Αυτή, πολύ ερωτευμένη! Αυτός, το ίδιο! Για πολύ καιρό κανείς τους δε μιλούσε, δεν εκφραζόταν, δεν εκδήλωνε τη φωτιά που σιγόκαιγε μέσα του! Απλά δε γνώριζαν, δεν ήξεραν ο ένας τα συναισθήματα του άλλου.
Μια μέρα κάτω απ' τον μονότονο ήχο της βροχής συναντήθηκαν τα βλέμματά τους. Ένιωσαν οικεία, πλησίασαν οι ψυχές τους! Με μια ματιά προδόθηκαν!
Αγκαλιάστηκαν κι έμειναν εκεί, για καιρό! Ήταν μαζί, έγιναν ζευγάρι! Καθημερινά ερωτεύονταν όλο και πιο πολύ! Έβγαιναν βόλτα, πήγαιναν παντού, ποθούσαν να δείξουν άφοβα την αγάπη τους στον κόσμο! Νόμιζαν πως όλοι θα χαίρονταν ένα αγαπημένο ζευγάρι. Έκαναν τα πάντα μαζί, έως ότου συνέβη αυτό που κανείς δεν περίμενε! Η ΕΙΣΒΟΛΗ!
Κι έτσι τους χώρισε η βία, το μίσος κι ο θάνατος, που απλώθηκε αμείλικτα τριγύρω τους! Η κακία κι ο πόνος περίσσεψαν, θέριεψαν στις ανθρώπινες ψυχές, που δεν έβρισκαν πια ούτε χρόνο, ούτε χώρο, για να αισθανθούν την αγάπη τους! Ο έρωτας τους κρίθηκε, επικρίθηκε κι απορρίφθηκε συλλήβδην...
-«Πού ακούστηκε έρωτας ανάμεσα σ΄έναν Τουρκοκύπριο και μιαν Ελληνοκύπρια; Αυτοί είναι εχθροί μας! Μας σκοτώνουν, μας κλέβουν τη γη, μας διώχνουν απ΄την πατρίδα μας! Θα σου κόψω τα πόδια, αν τον ξαναδείς! Αυτός πέθανε πια για σένα!» Αντηχούσε μονότονα επαναλαμβανόμενη η φωνή της μάνας, της θείας, της γιαγιάς στ’ αυτιά της.
Ήταν μια ζεστή νύχτα του Ιούλη. Μα η ψυχή της κρύωνε, πάγωνε, πέθαινε μακριά του! Σκεφτόταν εκείνον, σκεφτόταν όλα όσα είχαν ζήσει, νιώσει, απολαύσει μαζί. Τις κρύες νύχτες των χειμώνων και τα ζεστά πρωινά των καλοκαιριών, που διάβηκαν πλάι ο ένας στον άλλον. Θυμάται να κάθονται αγκαλιά, αγναντεύοντας το πέλαγος ή πλάτη με πλάτη, ρεμβάζοντας στο ηλιοβασίλεμα. Της χαϊδεύει απαλά τα κατάξανθα μαλλιά, του ανακατεύει ασυναίσθητα τις μελαχρινές τούφες. Κι όπως σκάει ρυθμικά το κύμα στ' ακροδά-χτυλα τους, της δίνει υπόσχεση αιώνιας αγάπης, της δηλώνει πως θα είναι για πάντα μαζί!
Για «ΠΑΝΤΑ ΜΑΖΙ!»... υπερτιμημένη έκφραση μιας άδολης, νεανικής υπεροψίας! Η αγάπη τους το κέντρο του σύμπαντος! Ποιον ρώτησαν και τόλμησαν μια τέτοιαν ύβρη;
Εικόνα θλιβερή, μα άσβεστη -μοτίβο δυστυχίας- έρχονται ξανά και ξανά στο μυαλό της όσα πέρασαν μαζί, αλλά κι όσα παλέψανε χώρια. Έχει αναμνήσεις περίσσιες, που πονούν και σκίζουν τη ψυχή της. Εκεί τα ευχάριστα, τα χαρωπά, τα αστεία που τους ένωσαν, μα και τα άθλια, τα λυπηρά, τα σοβαρά που έζησαν οι δυο τους.
Θυμάται πως κάθε που εκείνος γελούσε, τον ερωτευόταν όλο και περισσότερο. Το μυαλό της ταξίδευε μόνο για εκείνον, μόνο σ΄εκείνον! Ήθελαν και τώρα να είναι μαζί, συνέχεια μαζί, αδιάκοπα δεμένοι, όπως παλιά μα...ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ πήρανε την απόφαση γι΄αυτούς, χωρίς αυτούς, δίχως έλεος κι ανθρωπιά!
«Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΗΚΕ ΝΑ ΣΒΗΣΕΙ!»
Τώρα χρειαζόταν προσοχή! Εκείνος έμεινε στην τουρκική πλευρά της Κύπρου, εκείνη στην ελληνική. Κι αν μάθαινε ο πατέρας πως η κόρη του είναι ερωτευμένη με έναν Τούρκο, ενώ αυτός πάλευε για την ανάκτηση των κατεχόμενων εδαφών, η έχθρα των δύο πλευρών θα φούντωνε. Προσπαθούσαν καιρό τώρα να κρατήσουν κρυφή αυτή τη «μικρή κι ασήμαντη (όπως νόμιζαν)» λεπτομέρεια. Συναντιούνταν πια σε απομακρυσμένα μέρη, μέσα στη φύση, δίπλα στις ακτές.
Μα η μοίρα έπαιξε μαζί τους για ακόμα μια φορά. Εκείνη συνήθως έλεγε ψέματα στον πατέρα πως θα ’ναι με τις φίλες της, ενώ έτρεχε αδιάκοπα κοντά του. Ο πατέρας της, λοιπόν, κάποτε ανακάλυψε το ψέμα. Μπήκε σε υποψίες και πήρε την απόφαση να την ακολουθήσει. Αθόρυβα και μεθοδικά εντόπισε το «έγκλημα» της κόρης κι έχασε κάθε αίσθηση ελέγχου. Επέστρεψε στο σπίτι, περιμένοντας με προδομένη την ψυχή και τη συνείδηση, για να γυρίσει η άτιμη! Ακούγοντας τα βήματα της στο προαύλιο, δεν άντεξε. Όρμησε έξαλλος στον δρόμο και τη χαστούκισε!
-«Πού ακούστηκε έρωτας ανάμεσα σ΄έναν Τουρκοκύπριο και μιαν Ελληνοκύπρια; Αυτοί είναι εχθροί μας! Μας σκοτώνουν, μας κλέβουν τη γη, μας διώχνουν απ΄την πατρίδα μας! Θα σου κόψω τα πόδια, αν τον ξαναδείς! Αυτός πέθανε πια για σένα!» Αντηχούσε μονότονα επαναλαμβανόμενη η φωνή της μάνας, της θείας, της γιαγιάς στ’ αυτιά της.
Ήταν μια ζεστή νύχτα του Ιούλη. Μα η ψυχή της κρύωνε, πάγωνε, πέθαινε μακριά του! Σκεφτόταν εκείνον, σκεφτόταν όλα όσα είχαν ζήσει, νιώσει, απολαύσει μαζί. Τις κρύες νύχτες των χειμώνων και τα ζεστά πρωινά των καλοκαιριών, που διάβηκαν πλάι ο ένας στον άλλον. Θυμάται να κάθονται αγκαλιά, αγναντεύοντας το πέλαγος ή πλάτη με πλάτη, ρεμβάζοντας στο ηλιοβασίλεμα. Της χαϊδεύει απαλά τα κατάξανθα μαλλιά, του ανακατεύει ασυναίσθητα τις μελαχρινές τούφες. Κι όπως σκάει ρυθμικά το κύμα στ' ακροδά-χτυλα τους, της δίνει υπόσχεση αιώνιας αγάπης, της δηλώνει πως θα είναι για πάντα μαζί!
Για «ΠΑΝΤΑ ΜΑΖΙ!»... υπερτιμημένη έκφραση μιας άδολης, νεανικής υπεροψίας! Η αγάπη τους το κέντρο του σύμπαντος! Ποιον ρώτησαν και τόλμησαν μια τέτοιαν ύβρη;
Εικόνα θλιβερή, μα άσβεστη -μοτίβο δυστυχίας- έρχονται ξανά και ξανά στο μυαλό της όσα πέρασαν μαζί, αλλά κι όσα παλέψανε χώρια. Έχει αναμνήσεις περίσσιες, που πονούν και σκίζουν τη ψυχή της. Εκεί τα ευχάριστα, τα χαρωπά, τα αστεία που τους ένωσαν, μα και τα άθλια, τα λυπηρά, τα σοβαρά που έζησαν οι δυο τους.
Θυμάται πως κάθε που εκείνος γελούσε, τον ερωτευόταν όλο και περισσότερο. Το μυαλό της ταξίδευε μόνο για εκείνον, μόνο σ΄εκείνον! Ήθελαν και τώρα να είναι μαζί, συνέχεια μαζί, αδιάκοπα δεμένοι, όπως παλιά μα...ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ πήρανε την απόφαση γι΄αυτούς, χωρίς αυτούς, δίχως έλεος κι ανθρωπιά!
«Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΗΚΕ ΝΑ ΣΒΗΣΕΙ!»
Τώρα χρειαζόταν προσοχή! Εκείνος έμεινε στην τουρκική πλευρά της Κύπρου, εκείνη στην ελληνική. Κι αν μάθαινε ο πατέρας πως η κόρη του είναι ερωτευμένη με έναν Τούρκο, ενώ αυτός πάλευε για την ανάκτηση των κατεχόμενων εδαφών, η έχθρα των δύο πλευρών θα φούντωνε. Προσπαθούσαν καιρό τώρα να κρατήσουν κρυφή αυτή τη «μικρή κι ασήμαντη (όπως νόμιζαν)» λεπτομέρεια. Συναντιούνταν πια σε απομακρυσμένα μέρη, μέσα στη φύση, δίπλα στις ακτές.
Μα η μοίρα έπαιξε μαζί τους για ακόμα μια φορά. Εκείνη συνήθως έλεγε ψέματα στον πατέρα πως θα ’ναι με τις φίλες της, ενώ έτρεχε αδιάκοπα κοντά του. Ο πατέρας της, λοιπόν, κάποτε ανακάλυψε το ψέμα. Μπήκε σε υποψίες και πήρε την απόφαση να την ακολουθήσει. Αθόρυβα και μεθοδικά εντόπισε το «έγκλημα» της κόρης κι έχασε κάθε αίσθηση ελέγχου. Επέστρεψε στο σπίτι, περιμένοντας με προδομένη την ψυχή και τη συνείδηση, για να γυρίσει η άτιμη! Ακούγοντας τα βήματα της στο προαύλιο, δεν άντεξε. Όρμησε έξαλλος στον δρόμο και τη χαστούκισε!
«Τον είχε ρεζιλέψει! Δε θα της το συγχωρούσε ποτέ! Πρόδωσε την πατρίδα, ρεζίλεψε τον ίδιο και ξεφτίλισε την οικογένεια!»
Χωρίς δεύτερη σκέψη της απαγόρευσε να ξαναβγεί απο το σπίτι, για να λήξει εδώ -άδοξα κι αθόρυβα- αυτή η ιστορία! Αν το μάθαιναν οι συναγωνιστές, δε θα ’χε μέρος να κρυφτεί! Ολόκληρη η Κύπρος θα ξεσηκωνόταν! Θα τους διαπόμπευαν, θα τους απέρριπταν, ίσως και θερμό επεισόδιο να προκαλούσε η αμυαλιά της κόρης του!
Εκείνη δεν έδωσε σημασία σ’ όσα ανούσια της έψελνε ο πατέρας της. Αυτή τον αγαπούσε και θα του έμενε πιστή για πάντα! Δεν την ένοιαζαν καθόλου η καταγωγή εκείνου ή τα μίση αυτονών! «ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΑΙΩΝΙΑ, ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΑ!» αυτή. Καυγάς ανηλεής ξέσπασε μεταξύ πατέρα και κόρης!
Τώρα πια είχε πολλές μέρες να βγει από το σπίτι. Εκείνος ανησύχησε πολύ!Κατάλαβε τι είχε συμβεί ή τουλάχιστον έκανε υποθέσεις. Άρχισε να της στέλνει γράμματα σε μια απέλπιδα προσπάθεια επικοινωνίας. Εκείνη δε διάβασε κανένα, γιατί κανένα δεν έφτασε στα χέρια της. Τα έβρισκε ο πατέρας, εκβιάζοντας τη φίλη που μέχρι τότε υπήρξε ο σύνδεσμος τους, και τα εξαφάνιζε.
Μετά εκείνος σκέφτηκε να πάει σπίτι της. Ριψοκίνδυνο, μα δεν είχε άλλη επιλογή! Κάποια στιγμή καιροφυλακτώντας, βρήκε τον τρόπο. Για καλή του τύχη, ο πατέρας αναχώρησε κι εκείνος ξεγλύστρησε διστακτικά κοντά της. Όταν εκείνη τον αντίκρισε, η ψυχή της γαλήνευσε. Του εξήγησε τι συνέβη κι εκείνος την καθησύχασε πως όλα θα πήγαιναν καλά, αρκεί να μένανε ενωμένοι στην ψυχή και το νου. Μετά απομακρύνθηκε το ίδιο αθόρυβα, όπως ήρθε. Έπαιζε με τον θάνατο! Το γνώριζε πολύ καλά, μα ήτανε επιλογή του! Άξιζε κάθε θυσία η αγάπη τους!
Ο χρόνος κυλούσε κι εκείνη τον ζητούσε αδιάκοπα, όλο και πιο έντονα, όλο και πιο επίμονα, μέχρι που αποφάσισε να ρισκάρει τη ζωή τη δική του, αλλά και τη δική της!Σκέφτηκε να πάει κι αυτή να τον βρει, όπως είχε έρθει κι εκείνος, κρυφά κι αθόρυβα. Άλλωστε ο πατέρας έλειπε για δουλειές. Ξεγλύστρησε μυστικά από τη «φυλακή» της, αναζητώντας τον στο μέρος που συναντιούνταν παλιότερα. Ήταν πράγματι εκεί! Ξαφνιάστηκε! Δε μπορούσε να πιστέψει πως εκείνος επισκεπτόταν
-κάτι σαν θείο προσκύνημα- καθημερινά το κοινό τους καταφύγιο! Ενώθηκαν ξανά τα βλέμματα τους μετά από καιρό, τον φίλησε, τον χάιδεψε τρυφερά κι έφυγε τρέχοντας.
Ωστόσο γι’ άλλη μια φορά η τύχη έπαιζε θλιβερά παιχνίδια. Ο πατέρας είχε γυρίσει νωρίτερα σπίτι και ανακάλυψε την απουσία της. Περίμενε την επιστροφή της, μα δεν αντέδρασε, δεν είπε τίποτα, ούτε καν της φώναξε. Της δήλωσε μονάχα πως από κει και στο εξής θα πήγαινε παντού μαζί του. Ο παραλογισμός του θυμού τον είχε συνεπάρει, τον είχε τυφλώσει! Δεν καταλάβαινε πως έφτανε στα άκρα, πώς «έπνιγε» τη μονάκριβή του!
Πέρασαν μέρες πολλές κι αυτή αρρώστησε βαριά, χωρίς την παρουσία εκείνου. Ο πατέρας της ανένδοτος στην αρχή, τώρα πια δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε καλέσει τους καλύτερους γιατρούς! Την είχαν κουράρει ειδικοί από τη χώρα και το εξωτερικό. Μάταια τα πάντα, χωρίς αποτέλεσμα! Τίποτε δε βοηθούσε, τίποτε δε βελτίωνε τη κατάστασή της! Η διάγνωση όλων σαφής: το πρόβλημα βρισκόταν στην ψυχή της! Μαράζωνε κι υπαίτιος ήταν ο πατέρας της! Λίγο καιρό μετά πήρε τη μεγάλη απόφαση: πήγε και βρήκε εκείνον που «είχε κλέψει» την καρδιά της κόρης του. Συναντήθηκαν σ’ ένα απόμακρο μέρος. Ο πατέρας ζήτησε συγγνώμη για τη στενοκεφαλιά και τη σκληρότητά του! Αδυνατούσε πια να βλέπει την κόρη του να σιγοσβήνει έτσι! Εκείνος του απάντησε πως η αγάπη τους ήταν η μόνη θεραπεία που χρειαζόταν κι οι δυο! Έπρεπε να ’ναι και πάλι μαζί, για να έχει νόημα η ζωή τους! Ο πατέρας επιτέλους κατάλαβε! Χωρίς να ’χει άλλη επιλογή, τον οδήγησε στο σπίτι, για να ξανασμίξουν και να μη χωρίσουν ποτέ ξανά.
Συμφώνησαν βέβαια πως, για να συνεχίσουν να είναι μαζί, ήταν αναγκαίο να φύγουν απο τη μεγαλόνησο, να μετοικήσουν σε μια άλλη χώρα. Τουλάχιστον μέχρι...ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ ΝΑ ΔΩΣΟΥΝΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ!
Έτσι και έγινε! Εκείνη ανάρρωσε γρήγορα κι αναχώρησαν για μια χώρα μακρινή, όπου η κακία και το μίσος των ανθρώπων δε θα τους έφτανε! Εκεί θα μπορούσαν να έχουν μια ήσυχη ζωή, ενωμένοι για πάντα με την αγάπη τους! Μακριά βέβαια από συγγενείς και φίλους, αλλά αγαπημένα ΜΑΖΙ!
Χωρίς δεύτερη σκέψη της απαγόρευσε να ξαναβγεί απο το σπίτι, για να λήξει εδώ -άδοξα κι αθόρυβα- αυτή η ιστορία! Αν το μάθαιναν οι συναγωνιστές, δε θα ’χε μέρος να κρυφτεί! Ολόκληρη η Κύπρος θα ξεσηκωνόταν! Θα τους διαπόμπευαν, θα τους απέρριπταν, ίσως και θερμό επεισόδιο να προκαλούσε η αμυαλιά της κόρης του!
Εκείνη δεν έδωσε σημασία σ’ όσα ανούσια της έψελνε ο πατέρας της. Αυτή τον αγαπούσε και θα του έμενε πιστή για πάντα! Δεν την ένοιαζαν καθόλου η καταγωγή εκείνου ή τα μίση αυτονών! «ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΑΙΩΝΙΑ, ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΑ!» αυτή. Καυγάς ανηλεής ξέσπασε μεταξύ πατέρα και κόρης!
Τώρα πια είχε πολλές μέρες να βγει από το σπίτι. Εκείνος ανησύχησε πολύ!Κατάλαβε τι είχε συμβεί ή τουλάχιστον έκανε υποθέσεις. Άρχισε να της στέλνει γράμματα σε μια απέλπιδα προσπάθεια επικοινωνίας. Εκείνη δε διάβασε κανένα, γιατί κανένα δεν έφτασε στα χέρια της. Τα έβρισκε ο πατέρας, εκβιάζοντας τη φίλη που μέχρι τότε υπήρξε ο σύνδεσμος τους, και τα εξαφάνιζε.
Μετά εκείνος σκέφτηκε να πάει σπίτι της. Ριψοκίνδυνο, μα δεν είχε άλλη επιλογή! Κάποια στιγμή καιροφυλακτώντας, βρήκε τον τρόπο. Για καλή του τύχη, ο πατέρας αναχώρησε κι εκείνος ξεγλύστρησε διστακτικά κοντά της. Όταν εκείνη τον αντίκρισε, η ψυχή της γαλήνευσε. Του εξήγησε τι συνέβη κι εκείνος την καθησύχασε πως όλα θα πήγαιναν καλά, αρκεί να μένανε ενωμένοι στην ψυχή και το νου. Μετά απομακρύνθηκε το ίδιο αθόρυβα, όπως ήρθε. Έπαιζε με τον θάνατο! Το γνώριζε πολύ καλά, μα ήτανε επιλογή του! Άξιζε κάθε θυσία η αγάπη τους!
Ο χρόνος κυλούσε κι εκείνη τον ζητούσε αδιάκοπα, όλο και πιο έντονα, όλο και πιο επίμονα, μέχρι που αποφάσισε να ρισκάρει τη ζωή τη δική του, αλλά και τη δική της!Σκέφτηκε να πάει κι αυτή να τον βρει, όπως είχε έρθει κι εκείνος, κρυφά κι αθόρυβα. Άλλωστε ο πατέρας έλειπε για δουλειές. Ξεγλύστρησε μυστικά από τη «φυλακή» της, αναζητώντας τον στο μέρος που συναντιούνταν παλιότερα. Ήταν πράγματι εκεί! Ξαφνιάστηκε! Δε μπορούσε να πιστέψει πως εκείνος επισκεπτόταν
-κάτι σαν θείο προσκύνημα- καθημερινά το κοινό τους καταφύγιο! Ενώθηκαν ξανά τα βλέμματα τους μετά από καιρό, τον φίλησε, τον χάιδεψε τρυφερά κι έφυγε τρέχοντας.
Ωστόσο γι’ άλλη μια φορά η τύχη έπαιζε θλιβερά παιχνίδια. Ο πατέρας είχε γυρίσει νωρίτερα σπίτι και ανακάλυψε την απουσία της. Περίμενε την επιστροφή της, μα δεν αντέδρασε, δεν είπε τίποτα, ούτε καν της φώναξε. Της δήλωσε μονάχα πως από κει και στο εξής θα πήγαινε παντού μαζί του. Ο παραλογισμός του θυμού τον είχε συνεπάρει, τον είχε τυφλώσει! Δεν καταλάβαινε πως έφτανε στα άκρα, πώς «έπνιγε» τη μονάκριβή του!
Πέρασαν μέρες πολλές κι αυτή αρρώστησε βαριά, χωρίς την παρουσία εκείνου. Ο πατέρας της ανένδοτος στην αρχή, τώρα πια δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε καλέσει τους καλύτερους γιατρούς! Την είχαν κουράρει ειδικοί από τη χώρα και το εξωτερικό. Μάταια τα πάντα, χωρίς αποτέλεσμα! Τίποτε δε βοηθούσε, τίποτε δε βελτίωνε τη κατάστασή της! Η διάγνωση όλων σαφής: το πρόβλημα βρισκόταν στην ψυχή της! Μαράζωνε κι υπαίτιος ήταν ο πατέρας της! Λίγο καιρό μετά πήρε τη μεγάλη απόφαση: πήγε και βρήκε εκείνον που «είχε κλέψει» την καρδιά της κόρης του. Συναντήθηκαν σ’ ένα απόμακρο μέρος. Ο πατέρας ζήτησε συγγνώμη για τη στενοκεφαλιά και τη σκληρότητά του! Αδυνατούσε πια να βλέπει την κόρη του να σιγοσβήνει έτσι! Εκείνος του απάντησε πως η αγάπη τους ήταν η μόνη θεραπεία που χρειαζόταν κι οι δυο! Έπρεπε να ’ναι και πάλι μαζί, για να έχει νόημα η ζωή τους! Ο πατέρας επιτέλους κατάλαβε! Χωρίς να ’χει άλλη επιλογή, τον οδήγησε στο σπίτι, για να ξανασμίξουν και να μη χωρίσουν ποτέ ξανά.
Συμφώνησαν βέβαια πως, για να συνεχίσουν να είναι μαζί, ήταν αναγκαίο να φύγουν απο τη μεγαλόνησο, να μετοικήσουν σε μια άλλη χώρα. Τουλάχιστον μέχρι...ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ ΝΑ ΔΩΣΟΥΝΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ!
Έτσι και έγινε! Εκείνη ανάρρωσε γρήγορα κι αναχώρησαν για μια χώρα μακρινή, όπου η κακία και το μίσος των ανθρώπων δε θα τους έφτανε! Εκεί θα μπορούσαν να έχουν μια ήσυχη ζωή, ενωμένοι για πάντα με την αγάπη τους! Μακριά βέβαια από συγγενείς και φίλους, αλλά αγαπημένα ΜΑΖΙ!
(Α. Μ. -Κ. Π.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου