Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

10 Ιουλ 2023

«Βιασύνη...»

 
Βιάζομαι, βιάζεσαι, βιάζεται. Όλοι μας κάποτε βιαζόμαστε. Καθημερινά ή περιοδικά. Όταν συμβαίνει αυτό, συνήθως παίρνουμε τις  λιγότερο ορθές αποφάσεις. Δρούμε με το ένστικτο, από συνήθεια. Παλιά, όταν ο πατέρας είχε λεύθερο χρόνο, ήμουν πάντα η αγαπημένη του παρέα, η επιλογή του!
    Χρειαζόταν μόνο ένα παιχνίδι -συνήθως η αγαπημένη κούκλα με το σκουριασμένο καροτσάκι-. Περίμενα την επιβλητική του φιγούρα να φορέσει παπούτσια βιαστικά, για να κερδίσει περισσότερα δευτερόλεπτα μαζί μου. Εγώ δε μετρούσα ποτέ τα δευτερόλεπτα που ξόδευα με αγαπημένους ανθρώπους. Γιατί τα παιδιά δε γνωρίζουν ακόμη πως αυτά δεν είναι άπειρα. Κάποια μέρα, φυσικά, το μαθαίνουν. 
    Έτσι κι εγώ. Βίωσα ασυναίσθητα τους τελευταίους κόκκους ζωής στην κλεψύδρα του πατέρα, χωρίς να το γνωρίζω ένιωσα τη δροσιά των ύστατων σταγόνων της παρουσίας του. Έπειτα απ' το ατυχές συμβάν της απώλειας του, κατάλαβα τη σημασία των δευτερολέπτων, των λεπτών, των μηνών, ακόμη και των χρόνων, αφού περνούσα τις στιγμές μου σκεπτόμενη πόσες έχω χάσει μακριά ή ζήσει μαζί του. 
    Από εκείνον κράτησα μόνο τα μεγάλα, μαύρα παπούτσια που συνήθιζε να φορά στις βόλτες μας. 
    Σήμερα βιαζόμουν γι' άλλη μια φορά! 
Έτσι, στην απόπειρα εξόδου μου, έδρασα γι' ακόμη μια φορά με τις λιγότερο δυνατές σκέψεις, από ένστικτο. Φόρεσα τα μεγάλα (για μένα) παπούτσια του πατέρα και βγήκα. Είχε, μάλλον, καταλήξει μια συνήθεια που για πολύ λίγο πάγωνε τα δευτερόλεπτα. Εκείνην ακριβώς τη στιγμή άκουσα τον ήχο από το καροτσάκι της κούκλας μου κι ένιωσα το βλέμμα του πάνω μου. Ο ήλιος εμφανίστηκε κι ήμουν ξανά παιδί, οπότε ο χρόνος με τα δευτερό-λεπτά του δεν είχαν και πάλι απολύτως καμιά σημασία. 
Ευτυχείς ψευδαισθήσεις! (Τ. Σ.)

9 Ιουλ 2023

«Η βαλίτσα»


Ήταν πρωί. Ίσα που 'χα προλάβει να πάρω μια βαλίτσα και τον Ράσι, το αρκούδι μου. Άκουσα τη μαμά ανήσυχη κι απ' έξω θόρυβο, φωνές, ουρλιαχτά!
    
     Σα μικρό παιδί αναρωτιόμουν τι είχε συμβεί. Η μαμά έστρεψε φοβισμένα το βλέμμα της σε μένα κι είπε: «Αχ, Γιώργο μου, αχ! Τι φταις κι εσύ; Σου υπόσχομαι, δε θα πάθεις τίποτε, μη φοβάσαι! Η μαμά είναι εδώ!»
    Πριν τελειώσει τη φράση της, μπήκαν πέντε οπλισμένοι, ψηλοί άνδρες, με μουστάκι στο φτωχικό μας και μας έσυραν έξω βίαια. 
    Δεν καταλάβαινα τίποτε. Παντού όπλα, φωτιές, φασαρία! Κι οι άνδρες αυτοί αμίλητοι. Βρεθήκαμε σε μια αποθήκη με τους συγχωριανούς. Σιγά, σιγά έπαιρναν τις μαμάδες όλες -μια, μια- με τον ίδιο βίαιο τρόπο που μας έφεραν εδώ. Όρμησα τότε ν' αγκαλιάσω τη μαμά, από ένστικτο πως δεν θα την ξανάβλεπα. 
    Να που βγήκα αληθινός! Πήραν και τη δική μου μανούλα. Μείναμε τα υπόλοιπα παιδιά κι εγώ μόνα, δίχως να ξέρουμε τι θ' απογίνουμε. Η ώρα περνούσε και τίποτε δε συνέβαινε. Το επόμενο πρωί βρεθήκαμε μακριά από το χωριό, σε κάτι ράγες τρένων. Μόνοι, αβοήθητοι, με λίγο ψωμί και νερό ο καθένας. Τότε ένιωσα πως απότομα είχα ωριμάσει, κι ας ήμουν ακόμη παιδί. Η ζωή μας βρισκόταν στα χέρια κάποιου περαστικού. Πια έφτασα τα δεκαεφτά κι ακόμη περιμένω, μήπως ξαναδώ τη μητέρα. 
    Μόνος! Τόσο μόνος, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους ανθρώπους. Με λένε Μαρτίν Μονρό κι έρχομαι από ξένη γη. 
    Βρέθηκα στην Ελλάδα λόγω οικονομικής κρίσης. Μα πού να 'ξερα πως θα 'ταν καλύ-τερα να πεθάνω εκεί μακριά. Μ' αγάπη κι ανθρωπιά, κι ας μην είχα  ούτ' ένα πιάτο φαΐ! 
    Κάθε μέρα που περνά για μένα μοιάζει αιώνας. Ήρθα στη χώρα αυτή δεκάξι χρονών. Όλα άρχισαν στο σχολείο...       
    Προφανώς παντού υπήρχε καχυποψία, που κάποτε γινόταν εχθρότητα ή ρατσισμός κι άλλοτε απάθεια ή ωμή βία. Στο σχολείο, όμως, όλα γιγαντώνονται. 
Γενικώς ήμουν πάντα μόνος, ολομόναχος! Στην τάξη, στα διαλείμματα, στη ζωή. Μία μέρα ήρθε η Μαριλένα, μια γλυκύτατη κοπέλα, για να μου κάνει παρέα. Μόλις την είδαν οι υπόλοιποι άρχισαν να την κοροϊδεύουν. Έτσι, η Μαριλένα δε ξανάρθε ποτέ! Κάθε μου μέρα -είτε στο σχολείο είτε αλλού- έτσι ήταν. Παντού υποτίμηση, έχθρα και μίσος. Κι όλα αυτά γιατί; Γιατί ήμουν ξένος! 
    Σήμερα είμαι είκοσι ένα χρονών, Εδώ και πέντε χρόνια βιώνω τα ίδια αισθήματα, φόβο και μοναξιά. Αναγκάζομαι και κρύβομαι, συνειδητά περιθωριοποιούμαι. Συναντώ ψυχολόγο, παίρνω φάρμακα για κάτι που ποτέ δεν προκάλεσα, δεν επέλεξα και δε φέρω ευθύνη. Τρία χρόνια ακόμη - κι αν τίποτε δεν αλλάξει- σκέφτομαι να δώσω ένα τέλος, ένα ύστατο «Χαίρε!» αξιοπρέπειας! Να τερματίσω δια παντός αυτό που βιώνω τόσα κι από κάποιους αποκαλείται «ζωή». Θα το κάνω! Η μάνα μου θα κλαίει, όπου κι αν βρίσκεται. Εγώ, όμως, θα ηρεμήσω! Θα είμαι επιτέλους γαλήνιος κι όχι φοβισμένος! 
Τι λέτε; Αξίζει; (Κ.Σ.)