Είναι 17:00 το απόγευμα. Σκέφτομαι να πάω μια βόλτα μόνος. Στα στενά της Αμερικής που δεν έχω πάει ακόμη, όσο καιρό ζω εδώ. Με την κοπέλα μου χώρισα. Ετοιμάζομαι και βγαίνω απ' το σπίτι. Περνάω από κάποια στενά, λίγο περίεργα, κι έχω μία αίσθηση απροσδιοριστίας, άγχους, ασαφούς φόβου. Δεν ξέρω ακριβώς τι νιώθω. Οι τοίχοι πλημμυρισμένοι γκράφιτι, οι δρόμοι άτονα φωτισμένοι, με χλωμές λάμπες σε αραιή διάταξη. Από ό,τι έχω καταλάβει πρόκειται για μια από τις περιοχές με συνήθεις θαμώνες τα «ζωηρά παιδιά της νύχτας».
Κάποια στιγμή, ακούω φωνές. Νομίζω είναι γυναικεία η κυρίαρχη φωνή. Δεν ξέρω από πού ακριβώς έρχονται. Νομίζω ότι είναι κάπου κοντά! Προχωρώ λίγο, πιο τρομαγμένος από ποτέ. Δε βλέπω τίποτε, ακόμη. Οι φωνές σταματούν. Ησυχία! Δεν ακούω τίποτε πια. Προχωρώ κι άλλο. Μετά από λίγο ακούγονται ξανά. Οι ίδιες φωνές. Τώρα πλέον τρέχω, μήπως κι εντοπίσω την πηγή των φωνών. Τρέχω, τρέχω, τρέχω αδιάκοπα.
Στρίβω στο επόμενο στενό. Εκεί μένω άφωνος με ο,τι αντικρίζω. Δεν ξέρω τι να κάνω: να μείνω και να βοηθήσω ή να φύγω; Αποφασίζω να συνδράμω. Οι αρχές που μ' έθρεψαν δεν επιτρέπουν τη φυγή! Έβλεπα κάτι άνδρες με μια κοπέλα. Δεν κατάλαβα ακριβώς τι της έκαναν. Πλησιάζω, φωνάζοντας: «What are you doing?»
Στρίβω στο επόμενο στενό. Εκεί μένω άφωνος με ο,τι αντικρίζω. Δεν ξέρω τι να κάνω: να μείνω και να βοηθήσω ή να φύγω; Αποφασίζω να συνδράμω. Οι αρχές που μ' έθρεψαν δεν επιτρέπουν τη φυγή! Έβλεπα κάτι άνδρες με μια κοπέλα. Δεν κατάλαβα ακριβώς τι της έκαναν. Πλησιάζω, φωνάζοντας: «What are you doing?»
Την παρατούν αιμόφυρτη. Κινούνται επιθετικά προς το μέρος μου, αλλά δεν πανικοβάλλομαι. Σταματούν μπροστά μου και μου απαντούν με μία θρασύδειλη απειλή, όλως παραδόξως σε άψογα, αγοραία ελληνικά: «Ηλίθιε Βλαχοέλληνα! Τα αγγλικά σε μάραναν! Τι θες από εμάς; Ψάχνεσαι για φάπες, ρε; Δεν βλέπεις ότι ενοχλείς; Έχουμε δουλειά σοβαρή! Φύγε, να μην έρθει κι η δική σου η σειρά!»
Σε λίγο θα μείνουν άναυδοι απ' την αντίδραση, που τους επιφυλάσσω. Γελάω ειρωνικά, τόσο δυνατά που σχεδόν αγγίζω την υστερία. Για να τους προκαλέσω, σχολιάζω με ελαφρύ μειδίασμα: «Δεν μπορούσα καν να σας φανταστώ ως Έλληνες! Θυμίζετε περισσότερο αλήτες ή μικροκακοποιούς. Σιγά, που θα σας φοβηθώ, γελοία ανθρωπάκια!»
Όρμησαν πάνω μου, σα λυσσασμένα θεριά. Αυτό, όμως, απεδείχθη κι η «σχίλλειος πτέρνα» τους. Καθώς επιχειρούσαν να με χτυπήσουν, τους απέφυγα αστραπιαία. Κι έπειτα αντεπιτέθηκα. Με απλά λόγια, ξέσπασε άγρια πάλη! Η κοπέλα -διπλωμένη τόση ώρα σε μια γωνιά- σχεδόν είχε συρρικνωθεί. Καθόταν βουβή, αμίλητη, με μια αστραπή τρόμου στο βλέμμα. Παρακολουθούσε πλήρως αδύναμη, χωρίς να μπορεί να κάνει το παραμικρό. Εν τέλει, οι «νταήδες» αποχώρησαν ντροπιασμένοι απ' την παταγώδη αποτυχία, κοινώς το «έβαλαν στα πόδια». Για καλή μου τύχη είχα μαύρη ζώνη στο καράτε. Έτσι, όταν υπήρχε πραγματική ανάγκη, ήξερα και να δέρνω, εκτός από άμυνα.
Έτρεξα κατευθείαν στην κοπέλα, να δω αν είναι καλά. Αίματα έτρεχαν από τη μύτη και το στόμα της. «Are you οκ?»
Έτρεξα κατευθείαν στην κοπέλα, να δω αν είναι καλά. Αίματα έτρεχαν από τη μύτη και το στόμα της. «Are you οκ?»
«Μάλλον! Έτσι νομίζω. Ελληνίδα είμαι κι εγώ. Με πονάνε κάπως οι πληγές μου, αλλά πιστεύω πως δεν είναι κάτι σοβαρό!»
«Τι σου έκαναν τα καθίκια; Αν θέλεις, απαντάς!»
«Περπατούσα στην περιοχή, με είδαν και...»
Τη σταμάτησα. «Μη μιλάς άλλο! Πάμε σπίτι, να σε καθαρίσω απ' τα αίματα! Μετά θα μου τα πεις, με κάθε λεπτομέρεια! Απάντησε ένα ξερό «Εντάξει» και τη βοήθησα να σηκωθεί.
«Δε θα ρωτήσεις πώς με λένε;»
«Συγνώμη, το ξέχασα! Πώς σε λένε;»
«Τι σου έκαναν τα καθίκια; Αν θέλεις, απαντάς!»
«Περπατούσα στην περιοχή, με είδαν και...»
Τη σταμάτησα. «Μη μιλάς άλλο! Πάμε σπίτι, να σε καθαρίσω απ' τα αίματα! Μετά θα μου τα πεις, με κάθε λεπτομέρεια! Απάντησε ένα ξερό «Εντάξει» και τη βοήθησα να σηκωθεί.
«Δε θα ρωτήσεις πώς με λένε;»
«Συγνώμη, το ξέχασα! Πώς σε λένε;»
«Αυγή! Εσένα;»
«Αλέξη! Χάρηκα! Ας πούμε, δηλαδή!»
Συνεχίσαμε να περπατάμε ως τ' αυτοκίνητο, που ήταν παρατημένο λίγο πιο κάτω. Φτάσαμε, της άνοιξα την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι, επικρατούσε απόλυτη σιωπή στο αμάξι. Νιώθαμε και οι δύο λίγο παράξενα κι αυτό φαινόταν καθαρά.
«Λοιπόν, φτάσαμε!»
Συνεχίσαμε να περπατάμε ως τ' αυτοκίνητο, που ήταν παρατημένο λίγο πιο κάτω. Φτάσαμε, της άνοιξα την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι, επικρατούσε απόλυτη σιωπή στο αμάξι. Νιώθαμε και οι δύο λίγο παράξενα κι αυτό φαινόταν καθαρά.
«Λοιπόν, φτάσαμε!»
«Είναι πολύ ωραίο, απ' έξω!»
Δε μίλησα. Την πήρα απ' το χέρι, για να μπούμε μέσα. Ένιωσε άβολα, αλλά δεν τράβηξε το χέρι της. Μόλις μπήκαμε μέσα, ξετρελάθηκε με το σπίτι. «Oh, my God! Είναι πολύ όμορφο!»
«Thank you!»
«Τ' αγγλικά δεν τα ξεχνάμε πάντως!» Σχολίασα, για να ελαφρύνω κάπως την ατμόσφαιρα.
Δε μίλησα. Την πήρα απ' το χέρι, για να μπούμε μέσα. Ένιωσε άβολα, αλλά δεν τράβηξε το χέρι της. Μόλις μπήκαμε μέσα, ξετρελάθηκε με το σπίτι. «Oh, my God! Είναι πολύ όμορφο!»
«Thank you!»
«Τ' αγγλικά δεν τα ξεχνάμε πάντως!» Σχολίασα, για να ελαφρύνω κάπως την ατμόσφαιρα.
« Άουτς!», έκανε κι έπιασε την πληγή που είχε στο στόμα της. Πήγα κι έφερα Betadine, Hansaplast κι ό,τι άλλο χρειαζόταν για τις πληγές. Έκατσε στον καναπέ. κι άρχισα να της σκουπίζω τρυφερά και πολύ προσεκτικά τα αίματα.
«Άουτς!» Της ξέφυγε γι'άλλη μια φορά.
«Συγνώμη! Εεε, είμαι νοσηλευτής. Σε παιδιατρική κλινική και ξέρω από αυτά.
«Εγώ, όμως, δεν είμαι πια παιδί!» Σχολίασε, πειράζοντας με. Αυθόρμητα αρχίσαμε να γελάμε.
«Δεν έχει καμία σημασία αυτό! Μοιάζεις σαν κοριτσάκι. Αλήθεια, μοιάζεις! Πόσο χρονών είσαι;
«Πριν λίγες μέρες έκλεισα τα 20. Εσύ;»
«Κι εγώ 20 είμαι! Καθόλου δε φαίνεσαι, περισσότερο για 18 μοιάζεις.»
«Άουτς!» Της ξέφυγε γι'άλλη μια φορά.
«Συγνώμη! Εεε, είμαι νοσηλευτής. Σε παιδιατρική κλινική και ξέρω από αυτά.
«Εγώ, όμως, δεν είμαι πια παιδί!» Σχολίασε, πειράζοντας με. Αυθόρμητα αρχίσαμε να γελάμε.
«Δεν έχει καμία σημασία αυτό! Μοιάζεις σαν κοριτσάκι. Αλήθεια, μοιάζεις! Πόσο χρονών είσαι;
«Πριν λίγες μέρες έκλεισα τα 20. Εσύ;»
«Κι εγώ 20 είμαι! Καθόλου δε φαίνεσαι, περισσότερο για 18 μοιάζεις.»
«Ευχαριστώ, χαχα!»
«Λοιπόν, τελείωσα!»
«Ευχαριστώ άλλη μια φορά. Πολύ! Τι θα έκανα, αν δε βοηθούσες; Θα με είχαν σαπίσει στο ξύλο, σίγουρα!»
«Χάρηκα που σε βοήθησα.»
«Ευχαριστώ άλλη μια φορά. Πολύ! Τι θα έκανα, αν δε βοηθούσες; Θα με είχαν σαπίσει στο ξύλο, σίγουρα!»
«Χάρηκα που σε βοήθησα.»
«Εγώ να πηγαίνω σιγά σιγά...»
Μπήκα μπροστά της και την εμπόδισα. Για να μην φύγει: «Δε θα πας πουθενά! Δε θα σε αφήσω μόνη σου, εκεί έξω!»
«Δεν είμαι πια μωρό! Ξέρω να προσέχω τον εαυτό μου.»
«Ναι, γι’αυτό έγινες έτσι. Σήμερα θα κοιμηθείς εδώ! Τελεία και παύλα!»
«Μα…»
Μπήκα μπροστά της και την εμπόδισα. Για να μην φύγει: «Δε θα πας πουθενά! Δε θα σε αφήσω μόνη σου, εκεί έξω!»
«Δεν είμαι πια μωρό! Ξέρω να προσέχω τον εαυτό μου.»
«Ναι, γι’αυτό έγινες έτσι. Σήμερα θα κοιμηθείς εδώ! Τελεία και παύλα!»
«Μα…»
«Δεν έχει μα...»
«Εντάξει, αλλά, δεν έχω ρούχα για ύπνο.»
«Θα σου δώσω ένα πουκάμισό μου. Και φυσικά θα κοιμηθείς στο κρεβάτι μου!»
«Τι; Δεν το δέχομαι! Κι εσύ; Πού θα κοιμηθείς;»
«Στον καναπέ!»
«Σίγουρα;»
«Ναι!» Μου έδωσε το «εντάξει» κι -επειδή η ώρα είχε πάει 21:00- έβαλα να φάμε κάτι. Πεινούσαμε κι οι δύο τόσο πολύ! Μετά πήγα να της φέρω ένα πουκάμισό μου, να φορέσει, της έδειξα το δωμάτιο και την άφησα ν' αλλάξει ρούχα. Τη ρώτησα αν ήθελε να κάνει μπάνιο, αλλά ήταν κουρασμένη και ταλαιπωρημένη. Ήρθε στο σαλόνι να μου πει καληνύχτα και πήγε για ύπνο. Η βραδιά κύλησε ήσυχα. Ήμουν ξύπνιος έως αργά το βράδυ, επειδή την σκεφτόμουν συνεχώς. Κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος, επιτέλους!
Το πρωί, όταν ξύπνησα, αυτή ακόμη κοιμόταν. Είναι τόσο όμορφη, όταν κοιμάται!
«Καλημέρα!» Μου λέει. Την καλημέρισα κι εγώ μ' ένα γλυκό χαμόγελο. Φάγαμε πρωινό. Πήγε να βάλει τα ρούχα της και να ετοιμαστεί για αποχώρηση. Μπήκα μπροστά της. Η αλήθεια είναι πως μου άρεσε να έχω κάποιον μέσα στο σπίτι για παρέα.
«Γιατί μ' εμποδίζεις να φύγω; Τι έγινε;»
«Θέλεις να φύγεις;»
«Δεν πρέπει;»
«Τίποτε δεν πρέπει! Δεν έχω κανένα πρόβλημα, αν θέλεις να κάτσεις κι άλλο.»
« Όχι, είμαι εντάξει. Μια χαρά!»
«Εντάξει, λοιπόν! Ελπίζω να τα ξαναπούμε! Έχεις τον αριθμό μου;»
«Ναι. Εσύ, τον δικό μου;»
«Ναι, φυσικά!» Με χαιρέτησε.Γυρισε την πλάτη κι άρχισε ν' απομακρύνεται. Και εγώ σκεφτόμουν: «Γιατί την αφήνεις να φύγει; Αφού την αγαπάς! Τρέξε πίσω της! Σταμάτησε την!» Όταν συνήλθα απ' τις σκέψεις μου, η Αυγή είχε ήδη φύγει. Είχε χαθεί απ' το οπτικό μου πεδίο. Έτρεξα στον δρόμο μήπως την προλάβω, αλλά τίποτε. Καμιά ένδειξη της πρότερης παρουσίας της.
Πέρασε ένας μήνας και τη σκεφτόμουν διαρκώς. Μια μέρα, στον δρόμο για τη δουλειά, όπως περπατούσα, την είδα. Ναι, την είδα, αυτή ήταν! Έτρεξα να τη σταματήσω για μια φορά ακόμη. Την αγκάλιασα κι αρχίσαμε να μιλάμε. Την κάλεσα να έρθει απ' το σπίτι, για να πιούμε καφέ. Πέρασε η μέρα. Όταν θα έφτανε το Σάββατο, θα ερχόταν για τον καφέ, που είχαμε κανονίσει.
«Εντάξει, αλλά, δεν έχω ρούχα για ύπνο.»
«Θα σου δώσω ένα πουκάμισό μου. Και φυσικά θα κοιμηθείς στο κρεβάτι μου!»
«Τι; Δεν το δέχομαι! Κι εσύ; Πού θα κοιμηθείς;»
«Στον καναπέ!»
«Σίγουρα;»
«Ναι!» Μου έδωσε το «εντάξει» κι -επειδή η ώρα είχε πάει 21:00- έβαλα να φάμε κάτι. Πεινούσαμε κι οι δύο τόσο πολύ! Μετά πήγα να της φέρω ένα πουκάμισό μου, να φορέσει, της έδειξα το δωμάτιο και την άφησα ν' αλλάξει ρούχα. Τη ρώτησα αν ήθελε να κάνει μπάνιο, αλλά ήταν κουρασμένη και ταλαιπωρημένη. Ήρθε στο σαλόνι να μου πει καληνύχτα και πήγε για ύπνο. Η βραδιά κύλησε ήσυχα. Ήμουν ξύπνιος έως αργά το βράδυ, επειδή την σκεφτόμουν συνεχώς. Κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος, επιτέλους!
Το πρωί, όταν ξύπνησα, αυτή ακόμη κοιμόταν. Είναι τόσο όμορφη, όταν κοιμάται!
«Καλημέρα!» Μου λέει. Την καλημέρισα κι εγώ μ' ένα γλυκό χαμόγελο. Φάγαμε πρωινό. Πήγε να βάλει τα ρούχα της και να ετοιμαστεί για αποχώρηση. Μπήκα μπροστά της. Η αλήθεια είναι πως μου άρεσε να έχω κάποιον μέσα στο σπίτι για παρέα.
«Γιατί μ' εμποδίζεις να φύγω; Τι έγινε;»
«Θέλεις να φύγεις;»
«Δεν πρέπει;»
«Τίποτε δεν πρέπει! Δεν έχω κανένα πρόβλημα, αν θέλεις να κάτσεις κι άλλο.»
« Όχι, είμαι εντάξει. Μια χαρά!»
«Εντάξει, λοιπόν! Ελπίζω να τα ξαναπούμε! Έχεις τον αριθμό μου;»
«Ναι. Εσύ, τον δικό μου;»
«Ναι, φυσικά!» Με χαιρέτησε.Γυρισε την πλάτη κι άρχισε ν' απομακρύνεται. Και εγώ σκεφτόμουν: «Γιατί την αφήνεις να φύγει; Αφού την αγαπάς! Τρέξε πίσω της! Σταμάτησε την!» Όταν συνήλθα απ' τις σκέψεις μου, η Αυγή είχε ήδη φύγει. Είχε χαθεί απ' το οπτικό μου πεδίο. Έτρεξα στον δρόμο μήπως την προλάβω, αλλά τίποτε. Καμιά ένδειξη της πρότερης παρουσίας της.
Πέρασε ένας μήνας και τη σκεφτόμουν διαρκώς. Μια μέρα, στον δρόμο για τη δουλειά, όπως περπατούσα, την είδα. Ναι, την είδα, αυτή ήταν! Έτρεξα να τη σταματήσω για μια φορά ακόμη. Την αγκάλιασα κι αρχίσαμε να μιλάμε. Την κάλεσα να έρθει απ' το σπίτι, για να πιούμε καφέ. Πέρασε η μέρα. Όταν θα έφτανε το Σάββατο, θα ερχόταν για τον καφέ, που είχαμε κανονίσει.
«Καλώς την! Πέρασε μέσα.»
«Ευχαριστώ. Τι κάνεις;»
«Μια χαρά. Εσύ;»
«Καλά, λέω!» Καθώς πίναμε τον καφέ, βρήκα τη δύναμη να της πω αυτά που ένιωθα για εκείνη.
«Εεμ, θέλω να σου πω κάτι.»
«Πες μου, σε ακούω!»
«Είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Και ναι, είμαι απολύτως σίγουρος. Δεν έχω καμιά αμφιβολία. Σε σκέφτομαι συνέχεια. Ούτε λεπτό δεν έφυγε ο νους μου από τη σκέψη σου.»
«Εεμ,δεν ξέρω τι να πω...»
«Θες να γίνεις κοπέλα μου;»
«Ναι, πράγματι το θέλω κι εγώ. Πολύ. Σε αγαπάω, αληθινά.»
«Μια χαρά. Εσύ;»
«Καλά, λέω!» Καθώς πίναμε τον καφέ, βρήκα τη δύναμη να της πω αυτά που ένιωθα για εκείνη.
«Εεμ, θέλω να σου πω κάτι.»
«Πες μου, σε ακούω!»
«Είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Και ναι, είμαι απολύτως σίγουρος. Δεν έχω καμιά αμφιβολία. Σε σκέφτομαι συνέχεια. Ούτε λεπτό δεν έφυγε ο νους μου από τη σκέψη σου.»
«Εεμ,δεν ξέρω τι να πω...»
«Θες να γίνεις κοπέλα μου;»
«Ναι, πράγματι το θέλω κι εγώ. Πολύ. Σε αγαπάω, αληθινά.»
«Κι εγώ. Δεν ξέρω πώς συνέβη, αλλά συνέβη.»
Την αγκάλιασα κι έμεινε σπίτι μου για βράδυ. Κοιμηθήκαμε αγκαλιά.
5 Μήνες μετά: «Σήμερα έχω τα γενέθλια μου. Μου είπε πως είναι έγκυος! Την έσφιξα στην αγκαλιά μου και της απάντησα πως την αγαπώ τρελλά! Ξέχασα να σας πω: εδώ και τρεις μήνες, είμαστε πια παντρεμένοι.»
5 Μήνες μετά: Η Αυγή γέννησε κι εγώ έγινα μπαμπάς. Είμαι πολύ προσεκτικός με τη μικρή! Ναι, καλά καταλάβατε! Κοριτσάκι είναι και θα την ονομάσουμε Αγάπη. Είναι μόλις ενός μήνα. Λατρεύω το χαμόγελο αγαπάω και των δύο, όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Ο ορισμός της Ευτυχίας για μένα!
5 Μήνες μετά: Η Αυγή γέννησε κι εγώ έγινα μπαμπάς. Είμαι πολύ προσεκτικός με τη μικρή! Ναι, καλά καταλάβατε! Κοριτσάκι είναι και θα την ονομάσουμε Αγάπη. Είναι μόλις ενός μήνα. Λατρεύω το χαμόγελο αγαπάω και των δύο, όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Ο ορισμός της Ευτυχίας για μένα!