Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

26 Δεκ 2023

«Κυριακάτικη Βόλτα»


Είναι 20 Ιουλίου 1499. Με τον αδελφό μου ανοιχτήκαμε στη θάλασσα για τη συνηθισμένη κυριακάτικη βόλτα. Με το οικογενειακό σκαρί.  Όλα είναι υπέροχα! Τα δελφίνια μας συνοδεύουν -παίζοντας στα κύματα- με τις διακριτικές, τσιριχτές κραυγές τους. Ψάρια όλων των ειδών κολυμπούν πλάι μας στα διάφανα νερά. Καθόμαστε στην κουπαστή, αγναντεύοντας τη θάλασσα. Στην πόλη μας τα πάντα είναι όμορφα, γεμάτα ζωντάνια και χαρά για όλους τους ανθρώπους. 
 Κάποια στιγμή διακρίναμε κάτι παράξενο μακριά, στον ορίζοντα της θάλασσας. Δε δώσαμε τη δέουσα προσοχή, την απαιτούμενη σημασία! Ύστερα από λίγο, καταλάβαμε πως πλησιάζει μεγάλη φουρτούνα. Πανικοβληθήκαμε. Μα έτσι δε θα καταφέρναμε κάτι! Γυρίσαμε αμέσως στο πλοίο, για να φύγουμε προς άγνωστη κατεύθυνση. 
Ήμασταν σκεπτικοί, προβληματισμένοι. Τι θα συνέβαινε αργότερα;Πώς θα επιβιώναμε; Μπορούσαμε να τα καταφέρουμε;
Τότε συνέβη κάτι ακόμη πιο παράξενο, ξεκάθαρα τρομακτικό! Η φουρτούνα  ερχόταν κατευθείαν προς το μέρος μας! Σαν αδίστακτος δολοφόνος ζητούσε να μας καταπιεί...Βιαστικά ανοίξαμε πανιά, για να φύγουμε. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα! Την επομένη βρεθήκαμε σ' έναν ξένο, πρωτόγνωρο τόπο. Αποβιβαστήκαμε. Έπρεπε να διερευνήσουμε τις προοπτικές επιβίωσης μας! Γρήγορα καταλάβαμε πως είχαμε καταλήξει σ' ένα νησί άγριο, ανεξερεύνητο και κυρίως... ακατοίκητο! Όλα ήταν πανέμορφα! Υπήρχαν πανύψηλα δέντρα με μαγικούς καρπούς, οργιώδης βλάστηση τριγύρω και μικρά πουλιά που έπαιζαν χαρούμενα στις φωλιές τους. Τα μεγαλόσωμα ζώα αποδείχτηκαν στην πορεία άκακοι γίγαντες: κυνηγούσαν ίσα για να φροντίσουν την οικογένεια κι έπειτα ζούσαν αρμονικά με την υπόλοιπη φύση. Όλα ήταν μαγευτικά, συναρπαστικά. Μετά αποφασίσαμε να πάμε στην παραλία που αράξαμε, να δούμε τι απέγινε το πλοίο μας. Ήταν σε κακή κατάσταση! Σκεφτήκαμε λίγο, ψάξαμε πολύ και βρήκαμε ένα μικρό, μισοχαλασμένο σπιτάκι, για να προστατευτούμε και να επιβιώσουμε στο νησί.
Σιγά σιγά το επιδιορθώσαμε, το περιποιηθήκαμε το αγαπήσαμε λίγο λίγο. Τα χρόνια έρρεαν γρήγορα, κυλούσαν σα γάργαρο νερό. Μεγαλώναμε σιγά σιγά. Κάποια στιγμή, όπως καθόμασταν στην παραλία, είδαμε ένα πλοίο να έρχεται προς το μέρος μας. Σηκωθήκαμε απότομα και κοιτάξαμε στη θάλασσα.Ύστερα σηκώσαμε τα χέρια, για να μας δουν. Φωνάζαμε και κάναμε κάθε λογής σινιάλα. Τελικά μας είδαν κι ήρθαν στο νησί. Όταν κατέβηκαν από το πλοίο, είδαμε πως επιβάτες ήταν οι γονείς μας. Με συγκίνηση τρέξαμε, χωρίς δεύτερη σκέψη, να τους αγκαλιάσουμε. Επιβιβαστήκαμε στο πλοίο και φύγαμε για το σπίτι. Οι γονείς μας είπαν πως γύρισαν όλον τον κόσμο, ψάχνοντας να μας βρουν, αλλά τελικά τα κατάφεραν. Στο τέλος γυρίσαμε όλοι  ασφαλείς και δεν χωριστήκαμε ποτέ ξανά. Ήταν ένα ταξίδι ιδιαίτερο, που δε θα ξεχάσω -ούτε εγώ ούτε ο αδελφός μου-. Ποτέ μας!





25 Δεκ 2023

«Άγρια θάλασσα!»


Όλοι ξέρουμε πως η αγάπη ξεπερνά κάθε εμπόδιο, κάθε δυσκολία. Μπορεί να ξεπεράσει, όμως, την αδίστακτη θάλασσα; Μπορεί την τεράστια απόσταση;
   Στην Αρχαία Ελλάδα οι άνθρωποι είχανε έναν απλό κι ήρεμο τρόπο ζωής, χωρίς πολλή αναστάτωση. Στην πόλη, όπου βασιλιάς ήταν ο Έκτορας, ένα ξαφνικό γεγονός βρήκε απροστάτευτη την οικογένεια. Η πριγκίπισσα Αριάδνη ερωτεύτηκε τον λάθος άνδρα, τον Αχιλλέα. Έναν ναύτη, που μοναδική του αγαπημένη ήταν η άγρια θάλασσα. Και η Αριάδνη ήταν μονάχα γυναίκα του. 
     Μαύρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, ο ήλιος κρύφτηκε κι η βροχή ήρθε, μόλις τα νέα έφτασαν στ' αυτιά του βασιλιά. Έξαλλος ο πατέρας, κλείδωσε την κόρη του στην κάμαρά της και της απαγόρευσε ρητά κάθε συνάντηση με τον Αχιλλέα. Αυτός, αν και παραξενεύτηκε που δεν είχε νέα της, δεν έκανε κάποια προσπάθεια να τη βρει, καθώς υπήρχε κίνδυνος να αποκαλυφθούν. Μόνη του παρηγοριά ήταν η θάλασσα, που ήξερε πως ποτέ δεν θα τον προδώσει. Ή μήπως όχι; Η εντολή του βασιλιά να φύγει -με το πλήρωμα για εξερεύνηση άγνωστων έως τότε θαλασσών- τον προβλημάτισε. Χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι, ξεκίνησε το ταξίδι του, με πόνο στην καρδιά. Οι μέρες περνούσαν, μετά οι μήνες κι έπειτα ένας ολόκληρος χρόνος. 
    Η θάλασσα ήταν άγρια, όλον αυτόν τον καιρό, κάτι που πρώτη φορά συνέβαινε στον Αχιλλέα. Η Αριάδνη από την άλλη, είχε απελπιστεί. Καμιά μέρα, όσο φωτεινή κι αν ήταν, δεν την έβρισκε χαρούμενη. Το μόνο που έκανε ήταν να πηγαίνει μία βόλτα στη θάλασσα κάθε μέρα, μόνο και μόνο, για να της τον θυμίζει. Δεν είχε σημασία, αν τα κύματα είχανε μπει στη θέση της ήρεμης θάλασσας. Εκείνη την ηρεμούσαν κι αυτά. 
   Ώσπου η βόλτα απέκτησε άλλο σκοπό. Είχε χάσει κάθε ελπίδα! Αποφάσισε, λοιπόν, πως το μέρος που πήρε την πρώτη της πνοή θα 'ταν εκείνο, όπου θα έδινε και την τελευταία. Πήρε μια βαθιά ανάσα και -την ώρα που ετοιμαζόταν να βουτήξει στην άβυσσο- η ατίθαση θάλασσα ηρέμησε. Η κοπέλα άνοιξε τότε τα μάτια και τον είδε. Η ανάσα της κόπηκε κι η καρδιά της πλημμύρισε μ' ελπίδα κι ανυπομονησία.      
    Κοίταξε καλύτερα κι ήταν όντως εκείνος, επάνω στο καράβι! Με μια απότομη βουτιά ο Αχιλλέας την έπιασε από το χέρι. Κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια και δεν είπανε κουβέντα. Ήταν σα να μιλούσανε μόνο τα μάτια τους.
    Ξαφνικά ο ήλιος φώτισε τα πάντα και το
 κυριότερο η θάλασσα γαλήνεψε δια παντός!


 

24 Δεκ 2023

«Η μικρή γοργόνα»

Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου στον απέραντο βυθό της θάλασσας, υπήρχε ένα όμορφο παλάτι. Ήταν σε τόσο βάθος, που ποτέ άγκυρα πλοίου δεν άγγιξε τη σκεπή του. Η αυλή του ήταν γεμάτη ασυνήθιστα, χαριτωμένα λουλούδια και φύκια, ενώ τα ψάρια πηγαι-νοέρχονταν, σα σμήνη πουλιών που πετούν στον ουρανό. Εκεί, ζούσαν ο βασιλιάς, η βασίλισσα της θάλασσας κι οι πέντε ζωηρές γοργόνες, κόρες τους. Αυτές παρακάλεσαν για άλλη μια φορά τον πατέρα τους:
«Σε παρακαλούμε, άφησε μας να επισκεφτούμε τον επάνω κόσμο!» Ο Βασιλιάς συνοφριώθηκε: «Όχι, μέχρι να γίνετε δεκαπέντε χρονών» απάντησε με σταθερή φωνή. «Ξέρω ότι ανυπομονείτε να δείτε τον ουρανό με τα μάτια σας, όμως είναι πολύ επικίνδυνο!» «Εκεί πάνω», πρόσθεσε η Βασίλισσα, «δεν υπάρχει καθόλου νερό κι οι άνθρωποι έχουν πόδια, για να περπατάνε». Η πιο μικρή απ' τις γοργόνες, η πιο όμορφη και πιο περίεργη απ' όλες, την άκουγε με μεγάλη προσοχή. Λάτρευε τις ιστορίες της μητέρας της για τον επάνω κόσμο. «Πόσο όμορφη είναι η θάλασσα, όταν ο ήλιος λάμπει φωτεινός από ψηλά!» αναστέναξε η μικρότερη γοργόνα. «Πότε θα γίνω δεκαπέντε;» και κάθε μέρα, η μικρή Γοργόνα κολυμπούσε όλο και πιο κοντά στην επιφάνεια, για να δει τις ακτίνες του ήλιου να διαπερνούν το νερό. Μετά από μήνες οι δυο μεγαλύτερες γοργόνες έγιναν δεκαπέντε χρονών κι επιτέλους μπορούσαν να δουν τον επάνω κόσμο. Η μικρή γοργόνα, όμως, έπρεπε να περιμένει δίχως άλλη επιλογή μερικά χρόνια ακόμη. Της άρεσε να κάθεται με ανυπομονησία στη βάση ενός αγάλματος σε μία γωνιά της αυλής. Ήταν το άγαλμα ενός ανθρώπου από τον επάνω κόσμο. «Στέκονται, αλήθεια, στα δύο τους πόδια;» αναρωτιόταν απορημένη. «Και πώς δε πέφτουνε;» σχολίαζε μόνη της. Επιτέλους, έφτασε η μέρα και για τη μικρή γοργόνα ν' αναδυθεί από τον βυθό της θάλασσας. Την προσοχή της τράβηξε ένα πλοίο που διέσχιζε τον ωκεανό κι έμεινε να το χαζεύει με απορία. Το κατάστρωμα ήταν έντονα φωτισμένο κι η μουσική έφτανε δυνατή ως τα αυτιά της. Παραξενεύτηκε τόσο η Μικρή Γοργόνα, που πλησίασε κι άλλο το πλοίο. Άνθρωποι μιλούσαν, γελούσαν, χόρευαν. Στο μεταξύ εμφανίστηκε ένας νεαρός άντρας. Η μουσική σταμάτησε απότομα κι όλοι άρχισαν να ζητωκραυγάζουν: «Χρόνια Πολλά! Να ζήσει ο πρίγκιπας μας!» Η γοργόνα παρακολουθούσε με τόσο θαυμασμό τον όμορφο πρίγκιπα, που δεν πρόσεξε την καταιγίδα που πλησίαζε επικίνδυνα. Σφοδρή ανεμοθύελλα ξέσπασε κι οι οι άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι δεξιά αριστερά, φωνάζοντας: «Βοήθεια! Ας μας βοηθήσει κάποιος!» Ξαφνικά, το κατάρτι έσπασε, το πλοίο άρχισε να γέρνει και τα κύματα όρμησαν αδηφάγα στο κατάστρωμα. Έτσι ο άνεμος και τα κύματα βύθισαν το πλοίο. Η Μικρή Γοργόνα είδε τρομαγμένη τον πρίγκιπα να βυθίζεται στα νερά του ωκεανού. Κολύμπησε γρήγορα, για να τον βοηθήσει. Τον τράβηξε από τον γιακά του σακακιού και τον ανέβασε στην επιφάνεια. Με πολλή κούραση κατάφερε να τον ξα-πλώσει στην άμμο. Στην συνέχεια τον φίλησε στο μάγουλο και του τραγούδησε μια παλιά μελωδία των γοργόνων, για να ξυπνήσει. Ο πρίγκιπας κουνήθηκε κι ανοι-γόκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να συνέλθει και να καταλάβει που βρισκόταν.
Ανακουφισμένη η μικρή Γοργόνα δίχως άλλη επιλογή, γεμάτη θλίψη στη καρδιά της, γύρισε πίσω. Μετά από καιρό η Μικρή Γοργόνα κι ο πρίγκιπας παντρεύτη-καν. Το νεαρό ζευγάρι επιβιβάστηκε σε μια όμορφη και αστραφτερή άμαξα, που την έσερναν τέσσερις ιππόκαμποι. Όταν επέ-στρεψαν από το μήνα του μέλιτος, αποφάσισαν να ζήσουν εκεί, στο παλάτι της θάλασσας, Έτσι πέρασαν τη ζωή τους αυτοί καλά κι εμείς κάπως καλύτερα!

«Κάρτες Χριστουγέννων»

Κάποτε ζούσε ένα ζευγάρι, η Νίτσα κι ο Ρόυ αγαπημένοι. Μια μέρα ξεκίνησαν για τον τελευταίο υπέρηχο του μωρού τους στο νοσοκομείο, μια και πλησίαζε η ώρα του να γεννηθεί. Στον δρόμο, από αγωνία και βιασύνη, δεν πρόσεξαν το κόκκινο Φανάρι της τελευταίας στροφής για Νοσοκομείο. 
    Το προσπέρασαν βιαστικά. Ένα φορτηγό έπεσε με φόρα στ' αμάξι τους, το διέλυσε. Χτύπησαν κι οι δύο! Η Αστυνομία και το Ασθενοφόρο έσπευσαν να σώσουν το ζευγάρι, προτού εκραγεί η μηχανή. Μετα-φέρθηκαν στο νοσοκομείο εγκαίρως. Η γυναίκα μπήκε στη γυναικολογική, μια κι ήταν ετοιμόγεννη κι ο άντρας στην εντατική ως βαριά τραυματισμένος. 
    Ξαφνικά απ' τη γυναικολογική η Μαία βάρδιας κάλεσε σε βοήθεια: «Αδερφή, έσπασαν τα νερά! Ειδοποιήστε τον γυναικολόγο το ταχύτερο. Ξεκίνησε η διαδικασία της γέννας!» Εκείνος έφτασε ασθμαίνοντας. Όταν τελείωσε η διαδικασία, η Νίτσα πήρε για πρώτη φορά στην αγκαλιά της το μωρό, ευτυχισμένη. Ειδοποίησαν, αμέσως, τον άντρα της στην εντατική. 
   Χάρηκε πολύ! Την ίδια στιγμή, συνειδη-τοποίησε πως δεν μπορούσε να κουνήσει τα χέρια ή τα πόδια του. Ήταν πια παρα-πληγικός! Πόσο άθλια ακουγόταν!
Μετά το νοσοκομείο, ο άντρας παρέμεινε καθηλωμένος στο αναπηρικό αμαξίδιο.     
   Αδυνατούσε τα πάντα, μπορούσε μόνο να μιλά και να τρώει. Το μωρό το μεγάλωνε η Νίτσα, μόνη της. Είχε σταθερά στον νου τον άντρα και το πολυαγαπημένο της «πρόβλημα»: πώς θα τάιζε, θα έντυνε, θα καθάριζε, γενικά θα περιποιούνταν ταυτόχρονα  τους δυο τους; Με τον καιρό, το μωρό μεγάλωσε μόνο με τη βοήθεια της γλυκιάς της πεθεράς. Η Νίτσα δούλευε, το παιδί πήγαινε σχολείο κι ο Ρουθ στο σπίτι -σε αναπηρικό αμαξίδιο- βαριόταν. 
    Σκέφτηκε να κάνει κάτι δημιουργικό: να ζωγραφίζει χριστουγεννιάτικες κάρτες με το στόμα. Έτσι κι έκανε!  Ζωγράφιζε υπέροχα, ένας πραγματικός καλλιτέχνης! Έστελνε τις κάρτες του σε ανθρώπους που 'χαν το ίδιο πρόβλημα μ' αυτόν μέσω ταχυ-δρομείου.
    Μια μέρα ο γιατρός ζήτησε να δει τον Ρουθ για γενικές εξετάσεις. Ο γιατρός ανακάλυψε πως είχε καρκίνο στο αίμα, μια μορφή καλπάζουσας λευχαιμίας. Ο Ρουθ δεν το έμαθε ποτέ. Η Νίτσα και το παιδί γνώριζαν και το έκρυβαν. 
   Ένα μήνα αργότερα ο Ρουθ πέθανε, αφού η ασθένεια εξελίχθηκε ραγδαία. Η Νίτσα κι ο γιος του στενοχωρήθηκαν πολύ, αλλά με τα χρόνια το ξεπέρασαν. Άλλωστε θα έμενε πάντα ζωντανός στη μνήμη τους!
   Ο γιος τους έμαθε να ζωγραφίζει κι αυτός κάρτες κι έγινε περίφημος ζωγράφος, γνωστός στο Πανελλήνιο. Η Νίτσα ήταν πραγματικά περήφανη γι' αυτόν. Ήλπιζε πως θα 'φτανε πολύ ψηλά, με φήμη ανυπέρβλητη. Τα χρόνια περνούσαν κι ο γιος είχε πια γίνει ολόκληρος άντρας. Είχε φτιάξει και τη δική του οικογένεια, με δυο παιδιά, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι. 
    Λοιπόν, κανείς δεν κατάλαβε τη ροή του χρόνου. Κυλούσε σαν το νερό! Ήρθε κι η δική του σειρά να γεράσει, να γίνει ηλικιωμένος. Η μητέρα, δυστυχώς, είχε φύγει από τη ζωή, οπότε δεν είχε κανέναν κοντά του. Η γυναίκα του -κι αυτή- είχε χάσει τους γονείς της, σε μικρή ηλικία.
Η διαφορά ηλικίας του ζευγαριού ήταν μεγάλη. Ο Χρήστος (έτσι έλεγαν τον γιο της Νίτσας και του Ρουθ) ήταν 75, η γυναικα του μόλις 60. 
   Μια μέρα ο Χρήστος αποφάσισε να βγει στον κήπο. Ήθελε να βάλει νέα φυτά και το μοιραίο δεν άργησε να συμβεί. Ένα μονο-κινητήριο έπεσε στο σπίτι, συγκεκριμένα πάνω του. Απίστευτο, αλλά αληθινό! Το ευτυχές: δεν έχασε την ζωή του! Έμεινε, όμως, ανάπηρος, όπως ο πατέρας του. Φαίνεται πως η μοίρα του έπαιζε άτιμο παιχνίδι!
   Ήθελε να προσφέρει στη γυναίκα του όση αγάπη και φροντίδα της είχαν λείψει. Μετά το δυστύχημα, δεν είχε αυτή τη δυνατότητα. Μόνο τα παιδιά μπορούσαν να της δώσουν όσα χρειαζόταν. Δεν είχαν χρόνο, όμως, διότι δούλευαν σκληρά σε άλλη χώρα, στη Γερμανία. Έτσι η γυναίκα
έμεινε αβοήθητη. Ένα βράδυ είδε ένα
παράξενο όνειρο. Ένας άγγελος της μίλησε. Της ζήτησε ν' ανέβουν με τον άντρα της ένα βουνό. Οπότε τι να κάνει κι αυτή; Επιχείρησαν την ανάβαση, την επόμενη κιόλας μέρα. Εκεί εμφανίστηκε ο ίδιος Άγγελος και γύρισε τα χρόνια πίσω. Οι δυο αγαπημένοι έζησαν τη ζωή κι ήταν πανευτυχείς. Ούτε ατυχήματα, ούτε αναποδιές, μόνο Χαρά!