Είναι 20 Ιουλίου 1499. Με τον αδελφό μου ανοιχτήκαμε στη θάλασσα για τη συνηθισμένη κυριακάτικη βόλτα. Με το οικογενειακό σκαρί. Όλα είναι υπέροχα! Τα δελφίνια μας συνοδεύουν -παίζοντας στα κύματα- με τις διακριτικές, τσιριχτές κραυγές τους. Ψάρια όλων των ειδών κολυμπούν πλάι μας στα διάφανα νερά. Καθόμαστε στην κουπαστή, αγναντεύοντας τη θάλασσα. Στην πόλη μας τα πάντα είναι όμορφα, γεμάτα ζωντάνια και χαρά για όλους τους ανθρώπους.
Κάποια στιγμή διακρίναμε κάτι παράξενο μακριά, στον ορίζοντα της θάλασσας. Δε δώσαμε τη δέουσα προσοχή, την απαιτούμενη σημασία! Ύστερα από λίγο, καταλάβαμε πως πλησιάζει μεγάλη φουρτούνα. Πανικοβληθήκαμε. Μα έτσι δε θα καταφέρναμε κάτι! Γυρίσαμε αμέσως στο πλοίο, για να φύγουμε προς άγνωστη κατεύθυνση.
Ήμασταν σκεπτικοί, προβληματισμένοι. Τι θα συνέβαινε αργότερα;Πώς θα επιβιώναμε; Μπορούσαμε να τα καταφέρουμε;Τότε συνέβη κάτι ακόμη πιο παράξενο, ξεκάθαρα τρομακτικό! Η φουρτούνα ερχόταν κατευθείαν προς το μέρος μας! Σαν αδίστακτος δολοφόνος ζητούσε να μας καταπιεί...Βιαστικά ανοίξαμε πανιά, για να φύγουμε. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα! Την επομένη βρεθήκαμε σ' έναν ξένο, πρωτόγνωρο τόπο. Αποβιβαστήκαμε. Έπρεπε να διερευνήσουμε τις προοπτικές επιβίωσης μας! Γρήγορα καταλάβαμε πως είχαμε καταλήξει σ' ένα νησί άγριο, ανεξερεύνητο και κυρίως... ακατοίκητο! Όλα ήταν πανέμορφα! Υπήρχαν πανύψηλα δέντρα με μαγικούς καρπούς, οργιώδης βλάστηση τριγύρω και μικρά πουλιά που έπαιζαν χαρούμενα στις φωλιές τους. Τα μεγαλόσωμα ζώα αποδείχτηκαν στην πορεία άκακοι γίγαντες: κυνηγούσαν ίσα για να φροντίσουν την οικογένεια κι έπειτα ζούσαν αρμονικά με την υπόλοιπη φύση. Όλα ήταν μαγευτικά, συναρπαστικά. Μετά αποφασίσαμε να πάμε στην παραλία που αράξαμε, να δούμε τι απέγινε το πλοίο μας. Ήταν σε κακή κατάσταση! Σκεφτήκαμε λίγο, ψάξαμε πολύ και βρήκαμε ένα μικρό, μισοχαλασμένο σπιτάκι, για να προστατευτούμε και να επιβιώσουμε στο νησί.
Ήμασταν σκεπτικοί, προβληματισμένοι. Τι θα συνέβαινε αργότερα;Πώς θα επιβιώναμε; Μπορούσαμε να τα καταφέρουμε;Τότε συνέβη κάτι ακόμη πιο παράξενο, ξεκάθαρα τρομακτικό! Η φουρτούνα ερχόταν κατευθείαν προς το μέρος μας! Σαν αδίστακτος δολοφόνος ζητούσε να μας καταπιεί...Βιαστικά ανοίξαμε πανιά, για να φύγουμε. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα! Την επομένη βρεθήκαμε σ' έναν ξένο, πρωτόγνωρο τόπο. Αποβιβαστήκαμε. Έπρεπε να διερευνήσουμε τις προοπτικές επιβίωσης μας! Γρήγορα καταλάβαμε πως είχαμε καταλήξει σ' ένα νησί άγριο, ανεξερεύνητο και κυρίως... ακατοίκητο! Όλα ήταν πανέμορφα! Υπήρχαν πανύψηλα δέντρα με μαγικούς καρπούς, οργιώδης βλάστηση τριγύρω και μικρά πουλιά που έπαιζαν χαρούμενα στις φωλιές τους. Τα μεγαλόσωμα ζώα αποδείχτηκαν στην πορεία άκακοι γίγαντες: κυνηγούσαν ίσα για να φροντίσουν την οικογένεια κι έπειτα ζούσαν αρμονικά με την υπόλοιπη φύση. Όλα ήταν μαγευτικά, συναρπαστικά. Μετά αποφασίσαμε να πάμε στην παραλία που αράξαμε, να δούμε τι απέγινε το πλοίο μας. Ήταν σε κακή κατάσταση! Σκεφτήκαμε λίγο, ψάξαμε πολύ και βρήκαμε ένα μικρό, μισοχαλασμένο σπιτάκι, για να προστατευτούμε και να επιβιώσουμε στο νησί.
Σιγά σιγά το επιδιορθώσαμε, το περιποιηθήκαμε το αγαπήσαμε λίγο λίγο. Τα χρόνια έρρεαν γρήγορα, κυλούσαν σα γάργαρο νερό. Μεγαλώναμε σιγά σιγά. Κάποια στιγμή, όπως καθόμασταν στην παραλία, είδαμε ένα πλοίο να έρχεται προς το μέρος μας. Σηκωθήκαμε απότομα και κοιτάξαμε στη θάλασσα.Ύστερα σηκώσαμε τα χέρια, για να μας δουν. Φωνάζαμε και κάναμε κάθε λογής σινιάλα. Τελικά μας είδαν κι ήρθαν στο νησί. Όταν κατέβηκαν από το πλοίο, είδαμε πως επιβάτες ήταν οι γονείς μας. Με συγκίνηση τρέξαμε, χωρίς δεύτερη σκέψη, να τους αγκαλιάσουμε. Επιβιβαστήκαμε στο πλοίο και φύγαμε για το σπίτι. Οι γονείς μας είπαν πως γύρισαν όλον τον κόσμο, ψάχνοντας να μας βρουν, αλλά τελικά τα κατάφεραν. Στο τέλος γυρίσαμε όλοι ασφαλείς και δεν χωριστήκαμε ποτέ ξανά. Ήταν ένα ταξίδι ιδιαίτερο, που δε θα ξεχάσω -ούτε εγώ ούτε ο αδελφός μου-. Ποτέ μας!