Σκέψη σκληρή, αδυσώπητη, ατέρμονη.
Μοναδική συντροφιά σε βαθύ σκότος:
«Συνέβη, όντως;»
«Τις πταίει;
Μοναδική συντροφιά σε βαθύ σκότος:
«Συνέβη, όντως;»
«Τις πταίει;
Για ποιαν αιτία ποταπή;»
Ένα μερίδιο σου αποκολλήθηκε. Το πιο Σημαίνον.
Ασθενεί.
Ένα μερίδιο σου αποκολλήθηκε. Το πιο Σημαίνον.
Ασθενεί.
Εξανεμίστηκε. Εξαϋλώθηκε.
Μοιάζει αφόρητα οδυνηρή η απουσία.
Παλεύεις να σφραγίσουν τα βλέφαρα ολίγον.
Ώρες αέναης αϋπνίας, αφόρητης άπνοιας.
Επίγεια η κόλαση! Στήριγμα ουδένα
σ’ ένα αύριο αβέβαιο, στο μέλλον που θολό αναδύεται! Περιμένεις -μέρα τη μέρα-
Μοιάζει αφόρητα οδυνηρή η απουσία.
Παλεύεις να σφραγίσουν τα βλέφαρα ολίγον.
Ώρες αέναης αϋπνίας, αφόρητης άπνοιας.
Επίγεια η κόλαση! Στήριγμα ουδένα
σ’ ένα αύριο αβέβαιο, στο μέλλον που θολό αναδύεται! Περιμένεις -μέρα τη μέρα-
τον Πανδαμάτορα. Να λειάνει ό,τι λαξεύεται:
τον πόνο της απώλειας όσων «ταξίδευσαν»
έξαφνα, δίχως στερνό αντίο.
Αντ’ αυτού -μέρα τη μέρα- η φυγή εγγράφει
τον πόνο της απώλειας όσων «ταξίδευσαν»
έξαφνα, δίχως στερνό αντίο.
Αντ’ αυτού -μέρα τη μέρα- η φυγή εγγράφει
εις βάθος, απομένει λείψανο η θλίψη.
Θεριεύει, γιγαντώνεται.
Θεριεύει, γιγαντώνεται.
Θεριό ανήμερο μιας οργής αδικαίωτης:
«Τις πταίει; Για ποιαν αιτία ποταπή;»
Ό,τι απέμεινε σπέρνει δριμύ
Ό,τι απέμεινε σπέρνει δριμύ
κατηγορώ, άπειρα ερωτήματα:
«Πού πήγε κι εγκλωβίστηκε, πού σε άφησε;
Γιατί δεν είναι πλάι, να σου βαστά χέρι τρεμάμενο, να λούζει ομορφιά τη μέρα,
να αγκαλιάζει με χαμόγελο το χάδι σου;».
Γνωρίζεις! Μα, θυμός αναστέλλει τη μοιραία αποδοχή. Θα επωμισθεί κάποιος το άχθος;
Ρωτήστε άπαντες, παρόντες και απόντες: «Υφίσταται ουδείς;» Επείγεσαι, χρείαν έχεις δικαιολογίας εύλογης, να ανασυρθείς
Γιατί δεν είναι πλάι, να σου βαστά χέρι τρεμάμενο, να λούζει ομορφιά τη μέρα,
να αγκαλιάζει με χαμόγελο το χάδι σου;».
Γνωρίζεις! Μα, θυμός αναστέλλει τη μοιραία αποδοχή. Θα επωμισθεί κάποιος το άχθος;
Ρωτήστε άπαντες, παρόντες και απόντες: «Υφίσταται ουδείς;» Επείγεσαι, χρείαν έχεις δικαιολογίας εύλογης, να ανασυρθείς
στην επιφάνεια. Σε καταπίνουμε τα
Τάρταρα, ακόρεστα. Μα -μέρα τη μέρα-
ο Πανδαμάτωρ θ’ απαλύνει την ένταση.
Η έσω φωνή θα μεταβάλλεται, θα σκληραίνει,
θα χαλκεύεται. «Πώς αλλιώς;»
Φοβάσαι να δεθείς ξανά, να δοθείς
άνευ όρων, δίχως ενδοιασμούς.
Οι αναμνήσεις βαστούν γερά, σ’ αλυσοδένουν:
Μα, «Τις πταίει; Για ποιαν αιτία ποταπή;»
Σιγή ιχθύος, βοώντος δόλια, εν τη ερήμω!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου