Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

25 Μαΐ 2025

«Το τρένο της ζωής...»

 
Μια φορά κι έναν καιρό, στα ακρότατα μιας αχανούς χώρας, ανάμεσα σε χωριά που μύριζαν στάρι, ανθρώπινο ιδρώτα και σκόνη, υπήρχε ένας σταθμός. Ονομαζόταν «Άκρη της Γραμμής», γιατί ήταν ο τελευταίος, πριν το τρένο χαθεί στον ορίζοντα. Εκεί ζούσε ο Ανέστης, ένας νεαρός με μάτια που 'μοιαζαν με νυχτερινό ουρανό, γεμάτα προσμονή. Μεγάλωσε με τη γιαγιά του, σ' ένα παλιό σπίτι με ξεθωριασμένες φωτογραφίες και ρολόγια που είχαν σταματήσει προ πολλού. Ο Ανέστης είχε ένα όνειρο: να φύγει απ' το χωριό και να γίνει συγγραφέας. Κάθε μέρα περνούσε ώρες ατέλειωτες στον σταθμό, καταγράφοντας ιστορίες περαστικών κι επιβατών. Γι’ αυτόν, κάθε εισιτήριο έκρυβε μια περιπέτεια, κάθε αποβίβαση μια απώλεια και κάθε άφιξη μια ελπίδα. Εκεί, λοιπόν, γνώρισε την Άννα, μια νεαρή μουσικό απ' τα βόρεια της χώρας, που έπαιζε βιολί στους σταθμούς, για να μαζέψει χρήματα. Είχε μαλλιά όμοια με φθινοπωρινό στάχυ και μάτια γκρι που διαπερνούσαν την καρδιά των ανθρώπων, με τη μία. Όταν την πρωτάκουσε να παίζει, σταμάτησε για λίγο τη γραφή του. Την κοίταξε, όπως κανείς δεν την είχε κοιτάξει ξανά. Έπαιζε ένα παλιό κομμάτι και τα δάχτυλά της έτρεμαν, είτε από συγκίνηση είτε απ' το κρύο. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Ο Ανέστης κι η Άννα γρήγορα έγιναν φίλοι. Καθημερινά, μόλις τελείωνε την παράσταση της, πήγαιναν και κάθονταν στο παγκάκι του τελευταίου βαγονιού. Εκεί μιλούσαν για τον κόσμο, για τα βιβλία που ο Ανέστης ήθελε να γράψει και για τις συναυλίες που η Άννα ονειρευόταν να δώσει. Είχε κι ένα εισιτήριο η Άννα. Ένα εισιτήριο μ' ανοιχτή ημερομηνία. Της το είχε χαρίσει ένας άλλος μουσικός, ξένος στην περιοχή, που πίστεψε στο ταλέντο της. Μ' αυτό θα μπορούσε να ταξιδέψει ως την πρωτεύουσα, να σπουδάσει μουσική, να γίνει κάποια. Το κρατούσε στο παλτό της, δίπλα στο βιολί της, σαν ιερό μυστικό. Ο καιρός περνούσε. Ο Ανέστης είχε γράψει ήδη τις πρώτες του ιστορίες, με ήρωες ταξιδιώτες και γυναίκες που παίζαν βιολί. Αλλά, δεν τολμούσε να τις στείλει κάπου. Φοβόταν την απόρριψη, την άρνηση, τη σιωπή του κόσμου. Όπως κι η Άννα φοβόταν να φύγει, φοβόταν ν' αφήσει την ασφάλεια του παλιού σταθμού και του φίλου της, του Ανέστη. 
    Μια μέρα, όμως, κάτι που έγινε, άλλαξε τα πάντα. Εκείνο το πρωί, ένα απίστευτα γεμάτο τρένο σταμάτησε στον σταθμό. Εκατοντάδες άνθρωποι κατέβαιναν κι άλλοι ανέβαιναν βιαστικά, με βαλίτσες, με μωρά στην αγκαλιά, με σακίδια στον ώμο. Έμοιαζε με μαζική φυγή!  Είχαν κλείσει τα εργοστάσια παραγωγής στην περιοχή κι όλοι θ' αναζητούσαν νέες δουλειές, σ' άλλες πόλεις. Ο σταθμός γέμισε φωνές, ιδρώτα, δάκρυα. Κάποιοι προσπαθούσαν να επιβιβαστούν ακόμη  και στις οροφές των βαγονιών. Ο Ανέστης έβλεπε το χάος κι ένιωσε για πρώτη φορά πολύ μικρός, απίστευτα τιποτένιος. Και τότε σκέφτηκε: «Αν όλοι αυτοί μπορούν και τολμούν, γιατί όχι κι εγώ;» Τη μέρα εκείνη, της έδειξε για πρώτη φορά τα χειρόγραφά του. Αυτή, τον κοίταξε και του δήλωσε επιτακτικά: 
- Είναι καιρός να στείλεις τις ιστορίες σου! Αλλιώς, θα ξεθωριάσουν σαν τις φωτογραφίες στο σπίτι σου. Την ίδια νύχτα, αποφάσισαν να κάνουν το επόμενο βήμα. Και οι δύο. Ο Ανέστης έβαλε τα κείμενά του σ' έναν φάκελο και τα ταχυδρόμησε σε μεγάλο εκδοτικό οίκο στην πρωτεύουσα. Η Άννα αποφάσισε να κάνει  χρήση του εισιτηρίου. Έγραψαν δυο γράμματα ο ένας  για τον άλλο και τα κλείσαν σε φακέλους, να τους ανοίξουν αργότερα. Υποσχέθηκαν να τους διαβάσουν μόνο, όταν νιώσουν πραγματικά έτοιμοι. Την επομένη, ο Ανέστης τη συνόδευσε μέχρι το τρένο. Δεν μίλησαν πολύ. Μόνο κοιτάχτηκαν, σαν να ήθελαν να αποτυπώσουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου στη μνήμη του για πάντα. Ο ήχος του τρένου ήταν δυνατότερος από κάθε φορά. Στην άκρη της αποβάθρας, ένα δέμα ξεχασμένο. Ίσως σύμβολο όσων αφήνουμε πίσω, όταν προχωράμε. Μήνες μετά, ένα γράμμα έφτασε στον Ανέστη. Ήταν απ' τον εκδοτικό οίκο. Του ζητούσαν να επισκεφτεί την πρωτεύουσα. Τα κείμενα τους είχαν προκαλέσει συγκίνηση, οπότε του προσέφεραν αποκλειστικό συμβόλαιο. Ο Ανέστης συγκρατήθηκε να μη βάλει τα κλάματα. Πήγε στο παλιό παγκάκι κι άνοιξε τον φάκελο της Άννας. Το γράμμα έλεγε: «Αν διαβάζεις αυτό το γράμμα, τότε πέτυχες. Είσαι εκεί που πάντα άξιζες να είσαι. Κι εγώ θα σε περιμένω, όχι στον σταθμό, αλλά σε μια συναυλία. Μια μέρα, θα είμαι στο βιολί κι εσύ στις λέξεις. Τότε θα φτιάξουμε τη δική μας ιστορία!» Ένα χρόνο μετά, σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο, ο Ανέστης παρουσίασε το πρώτο του βιβλίο. Στο τέλος, ανέβηκε στη σκηνή μια κοπέλα με βιολί. Τον κοίταξε, χαμογέλασε κι άρχισε να παίζει. Η ιστορία τους δεν ήταν εύκολη. Είχε σιωπές, αποχαιρετισμούς, φόβους... μοναξιά! Και οι δύο, όμως, είχαν κάνει το πιο δύσκολο βήμα: είχαν φύγει από την άνεση της ασφάλειας τους, για να κυνηγήσουν τ' όνειρο! Το τρένο της ζωής δεν περίμενε κανέναν κι εκείνοι αποφάσισαν να ανέβουν, έστω και την ύστατη στιγμή. Και έζησαν, όχι απαραιτήτως ευτυχισμένοι για πάντα, αλλά σίγουρα αληθινά. Με ό,τι ο καθένας αγαπούσε περισσότερο... (Χατζ.Ζιν.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: