Κάποτε και ποτέ, παντού και κάπου, υπήρχαν δύο αδέλφια, πολύ αγαπημένα, τόσο που κίνησαν τον φθόνο των Θεών.
Η Κατερίνα κι ο Σταύρος ζούσαν με τους γονείς τους ειδυλλιακά, αξιοζήλευτα ευτυχισμένοι.
Ωστόσο, μια μέρα αποφράδα, οι γονείς αντιμετώπισαν το αναπόδραστο: βρέθηκαν στη μέση ενός τραγικού ατυχήματος και τα πάντα ανατράπηκαν. Η ευτυχία κι η χαρά της ζωής παρέδωσαν τη θέση τους στον πόνο, τη θλίψη και την απουσία.
Τα παιδιά απέμειναν χωρίς στήριξη. Δίχως βοήθεια καμιά. Στενοχωρήθηκαν, θρήνησαν, μα έπρεπε να σταθούν όρθια, στα πόδια τους. Οπότε παρηγορήθηκαν, μια κι είχαν το ένα τ' άλλο.
Η Κατερίνα έμοιαζε πιο δεμένη με τους γονείς. Έφερε βαρέως τον χαμό τους. Αποφάσισε, λοιπόν, πως ήταν προτιμότερο να φύγει. Για ν' απομακρυνθεί από το πρόβλημα ή έτσι νόμιζε. Ο Σταύρος, απ' την άλλη, πνιγμένος κι αυτός στη θλίψη, δεν ένιωσε το δράμα της.
Την επομένη η Κατερίνα πήρε το πρώτο καράβι. Έφυγε σ' ένα νησί, απόμακρο. Ο Σταύρος έψαξε παντού. Δεν την έβρισκε! Στην απελπισία του πάνω, άκουσε την περιγραφή μιας ηλικιωμένης κυρίας, με το σπίτι της δίπλα στο λιμάνι. Είχε παρατηρή-σει, λέει, μια θλιμμένη κοπέλα που έφτασε νωρίτερα στην προκυμαία. Του είπε τον προορισμό της. Αυτός κατάλαβε. Πήρε το καΐκι του φίλου του κι έφυγε για το νησί των παιδικών τους αναμνήσεων.
Σ' όλο το ταξίδι προσευχόταν. Για την Κατερίνα, γι' αυτόν, για τη ζωή τους μαζί!
Τρελαινόταν στην ιδέα πως υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να χάσει κι αυτήν! Και να μην μπορεί να κάνει κάτι; Αδύνα-τον!
Αράζοντας στο νησί, άρχισε να καλεί τ' όνομά της απελπισμένα, μέχρι ν' ακούσει τη φωνή της. Την είδε καθισμένη, να μοιρολογεί κάτω από μια συστάδα δέντρων. Ηρέμησε. Πλησίασαν ο ένας τον άλλον, αγκαλιάστηκαν κι έβαλαν τα κλάματα. Ο Σταύρος της είπε πως το ταξίδι δεν το 'κανε χωρίς λόγο. Της υποσχέθηκε πως θα ζούσαν τη ζωή τους μαζί.
Της έδωσε όρκο ιερό πως δε θα αγνοούσε τα συναισθήματά της, ποτέ ξανά! Κι έπειτα έβαλαν θεμέλια γερά σε μια αρχή νέα. Με ενωμένες τις νεανικές τους ψυχές σε κοινή πορεία...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου