπνησε από λήθαργο, έτρεξε μ' όλη  τη δύναμή της προς την κατεύθυνση που είχε φύγει. Ένιωθε πιο ελεύθερη από ποτέ! Είχε τρέξει μακριά από ό,τι τη δέσμευε και την κρατούσε εγκλωβισμένη. Ήταν πλέον έτοιμη να ζήσει τη ζωή της, όπως την είχε ονειρευτεί! (Πορτ.Μαρ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: