Υπήρχε κάποτε μια λίμνη, πανέμορφη, με νερά πεντακάθαρα, είχε λίγα βράχια, μα ήταν πανέμορφη. Το μόνο κακό της; Θεωρούνταν καταραμένη! Όποιος έμπαινε στα νερά της ή έπινε από αυτήν, μαγευόταν και δεν ήθελε πια να φύγει από κει! Μόνο στα ζώα δεν έπιανε, ήταν για τους ανθρώπους.
Κάποια στιγμή, λένε, ένας ταξιδιώτης είχε σταματήσει σ' εκείνη τη λίμνη, να ξεκουραστεί. Ήπιε λίγο απ' το νερό της και μαγεύτηκε. Λένε πως, αν περάσεις από κει και κοιτάξεις προσεκτικά τα παγωμένα της νερά, θα τον δεις να κατοικεί μέσα τους! Δε θέλει να φύγει κι έτσι κανείς άλλος δεν πρέπει να πιει από τη λίμνη, γιατί απλά θα του κάνει παρέα!
Κάποτε ένας πατέρας με δύο ορφανά ταξίδευε συνέχεια. Έψαχνε ένα μέρος να ξεκουραστούν, μα κανένα δεν του ήταν κατάλληλο. Στο ένα του έπεφτε ο ήλιος στα μάτια στο άλλο είχε πολύ κρύο. Εκεί που περπατούσε τα παιδιά του δίψασαν. Ήπιαν όλο το νερό που είχαν μαζί τους, και την τελευταία σταγόνα στο μπουκάλι τους. Τότε είδε μπροστά του έναν γέρο. Αυτός, όταν ζήτησε λίγο νερό, του είπε εμφατικά: « Ό,τι και να κάνεις, μην πιείτε νερό από τη Λίμνη! Είναι καταραμένη, επικίνδυνη για σένα και κυρίως για παιδιά! Έλα να σου δώσω λίγο από το δικό μου να πιείς, να πάρεις και για τον δρόμο!» Έπειτα πήρε τα παιδιά κι έφυγαν.
Πιο πέρα, είδαν μια βατομουριά. Ο ίδιος πήγε να μαζέψει βατόμουρα κι άφησε τα παιδιά ελεύθερα να παίξουν. Παίζοντας για ώρα, φτάσανε -χωρίς να το καταλάβουν-στη λίμνη κι ένα τους έπεσε, κατά λάθος, μέσα. Τα μάτια του, κατευθείαν, μαύρισαν κι άρχισε να επαναλαμβάνει λόγια παράξενα: «Θέλω να μείνεις εδώ! Σε θέλω πλάι μου!».
Το άλλο παιδί τρόμαξε και πήγε να βρει τον πατέρα τους. Τον φώναξε και του διηγήθηκε τι συνέβη. Ο πατέρας έψαξε στη λίμνη, αλλά δε βρήκε το χαμένο παιδί. Σκέφτηκε ν' αναζητήσει τον γέροντα, μήπως μπορεί να λύσει τα μάγια. Μόλις τον βρήκε, εκείνος του είπε πως, για να σωθεί, πρέπει μια κοπέλα «μαγική» να του πάρει την καρδιά. Μόλις ερωτευτεί, το σώμα του θ' απελευθερωθεί από την καταραμένη λίμνη. Αμέσως ο πατέρας άρχισε να ψάχνει κοπέλες όμορφες, για να τις φέρει στη λίμνη. Να τις δει το παιδί του και να ξυπνήσει απ' την κατάρα. Τίποτε δεν κατάφερε! Απελπισμένος άρχισε να κλαίει γοερά.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μέσα απ' τον διπλανό θάμνο, πρόβαλε μία γυναίκεια οπτασία, μια κοπέλα μοναδικά όμορφη. Ο πατέρας σκέφτηκε πως υπήρχε πια ελπίδα να σωθεί το παιδί! Πράγματι, το μαγεμένο αγόρι, καθώς την αντίκρυσε, ένιωσε ένα φτερούγισμα στην καρδιά του, γέμισε συναισθήματα, μα δε γιατρεύτηκε. Κάποιος τον κρατούσε μαγεμένο κάτω, απ' τα βάθη της λίμνης. Άξαφνα μια μικρή μάγισσα μ' ένα μεγάλο ραβδί, ξεπρόβαλε απ' τα νερά. Είπε πως το παιδί δεν θα σωζόταν, ούτε με την αγάπη. Το πανέμορφο κορίτσι έπιασε το χέρι του, μήπως του δείξει πως, αν αγαπηθεί κι αγαπήσει, θα γιατρευτεί. Μα πάλι τίποτα δεν έγινε! Ο πατέρας, τρελός απ' αγωνία, άρπαξε το χέρι της μάγισσας, τραβώντας το με δύναμη, για να τη βγάλει από τη λίμνη. Έτσι κι έγινε. Έπειτα την έδεσε γερά στη βατομουριά κι αυτή μεταμορφώθηκε σε σκόνη, που τη σκόρπισε ο άνεμος.
Την ίδια στιγμή το πανέμορφο κορίτσι φίλησε τ' αγόρι στο μέτωπο. Τα μάτια του μικρού έλαμψαν και ξύπνησε. Φίλησε κι αυτός την κοπέλα και της είπε « Σ' αγαπώ!» Από τότε η καταραμένη λίμνη έγινε ο πιο αγαπημένος προορισμός όλων των ερωτευμένων. Το αγόρι παντρεύτηκε το κορίτσι κι έφτιαξαν υπέροχη οικογένεια, ζώντας δίπλα στη λίμνη. Ο πατέρας με τον αδελφό του νέου συνέχιζαν να ταξιδεύουν παντού, σ' όλα τα μέρη της γης. Μα πάντοτε γύριζαν στη λίμνη, για να ηρεμήσουν!