Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

14 Ιουν 2024

«Έρχομαι, μαμά!»

 
Βγήκε έξω τρέχοντας, πανικόβλητη! Η ανάσα άτονη, σχεδόν δεν ανέπνεε. Ένιωθε πνιγμένη απ' τις φωνές, απ' τις τσιρίδες των άλλων συγγενών.  Έκατσε σ' ένα παγκάκι. Δεν είχε σκοπό να γυρίσει πίσω. Ανάσαινε βαθιά, σχεδόν ασθματικά. Μ' έναν τόνο σα ρυθμικό τρέμουλο. Το χτυποκάρδι της σιγά σιγά καταλάγιασε. Ηρέμησε. Ο γιατρός την ακολούθησε έξω. Την κοίταξε, έκατσε δίπλα της. Τη χάιδεψε το βλέμμα του. Ανεπαίσθητα. Από απόσταση. Εκείνη έγειρε το κεφάλι στον ώμο του. Ξέσπασε σε κλάματα. Τότε εκείνος την αγκάλιασε σφιχτά και την καθησύχασε. Όλα θα πήγαιναν καλά. Μια χαρά! Με τον καιρό όλα περνάνε, σχολίασε. 
  Πέρασαν έξι μήνες. Έξι μοναχικοί, αγοραφοβικοί μήνες. Ένα εξάμηνο τυρρανισμένο και τυραννικό. Εκείνη έπρεπε να είχε ξεχάσει. Τον θάνατο της μητέρας της, έως τότε. Τουλάχιστον, έτσι ισχυρίζονταν οι υπόλοιποι. Έτσι είχε συμφωνήσει και η ίδια με τον εαυτό της. 
  Ωστόσο σήμερα σηκώθηκε πολύ δύσκολα από το κρεβάτι της. Κάθε μέρα -που περνάει- κινείται όλο και πιο δύσκολα. Κάθε μέρα αποδεικνύεται πιο βαριά, πιο δύσκολη για κείνη. Να σηκωθεί, ν' ανοίξει το παντζούρι, ν' αντικρίσει το φως -που ακάλεστο εισβάλλει καθημερινά απ' τις χαραμάδες της σκουρόχρωμης κουρτίνας- . 
Να εισπνεύσει οξυγόνο απ' το ανοιχτό παράθυρο, να πει το τυπικό "καλημέρα... ευχαριστώ" σε κάθε "Μαλάκα" της απευθύνει λόγια παρηγοριάς. Να κατέβει τα σκαλοπάτια ένα ένα -αργά με σταθερό βηματισμό- προκειμένου να διεκπεραιώσει τ' αναγκαία της επιβίωσης ή του σπιτιού, που πια της φαντάζει τόσο ξένο κι άδειο!
  Δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι. Δεν άντεχε πια την υποκρισία! Δεν ήταν τίμιο ούτε γι' αυτήν ούτε για τον σύζυγό της. Μπαίνει, λοιπόν, στο σαλόνι απότομα εκείνο το πρωινό. Εισβάλλει κυριολεκτικά και δηλώνει: 
«Θα πάω στη δουλειά!» 
«Στη δουλειά; Τι θα κάνεις; Τι θα πεις;», της απαντά μισοσοβαρά. Κατ' ουσίαν ψιλοαδιάφορα, καθώς μοιάζει έτοιμος να βουλιάξει στον καναπέ. Με μια κούπα καφέ στο χέρι. Πάντοτε μ' αυτήν την κούπα-προέκταση του χεριού του. Το "δαιμονοκούτι", όπως το είχε βαφτίσει η μαμά, η τηλεόραση, σταθερά ανοιχτή. Πάντα κολλημένη στην ΕΡΤ 1. Προαιωνίως και δια παντός! 
  Βγαίνει απ' το σπίτι. Χωρίς να πάρει κλειδιά. Τα ξέχασε ίσως! Ή μήπως δεν είχε σκοπό να γυρίσει; Τρέχει στην πλατεία. Δε σκέφτεται τίποτε άλλο. Μόνο να τελειώνει! Μπαίνει μέσα στον Φούρνο. Ζητάει ένα μαχαίρι, παρακαλεί. Θα το επέστρεφε, δηλώνει. 
  Λίγες ώρες αργότερα τη βρήκανε νεκρή. Πνιγμένη στο αίμα. Πλημμυρισμένα θλίψη τα μάτια της. Αλήθεια πώς, με ποιο άθλιο μέτρο μετρά κανείς τη θλίψη του; Μ' ένα χαρτί παγιδευμένο στο δεξί χέρι. Έγραφε ολοκάθαρα, με μια κραυγή. Κεφαλαία!
«Έρχομαι, μαμά!» (Α. Θ.)

13 Ιουν 2024

«Γελοία μαριονένα...»

 
Μα...εκείνος δε σταμάτησε. Συνέχισε να σκαρφαλώνει. Σκαρφάλωσε ψηλότερα. Στο πιο ψηλό κλαδί. Εκείνη τη στιγμή  ένιωσα  να με διαπερνά κάτι. Ένας φόβος ασαφής. Τι φόβος, λέω; Με κυρίευε σχεδόν τρόμος. Κάτι φρικτό μήπως συμβεί. Κάτι που δεν άντεχα ν' αντικρίσω. Άξαφνα ένας θόρυβος! Σηκώνω το κεφάλι, τη στιγμή εκείνη, να δω αν είναι καλά. Δε βρίσκεται εκεί. Αυτόματα, το κεφάλι μου στρέφεται προς τα κάτω. 
«Όλα, οκ!», μου φωνάζει. Το  κλαδί που κρατούσε σφικτά, τον σταματάει απ' το να πέσει, να τσακιστεί. Ξεφυσάω μ' ανακούφιση. Που ήταν ακόμη εδώ, μαζί μου! Κοιτάζω προς τα πάνω. Σα να θέλω να ευχαριστήσω κάποιον. Που δε μου τον πήρε πρόωρα. 
«Πάμε πιο ψηλά;», ρωτάω. Απάντηση, δεν παίρνω. Γυρίζω το κεφάλι. Να τον δω ξανά. Μα, τώρα δε βρίσκεται εκεί. Εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, το μυαλό μου σταμάτησε.  Δε με κορόιδευε πια! Ήταν κάτω. Βρισκόταν στο έδαφος. Είχε πέσει -εδώ και ώρα-. Εγώ, όμως, δεν έλεγα να το αποδεχτώ. 
Ανατριχίλα πρωτόγνωρη με διαπέρασε! Έκλαιγα, ούρλιαζα πια. Χωρίς σταματημό. Άξαφνα έχασα τη δύναμη μου. Τα χέρια μου αφέθηκαν. Τώρα έπεφτα κι εγώ. Είχα αποδεχτεί τον θάνατό μου. Ταχύτερα από τον δικό του. Μα δε συνέβη γρήγορα! Γινόταν πολύ αργά. Σχεδόν βασανιστικά αργά. Σα να είχε παγώσει ο χρόνος. Έπεφτα σα να 'μουν πούπουλο σ' ανεπαίσθητο αεράκι. Έβλεπα το δέντρο. Να ψηλώνει, όλο και περισσότερο. Κι εγώ να μικραίνω, όλο και περισσότερο. Να συρρικνώνομαι, να βουλιάζω, να θάβομαι. Όλοι οι φόβοι είχαν αποσυρθεί. Δε φοβόμουν πια. Τίποτε και κανέναν. Έπεφτα και το απολάμβανα! Επιτέλους, θα πήγαινα  μαζί του! Σηκώνω τα χέρια ψηλά. Να νιώσω τον αέρα να διαπερνά τα ακροδάχτυλά μου. Αίμα τρέχει από αυτά. Μα, γιατί; Μήπως τραυματίστηκα; Μια προεξοχή; Κάποιο κλαδί; 
   Η πόρτα άνοιξε. Πού βρισκόμουν; Τι ήταν αυτή εδώ; Οικεία και ψυχρή. Μα πάντοτε κατάλευκη. Μπαίνει μέσα μια νοσοκόμα με ένα κρεβάτι συρόμενο. Θέλει να με πάει στο ασθενοφόρο; Αναρωτιέμαι. 
«Είσαι καλά;», με ρωτά. Με μια ζεστασιά σπάνια στη φωνή. Σχεδόν τρόμαξα από τη θέρμη του ενδιαφέροντος. Μα δεν πτοήθηκα. Τίποτε και κανείς δε θα με σταματούσε πια! 
«Ναι, μια χαρά!» της απαντώ. 
«Σε λίγο θα βρίσκομαι κοντά του!» 
Με κοιτάζει παράξενα. Σχεδόν τρομαγμένη. Πάντως, νοιάζεται! Προσπαθεί να με συνεφέρει. Κλείνω τα μάτια και φεύγω. Οριστικά και αμετάκλητα. Δίχως επιστροφή. 
Το φυσικό μου σώμα τραντάζεται ρυθμικά, απ' τις επαναλαμβανόμενες απόπειρες ανάνηψης. Με παρακολουθώ. Πλήρως αμέτοχη πια. 
Πόσο γελοία Μαριονένα γίνεται ο Άνθρωπος! Συχνότατα. Πολλή καληνύχτα σας, φίλτατοι! 
(Α. Θ.)

«Όνειρα...»

Όνειρα: πλοία για ταξίδια μακρινά, κουπιά σε δύσβατες πορείες,   τιμόνι πρόσκαιρης ανωφέρειας, που γρήγορα ανταμώνει μιαν ευθεία.   Κι εγώ καπετάνιος, στο απλό, στο εύκολο, μα και στο δυσχερές. 
Στο κακοτράχαλο ή στο γελοίο ακόμη. 
Οδηγός σοφός και σώφρων. 
Κάποτε ίσως λιγάκι ριψοκίνδυνος. 
Οδηγός, έστω κι αν κάποτε ναυαγήσει το Όνειρο, κι αν διαλυθεί στους πέντε ανέμους 
ή διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη. 
Εγώ πάλι καπετάνιος θα μένω!
Πάλεψε, λοιπόν, το όνειρο, 
μέχρι να γίνει αλήθεια.
Ώσπου ν' αγγίξει τη γη, 
να προσεγγίσει τον φθαρμένο οίκο,
 να σταθεί μπρος στην κλίνη σου,
ν' ασπαστεί τα ροζιασμένα δάχτυλα,
εν τέλει, να στρωθεί στα γόνατά σου.
Όλοι κυνηγούν το όνειρο. 
Τι γίνεται με όσους δεν το βρίσκουν; 
Κυνηγούν Χίμαιρες, την Τύχη; Τη Μοίρα τους μήπως; Ή τελικά η Ζωή είναι διώκτης τους; 
Τους ωθεί, τους σπρώχνει, τους κατακρεμνίζει.
Ψευδαισθήσεις είναι τα Όνειρα! 
Όσο τα κυνηγάς στον ξύπνιο, 
τόσο αυτά διαφεύγουν. Κι έπειτα 
μ' ένα θράσος περισσό σε βρίσκουν 
από μόνα τους σ' ανήσυχους ύπνους. 
Με κάτι από Εφιάλτη μοιάζουν.
Αδύναμα τα όνειρα μπροστά 
στο θέλημα της Μοίρας. 
Ποτέ μην ησυχάζεις! 
Τη μοίρα μας εμείς τη φτιάχνουμε. 
Ουδείς δεν τη σμιλεύει ορθότερα, 
από δύο χέρια θεληματικά. 
Δύο χέρια αγώνα, μ' ένα βαθύ 
χαμόγελο στο παγωμένο χείλος.
Δύο χέρια φωτοστέφανο της όποιας Αδικίας! (Π.Δ.)