Βγήκε έξω τρέχοντας, πανικόβλητη! Η ανάσα άτονη, σχεδόν δεν ανέπνεε. Ένιωθε πνιγμένη απ' τις φωνές, απ' τις τσιρίδες των άλλων συγγενών. Έκατσε σ' ένα παγκάκι. Δεν είχε σκοπό να γυρίσει πίσω. Ανάσαινε βαθιά, σχεδόν ασθματικά. Μ' έναν τόνο σα ρυθμικό τρέμουλο. Το χτυποκάρδι της σιγά σιγά καταλάγιασε. Ηρέμησε. Ο γιατρός την ακολούθησε έξω. Την κοίταξε, έκατσε δίπλα της. Τη χάιδεψε το βλέμμα του. Ανεπαίσθητα. Από απόσταση. Εκείνη έγειρε το κεφάλι στον ώμο του. Ξέσπασε σε κλάματα. Τότε εκείνος την αγκάλιασε σφιχτά και την καθησύχασε. Όλα θα πήγαιναν καλά. Μια χαρά! Με τον καιρό όλα περνάνε, σχολίασε.
Πέρασαν έξι μήνες. Έξι μοναχικοί, αγοραφοβικοί μήνες. Ένα εξάμηνο τυρρανισμένο και τυραννικό. Εκείνη έπρεπε να είχε ξεχάσει. Τον θάνατο της μητέρας της, έως τότε. Τουλάχιστον, έτσι ισχυρίζονταν οι υπόλοιποι. Έτσι είχε συμφωνήσει και η ίδια με τον εαυτό της.
Ωστόσο σήμερα σηκώθηκε πολύ δύσκολα από το κρεβάτι της. Κάθε μέρα -που περνάει- κινείται όλο και πιο δύσκολα. Κάθε μέρα αποδεικνύεται πιο βαριά, πιο δύσκολη για κείνη. Να σηκωθεί, ν' ανοίξει το παντζούρι, ν' αντικρίσει το φως -που ακάλεστο εισβάλλει καθημερινά απ' τις χαραμάδες της σκουρόχρωμης κουρτίνας- .
Να εισπνεύσει οξυγόνο απ' το ανοιχτό παράθυρο, να πει το τυπικό "καλημέρα... ευχαριστώ" σε κάθε "Μαλάκα" της απευθύνει λόγια παρηγοριάς. Να κατέβει τα σκαλοπάτια ένα ένα -αργά με σταθερό βηματισμό- προκειμένου να διεκπεραιώσει τ' αναγκαία της επιβίωσης ή του σπιτιού, που πια της φαντάζει τόσο ξένο κι άδειο!
Δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι. Δεν άντεχε πια την υποκρισία! Δεν ήταν τίμιο ούτε γι' αυτήν ούτε για τον σύζυγό της. Μπαίνει, λοιπόν, στο σαλόνι απότομα εκείνο το πρωινό. Εισβάλλει κυριολεκτικά και δηλώνει:
«Θα πάω στη δουλειά!»
«Στη δουλειά; Τι θα κάνεις; Τι θα πεις;», της απαντά μισοσοβαρά. Κατ' ουσίαν ψιλοαδιάφορα, καθώς μοιάζει έτοιμος να βουλιάξει στον καναπέ. Με μια κούπα καφέ στο χέρι. Πάντοτε μ' αυτήν την κούπα-προέκταση του χεριού του. Το "δαιμονοκούτι", όπως το είχε βαφτίσει η μαμά, η τηλεόραση, σταθερά ανοιχτή. Πάντα κολλημένη στην ΕΡΤ 1. Προαιωνίως και δια παντός!
Βγαίνει απ' το σπίτι. Χωρίς να πάρει κλειδιά. Τα ξέχασε ίσως! Ή μήπως δεν είχε σκοπό να γυρίσει; Τρέχει στην πλατεία. Δε σκέφτεται τίποτε άλλο. Μόνο να τελειώνει! Μπαίνει μέσα στον Φούρνο. Ζητάει ένα μαχαίρι, παρακαλεί. Θα το επέστρεφε, δηλώνει.
Λίγες ώρες αργότερα τη βρήκανε νεκρή. Πνιγμένη στο αίμα. Πλημμυρισμένα θλίψη τα μάτια της. Αλήθεια πώς, με ποιο άθλιο μέτρο μετρά κανείς τη θλίψη του; Μ' ένα χαρτί παγιδευμένο στο δεξί χέρι. Έγραφε ολοκάθαρα, με μια κραυγή. Κεφαλαία!
«Έρχομαι, μαμά!» (Α. Θ.)