Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

24 Δεκ 2023

«Η μικρή γοργόνα»

Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου στον απέραντο βυθό της θάλασσας, υπήρχε ένα όμορφο παλάτι. Ήταν σε τόσο βάθος, που ποτέ άγκυρα πλοίου δεν άγγιξε τη σκεπή του. Η αυλή του ήταν γεμάτη ασυνήθιστα, χαριτωμένα λουλούδια και φύκια, ενώ τα ψάρια πηγαι-νοέρχονταν, σα σμήνη πουλιών που πετούν στον ουρανό. Εκεί, ζούσαν ο βασιλιάς, η βασίλισσα της θάλασσας κι οι πέντε ζωηρές γοργόνες, κόρες τους. Αυτές παρακάλεσαν για άλλη μια φορά τον πατέρα τους:
«Σε παρακαλούμε, άφησε μας να επισκεφτούμε τον επάνω κόσμο!» Ο Βασιλιάς συνοφριώθηκε: «Όχι, μέχρι να γίνετε δεκαπέντε χρονών» απάντησε με σταθερή φωνή. «Ξέρω ότι ανυπομονείτε να δείτε τον ουρανό με τα μάτια σας, όμως είναι πολύ επικίνδυνο!» «Εκεί πάνω», πρόσθεσε η Βασίλισσα, «δεν υπάρχει καθόλου νερό κι οι άνθρωποι έχουν πόδια, για να περπατάνε». Η πιο μικρή απ' τις γοργόνες, η πιο όμορφη και πιο περίεργη απ' όλες, την άκουγε με μεγάλη προσοχή. Λάτρευε τις ιστορίες της μητέρας της για τον επάνω κόσμο. «Πόσο όμορφη είναι η θάλασσα, όταν ο ήλιος λάμπει φωτεινός από ψηλά!» αναστέναξε η μικρότερη γοργόνα. «Πότε θα γίνω δεκαπέντε;» και κάθε μέρα, η μικρή Γοργόνα κολυμπούσε όλο και πιο κοντά στην επιφάνεια, για να δει τις ακτίνες του ήλιου να διαπερνούν το νερό. Μετά από μήνες οι δυο μεγαλύτερες γοργόνες έγιναν δεκαπέντε χρονών κι επιτέλους μπορούσαν να δουν τον επάνω κόσμο. Η μικρή γοργόνα, όμως, έπρεπε να περιμένει δίχως άλλη επιλογή μερικά χρόνια ακόμη. Της άρεσε να κάθεται με ανυπομονησία στη βάση ενός αγάλματος σε μία γωνιά της αυλής. Ήταν το άγαλμα ενός ανθρώπου από τον επάνω κόσμο. «Στέκονται, αλήθεια, στα δύο τους πόδια;» αναρωτιόταν απορημένη. «Και πώς δε πέφτουνε;» σχολίαζε μόνη της. Επιτέλους, έφτασε η μέρα και για τη μικρή γοργόνα ν' αναδυθεί από τον βυθό της θάλασσας. Την προσοχή της τράβηξε ένα πλοίο που διέσχιζε τον ωκεανό κι έμεινε να το χαζεύει με απορία. Το κατάστρωμα ήταν έντονα φωτισμένο κι η μουσική έφτανε δυνατή ως τα αυτιά της. Παραξενεύτηκε τόσο η Μικρή Γοργόνα, που πλησίασε κι άλλο το πλοίο. Άνθρωποι μιλούσαν, γελούσαν, χόρευαν. Στο μεταξύ εμφανίστηκε ένας νεαρός άντρας. Η μουσική σταμάτησε απότομα κι όλοι άρχισαν να ζητωκραυγάζουν: «Χρόνια Πολλά! Να ζήσει ο πρίγκιπας μας!» Η γοργόνα παρακολουθούσε με τόσο θαυμασμό τον όμορφο πρίγκιπα, που δεν πρόσεξε την καταιγίδα που πλησίαζε επικίνδυνα. Σφοδρή ανεμοθύελλα ξέσπασε κι οι οι άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι δεξιά αριστερά, φωνάζοντας: «Βοήθεια! Ας μας βοηθήσει κάποιος!» Ξαφνικά, το κατάρτι έσπασε, το πλοίο άρχισε να γέρνει και τα κύματα όρμησαν αδηφάγα στο κατάστρωμα. Έτσι ο άνεμος και τα κύματα βύθισαν το πλοίο. Η Μικρή Γοργόνα είδε τρομαγμένη τον πρίγκιπα να βυθίζεται στα νερά του ωκεανού. Κολύμπησε γρήγορα, για να τον βοηθήσει. Τον τράβηξε από τον γιακά του σακακιού και τον ανέβασε στην επιφάνεια. Με πολλή κούραση κατάφερε να τον ξα-πλώσει στην άμμο. Στην συνέχεια τον φίλησε στο μάγουλο και του τραγούδησε μια παλιά μελωδία των γοργόνων, για να ξυπνήσει. Ο πρίγκιπας κουνήθηκε κι ανοι-γόκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να συνέλθει και να καταλάβει που βρισκόταν.
Ανακουφισμένη η μικρή Γοργόνα δίχως άλλη επιλογή, γεμάτη θλίψη στη καρδιά της, γύρισε πίσω. Μετά από καιρό η Μικρή Γοργόνα κι ο πρίγκιπας παντρεύτη-καν. Το νεαρό ζευγάρι επιβιβάστηκε σε μια όμορφη και αστραφτερή άμαξα, που την έσερναν τέσσερις ιππόκαμποι. Όταν επέ-στρεψαν από το μήνα του μέλιτος, αποφάσισαν να ζήσουν εκεί, στο παλάτι της θάλασσας, Έτσι πέρασαν τη ζωή τους αυτοί καλά κι εμείς κάπως καλύτερα!

Δεν υπάρχουν σχόλια: