Όταν
ήμουν μικρή, πίστευα πολύ εύκολα
τα πάντα, όλες τις αλήθειες ή τα ψέματα γύρω μου. Ό,τι κι αν μου έλεγαν ή έβλεπα στην τηλεόραση! Πίστευα στους δράκους, τις νεράιδες, τα στρουμφ, τα πλάσματα του δάσους. Και στα φαντάσματα ακόμη πίστευα! Μέσα στο κεφάλι μου, όμως, τα κατασκεύαζα διαφορετικά, άλλα από κείνα που έδειχναν στην τηλεόραση ή τα βιντεοπαιχνίδια.
Βεβαίως, οι νεανικές φαντασιώσεις υποχώρησαν, καθώς μεγάλωνα. Στα τέλη της Γ' Δημοτικού όλα αυτά είχαν σχεδόν διαγραφεί απ' το μυαλό. Άρχισα να γίνομαι σοβαρή ή... έτσι νόμιζα.
Ήταν
Ιούνιος. Ένα απ' τα περίφημα «πικ νικ» Σαββατοκύριακα των γονιών μας. Τότε οργανώναμε τις καθιερωμένες οικογενειακές εκδρομές. Τις κάναμε λόγω της μητέρας...
Πάντα μας έλεγε: «Η οικογένεια
είναι πολύτιμη! Μην το ξεχάσετε ποτέ αυτό!»
Κι εγώ με τον αδερφό μου σχολιάζαμε:
«Το 'χεις πει άπειρες φορές, βρε μαμά, το καταλάβαμε επιτέλους!»
Μετά γελούσαμε. Το
θεωρούσαμε αστείο, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Τελείωνε ο μικρός διάλογος, ακούγαμε μουσική και χορεύαμε, μέχρι που φτάναμε στην εκάστοτε τοποθεσία.
Αυτή τη φορά θα επισκεπτόμασταν ένα δάσος, απαράμιλλης ομορφιάς κι υψίστης οικολογικής σημασίας. Κι εγώ, ως συνήθως, είχα τα δικά μου -λίγο διαφορετικά- σχέδια! Με τη δικαιολογία, λοιπόν, πώς χρειαζόμουν τουαλέτα ξεμάκρινα, για να εξερευνήσω
τη φύση.
Ανακάλυψα ένα σπίτι. Φαινόταν ερείπιο! Ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπα, οπότε θεώρησα καλή την ιδέα να μπω μέσα. Στην αρχή φοβήθηκα λιγάκι. Με εμψύχωσα, όμως, λέγοντας: «Εσύ δε φοβάμαι τίποτα, είναι μόνο ένα ερείπιο! Κι αν έρθει ο επικίνδυνος, το πολύ πολύ ν' αμυνθείς. Τι, τζάμπα τις έχεις τις ζώνες στο καράτε;» Οπότε συνέχισα χωρίς κανένα δισταγμό. Ήταν πολύ μεγάλο το σπίτι! Στο πρώτο
δωμάτιο βρισκόταν η κουζίνα. «Πού αλλού θα μπορούσα να βγω εγώ;» Την ώρα που
τραγουδούσα και χοροπηδούσα εκεί, ακούστηκε ένας ήχος. Κάτι σαν να είχε πέσει, αλλά ακούστηκε πολύ βαρύ! Ήταν η στιγμή που πραγματικά φοβήθηκα! Δεν
σκεφτόμουν λογικά, οπότε άρπαξα με το δεξί χέρι ένα τηγάνι και με τ' αριστερό μια κιμωλία -υπήρχαν τόσες πολλές απλωμένες στο πάτωμα!-. Ταυτόχρονα, κοιτώντας προς τα πάνω κι ανεβαίνοντας προσεκτικά τις σκάλες, φώναζα: «Είναι κάνεις εδώ; Κανείς; Εδώ;» Λίγο αργότερα μία σιγανή φωνή μου απάντησε: «Σε παρακαλώ, μη μου κάνεις κακό! Είμαι μόνη, αλλά μην μου κάνεις κακό! Επιτάχυνα το βήμα μου στις σκάλες, γιατί έμοιαζε κάποιος να είχε ανάγκη για βοήθεια. Όταν έφτασα όμως, αντίκρισα ένα δωμάτιο γεμάτο μόνο με τα
πλάσματα της φαντασίας μου. Ήταν όλα ζωγραφισμένα, όπως ακριβώς τα έφτιαχνα με τον δικό μου ιδιαίτερο τρόπο. Είδα κι έναν άνδρα, πολύ μεγαλύτερο από μένα, με την πρώτη του κουβέντα αναπάντεχη, να με ξαφνιάζει:
«Τι κακό σου έχω κάνει; Γιατί πια δεν πιστεύεις;»
«Μα, δεν σε ξέρω! Πρώτη φορά στη ζωή μου σε βλέπω...και σε τι, παρακαλώ, έπαψα να πιστεύω;» Σχολίασα.
«Στα όνειρα! Σταμάτησες να ζεις στον δικό σου, ασφαλή κόσμο. Δεν κατασκευάζεις πια τα μυστηριώδη αυτά πράγματα!» Ξανάπε.
Είχα τρομάξει πάρα πολύ, αυτήν τη φορά. Δεν ήξερα τι έπρεπε να πω, τι να του απαντήσω! Σιωπή! Πολύτιμη βοηθός εσώτερης αναζήτησης!
Τότε άξαφνα κι απότομα μου ζήτησε: «Μπορείς να μου πετάξεις την κιμωλία; Πρέπει κάτι να ζωγραφίσω!» Και τον βλέπω να ζωγραφίζει έναν κύβο.
Έμοιαζε τόσο αληθινός! Κι ήθελα τόσο να τον αγγίξω! Σκέφτηκα: «Μια ζωγραφιά είναι μόνο, τίποτε παραπάνω!»
Κατευθείαν μου είπε: «Δεν είναι μόνο μια
ζωγραφιά! Μπορεί έτσι να το βλέπεις εσύ! Αλλά για μένα είναι ένας χώρος, όπου μπορώ να σκέφτομαι, να κάνω ό,τι θέλω, να είμαι όπως θέλω! Όπως θέλω εγώ, όχι οι άλλοι.» Στιγμιαία παύση κι έπειτα συνέχισε: «Είμαι ο Μόρις. Αλλά, Μαρία, δε μου
απάντησες ποτέ. Γιατί σταμάτησες να πιστεύεις στο όνειρο; Σε αυτό που οι άλλοι
ψεύτικο;» Η απάντησή μου εκφράστηκε αυθόρμητα, χωρίς να το πολυσκεφτώ: «Γιατί δεν υπάρχει καμία λογική! Δεν
τα έχω δει, δεν ξέρω ότι υπάρχουν και δεν το ξέρουν ούτε οι άλλοι. Κι αν
υπάρχουν, γιατί δεν τα έχω δει;» Η απάντησή του ήχησε πάλι απρόσμενη: «Πώς
ξέρεις ότι γίνεται αυτή η συζήτηση; Ότι δεν είναι κάτι μη υπαρκτό, κατασκευασμένο από το μικρό, ανθρώπινο μυαλό σου;»
Ξαφνικά, ακούστηκε η φωνή της μητέρας να με καλεί, γεμάτη αγωνία: «Μαρία, Μαρία! Πού είσαι, παιδί μου, επιτέλους;»
Κι αυτός γρήγορα μου υπαγόρευσε: «Φύγε από την πίσω πόρτα! Μη σε δουν! Πες τους πως χάθηκες! Φύγε! Τώρα αμέσως, όμως!» Έτσι κι έκανα. Επέστρεψα στη μητέρα και της δικαιολογήθηκα κατάλληλα: «Συγγνώμη, χάθηκα! Δε θα ξαναγίνει!»
Η μαμά, τρομαγμένη, παραπονέθηκε:
«Σε ψάχνουμε παντού! Μας ανησύχησες, μικρό μου! Μη το ξανακάνεις, ποτέ!»
Το μόνο που θυμάμαι από τότε είναι ο Μόρις κι η μικρή συζήτηση
που είχαμε. Και το μόνο που ποτέ δεν κατάλαβα είναι πώς γνώριζε το όνομα και την ιστορία μου. Ωστόσο από τότε άρχισα
να ζωγραφίζω αυτά τα μη λογικά που φανταζόμουν.
Ο σκοπός μου; Να μη ξεχάσω ποτέ τι έγινε εκείνη τη μέρα σε εκείνο το τόσο παράξενο σπίτι. Τότε που ακόμη ήμουν μικρή. Γι' αυτό και μπορούσα ελεύθερα να ταξιδεύω σε κάθε λογής κόσμους μ' όπλο μια αχαλίνωτη φαντασία! (Γ. Ελ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου