Βιάζομαι, βιάζεσαι, βιάζεται. Όλοι μας κάποτε βιαζόμαστε. Καθημερινά ή περιοδικά. Όταν συμβαίνει αυτό, συνήθως παίρνουμε τις λιγότερο ορθές αποφάσεις. Δρούμε με το ένστικτο, από συνήθεια. Παλιά, όταν ο πατέρας είχε λεύθερο χρόνο, ήμουν πάντα η αγαπημένη του παρέα, η επιλογή του!
Χρειαζόταν μόνο ένα παιχνίδι -συνήθως η αγαπημένη κούκλα με το σκουριασμένο καροτσάκι-. Περίμενα την επιβλητική του φιγούρα να φορέσει παπούτσια βιαστικά, για να κερδίσει περισσότερα δευτερόλεπτα μαζί μου. Εγώ δε μετρούσα ποτέ τα δευτερόλεπτα που ξόδευα με αγαπημένους ανθρώπους. Γιατί τα παιδιά δε γνωρίζουν ακόμη πως αυτά δεν είναι άπειρα. Κάποια μέρα, φυσικά, το μαθαίνουν.
Έτσι κι εγώ. Βίωσα ασυναίσθητα τους τελευταίους κόκκους ζωής στην κλεψύδρα του πατέρα, χωρίς να το γνωρίζω ένιωσα τη δροσιά των ύστατων σταγόνων της παρουσίας του. Έπειτα απ' το ατυχές συμβάν της απώλειας του, κατάλαβα τη σημασία των δευτερολέπτων, των λεπτών, των μηνών, ακόμη και των χρόνων, αφού περνούσα τις στιγμές μου σκεπτόμενη πόσες έχω χάσει μακριά ή ζήσει μαζί του.
Από εκείνον κράτησα μόνο τα μεγάλα, μαύρα παπούτσια που συνήθιζε να φορά στις βόλτες μας.
Σήμερα βιαζόμουν γι' άλλη μια φορά!
Έτσι, στην απόπειρα εξόδου μου, έδρασα γι' ακόμη μια φορά με τις λιγότερο δυνατές σκέψεις, από ένστικτο. Φόρεσα τα μεγάλα (για μένα) παπούτσια του πατέρα και βγήκα. Είχε, μάλλον, καταλήξει μια συνήθεια που για πολύ λίγο πάγωνε τα δευτερόλεπτα. Εκείνην ακριβώς τη στιγμή άκουσα τον ήχο από το καροτσάκι της κούκλας μου κι ένιωσα το βλέμμα του πάνω μου. Ο ήλιος εμφανίστηκε κι ήμουν ξανά παιδί, οπότε ο χρόνος με τα δευτερό-λεπτά του δεν είχαν και πάλι απολύτως καμιά σημασία.
Ευτυχείς ψευδαισθήσεις! (Τ. Σ.)