
Παλεύεις να καταλάβεις ποιος είσαι, πού πας. Χάνεσαι, μπερδεύεις τα μέσα έξω, κινείσαι κι όμως είσαι ακίνητος, αγωνίζεσαι και παραιτείσαι,
ενθουσιάζεσαι κι απογοητεύεσαι, βρίσκεσαι μ' ανθρώπους και την ίδια
στιγμή είσαι μόνος. Ολομόναχος, στον δικό σου κόσμο!
Σα να υψώνεται μέσα σου μια μεσοτοιχία κι εσύ ψάχνεις να βρεις σε ποια μεριά στέκεσαι. Μια ξένη ύπαρξη στην ύπαρξη σου μέσα; Κι αν είναι η δική σου, γιατί τόσον καιρό σου κρυβόταν; Κι από ποιον
κρυβόταν; Από τον εαυτό της ή απ' τους άλλους;
Κουμπώνεις το παλτό, σηκώνεις τον γιακά και βγαίνεις έξω. Ποθείς ν' αναπνεύσεις. Λίγο καθαρό αέρα. Η πόλη ήσυχη. Κοιμάται, τον «ύπνο του Δικαίου». Κανά δυο παρέες νέων παιδιών εδώ κι εκεί, σπάζουν περιστασιακά τη μονοτονία της νύχτας.Τραγουδούν τον έρωτα, με φωνές που τις παίρνει ο άνεμος και τις ταξιδεύει. Οι
σκέψεις δε σε αφήνουν. Θες να δεις ξανά εκείνο το σύνθημα, που σε γοήτευσε, στον τοίχο μιας πολυόροφης πολυκατοικίας: «Υπάρχει ζωή πριν ή μετά τον θάνατο;» Θυμάσαι την πρώτη σου έκπληξη στο απρόσμενο. Αυτός ο τοίχος ήταν διαφορετικός. Ήταν, γιατί
τώρα δεν είναι πια, τον γκρέμισαν.
Παίρνεις τον δρόμο αριστερά. Κατεβαίνεις προς την παραλία. Θες να μιμηθείς την πορεία του τρελού που είχες συναντήσει σε έναν απο τους βραδινούς σου περίπατους. Αυτούς που έκανες αγκαλιά με τις σκέψεις σου. Γιατί δεν τον κλείσανε στο τρελάδικο; Γιατί περιφερόταν άσκοπα; Ψιθυρίζεις.
Η μελωδία του αέρα που αντηχεί στα αυτιά σου κόβεται. Αυτομάτως. Κοιτάς γύρω σου. Κανείς! Κι όμως νιώθεις πάνω σου χέρια. Άπειρα χέρια να σε πιέζουν, να σε γονατίζουν, τελικώς να σε κλείνουν στο κουτί σου! Κι έπειτα -κάνοντας δυο βήματα πίσω- σε δείχνουν, σε περιγελούν. Σε χλευάζουν και σε περιπαίζουν. Τυλιγμένος τη μοναξιά σου, καλύπτεις τα μάτια σε μια γωνιά, προσπαθώντας να μη σε δει κανείς να κλαις σα μωρό. Φοβάσαι ότι θα αναγάγουν την αδυναμία σου σε δύναμη τους. Δε δέχεσαι ν' αποκαλύψεις την πίεση που σου δημιουργούν, τρομαγμένος μήπως δε σε πιστέψει κανείς. Οπότε δε μιλάς, δε βγάζεις ούτε λέξη.
Παίρνεις τον δρόμο αριστερά. Κατεβαίνεις προς την παραλία. Θες να μιμηθείς την πορεία του τρελού που είχες συναντήσει σε έναν απο τους βραδινούς σου περίπατους. Αυτούς που έκανες αγκαλιά με τις σκέψεις σου. Γιατί δεν τον κλείσανε στο τρελάδικο; Γιατί περιφερόταν άσκοπα; Ψιθυρίζεις.
Η μελωδία του αέρα που αντηχεί στα αυτιά σου κόβεται. Αυτομάτως. Κοιτάς γύρω σου. Κανείς! Κι όμως νιώθεις πάνω σου χέρια. Άπειρα χέρια να σε πιέζουν, να σε γονατίζουν, τελικώς να σε κλείνουν στο κουτί σου! Κι έπειτα -κάνοντας δυο βήματα πίσω- σε δείχνουν, σε περιγελούν. Σε χλευάζουν και σε περιπαίζουν. Τυλιγμένος τη μοναξιά σου, καλύπτεις τα μάτια σε μια γωνιά, προσπαθώντας να μη σε δει κανείς να κλαις σα μωρό. Φοβάσαι ότι θα αναγάγουν την αδυναμία σου σε δύναμη τους. Δε δέχεσαι ν' αποκαλύψεις την πίεση που σου δημιουργούν, τρομαγμένος μήπως δε σε πιστέψει κανείς. Οπότε δε μιλάς, δε βγάζεις ούτε λέξη.
Μέχρι τη στιγμή που οι λέξεις γράφονται στους τοίχους. Γίνονται συνθήματα! Μέσα από το κουτί. Προσπαθείς απεγνωσμένα να το κρύψεις. Μάταια. Τα γέλια των γύρω γίνονται ολοένα και δυνατότε-ρα κι είναι πλέον το μόνο
που ακούς. Όλοι σε κοιτούν, μα στην πραγματικότητα κανείς δεν είναι εκεί. Προσφέρεις θέαμα σε άτομα ανύπαρκτα, υπαρκτά μόνο στη φαντασία σου. Ποια είναι; Γιατί τους
κρυβόσουν;
Μένουμε γυμνοί μπρος στον φόβο μας, γυμνοί από Αγάπη! Και όλα εξαφανίζονται! Βρίσκεσαι πάλι μόνος. Γονατισμένος στα μισά του κεντρικού δρόμου. Χωρίς κανέναν να σε κοιτάει ή να σε χλευάζει. Μόνος. Και στη μνήμη επανέρχεται ο τρελός! Πόσα κοινά -που σίγουρα δε θα
παραδεχτείς- μπορεί να έχετε οι δυο σας τελικά; Με το να κλείνεις τους άλλους σε τρελάδικο, δεν
αποδεικνύεις πως κι εσύ δεν του μοιάζεις!
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, χαμένος για μια νύχτα ακόμη σε σκέψεις και δρόμους, φτάνεις στο σπίτι. Βρίσκεσαι πάλι στο κουτί με τ' αδιέξοδα και την απελπισία σου. Απ’ αυτό γνωρίζεις καλά πως μπορείς ν' απεμπλακείς, μόνο εναποθέτοντας την ύπαρξη σου σε ώμο φιλικό κάποιου διπλανού. Κάποιου απ' τους φίλους που τοποθέτησες προσεκτικά κάποτε στον τοίχο του γραφείου.Τότε είχες αποφασίσει να τους βάλεις όλους μαζί -τον έναν δίπλα στον άλλον-, για να σε βλέπουν και να τους βλέπεις, ώστε να σε συντροφεύουν στις ώρες της πικρής μοναξιάς. Όπως απόψε...άνευ όρων! (Φ.Σ-Ει.)
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, χαμένος για μια νύχτα ακόμη σε σκέψεις και δρόμους, φτάνεις στο σπίτι. Βρίσκεσαι πάλι στο κουτί με τ' αδιέξοδα και την απελπισία σου. Απ’ αυτό γνωρίζεις καλά πως μπορείς ν' απεμπλακείς, μόνο εναποθέτοντας την ύπαρξη σου σε ώμο φιλικό κάποιου διπλανού. Κάποιου απ' τους φίλους που τοποθέτησες προσεκτικά κάποτε στον τοίχο του γραφείου.Τότε είχες αποφασίσει να τους βάλεις όλους μαζί -τον έναν δίπλα στον άλλον-, για να σε βλέπουν και να τους βλέπεις, ώστε να σε συντροφεύουν στις ώρες της πικρής μοναξιάς. Όπως απόψε...άνευ όρων! (Φ.Σ-Ει.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου