Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

19 Ιαν 2024

«Γράμμα δίχως παραλήπτη»

 
Θέλω να στείλω ένα γράμμα, μα δεν μπορώ πια να θυμηθώ σε ποιον ή γιατί!
Ανίκανος ν’ εκφράσω 
όσα μέσα 
μου κρατώ, 
εγκαταλείπω πριν αρχίσω.
Διαρκής ο πόνος, έντονος κι ασίγαστος.
Οι λέξεις χάνονται, βυθίζονται σε αβύσσους θλίψης. Απροσμέτρητα ερωτήματα παρέπεσαν 
-μπρος στον φόβο της αλήθειας- 
σε πρόσωπα μετάνοιας. Τα λόγια 
εξαφανίστηκαν. Το μελάνι τους 
τράπηκε σε γαλάζια φλόγα της ψυχής. 
Και οι αλήθειες έμειναν κρυμμένες, 
πίσω από τη μικρή κόκκινη πόρτα. 
Μαζί με μυστικά απόκρυφα, 
δόλιες σκέψεις κι επώδυνες αναμνήσεις.
Θέλω να σου γράψω! Όμως δεν 
είναι εφικτό, δεν είναι καν συνετό! 
Ποτέ δε θα είναι! Γιατί εσύ είσαι παρελθόν. Απομακρύνθηκες κι είμαι μόνος σήμερα. Νιώθω μόνος, πιο μόνος από ποτέ! Σ' έναν κόσμο σκληρό, 
χωρίς οίκτο ή συμπόνοια. Σε χρόνους κενούς ουσίας, μοναχικούς, δίχως όρια 
ή ηθική. Συναναστρέφομαι μ' όσους κάποτε γνώριζαν τις αξίες. 
Σε μια στιγμή σε έχασα και χάθηκα. 
Τα μάτια κλείνω, τις φωνές αγνοώ. Στερούμαι τη μαγεία, απ' όταν ο πόνος γεννήθηκε, όταν ο τρόμος ζωντάνεψε, όταν το χαμόγελο έσβησε.
Η ευτυχία σαν όνειρο φαντάζει.
Όλα έχουν τελεσίδικα κριθεί: 
ο Έρωτας, το Όνειρο, το Έρεβος, το Σκότος.
Τελικός σταθμός ορίστηκε μια Θλίψη 
ασύμμετρη για σπάνιες στιγμές!

«Εσύ, πώς γελάστηκες;»

  
 Άνθρωπε, γύμναζε τα χείλη σου.
Ακόνιζε τις αρθρωμένες λέξεις.
Η νύχτα 
-άγρια αντάρα της ζωής- 
χαράζει αναμνήσεις στην ψυχή σου.
Πρωινά τραχιά -πίκρα, θλίψη αποπνέοντας-σαν αποδιώχνουν το παρόν (μικρό και μετρημένο), φέρνουν ματιές της ερημιάς στο τούνελ της ζωής σου. 
Από τη μια γυρεύουν  όνειρα, τη ζήση 
να σημάνουν. Κι από την άλλη αέρα 
δροσερό τον ήλιο να ανθίσουν.
Άνθρωπε, πώς γελάστηκες με 
τη ματιά ετούτη; Σε πυθμένες θολούς
του τυχαίου έρμαιο, παγιδεύτηκες,
πλάσμα μ' ανθρώπινη μορφή, 
μα με ψυχή χαμένη. Μπροστά 
σ' αλήθεια φθονερή, γυμνή από αγάπη 
σε έστησαν. Κι είχες αντίκρυ τη χαρά, 
στο βάθος την αλήθεια. Ακόμη την αναζητάς, 
το χάος της αγγίζεις. 
Πες μου, πότε και πώς γελάστηκες; 
Εδώ  δεν πνέει αγέρας λευτεριάς, 
δροσιά ελπιδοφόρα. Μαίνεται 
αγέρας πνιγηρός, άνεμος της βασάνου.
Συνειδητά γελάστηκες ή σ' άρπαξαν οι 
Σειρήνες; Πάρε, λοιπόν, τον Δρόμο σου 
και ζήσε μιαν Αλήθεια! (Π.Α.)















16 Ιαν 2024

«Καταχνιά...»

 
Νύχτωσε. Κρύο δριμύ γι' απείθαρχες ψυχές... Ψιλόχιονο ρυθμικά αγγίζει 
τσιμεντένια κράσπεδα. Δύο σύννεφα παρέκει πραγματεύονται την ακριβή στιγμή της μπόρας. Μια ομπρέλα δειλά ετοιμάζεται ν' ανοίξει τα φτερά της.
Νύχτα πυκνή και φως μιας καταχνιάς
τυλίγουν λιγοστούς περαστικούς.
Ένα φανάρι μοναχικό ζητάει στη γωνιά ανθρώπους να ενώσει ερωτικά.
Εκείνος μόνος βαριεστημένα τη ζωή του περπατά. Εκείνη μ' έναν γάτο νιώθει τη γαλήνη. Ο κόσμος γύρω τους ακίνητος κινά προς άλλες κατευθύνσεις να πηγαίνει. Η μουσική τους δυο τους σταματά, 
σε ένα σύννεφο απάνω τους καθίζει.
Η γνωριμία των έμοιαζε σύντομη, μικρή, 
σαν από πάντα να 'ταν στη ζωή τους.
Νέα η σχέση στέκεται, φωτίζει, 
εκδιπλώνεται και πάλι προχωρά. 
Μα, σύντομα τελειώνει για τον έναν. 
Οι κατευθύνσεις τους αλλάξανε πολύ. 
Κι ούτε η ανάμνηση δε μένει στη ζωή τους. Ο φανοστάτης της γωνιάς ξεψύχησε απόψε!