Αυτή η ιστορία δεν αρχίζει με «Μια φορά κι έναν καιρό». Αρχίζει κάπως απότομα, κάπως άδοξα!
Αρχίζει με εκείνη να κοιτάζεται στον καθρέφτη και να βλέπει μια άλλη. Πιο χλωμή, ταλαιπωρημένη. Ξέρεις: τα μαλλιά της έχουν πέσει, το ίδιο τα φρύδια κι οι μακριές της βλεφαρίδες. Τις απέκτησε χάρη σ' εκείνο το φάρμακο που έβαζε στα μάτια για το γλαύκωμα. Και τώρα τις στερήθηκε.
Το μόνο που είχε μείνει ίδιο είναι η αναμονή στην ουρά των καρκινοπαθών, κάθε Πέμπτη στις 5.30 το πρωί. Η ανάμνησή της ολοζώντανη στο νου, στην ψυχή της.
Χρειαζόταν να πάρει εκείνο το χαρτί προτεραιότητας για τη χημειοθεραπεία - που ένας θεός μόνο ξέρει αν σε κάνει καλύτερα ή σε σκοτώνει πιο αργά-. Ωστόσο ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για τον παππού στα εφτά της χρόνια.
Από τότε, βέβαια, έχει περάσει κάμποσος καιρός. Μοιάζει αμέτρητος. Κι έτσι βρέθηκε κι αυτή στην ίδια θέση. Σ' εκείνες τις πορτοκαλί καρέκλες αναμονής, στον ασφυκτικό θάλαμο για τους ανθρώπους που παλεύουν να σωθούν, που δίνουν μάχες για τη ζωή τους. Δεν της απομένει πολύς χρόνος! Μα οι δικοί της δεν της το μολογούν. Μάλλον δε χρειάζεται. Το προαισθάνεται καθημερινά. Όλο και περισσότερο. Φοβάται μήπως δε προλάβει να 'ναι παρούσα στα πρώτα γενέθλια του γιου της ή την πρώτη μέρα του σχολείου κι έπειτα του Πανεπιστημίου. Ή σε κείνο το τραπέζι που θα γνωρίσει το κορίτσι του, που ίσως αργότερα γίνει η γυναίκα και μητέρα των εγγονιών της.
Τώρα ξαπλώνει στο γνώριμο κρεβάτι, χάσκοντας το δυνατό, γλαυκό φως της οροφής. Αφήνει -χωρίς καμία απολύτως αντίσταση- τ' «ανίκανο» φάρμακο να διεισδύσει στις φλέβες κι έπειτα να κυλήσει μέσα της. Για παρέα της έχει μόνο την Ελπίδα. Γιατί μόνο αυτή μπορεί να προσφέρει τη δύναμη της Αντίστασης στο αναπόφευκτο! Κι ίσως μια πιθανότητα σωτηρίας στον καθένα.
Βγαίνοντας από τον θάλαμο, παρατηρεί μια μάνα να πρωτακούει τον χαμό της επτάχρονης κόρης της. Δε σοκάρεται. Απλά κοιτάζει μ' απογοήτευση βαθιά τον άνδρα της στα μάτια. Στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου έχουν ακόμη το καροτσάκι που της είχαν φέρει για δώρο. Ήταν το δικό της. Ενθύμιο από τον παππού. Της το είχε αγοράσει, όταν ήταν στην ηλικία του κοριτσιού. Ετοιμαζόταν να της το χαρίσει. Ζητούσε επίμονα να φύγει από κει μέσα, γιατί την τρέλαινε το λευκό χρώμα του χώρου. Υπήρχε παντού και της στερούσε την ανάσα. Τουλάχιστον έτσι έλεγε!
Ένα μήνα αργότερα βρέθηκε πνιγμένη και πάλι στο γλαυκό χρώμα του θαλάμου. Χρειαζόταν να νοσηλευτεί ξανά. Οι πόνοι αφόρητοι, οι εμετοί ασταμάτητοι, τα πόδια ανήμπορα να τη στηρίξουν, λόγω των κιλών που 'χαν χαθεί ανεπιστρεπτί. Αυτή τη φορά δεν μπορούσε να κοιταχθεί στον καθρέφτη. Ήθελε να θυμάται τον παλιό της εαυτό! Εκείνον με τα μακριά μαλλιά και τ' όμορφο χαμόγελο. Ξεχνούσε πως ήταν γυναίκα. Άλλωστε δεν υπήρχε πια τίποτε πάνω της να της το θυμίζει!
Έδωσε το τελευταίο φιλί στον σύζυγο και μια αγκαλιά στο μικρό της αγόρι. Δεν ήξερε αν θα τους ξανάβλεπε μετά το χειρουργείο. Όλα μαύρισαν. Δεν άντεχε, δεν μπορούσε να παλέψει άλλο! Τουλάχι-στον δεν έβλεπε το λευκό χρώμα που τόσο μισούσε. Ένιωσε το χέρι του να την τραντάζει, ξαφνικά να την ξυπνά. Δεν ήταν εύκολο να ξεχάσει. Όποιος περνά από κει, δεν ξεχνάει. Ποτέ!
Μη ρωτήσεις πώς ανάρρωσε, πώς έγινε καλά. Δεν έχει σημασία! Μάλλον η ελπίδα που δεν έχασε ποτέ της, την κράτησε ζωντανή. Για να νιώσει όσα δεν πρόλαβε. Εκείνο το καρότσι που ήθελε τόσο να προσφέρει στο επτάχρονο κορίτσι, το πήρε τελικά η εγγονή της. Για εκείνο το μικρό καρότσι, που της είχε κάνει δώρο, τον αγάπησε πολύ. Χάρη σ' εκείνο περίμενε κάθε Πέμπτη στην άθλια ουρά, γιατί είχε την ανάγκη να τον κρατήσει ζωντανό, όσο περισσότερο γινόταν.
Η ιστορία αυτή άρχισε άδοξα. Κανείς ή τίποτε, όμως, δε σου προμήνυε πώς θα τελείωνε! Η Ελπίδα κάποτε νικά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου