Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

31 Μαΐ 2025

«Το κάλεσμα της καρδιάς...»

- Ανθή! Τι έχεις; Φαίνεσαι προβληματισμένη τελευταία.
- Να... η μητέρα! Γίνεται επίμονα πιεστική. Άφησέ με, Σοφία, να χαρείς!
-  Οχι! Φτάνει, επιτέλους η μυστικοπάθεια! Τι συμβαίνει;
- Εκπλήσσομαι που δεν έχεις καταλάβει! Βάλθηκε να μου κάνει προξενιό! Λίγες βδομάδες πριν, γνώρισε σε δείπνο έναν γιατρό ευκατάστατο. Απ' την πρώτη στιγμή, τον προορίζει για μένα. Κι αυτός, της είπε εμπιστευτικά, πως με είδε τυχαία και του κίνησα το ενδιαφέρον.
- Μιλάς σοβαρά;
- Σοβαρότατα. Το χειρότερο στο είπα; Είναι δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος. Σκέψου, λοιπόν, να περάσω τη ζωή μου κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους ως σύζυγος γιατρού!
- Είναι λυπηρό. Καημένη μου!
- Σσσs! Ησυχία! Έρχεται η μητέρα. Η Ανθή κι η Σοφία, δεκαεννιά και δεκαπέντε ετών, ήταν οι δύο κόρες της οικογένειας Αϊβαλιώτη. Ο πατέρας είχε πεθάνει πριν χρόνια και πλέον ζούσαν με τη μητέρα, στο αρχοντικό τους. Η Ανθή, μια όμορφη κοπέλα, ψηλή, με γλυκό πρόσωπο και μακριά, καστανά μαλλιά. Ήταν γελαστή, ευγενική, ενίοτε πολύ ευαίσθητη στις ματαιότητες του κόσμου αυτού. Η Σοφία, απ' την άλλη, πανέξυπνη, δυναμική, ζωηρή, πρόθυμη να υπερασπιστεί την αδερφή της, πάντοτε. Η μητέρα, αριστοκρατικής καταγωγής, υπεραγαπούσε τις κόρες της. Πολλές φορές, όμως, γινόταν ιδιαιτέρως παρεμβατική σε προσωπικά ζητήματα. Όπως έλεγε, «νοιαζόταν για το καλό τους!». Ονειρευόταν έναν καλό γάμο για τη μεγάλη, με οικονομικά ευκατάστατο γαμπρό. Ο σύζυγος, φεύγοντας απ' τη ζωή, άφησε πολλά χρέη, που τώρα βάραιναν την οικογένεια. Γνωρίζοντας, τον κύριο Αλεξάνδρου, που έδειξε να γοητεύεται απ' την ομορφιά και το παράστημα της Ανθής, το θεώρησε ιδανική ευκαιρία να την αποκαταστήσει, αφού θα της πρόσφερε άνεση στην οικογενειακή ζωή, πλούτο, πολυτέλεια και κοινωνικό στάτους.
    Ωστόσο, η Ανθή είχε άλλα σχέδια. Ήταν πολύ ερωτευμένη με τον Αχιλλέα, έναν παιδικό της φίλο και συμμαθητή, που -πλειστάκις- είχε εκφράσει τον θαυμασμό του για κείνη. Η μητέρα δεν το ενέκρινε, καθώς ο νεαρός δε διέθετε οικονομική ευμάρεια, ούτε αριστοκρατικές καταβολές. Ήταν απλά ένας αγρότης.
- Ανθή, θέλω να σου μιλήσω. Σοβαρά αυτήν τη φορά, είπε η μητέρα στην κόρη, κοιτάζοντάς την με αυστηρότητα.
- Ω, μητέρα! Σ' αγαπώ τόσο πολύ, μα τούτη τη φορά πρέπει να με καταλάβεις! διαμαρτυρήθηκε εκείνη, με παρακλητικό τόνο στη φωνή.
- Νοιάζομαι για το μέλλον σου, αγάπη μου, το ξέρεις αυτό. Σκέψου τι χαρά θα έπαιρνε κι ο πατέρας σου, εάν έβλεπε την κόρη του να παντρεύεται έναν εξαιρετικό επιστήμονα διεθνούς φήμης, απάντησε η μητέρα.
- Μα... μητέρα, τη διέκοψε ευγενικά η Ανθή.
Εάν καταλάβω πως θέλεις να καταλήξεις μια ασήμαντη, κατακαημένη βοσκοπούλα, θα πεθάνω! Σε λίγα χρόνια θα μετανιώνεις που δε σκέφτηκες προνοητικά.
   Οι μέρες πέρασαν κι η συνάντηση της Ανθής με τον Φίλιππο Αλεξάνδρου έγινε, χωρίς να είναι στις προθέσεις κανενός απ' τους δύο. Η Σοφία αρρώστησε σοβαρά κι η μητέρα, χωρίς να χάσει την ευκαιρία, τον κάλεσε σπίτι, να την κουράρει. Ο Φίλιππος κι η Ανθή γνωρίστηκαν και, παρ' ότι ευγενικός μαζί της, δεν άλλαξε η γνώμη της γι'  κείνον. Τον έβρισκε πολύ μεγάλο, πολύ ώριμο για την ηλικία της και σίγουρα δεν είχαν τόσα κοινά, όσα με τον Αχιλλέα. Η μητέρα, όμως, συνέχιζε να επιμένει κι η πονόψυχη Ανθή δεν άντεχε να τη βλέπει προβληματισμένη. Ίσως να μην ήταν τόσο ακατόρθωτο να ερωτευτεί του Φίλιππο, εάν δοκίμαζε. Ίσως να μην έπρεπε να είναι τόσο πεισματάρα κι ίσως η μητέρα της ήξερε κάτι παραπάνω. Έπρεπε να συμβιβαστεί για χάρη εκείνης και του ονόματος τους.
Μέσα σε λίγο καιρό η Ανθή έπαψε να είναι η «δεσποινίς Αϊβαλιώτη» και πλέον όλοι τη φώναζαν «κυρία Αλεξάνδρου». Κι η μητέρα της φούσκωνε από περηφάνεια. Ο γάμος τους ήταν πολυτελής. Σύντομα, η Avθή έμενε σε μια έπαυλη με τον Φίλιππο, λίγο πιο πέρα απ' τη μητέρα και την αδερφή της. O Αχιλλέας, σαν πληροφορήθηκε την είδηση του γάμου, απογοητεύτηκε πολύ, αλλά προσπάθησε να το κρύψει, δίνοντας ευχές για την ευτυχία τους.
Οι μήνες περνούσαν. Ο Φίλιππος εργαζόταν πολλές ώρες, ενώ συχνά παρευρίσκονταν, όταν τελείωνε, σε δείπνα με τους συναδέλφους. Κάθε πρωί της έδινε ένα φιλί κι έφευγε. Η Ανθή ένιωθε πως κάτι της λείπει. 
    Μα τι της έλειπε; Τα είχε όλα. Είχε πετυχημένο σύζυγο, ένα πολυτελές σπίτι, πολλά καινούργια, ακριβά ρούχα και κοσμήματα. Δεν ήταν πια ένα ορφανό κορίτσι, αλλά σύζυγος αξιοσέβαστου επιστήμονος. Καθόταν μόνη στο σπίτι, ώρες ατελείωτες δίχως τίποτε να 'χει να κάνει. Κοιτούσε τις πανάκριβες πορσελάνες, τους περίτεχνους καθρέφτες, τις «ασυκτιούσες» βιβλιοθήκες. Όλα εγκαταλειμμένα, μες στη σκόνη, χωρίς ζωή! Κανένας άνθρωπος γύρω της για να μιλήσει, να γελάσει, να διασκεδάσει. Πόσο θα 'θελε να ήταν εκεί η αδερφή της! Αναρωτιόταν τι αξία έχουν τα υλικά αγαθά, όταν απουσιάζουν η αγάπη και η συντροφικότητα. Ένιωθε μόνη. Ο Φίλιππος δεν της έδινε καμιά σημοσία κι όσο περνούσε ο καιρός, της μιλούσε όλο και λιγότερο, την αντιμετώπιζε σα μωρό κι ούτε μια φορά δεν την άφηνε να τον συνοδεύσει στις δεξιώσεις. Όλα  τα 'βλεπε να περνούν μπροστά της, σα σκιές. Ήταν παγιδευμένη -απ' τα είκοσί της χρόνια- σε μια ζωή με την οποία είχε συμβιβαστεί απλά.  
    Σα να μην έφταναν όλα αυτά, κάθε βράδυ έβλεπε κι εφιάλτη: τη Σοφία να τη φωνάζει να γυρίσει στο σπίτι και τον Αχιλλέα να της λέει πως δεν περίμενε να τον απογοητεύσει έτσι. Για πολλές μέρες, εμφανιζόταν στον ύπνο της ένα κόκκινο πουλί, στο χρώμα της φλόγας. Ήταν ένα πουλί διαφορετικό απ' τ' άλλα. Δεν κελαηδούσε, μόνο χτυπούσε δυνατά τα φτερά του. 
    Ένα βράδυ, όμως, της μίλησε σ' ανθρώπινη  γλώσσα. Η Ανθή άκουσε ολοκάθαρα να της λέει: «Ακολούθησε την καρδιά σου! Μόνο έτσι θα βρεις αληθινή ευτυχία. Η ζωή είναι πολύτιμη!». 
Η κοπέλα ταράχτηκε. Κοίταξε πανικόβλητη δίπλα της. Ο Φίλιππος είχε ήδη φύγει. Ξημέρωνε σιγά σιγά, μα δεν το 'χε καταλάβει. Πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και, φορώντας ακόμη το νυχτικό, έτρεξε στην αυλή, ενστικτωδώς. Τότε εμφανίστηκε ξαφνικά ολοζώντανο μπροστά της το κόκκινο πουλί που είχε δει στον ύπνο της. Αδυνατώντας να πιστέψει ό,τι έβλεπε και νομίζοντας πως συνεχίζει ν' ονειρεύεται, παραπάτησε προς τα πίσω. Το πουλί την κοίταξε κατάματα, της είπε ξανά: «Ακολούθησε την καρδιά σου! Μόνο έτσι θα βρεις αληθινή ευτυχία. Η ζωή είναι πολύτιμη!» και πέταξε μακριά. Τότε η Ανθή, χωρίς δεύτερη σκέψη -υπακούοντας στη συμβουλή του πτηνού-, σα να ξύπνησε από λήθαργο, έτρεξε μ' όλη  τη δύναμή της προς την κατεύθυνση που είχε φύγει. Ένιωθε πιο ελεύθερη από ποτέ! Είχε τρέξει μακριά από ό,τι τη δέσμευε και την κρατούσε εγκλωβισμένη. Ήταν πλέον έτοιμη να ζήσει τη ζωή της, όπως την είχε ονειρευτεί! (Πορτ.Μαρ.)

29 Μαΐ 2025

«Φτερουγίσματα σε σπίτι αδειανό...»

Το σιχαινόταν αυτό το μέρος. Το μισούσε τόσο που κάθε μέρα κοιτούσε έξω απ' το παράθυρό της. Ονειρευόταν τη μέρα που θα έφευγε από κει. Μέσα της γνώριζε πως η μέρα αυτή ίσως δεν ερχόταν ποτέ.
    Έτος 1889 κι η Ερμιόνη είχε μόλις κλείσει τα δεκαεπτά της. Είχε τέσσερις μικρότερες αδερφές και δυο αδερφούς, που μόλις είχαν φύγει απ' το σπίτι. Ο Νικόλας θα σπούδαζε Ιατρική στη Θεσσαλονίκη κι ο μικρότερος, ο Σπύρος, έγινε κτηνοτρόφος. Η Ερμιόνη ήταν είναι υπέροχο παιδί. Πρόθυμη να βοηθήσει τους πάντες, με μια χαρακτηριστική γλυκύτητα στο χαμόγελο που σπάνιζε στη μικρή επαρχιακή κοινωνία.      
    Ξημερώματα στο χωριό συνειδητοποίησε η Ερμιόνη πως μια μέρα πριν είχε κλείσει τα δεκαεπτά. Σηκώθηκε απότομα απ' το κρεβάτι και κοίταξε απ' την χαραμάδα του παραθύρου τον κόκκινο ήλιο της Αυγής. «Είμαι ένα βήμα πριν την ενηλικίωση τώρα!», σκέφτηκε μέσα της, «ανυπομονώ να δω πώς είναι να μην είσαι πλέον παιδί!»
    Άνοιξε απότομα η πόρτα του δωματίου της. «Αγάπη μου ξύπνησες...», είπε η μητέρα της όλο ενθουσιασμό. Ξάπλωσαν μαζί στο κρεβάτι και με τρυφερότητα χάιδεψε τα μαλλιά της κόρης της. 
Η Ερμιόνη παραξενεύτηκε, αφού η συμπεριφορά δεν ήταν συνηθισμένη για τη μητέρα. Ωστόσο, ήταν πρόθυμη να την απολαύσει... όσο την είχε. «Ξέρεις, αγάπη μου, πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά
για το μέλλον σου!»
- Τι εννοείς μητέρα;
  «Έχεις φτάσει σε μια ηλικία κι εμείς δε θα 'μαστε για πάντα εδώ να σε προσέχουμε! Ερμιόνη, έχεις φτάσει σε ηλικία γάμου. Πρέπει να βρεις έναν σύζυγο ν' αποκατασταθείς, επιτέλους!» 
    Τα μάτια της γούρλωσαν και το πρόσωπό της πάνιασε απ' την έκπληξη. Η όψη της χλώμιασε κι απότομα πετάχτηκε ολόρθη.
- Είμαι μόλις δεκαεπτά χρονών, ούρλιαξε σχεδόν. Δεν είμαι καν ενήλικη. Στο κάτω κάτω ο Σπύρος κι ο Νικόλας είναι πολύ μεγαλύτεροι από εμένα και ανύπαντροι. Γι' αυτούς τι λέτε;
- Αυτοί είναι άντρες! φώναξε η μητέρα. Μπορούν να δουλέψουν. Καθήκον τους είναι να βγάζουν χρήματα, για να συντηρούν την οικογένειά τους!  Ένα μικρό κορίτσι σαν εσένα δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητο. Χρειάζεσαι έναν σύζυγο, και άμεσα!
    Νεκρική σιγή έπεσε στο δωμάτιο. Η Ερμιόνη δε σκεφτόταν πια. Απλώς κοιτούσε το πάτωμα κι αναρωτιόταν. Γιατί ο κόσμος να είναι έτσι, γιατί πρέπει οι γυναίκες να εξαρτιούνται απ' τους συζύγους, γιατί οφείλουν ν' αφήνουν τα όνειρα και τις ελπίδες πίσω τους, γιατί τόση αδικία, γιατί... Γιατί όλα αυτά ως δεδομένα; Ένα μακρόσυρτο, αδιάκοπο «γιατί» ούρλιαζε μέσα της. Η ίδια ονειρευόταν να πάει στο εξωτερικό, να γίνει μια γνωστή συγγραφέας. Ο έρωτας με τα βιβλία ήταν το μόνο που της έδινε έναν λόγο να συνεχίσει να μάχεται σ' αυτόν τον άδικο κόσμο. Κι ας το έκανε πάντα στα κρυφά!
    Ο γάμος έγινε κανονικά. Δυο μήνες αργότερα.
Ο πατέρας της την πάντρεψε με τον γιο ενός συναδέλφου στα καράβια. Τον άντρα της τον είχε δει μόνο μια φορά πριν το γάμο. Η συγκατοίκηση ήταν αρκετά δύσκολη. Ο Πέτρος ήταν καλό και ήσυχο παιδί. Δε σήκωσε ποτέ τη φωνή ή το χέρι του στην Ερμιόνη. Παραταύτα, το να συμβιώνεις, να μοιράζεσαι την καθημερινότητά σου με κάποιον, μ' ένα άτομο που δε γνωρίζεις αποτελεί τεράστια δέσμευση, μια κατάσταση -από μόνη της- άκρως ψυχοφθόρα.
   Ένας χρόνος πέρασε από τότε που παντρεύτηκε κι η Ερμιόνη ένιωθε άρρωστη. Αισθανόταν μια απερίγραπτη μοναξιά, αφού ο Πέτρος έλειπε σχεδόν όλη μέρα στη δουλειά. Κι όταν ήταν σπίτι, έτρωγε, κοιμόταν και ξαναέφευγε. Δεν τον κατηγορούσε. Κατανοούσε και τη δική του θέση στο σπίτι. Τον ρόλο του και πόσο σημαντικός ήταν. Μα δεν αρκούσε, για να την παρηγορήσει.
    Μια μέρα, ενώ καθάριζε στο σπίτι, άκουσε απ' την αυλή έναν περίεργο ήχο, σαν να έπεσε κάτι. Όταν βγήκε έξω, για να δει τι έγινε, αντίκρισε μια πάπια να κάθεται στη μέση της αυλής. Παραξενεμένη η Ερμιόνη πήρε μια σκούπα, να τη διώξει, μα όταν πλησίασε αργά από πίσω, έγινε κάτι απρόσμενο: «Γιατί θες να με διώξεις; Δεν έχεις παρέα εδώ!» είπε η πάπια.
- Μα... μιλάς; 
- Και, βέβαια, μιλάω! Δεν έχεις ξανακούσει πάπια να μιλάει; είπε και σήκωσε επιδεικτικά τα φρύδια της.
- Όχι, ποτέ! Και δε θέλω να ξέρω, γιατί μιλάς. Σε παρακαλώ, άσε με ήσυχη!
- Η πολλή ησυχία σε κατέστρεψε! ψιθύρισε η πάπια. 
   Η Ερμιόνη βάδιζε προς το σπίτι, προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε μόλις συμβεί. Ο συλλογισμός της γρήγορα διακόπηκε, όταν είδε την πάπια  να κάθεται στην πολυθρόνα του σαλονιού, διαβάζοντας εφημερίδα.
   Οι μέρες περνούσαν κι η πάπια ερχόταν κάθε μέρα, να κάνουν παρέα. Πίνανε τσάι, διάβαζαν μυθιστορήματα κι έλυναν σταυρόλεξα. Η Ερμιόνη είχε σταματήσει ν' αναρωτιέται τι συνέβαινε, αφού επιτέλους είχε αυτό που τόσο ονειρευόταν, μια «κάποια» παρέα.
    Είχαν γίνει αχώριστες. Ανυπομονούσε κάθε βράδυ να έρθει το αύριο, ώστε να ξαναδεί τη φίλη της. Μια μέρα ο Πέτρος δεν μπορούσε να πάει στη δουλειά, λόγω γρίπης. Παρόλα αυτά η πάπια ήρθε, για μια ακόμη φορά. 
- Γεια! Επιτέλους, ήρθες. Άργησες λίγο σήμερα! Τελοσπάντων! Τι τσάι θέλεις; Του βουνού ή χαμομήλι, όπως συνήθως; 
- Καλή μου; είπε ο Πέτρος με γουρλωμένα μάτια. 
- Παρακαλώ... απάντησε αφηρημένα η Ερμιόνη.
- Δεν είναι κανείς εκεί! Με ποιον μιλάς; 
- Με κανέναν... δεν υπάρχει κανείς εδώ... με ποιον θέλεις να μιλάω;
  Σιγά σιγά, ο Πέτρος έπαψε να λείπει τόσο συχνά. Η πάπια αραίωσε τις επισκέψεις της. Η Ερμιόνη βαθμιαία εκτίμησε τη στήριξη του άνδρα της κι άρχισε να την αναζητά. Λίγο αργότερα, ένιωσε την αγάπη του κι έμαθε ν' ανταποκρίνεται σε αυτήν. Κάποια χρόνια αργότερα άρχισε και τη συγγραφή. Και αυτήν, με τη βοήθεια και τη στήριξη του Πέτρου. 
Τέλος παραμυθιού, καληνύχτα σας! (Εζ.Στεφ.)






26 Μαΐ 2025

«Γιατί ο έρωτας είναι μαγεία...»

Γιατί ο έρωτας είναι το ταξίδι των ερωτευμένων. Γιατί ο έρωτας είναι μύθος ανέκφραστος.
Γιατί ο έρωτας δεν κάνει διακρίσεις.
Γιατί ο έρωτας είναι μαγεία! Μια φορά κι έναν καιρό, σ' έναν κόσμο σκοτεινό, σα χαράξει το πρωί, μια ελπίδα θα φανεί! 
    Βρισκόμαστε σ' έναν κόσμο που η οικογένεια Γουίλιαμς κυριαρχεί κι όλες οι πριγκίπισσες κοντινών και μακρινών χωρών διεκδικούν τον πρωτότοκο γιο της οικογένειας, τον Μάικλ. Διεκδικούν εξουσία, δόξα και πλούτη, δίχως να νοιάζονται και πολύ για τον πρίγκιπα. Έξω απ' τη χώρα, σ' ένα μικρό, πυκνό δάσος, η φύση βρίσκεται στ' απόγειο του δημιουργικού της οίστρου. Ο καθαρός αέρας λικνίζει τα φύλλα των δέντρων και τα στροβιλίζει άτακτα, παράγοντας μαγευτικές μελωδίες. Σε συνδυασμό με το κελάηδισμα των πουλιών, συντροφεύουν τη ζωή της Ελίζαμπεθ, μιας νεαρής κοπέλας με ξανθά μαλλιά και γκριζωπά μάτια. Η Ελίζαμπεθ έχασε πρόσφατα τους γονείς της. Μόνη και θλιμμένη, μετακόμισε στο δάσος, να βρει τη γαλήνη, την ηρεμία, που μόνο η φύση προσφέρει στον άνθρωπο. Ωστόσο, αποσύρθηκε βεβιασμένα απ' το σπίτι των χαμένων Υπάρξεων και της σκληρής Απουσίας. Χωρίς να πάρει χρήματα, χωρίς ν' αποχαιρετήσει φίλους ή γνωστούς, χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά στην Ερημιά της. Εδώ, στο δάσος προσπαθεί να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της, για να επιβιώσει. Σε μια καθημερινή εξόρμηση για κυνήγι, η Ελίζαμπεθ πετυχαίνει δύο άνδρες περαστικούς. Δεν τους έχει συναντήσει ξανά. Δεν τους ξέρει κι ούτε θέλει να τους μάθει. Κρύβεται, λοιπόν, πίσω απ' τους θάμνους. Τους ακούει να συζητούν μπροστά στη λίμνη με τους κύκνους.
- Ο πατέρας θα χαρεί πολύ, αν γυρίσω απ' το κυνήγι μ' ένα τέτοιο πλάσμα για θήραμα. Θα είναι φοβερή προσθήκη στη συλλογή μας!
- Εμπρός, κύριε Μάικλ! Τι περιμένετε, λοιπόν; Στοχεύστε άμεσα στους κύκνους!
    Η Ελίζαμπεθ ακούει τι πρόκειται να συμβεί. Προσπαθεί να τους αποτρέψει. Συγχυσμένη τρέχει προς το μέρος τους και κραυγάζει:
- Όχι! Περιμένετε! Εσύ, μην το κάνεις! Έλεος!
Ο πρίγκιπας αιφνιδιάζεται, αφού είχε μόλις βγάλει το τόξο με το βέλος και στόχευε. Της απαντά, λοιπόν, αρκετά απότομα:
- Και γιατί, παρακαλώ; Ποια είσαι εσύ με τις πολλές απαιτήσεις;
- Οι κύκνοι της λίμνης είναι σημαντικά ζώα για το δάσος! Είναι προστάτες του! Δεν έχουν να σας προσφέρουν τίποτα, ούτε σάρκα, ούτε τα πούπουλά τους. Το υπόλοιπο δάσος, όμως, τους χρειάζεται, για να επιβιώσει.
- Εντάξει, λοιπόν! Θ' αφήσουμε τους κύκνους σου να ζήσουν...
Ευχαριστώ πολύ, απαντά η Ελίζαμπεθ, πριν προλάβει ο Μάικλ ν' ολοκληρώσει την πρότασή του.
-... Υπό έναν όρο! Δεν θέλω να μάθω το όνομά σου, την καταγωγή σου, τίποτα απολύτως. Σε δυο μήνες θα γίνει ένας χορός στο παλάτι. Θέλω να παρευρεθείς κι εσύ. Τότε θα μου δώσεις όλες τις απαντήσεις που χρειάζομαι.
- Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό, απαντά ξαφνιασμένη και ντροπιασμένη η Ελίζαμπεθ.
- Θέλεις να μείνει το δάσος απροστάτευτο;
- Όχι, βέβαια!
- Τότε να είσαι εκεί! Έχεις αρκετούς μήνες, να προετοιμαστείς.
- Εντάξει... θα έρθω, απαντά διστακτικά. Ο Μάικλ με τον συνοδό του, αποχωρούν με τ' άλογά τους. Στην ησυχία του δάσους επικρατεί μονάχα ο καλπασμός των αλόγων, ένας επιβλητικός βηματισμός. Η Ελίζαμπεθ αγχωμένη αρχίζει να μονολογεί:
- Δεν έχω τίποτα! Τα ρούχα μου είναι όλα σε άθλια κατάσταση. Δίχως χρήματα δεν μπορώ ν' αγοράσω καινούρια. Μαμά, μπαμπά, μακάρι να ήσασταν εδώ! Σίγουρα θα βρίσκατε μια λύση. Γιατί με αφήσατε; Γιατί δεν μπορώ να μοιάσω σ' εσάς, ούτε στο ελάχιστο; Κάνω ό,τι μπορώ, για να επιβιώσω, για να σας κάνω περήφανους εκεί ψηλά. Αγαπώ το δάσος! Μου προσφέρει ό,τι χρειάζομαι για την επιβίωση, αλλά νιώθω πολύ μόνη. Είμαι μόνη. Όταν φύγατε, τα παράτησα όλα. Μαζί μ' εσάς χάθηκε κι ο παλιός μου εαυτός. Ελπίζω να βρεθεί λύση, δε θ' αντέξω να χάσω και το δάσος μου!
    Έπειτα, η Ελίζαμπεθ ξαναγυρνά στο σπίτι και συνεχίζει τη ζωή της κανονικά: ύπνος, κυνήγι, φροντίδα στα ζώα και τον κήπο που  έφτιαξε, για να καλλιεργεί δικά της φρούτα και λαχανικά.
Ενάμιση μήνα αργότερα, καθώς πλησιάζει ο χορός, η Ελίζαμπεθ ετοιμάζεται να πέσει για ύπνο στο τέλος μιας κουραστικής μέρας. Ένας θόρυβος στο τζάμι του παραθύρου την καθυστερεί και  σηκώνεται προετοιμασμένη ν' αντιμετωπίσει κάποιο άγριο ζώο. Με αργό βηματισμό κι ένα μαχαίρι στο χέρι, πλησιάζει το παράθυρο, να δει από που έρχεται ο θόρυβος. Τότε μένει έκπληκτη. Στο παράθυρο δεν βρίσκεται κάποιο άγριο θηρίο, παρά μόνο ένα μικρόσωμο, κιτρινωπό πλάσμα, με ράμφος, φτερά και σωματότυπο όμοιο πουλιού. Είναι, όμως, χρυσοφορεμένο, με ρολόγια και κοσμήματα υψηλής αξίας.
-Μμ, πρώτη φορά βλέπω πτηνό με περιουσία, σχολιάζει ειρωνικά η Ελίζαμπεθ, ανοίγοντας το παράθυρο. Μακάρι να ήταν εδώ οι γονείς μου! Θα είχαμε πολλά να πούμε, προσθέτει γελώντας κι αναπολώντας τις στιγμές τους.
    Τότε γυρίζει το πουλί ανάποδα τους δείκτες του ρολογιού και πραγματοποιείται η ευχή της. Ο χρόνος προχωρά αντίστροφα, ώσπου βρίσκεται ξανά με τους γονείς της. Είναι η τελευταία μέρα πριν φύγουν για το μοιραίο ταξίδι που τους στοίχισε τη ζωή. Τους αντικρίζει και τα μάτια της πλημμυρίζουν δάκρυα. Τρέχει κατευθείαν, να τους αγκαλιάσει κι ο πατέρας αναρωτιέται: 
- Τι έγινε κορίτσι μου; Τι έπαθες;
- Μη φύγετε, μη μ' αφήσετε μόνη!
- Δε γίνεται αυτό, πρέπει να σου βρούμε δώρο για τα γενέθλια σου! Κοντεύουν...
- Θέλω, μόνο εσάς... Σας χρειάζομαι εδώ.
 - Τίποτα δε θέλω! Μόνο εσάς. Σας χρειάζομαι εδώ, μαζί μου.
- Και τι θα γίνει με το δώρο σου;
- Δεν το θέλω! Δίπλα μου χρειάζομαι μόνο εσένα και τη μαμά. Είστε το πιο σημαντικό δώρο!
- Εντάξει, αγάπη μου, είπε ανοίγοντας τα χέρια, για να την αγκαλιάσει.
Μόλις η Ελίζαμπεθ τρυπώνει στην αγκαλιά του ο χρόνος επιστρέφει στην κανονική του ροή. Μόνο που οι γονείς της βρίσκονται  εν ζωή και δε ζει πλέον στο δάσος αλλά στην πόλη.
- Μαμά! Ξέρεις, χρειάζομαι ένα φόρεμα...
- Εντάξει κορίτσι μου, τι χρώμα;
- Μμμ, σκέφτομαι κόκκινο... τι λες εσύ;
- Tο κόκκινο είναι όμορφο, αλλά το μπλέ θα σου ταιριάζει απόλυτα! Ποια είναι η περίσταση;
- Θα πάω στον χορό του παλατιού!
- Μα πώς; Είναι μόνο για πριγκίπισσες ή καλεσμένες του πρίγκιπα! είπε με περιέργεια στο βλέμμα της η μητέρα.
- Εγώ δεν είμαι πριγκίπισσα, όμως...
- Σε προσκάλεσε ο πρίγκιπας; Πώς; είπε έκπληκτη η μητέρα της. 
- Ναι! Μεγάλη ιστορία! Θα σου εξηγήσω κάποια στιγμή... Δύο μέρες μέρες αργότερα η μητέρα παραδίνει το φόρεμα στην Ελίζαμπεθ κι αυτή ενθουσιάζεται.
- Μαμά, είναι υπέροχο! Σ' ευχαριστώ!
- Σου είπα πως το μπλε είναι η καλύτερη επιλογή! Ένα σκούρο μπλε φόρεμα, με χρυσόσκονη ευσωματωμένη στο ύφασμα, ώστε να λαμπυρίζει σε κάθε της κίνηση. Το επάνω μέρος δομημένο σαν κορσές, τα μανίκια ρηχτά στους ώμους, η φούστα πλούσια, με πολλές στρώσεις υφάσματος κι εσωτερική επένδυση από τούλι. Για παπούτσια, θα φορέσει μια κλασική, γόβα στιλέτο, με λουράκι που δένει στον αστράγαλο, και ψηλόλιγνο τακούνι.
    Επιτέλους έφτασε η μεγάλη μέρα! Μα η άφιξη των καλεσμένων στο παλάτι αφήνει αδιάφορο τον πρίγκιπα. Η αναγγελία τους τον εκνευρίζει, καθώς η έννοια του περιορίζεται στην αναζήτηση της κοπέλας που συνάντησε στο δάσος. Οι άλλες δεσποινίδες του φαίνονται αδιάφορες. Η ώρα περνά. Η Ελίζαμπεθ δεν έχει εμφανιστεί ακόμα. Ο πρίγκιπας οφείλει να επιλέξει τη μελλοντική σύζυγο. Σύντομα. Οι υποψήφιες προσεγγίζουν, αλλά τις απορρίπτει ευγενικά. Αντιστέκεται στην πίεση της μητέρας που τον παροτρύνει να παντρευτεί την πλουσιότερη κι ομορφότερη. Το ταχύτερο δυνατόν! Ο Μάικλ ψάχνει την κατάλληλη!  Και ξέρει πως κατάλληλη γι' αυτόν είναι μόνο η Ελίζαμπεθ. Έστω κι αν δε γνωρίζει τίποτα για εκείνη. Ερωτεύτηκε τα μάτια και το θάρρος της! Τη στιγμή που η μητέρα σχεδόν εκβιαστικά επιμένει, ξεπροβάλλει η Ελίζαμπεθ. Κατεβαίνει τα σκαλιά, τραβώντας πάνω της όλα τα βλέμματα. Αντικρίζοντάς την ο Μάικλ, θαμπώνεται απ' την ομορφιά της και βαδίζει, σχεδόν τρέχοντας, να της μιλήσει:
- Ήρθες!
- Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς ...δε μου άφησες κι άλλη επιλογή, λέει γελώντας ελαφρά.
- Το όνομα σου; 
- Ελίζαμπεθ! Εσύ υποθέτω πως είσαι ο Μάικλ, σωστά; 
Σωστά, υποθέτεις! σχολιάζει, γελώντας. Η μουσική δυναμώνει κι ο Μάικλ οφείλει να χορέψει με μια κοπέλα.
- Ελίζαμπεθ, θα μου χαρίσεις αυτόν τον χορό;
- Φυσικά! Θα ήταν τιμή μου!
Καθώς χορεύουν και συζητούν η Ελίζαμπεθ τον ερωτεύεται σιγά σιγά. Της αρέσει το χιούμορ, οι τρόποι του, το πείσμα, το στιλ που κινείται και συμπεριφέρεται. Την κάνει να γελά, να χαίρεται, αισθάνεσαι ευτυχισμένη... μάλλον!
   Η βραδιά φτάνει στο τέλος της κι ο Μάικλ είναι
σίγουρος για την επιλογή του. Στις συζητήσεις τους, της άνοιξε την καρδιά του, της μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, της εξέφρασε τα συναισθήματα του. Και ήρθε η στιγμή να της ανακοινώσει την επιλογή του, φανερώνοντας την και στον υπόλοιπο κόσμο.
- Ελίζαμπεθ, όταν σε είδα στο δάσος, κατάλαβα πως είσαι η κατάλληλη, ακόμη κι αν δεν ήξερα ούτε το όνομα σου! Τώρα, όμως, το έμαθα. Δεν ξέρω πως να στο εξηγήσω, είσαι διαφορετική απ' τις υπόλοιπες κοπέλες. Είσαι αυτή που θέλω
να συνεχίσω τη ζωή μου μαζί της. 
- Μάικλ,  τι εννοείς; ψέλλισε συγκινημένη ελαφρώς και σαφώς ενθουσιασμένη.
- Ελίζαμπεθ, θα με παντρευτείς; 
- Ναι, μα σίγουρα ναι! φώναξε με απόλυτη σιγουριά. Στη συνέχεια, ο πρίγκιπας ανακοίνωσε στην οικογένεια την απόφαση του, καθώς και στον υπόλοιπο κόσμο. Αρχικά οι γονείς του έμοιαζαν δυσαρεστημένοι. Αλλά η ευτυχία του γιού τους ήταν σημαντικότερη απ' την κοινωνική τάξη της Ελίζαμπεθ. Σιγά σιγά την γνώρισαν και κατάλαβαν τον λόγο που εκείνος την επέλεξε. Ήταν όμορφη, γλυκιά, ευγενική και πανέξυπνη κοπέλα! Ο έρωτας είναι απρόσμενος! Όταν έρχεται, η λογική φεύγει κι οι ερωτευμένοι ξεφεύγουν... (Πετρ.Όλγ.)

25 Μαΐ 2025

«Το τρένο της ζωής...»

 
Μια φορά κι έναν καιρό, στα ακρότατα μιας αχανούς χώρας, ανάμεσα σε χωριά που μύριζαν στάρι, ανθρώπινο ιδρώτα και σκόνη, υπήρχε ένας σταθμός. Ονομαζόταν «Άκρη της Γραμμής», γιατί ήταν ο τελευταίος, πριν το τρένο χαθεί στον ορίζοντα. Εκεί ζούσε ο Ανέστης, ένας νεαρός με μάτια που 'μοιαζαν με νυχτερινό ουρανό, γεμάτα προσμονή. Μεγάλωσε με τη γιαγιά του, σ' ένα παλιό σπίτι με ξεθωριασμένες φωτογραφίες και ρολόγια που είχαν σταματήσει προ πολλού. Ο Ανέστης είχε ένα όνειρο: να φύγει απ' το χωριό και να γίνει συγγραφέας. Κάθε μέρα περνούσε ώρες ατέλειωτες στον σταθμό, καταγράφοντας ιστορίες περαστικών κι επιβατών. Γι’ αυτόν, κάθε εισιτήριο έκρυβε μια περιπέτεια, κάθε αποβίβαση μια απώλεια και κάθε άφιξη μια ελπίδα. Εκεί, λοιπόν, γνώρισε την Άννα, μια νεαρή μουσικό απ' τα βόρεια της χώρας, που έπαιζε βιολί στους σταθμούς, για να μαζέψει χρήματα. Είχε μαλλιά όμοια με φθινοπωρινό στάχυ και μάτια γκρι που διαπερνούσαν την καρδιά των ανθρώπων, με τη μία. Όταν την πρωτάκουσε να παίζει, σταμάτησε για λίγο τη γραφή του. Την κοίταξε, όπως κανείς δεν την είχε κοιτάξει ξανά. Έπαιζε ένα παλιό κομμάτι και τα δάχτυλά της έτρεμαν, είτε από συγκίνηση είτε απ' το κρύο. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Ο Ανέστης κι η Άννα γρήγορα έγιναν φίλοι. Καθημερινά, μόλις τελείωνε την παράσταση της, πήγαιναν και κάθονταν στο παγκάκι του τελευταίου βαγονιού. Εκεί μιλούσαν για τον κόσμο, για τα βιβλία που ο Ανέστης ήθελε να γράψει και για τις συναυλίες που η Άννα ονειρευόταν να δώσει. Είχε κι ένα εισιτήριο η Άννα. Ένα εισιτήριο μ' ανοιχτή ημερομηνία. Της το είχε χαρίσει ένας άλλος μουσικός, ξένος στην περιοχή, που πίστεψε στο ταλέντο της. Μ' αυτό θα μπορούσε να ταξιδέψει ως την πρωτεύουσα, να σπουδάσει μουσική, να γίνει κάποια. Το κρατούσε στο παλτό της, δίπλα στο βιολί της, σαν ιερό μυστικό. Ο καιρός περνούσε. Ο Ανέστης είχε γράψει ήδη τις πρώτες του ιστορίες, με ήρωες ταξιδιώτες και γυναίκες που παίζαν βιολί. Αλλά, δεν τολμούσε να τις στείλει κάπου. Φοβόταν την απόρριψη, την άρνηση, τη σιωπή του κόσμου. Όπως κι η Άννα φοβόταν να φύγει, φοβόταν ν' αφήσει την ασφάλεια του παλιού σταθμού και του φίλου της, του Ανέστη. 
    Μια μέρα, όμως, κάτι που έγινε, άλλαξε τα πάντα. Εκείνο το πρωί, ένα απίστευτα γεμάτο τρένο σταμάτησε στον σταθμό. Εκατοντάδες άνθρωποι κατέβαιναν κι άλλοι ανέβαιναν βιαστικά, με βαλίτσες, με μωρά στην αγκαλιά, με σακίδια στον ώμο. Έμοιαζε με μαζική φυγή!  Είχαν κλείσει τα εργοστάσια παραγωγής στην περιοχή κι όλοι θ' αναζητούσαν νέες δουλειές, σ' άλλες πόλεις. Ο σταθμός γέμισε φωνές, ιδρώτα, δάκρυα. Κάποιοι προσπαθούσαν να επιβιβαστούν ακόμη  και στις οροφές των βαγονιών. Ο Ανέστης έβλεπε το χάος κι ένιωσε για πρώτη φορά πολύ μικρός, απίστευτα τιποτένιος. Και τότε σκέφτηκε: «Αν όλοι αυτοί μπορούν και τολμούν, γιατί όχι κι εγώ;» Τη μέρα εκείνη, της έδειξε για πρώτη φορά τα χειρόγραφά του. Αυτή, τον κοίταξε και του δήλωσε επιτακτικά: 
- Είναι καιρός να στείλεις τις ιστορίες σου! Αλλιώς, θα ξεθωριάσουν σαν τις φωτογραφίες στο σπίτι σου. Την ίδια νύχτα, αποφάσισαν να κάνουν το επόμενο βήμα. Και οι δύο. Ο Ανέστης έβαλε τα κείμενά του σ' έναν φάκελο και τα ταχυδρόμησε σε μεγάλο εκδοτικό οίκο στην πρωτεύουσα. Η Άννα αποφάσισε να κάνει  χρήση του εισιτηρίου. Έγραψαν δυο γράμματα ο ένας  για τον άλλο και τα κλείσαν σε φακέλους, να τους ανοίξουν αργότερα. Υποσχέθηκαν να τους διαβάσουν μόνο, όταν νιώσουν πραγματικά έτοιμοι. Την επομένη, ο Ανέστης τη συνόδευσε μέχρι το τρένο. Δεν μίλησαν πολύ. Μόνο κοιτάχτηκαν, σαν να ήθελαν να αποτυπώσουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου στη μνήμη του για πάντα. Ο ήχος του τρένου ήταν δυνατότερος από κάθε φορά. Στην άκρη της αποβάθρας, ένα δέμα ξεχασμένο. Ίσως σύμβολο όσων αφήνουμε πίσω, όταν προχωράμε. Μήνες μετά, ένα γράμμα έφτασε στον Ανέστη. Ήταν απ' τον εκδοτικό οίκο. Του ζητούσαν να επισκεφτεί την πρωτεύουσα. Τα κείμενα τους είχαν προκαλέσει συγκίνηση, οπότε του προσέφεραν αποκλειστικό συμβόλαιο. Ο Ανέστης συγκρατήθηκε να μη βάλει τα κλάματα. Πήγε στο παλιό παγκάκι κι άνοιξε τον φάκελο της Άννας. Το γράμμα έλεγε: «Αν διαβάζεις αυτό το γράμμα, τότε πέτυχες. Είσαι εκεί που πάντα άξιζες να είσαι. Κι εγώ θα σε περιμένω, όχι στον σταθμό, αλλά σε μια συναυλία. Μια μέρα, θα είμαι στο βιολί κι εσύ στις λέξεις. Τότε θα φτιάξουμε τη δική μας ιστορία!» Ένα χρόνο μετά, σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο, ο Ανέστης παρουσίασε το πρώτο του βιβλίο. Στο τέλος, ανέβηκε στη σκηνή μια κοπέλα με βιολί. Τον κοίταξε, χαμογέλασε κι άρχισε να παίζει. Η ιστορία τους δεν ήταν εύκολη. Είχε σιωπές, αποχαιρετισμούς, φόβους... μοναξιά! Και οι δύο, όμως, είχαν κάνει το πιο δύσκολο βήμα: είχαν φύγει από την άνεση της ασφάλειας τους, για να κυνηγήσουν τ' όνειρο! Το τρένο της ζωής δεν περίμενε κανέναν κι εκείνοι αποφάσισαν να ανέβουν, έστω και την ύστατη στιγμή. Και έζησαν, όχι απαραιτήτως ευτυχισμένοι για πάντα, αλλά σίγουρα αληθινά. Με ό,τι ο καθένας αγαπούσε περισσότερο... (Χατζ.Ζιν.)