Το σιχαινόταν αυτό το μέρος. Το μισούσε τόσο που κάθε μέρα κοιτούσε έξω απ' το παράθυρό της. Ονειρευόταν τη μέρα που θα έφευγε από κει. Μέσα της γνώριζε πως η μέρα αυτή ίσως δεν ερχόταν ποτέ.
Έτος 1889 κι η Ερμιόνη είχε μόλις κλείσει τα δεκαεπτά της. Είχε τέσσερις μικρότερες αδερφές και δυο αδερφούς, που μόλις είχαν φύγει απ' το σπίτι. Ο Νικόλας θα σπούδαζε Ιατρική στη Θεσσαλονίκη κι ο μικρότερος, ο Σπύρος, έγινε κτηνοτρόφος. Η Ερμιόνη ήταν είναι υπέροχο παιδί. Πρόθυμη να βοηθήσει τους πάντες, με μια χαρακτηριστική γλυκύτητα στο χαμόγελο που σπάνιζε στη μικρή επαρχιακή κοινωνία.
Ξημερώματα στο χωριό συνειδητοποίησε η Ερμιόνη πως μια μέρα πριν είχε κλείσει τα δεκαεπτά. Σηκώθηκε απότομα απ' το κρεβάτι και κοίταξε απ' την χαραμάδα του παραθύρου τον κόκκινο ήλιο της Αυγής. «Είμαι ένα βήμα πριν την ενηλικίωση τώρα!», σκέφτηκε μέσα της, «ανυπομονώ να δω πώς είναι να μην είσαι πλέον παιδί!»
Άνοιξε απότομα η πόρτα του δωματίου της. «Αγάπη μου ξύπνησες...», είπε η μητέρα της όλο ενθουσιασμό. Ξάπλωσαν μαζί στο κρεβάτι και με τρυφερότητα χάιδεψε τα μαλλιά της κόρης της.
Η Ερμιόνη παραξενεύτηκε, αφού η συμπεριφορά δεν ήταν συνηθισμένη για τη μητέρα. Ωστόσο, ήταν πρόθυμη να την απολαύσει... όσο την είχε. «Ξέρεις, αγάπη μου, πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά
για το μέλλον σου!»
- Τι εννοείς μητέρα;
«Έχεις φτάσει σε μια ηλικία κι εμείς δε θα 'μαστε για πάντα εδώ να σε προσέχουμε! Ερμιόνη, έχεις φτάσει σε ηλικία γάμου. Πρέπει να βρεις έναν σύζυγο ν' αποκατασταθείς, επιτέλους!»
Τα μάτια της γούρλωσαν και το πρόσωπό της πάνιασε απ' την έκπληξη. Η όψη της χλώμιασε κι απότομα πετάχτηκε ολόρθη.
- Είμαι μόλις δεκαεπτά χρονών, ούρλιαξε σχεδόν. Δεν είμαι καν ενήλικη. Στο κάτω κάτω ο Σπύρος κι ο Νικόλας είναι πολύ μεγαλύτεροι από εμένα και ανύπαντροι. Γι' αυτούς τι λέτε;
- Αυτοί είναι άντρες! φώναξε η μητέρα. Μπορούν να δουλέψουν. Καθήκον τους είναι να βγάζουν χρήματα, για να συντηρούν την οικογένειά τους! Ένα μικρό κορίτσι σαν εσένα δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητο. Χρειάζεσαι έναν σύζυγο, και άμεσα!
για το μέλλον σου!»
- Τι εννοείς μητέρα;
«Έχεις φτάσει σε μια ηλικία κι εμείς δε θα 'μαστε για πάντα εδώ να σε προσέχουμε! Ερμιόνη, έχεις φτάσει σε ηλικία γάμου. Πρέπει να βρεις έναν σύζυγο ν' αποκατασταθείς, επιτέλους!»
Τα μάτια της γούρλωσαν και το πρόσωπό της πάνιασε απ' την έκπληξη. Η όψη της χλώμιασε κι απότομα πετάχτηκε ολόρθη.
- Είμαι μόλις δεκαεπτά χρονών, ούρλιαξε σχεδόν. Δεν είμαι καν ενήλικη. Στο κάτω κάτω ο Σπύρος κι ο Νικόλας είναι πολύ μεγαλύτεροι από εμένα και ανύπαντροι. Γι' αυτούς τι λέτε;
- Αυτοί είναι άντρες! φώναξε η μητέρα. Μπορούν να δουλέψουν. Καθήκον τους είναι να βγάζουν χρήματα, για να συντηρούν την οικογένειά τους! Ένα μικρό κορίτσι σαν εσένα δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητο. Χρειάζεσαι έναν σύζυγο, και άμεσα!
Νεκρική σιγή έπεσε στο δωμάτιο. Η Ερμιόνη δε σκεφτόταν πια. Απλώς κοιτούσε το πάτωμα κι αναρωτιόταν. Γιατί ο κόσμος να είναι έτσι, γιατί πρέπει οι γυναίκες να εξαρτιούνται απ' τους συζύγους, γιατί οφείλουν ν' αφήνουν τα όνειρα και τις ελπίδες πίσω τους, γιατί τόση αδικία, γιατί... Γιατί όλα αυτά ως δεδομένα; Ένα μακρόσυρτο, αδιάκοπο «γιατί» ούρλιαζε μέσα της. Η ίδια ονειρευόταν να πάει στο εξωτερικό, να γίνει μια γνωστή συγγραφέας. Ο έρωτας με τα βιβλία ήταν το μόνο που της έδινε έναν λόγο να συνεχίσει να μάχεται σ' αυτόν τον άδικο κόσμο. Κι ας το έκανε πάντα στα κρυφά!
Ο γάμος έγινε κανονικά. Δυο μήνες αργότερα.
Ο πατέρας της την πάντρεψε με τον γιο ενός συναδέλφου στα καράβια. Τον άντρα της τον είχε δει μόνο μια φορά πριν το γάμο. Η συγκατοίκηση ήταν αρκετά δύσκολη. Ο Πέτρος ήταν καλό και ήσυχο παιδί. Δε σήκωσε ποτέ τη φωνή ή το χέρι του στην Ερμιόνη. Παραταύτα, το να συμβιώνεις, να μοιράζεσαι την καθημερινότητά σου με κάποιον, μ' ένα άτομο που δε γνωρίζεις αποτελεί τεράστια δέσμευση, μια κατάσταση -από μόνη της- άκρως ψυχοφθόρα.
Ένας χρόνος πέρασε από τότε που παντρεύτηκε κι η Ερμιόνη ένιωθε άρρωστη. Αισθανόταν μια απερίγραπτη μοναξιά, αφού ο Πέτρος έλειπε σχεδόν όλη μέρα στη δουλειά. Κι όταν ήταν σπίτι, έτρωγε, κοιμόταν και ξαναέφευγε. Δεν τον κατηγορούσε. Κατανοούσε και τη δική του θέση στο σπίτι. Τον ρόλο του και πόσο σημαντικός ήταν. Μα δεν αρκούσε, για να την παρηγορήσει.
Μια μέρα, ενώ καθάριζε στο σπίτι, άκουσε απ' την αυλή έναν περίεργο ήχο, σαν να έπεσε κάτι. Όταν βγήκε έξω, για να δει τι έγινε, αντίκρισε μια πάπια να κάθεται στη μέση της αυλής. Παραξενεμένη η Ερμιόνη πήρε μια σκούπα, να τη διώξει, μα όταν πλησίασε αργά από πίσω, έγινε κάτι απρόσμενο: «Γιατί θες να με διώξεις; Δεν έχεις παρέα εδώ!» είπε η πάπια.
- Μα... μιλάς;
- Και, βέβαια, μιλάω! Δεν έχεις ξανακούσει πάπια να μιλάει; είπε και σήκωσε επιδεικτικά τα φρύδια της.
- Όχι, ποτέ! Και δε θέλω να ξέρω, γιατί μιλάς. Σε παρακαλώ, άσε με ήσυχη!
- Η πολλή ησυχία σε κατέστρεψε! ψιθύρισε η πάπια.
Η Ερμιόνη βάδιζε προς το σπίτι, προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε μόλις συμβεί. Ο συλλογισμός της γρήγορα διακόπηκε, όταν είδε την πάπια να κάθεται στην πολυθρόνα του σαλονιού, διαβάζοντας εφημερίδα.
Οι μέρες περνούσαν κι η πάπια ερχόταν κάθε μέρα, να κάνουν παρέα. Πίνανε τσάι, διάβαζαν μυθιστορήματα κι έλυναν σταυρόλεξα. Η Ερμιόνη είχε σταματήσει ν' αναρωτιέται τι συνέβαινε, αφού επιτέλους είχε αυτό που τόσο ονειρευόταν, μια «κάποια» παρέα.
Είχαν γίνει αχώριστες. Ανυπομονούσε κάθε βράδυ να έρθει το αύριο, ώστε να ξαναδεί τη φίλη της. Μια μέρα ο Πέτρος δεν μπορούσε να πάει στη δουλειά, λόγω γρίπης. Παρόλα αυτά η πάπια ήρθε, για μια ακόμη φορά.
- Γεια! Επιτέλους, ήρθες. Άργησες λίγο σήμερα! Τελοσπάντων! Τι τσάι θέλεις; Του βουνού ή χαμομήλι, όπως συνήθως;
- Καλή μου; είπε ο Πέτρος με γουρλωμένα μάτια.
- Παρακαλώ... απάντησε αφηρημένα η Ερμιόνη.
- Δεν είναι κανείς εκεί! Με ποιον μιλάς;
- Με κανέναν... δεν υπάρχει κανείς εδώ... με ποιον θέλεις να μιλάω;
Σιγά σιγά, ο Πέτρος έπαψε να λείπει τόσο συχνά. Η πάπια αραίωσε τις επισκέψεις της. Η Ερμιόνη βαθμιαία εκτίμησε τη στήριξη του άνδρα της κι άρχισε να την αναζητά. Λίγο αργότερα, ένιωσε την αγάπη του κι έμαθε ν' ανταποκρίνεται σε αυτήν. Κάποια χρόνια αργότερα άρχισε και τη συγγραφή. Και αυτήν, με τη βοήθεια και τη στήριξη του Πέτρου.
Τέλος παραμυθιού, καληνύχτα σας! (Εζ.Στεφ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου