Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

2 Ιουν 2025

«Μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος...»

  
Δύσκολο πράγμα ο έρωτας. Κι από όσο φαίνεται το σύμπαν δεν είναι πολύ με το μέρος του. 
    Ο Άλεξ κι η Κατρίν είναι ένα ζευγάρι πολύ ερωτευμένο, που έχει περάσει  δυσκολίες πολλές. Η Κατρίν προέρχεται από αριστοκρατική οικογένεια. Μεγάλωσε με αυστηρότητα που φέρνει πάντα συνέπειες εναντίον της. Ακόμη και για το πιο μικρό, το πιο ασήμαντο. Έχει δυο αδέλφια, τη Μαρία και τον Χοσέ, κι έχουν υπέροχη σχέση μεταξύ τους, αφού καλύπτουν ο ένας τον άλλον προς τους γονείς. Η Μαρία βοηθάει την Κατρίν και τη συμβουλεύει, μια κι είναι μικρότερη κι ο Χοσέ τις προστατεύει.
   Ο Άλεξ κατάγεται από πιο φτωχή οικογένεια. Έχει έναν μικρότερο αδελφό κι η σχέση του με τους γονείς του είναι αρμονική. Αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, όμως, γιατί ο πατέρας του πρέπει να ξεπληρώσει όσα χρωστάει.
   Οι δυο νέοι γνωρίστηκαν, πρώτη φορά, στην εφηβεία. Μένουν κοντά, στο ίδιο χωριό και βρέθηκαν σ' ένα σουπερμάρκετ. Πού να ήξεραν πως η συνάντηση θα τους άλλαζε όλη τη ζωή! Τότε δεν υπήρχαν τηλέφωνα, οπότε το αγόρι ζήτησε την διεύθυνσή της. Μιλούσαν έξω απ' το σουπερμάρκετ για δύο ώρες, μέχρι που ο ήλιος άρχισε το ταξίδι του προς τη Δύση. Ο Άλεξ προσφέρθηκε να την πάει σπίτι, αλλά αυτή αρνήθηκε. «Αν με δουν οι γονείς μου με αγόρι, την έβαψα!» σχολίασε πικραμένη. 
«Πιστεύουν πως είμαι μικρή και θέλουν ν' αφοσιωθώ στο διάβασμα». Το αγόρι την καταλάβαινε κι είπε: «Εντάξει, λοιπόν, όπως θες! Εγώ θα περιμένω όσο χρειαστεί...» 
   Ήταν Έρωτας με την πρώτη ματιά! Η Κατρίν, όταν γύρισε σπίτι, σιγούρεψε ότι λείπουν οι γονείς κι άρχισε να χοροπηδάει απ' τη χαρά της. Έτρεξε στην αδελφή της και της μετέφερε όσα είχαν συμβεί. Ήταν, βέβαια, αγχωμένη μην το μάθουν οι γονείς τους. Εκείνη την ενημέρωσε ότι οι γονείς έφυγαν έκτακτο ταξίδι και θα έλειπαν για δέκα μέρες. Γυάλισε το μάτι της απ' τη χαρά! Μπορεί να την άκουσε κι όλη η γειτονιά τη μέρα εκείνη!
    Την επομένη αποφάσισε να ψάξει το αγόρι σ' όλο το χωριό. Απ' την Ανατολή ως τη Δύση τριγυρνούσε παντού να τον βρει, μα δεν τα κατάφερε. Για καλή της τύχη, δυο μέρες μετά ήρθε έξω απ' το σπίτι της. Δεν το περίμενε, αλλά χάρηκε που τον είδε. Ο Άλεξ της εξήγησε ότι είχε μαθευτεί στο χωριό πως οι γονείς της έλειπαν, οπότε άρπαξε την ευκαιρία να την ξαναδεί.
    Αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν το διάστημα απουσίας των γονιών της Κατρίν. Συναντιούνταν καθημερινά έως την επιστροφή τους! Έτσι, ήρθαν πιο κοντά κι ανοίχτηκαν ο ένας στον άλλον για προσωπικά θέματα. Η χημεία τους αυξανόταν μέρα τη μέρα. Λες και γνωρίζονταν χρόνια! Δεν άντεχαν να 'ρθει η ώρα επιστροφής των γονιών. Ήταν οι δέκα καλύτερες μέρες της ζωής τους. Φτάνοντας η τελευταία, συμφώνησαν να συνεχίσουν τις καθημερινές συναντήσεις. Μετά το σχολείο, αφού πήγαιναν σε διαφορετικά, κρυφά σ' ένα δασάκι.  Κι αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλον, μ' ένα φιλί.
    Οι γονείς της άργησαν να γυρίσουν σπίτι, γιατί είχε καθυστέρηση το τρένο. Όταν μπήκαν, είχαν μια έκφραση απογοήτευσης στα πρόσωπά τους, αλλά τ' αδέλφια την αγνόησαν. Η Κατρίν με τη Μαρία συζητούσαν για τις προηγούμενες μέρες, ενώ ο Χοσέ καθόταν και τις άκουγε. Είχε ερωτευτεί πραγματικά η Κατρίν. Ήταν η πρώτη της αγάπη!
   Οι συναντήσεις των δύο ερωτευμένων γίνονταν καθημερινά, έξι ολόκληρους μήνες. Ήταν οι καλύτεροι έξι  μήνες της ζωής τους! Πολλές φορές, συναντιούνταν στο σπίτι του Άλεξ, γιατί είχε καλή σχέση με τους δικούς του. Η μητέρα του Άλεξ αγαπούσε την Κατρίν σαν παιδί της και ο αδελφός του έγινε και δικός της. Είχαν κάνει σχέδια για τη ζωή και το μέλλον  τους. Πού να ήξεραν ότι τη μέρα επιστροφής των γονιών, τα νέα δεν ήταν καλά και γι' αυτό φαίνονταν απογοητευμένοι.
   Μια τυχαία Τετάρτη, γυρίζοντας η Κατρίν απ' το «σχολείο» της, άκουσε φωνές. Όταν μπήκε στο σπίτι, αντίκρισε τη Μαρία να κλαίει κι αγχώθηκε. Πήγε πρός το μέρος της και τη ρώτησε τι έγινε. Ξέροντας πώς θ' αντιδρούσε η Κατρίν, η Μαρία της αποκάλυψε διστακτικά πως την Κυριακή έφευγαν απ' το χωριό. Η Κατρίν σοκαρίστηκε, τσίριξε, πλάνταξε στο κλάμα. «Κι ο Άλεξ;» Ησυχία! Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Δεν μπορούσε να τον αποχωριστεί! Χωρίς να νοιάζεται για τις συνεπειες, συνενοήθηκε να την καλύψει η αδελφή της κι ετρεξε στο σπίτι του Άλεξ. Όταν την είδε να κλαίει, την αγκάλιασε και ρώτησε τι είχε συμβεί. «Φεύγω, Άλεξ, φεύγω!» Δεν μπορούσε να το πιστέψει κανείς απ' τους δυο. «Έχουν κάποιες δουλειές οι γονείς μου...θα φύγουμε με το τρένο την Κυριακή, σε χάνω, μετακομίζουμε ...», του είπε. Ακούγοντας τη λέξη «τρένο», ο Άλεξ σώπασε. «Τι έπαθες;», τον ρώτησε. Της εξήγησε οως μια ζωή ζούσε στα τρένα, λόγω της δουλειάς του πατέρα του. Τώρα μόλις απέκτησαν βάση κι εγκαταστάθηκαν στο χωριό. «Τώρα που εγώ ήρθα, φεύγεις εσύ;» παρατήρησε γλυκόπικρα και γέλασε, μήπως αλλάξει κάπως το στενάχωρο κλίμα. Τις επόμενες μέρες δεν πήγαν σχολείο. Τις πέρασαν μαζί. Δεν την ένοιαζε, αν το μάθαιναν οι γονείς της! Κάνανε τις τελευταίες συζητήσεις, αντάλλαξαν χάδια και φιλιά, είπαν τις τελευταίες κουβέντες. Οταν ήρθε η ώρα της αναχώρησης, με δάκρυα στα μάτια αγκαλιάστηκαν κι υποσχέθηκαν πως θ' αγαπούσε ο ένας τον άλλον για πάντα και θα ξαναβρίσκονταν! Έπειτα έδωσαν το τελευταίο φιλί. Η Κατρίν σ' όλη τη διαδρομή ένιωθε μαχαιριές στην καρδιά. Δεν μπορούσε, δεν ήθελε να τ' ανεχτεί.
    Πέρασαν τρία χρόνια ο ένας χωρίς τον άλλον. Επικοινωνούσαν με γράμματα. Ήταν ο μόνος δυνατός τρόπος επικοινωνίας, τότε. Δεν ήθελαν ν' αφήσουν την απόσταση να τους κερδίσει. Δεν άντεχαν ο ένας χωρίς τον άλλον!
Σε λίγο, η Κατρίν γινόταν δεκαοχτώ. Ενηλικιωνόταν, κάτι που δεν ήθελε καθόλου. Καθόταν στο δωμάτιο της μελαγχολικιά και σκεφτόταν. Ξαφνικά, η Μαρία ήρθε τρέχοντας στο δωμάτιο. Την τρομάξε. «Ο μπαμπάς κι
η μαμά σου ετοιμάζουν ένα μεγάλο δώρο γενεθλίων για σένα. Τους κρυφάκουσα!», είπε ενθουσιασμένη η Μαρία. 
Η Κατρίν χαμογέλασε. «Και πότε έχουν σκοπό να μου το ανακοινώσουν;» ρώτησε. «Σύντομα», απάντησε η Μαρία. Δύο μερες μετά, οι γονείς την φωνάξαν στο σαλόνι, μαζί με τ' αδέλφια της. Είχε έρθει η ώρα να της ανακοινώσουν τα ευχάριστα νέα. «Κατρίν μας, μιας και θα θεωρείσαι πλέον ενήλικας σε μια βδομάδα, αποφασίσαμε να οργανώσουμε ένα ταξίδι, του οποίου θα  διαλέξεις εσύ τον προορισμό!» Γυάλισαν τα μάτια της, άρχισε να χαπατηδάει με τα νέα. Απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη: «Στο ΧΩΡΙΟ!» Εκείνοι ξαφνιάστηκαν. «Μα καλά, υπάρχουν τόσοι προορισμοί, στο χωριό θέλεις να πάμε;» «Ναι, εγώ διαλέγω, είπατε!» Αναρωτήθηκαν, αλλά έκλεισαν τα εισιτήρια. Τρέχοντας η Κατρίν έγραψε ένα γράμμα, να προλάβει να το διαβάσει ο Άλεξ. Η Μαρία χάρηκε όσο χάρηκε κι αυτή. Είχε καταλάβει τον λόγο.
  Ήρθε η μεγάλη μέρα που θα πήγαιναν στο χωριό. Είχαν σκοπό να κάτσουν μια βδομάδα. Σε όλη τη διαδρομή καρδιοχτυπούσε δυνατά. Όταν έφτασαν, έτρεξε στο σπίτι του Άλεξ, έχοντας παρατήσει τις βαλίτσες όλες «σύξιλες», στον Χοσέ και τη Μαρία. Με ανυπομονησία, χτύπησε το κουδούνι  Άνοιξε n μητέρα του. Συγκινήθηκε, σαν την είδε. Την αγκάλιασε κι αμέσως έτρεξε στο δωμάτιό του. Αντικρίζοντάς την, νόμιζε πως έγινε κάποιο θαύμα. Δεν είχε, βλέπετε, προλάβει να φτάσει το γράμμα σ' αυτόν. Δεν πίστευαν πως ήταν πάλι μαζί, πως επενενώθηκαν. Πέρασαν εφτά μέρες, μιλώντας για τα τρία «χαμένα» τους χρόνια, τα χρόνια που 'ταν χωρισμένοι ο ένας απ' τον άλλον. Η Κατρίν, με μιας, ξαναβρήκε τη χαρά της. Έκαναν κι οι δυο σα μικρά παιδιά! Έτρεχαν, έπαιζαν, γελούσαν, φώναζαν...
   Την πέμπτη μέρα, όταν γύρισε η Κατρίν στο σπίτι, ανακοίνωσε στην αδελφή της ότι δεν έχει σκοπό να γυρίσει πίσω. Έπρεπε να βρουν έναν τρόπο  να το πουν και στους γονείς της. «Ναι, αλλά δε θέλω να σε αποχωριστώ!», γκρίνιαξε η Μαρία. «Θα σας επισκέφτομαι συχνά!»,   υποσχέθηκε η Κατρίν. Με το επιχείρημα ότι πλέον είναι ενήλικη, το ανακοίνωσε και στους γονείς της. Διαφώνησαν, ισχυριζόμενοι πως δεν είναι έτοιμη να μείνει μόνη. Τότε τους αποκάλυψε τι συνέβαινε με τον Άλεξ. «Θέλω να ξοδέψω το υπόλοιπο της ζωής μου με το άλλο μου μισό. Για το ότι θα είμαι μόνη, μην άγχεστε, θα μείνουμε μαζί!», απάντησε, αφήνοντάς τους εμβρόντητους. 
   «Η μαμά του με αγαπάει και την αγαπάω πολύ. Όπως κι μπαμπάς του!» Με δισταγμό μεγάλο, της το επέτρεψαν. Την άφησαν, επιτέλους, να κάνει τη ζωή που 'χε διαλέξει. Βεβαίως πήγανε πρώτα για «έλεγχο πεδίου». Επισκέφτηκαν το σπίτι του Άλεξ, γνώρισαν τους γονείς του. Τους είχαν κάνει εξαιρετική εντύπωση! Συνειδητοποίησαν βαθιά πως η κόρη τους βρίσκεται σε καλά χέρια! Ζήτησαν, όμως, τον λόγο της πως θα τους επισκέπτεται, όσο συχνότερα γίνεται. Το έκανε κι ας μην το ήθελε... για τη Μαρία και τον Χοσέ θα πήγαινε! Οι γονείς της ήταν παγερά αδιάφοροι. Αυτό μόνο τους άξιζε, αυτό κέρδισαν μόνο στα χρόνια της κοινής τους ζωής!
   Δυο μέρες μετά έφυγαν οι γονείς, με τ' αδέλφια της. Κράτησε την υπόσχεση της. Τακτικά τους επισκεφτόταν. Κάθε δυο μήνες. Το υπόλοιπο της ζωής το πέρασε με τον αγαπημένο της Άλεξ. Μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος! Παντρεύτηκε το άλλο της μισό κι απέκτησε τρία παιδάκια. Ζήσαν μαζί -αγαπημένοι, τρυφεροί κι ενωμένοι- μια ευτυχισμένη ζωή... ως το τέλος! (Αλεξ. Βάλ.) 

31 Μαΐ 2025

«Το κάλεσμα της καρδιάς...»

- Ανθή! Τι έχεις; Φαίνεσαι προβληματισμένη τελευταία.
- Να... η μητέρα! Γίνεται επίμονα πιεστική. Άφησέ με, Σοφία, να χαρείς!
-  Οχι! Φτάνει, επιτέλους η μυστικοπάθεια! Τι συμβαίνει;
- Εκπλήσσομαι που δεν έχεις καταλάβει! Βάλθηκε να μου κάνει προξενιό! Λίγες βδομάδες πριν, γνώρισε σε δείπνο έναν γιατρό ευκατάστατο. Απ' την πρώτη στιγμή, τον προορίζει για μένα. Κι αυτός, της είπε εμπιστευτικά, πως με είδε τυχαία και του κίνησα το ενδιαφέρον.
- Μιλάς σοβαρά;
- Σοβαρότατα. Το χειρότερο στο είπα; Είναι δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος. Σκέψου, λοιπόν, να περάσω τη ζωή μου κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους ως σύζυγος γιατρού!
- Είναι λυπηρό. Καημένη μου!
- Σσσs! Ησυχία! Έρχεται η μητέρα. Η Ανθή κι η Σοφία, δεκαεννιά και δεκαπέντε ετών, ήταν οι δύο κόρες της οικογένειας Αϊβαλιώτη. Ο πατέρας είχε πεθάνει πριν χρόνια και πλέον ζούσαν με τη μητέρα, στο αρχοντικό τους. Η Ανθή, μια όμορφη κοπέλα, ψηλή, με γλυκό πρόσωπο και μακριά, καστανά μαλλιά. Ήταν γελαστή, ευγενική, ενίοτε πολύ ευαίσθητη στις ματαιότητες του κόσμου αυτού. Η Σοφία, απ' την άλλη, πανέξυπνη, δυναμική, ζωηρή, πρόθυμη να υπερασπιστεί την αδερφή της, πάντοτε. Η μητέρα, αριστοκρατικής καταγωγής, υπεραγαπούσε τις κόρες της. Πολλές φορές, όμως, γινόταν ιδιαιτέρως παρεμβατική σε προσωπικά ζητήματα. Όπως έλεγε, «νοιαζόταν για το καλό τους!». Ονειρευόταν έναν καλό γάμο για τη μεγάλη, με οικονομικά ευκατάστατο γαμπρό. Ο σύζυγος, φεύγοντας απ' τη ζωή, άφησε πολλά χρέη, που τώρα βάραιναν την οικογένεια. Γνωρίζοντας, τον κύριο Αλεξάνδρου, που έδειξε να γοητεύεται απ' την ομορφιά και το παράστημα της Ανθής, το θεώρησε ιδανική ευκαιρία να την αποκαταστήσει, αφού θα της πρόσφερε άνεση στην οικογενειακή ζωή, πλούτο, πολυτέλεια και κοινωνικό στάτους.
    Ωστόσο, η Ανθή είχε άλλα σχέδια. Ήταν πολύ ερωτευμένη με τον Αχιλλέα, έναν παιδικό της φίλο και συμμαθητή, που -πλειστάκις- είχε εκφράσει τον θαυμασμό του για κείνη. Η μητέρα δεν το ενέκρινε, καθώς ο νεαρός δε διέθετε οικονομική ευμάρεια, ούτε αριστοκρατικές καταβολές. Ήταν απλά ένας αγρότης.
- Ανθή, θέλω να σου μιλήσω. Σοβαρά αυτήν τη φορά, είπε η μητέρα στην κόρη, κοιτάζοντάς την με αυστηρότητα.
- Ω, μητέρα! Σ' αγαπώ τόσο πολύ, μα τούτη τη φορά πρέπει να με καταλάβεις! διαμαρτυρήθηκε εκείνη, με παρακλητικό τόνο στη φωνή.
- Νοιάζομαι για το μέλλον σου, αγάπη μου, το ξέρεις αυτό. Σκέψου τι χαρά θα έπαιρνε κι ο πατέρας σου, εάν έβλεπε την κόρη του να παντρεύεται έναν εξαιρετικό επιστήμονα διεθνούς φήμης, απάντησε η μητέρα.
- Μα... μητέρα, τη διέκοψε ευγενικά η Ανθή.
Εάν καταλάβω πως θέλεις να καταλήξεις μια ασήμαντη, κατακαημένη βοσκοπούλα, θα πεθάνω! Σε λίγα χρόνια θα μετανιώνεις που δε σκέφτηκες προνοητικά.
   Οι μέρες πέρασαν κι η συνάντηση της Ανθής με τον Φίλιππο Αλεξάνδρου έγινε, χωρίς να είναι στις προθέσεις κανενός απ' τους δύο. Η Σοφία αρρώστησε σοβαρά κι η μητέρα, χωρίς να χάσει την ευκαιρία, τον κάλεσε σπίτι, να την κουράρει. Ο Φίλιππος κι η Ανθή γνωρίστηκαν και, παρ' ότι ευγενικός μαζί της, δεν άλλαξε η γνώμη της γι'  κείνον. Τον έβρισκε πολύ μεγάλο, πολύ ώριμο για την ηλικία της και σίγουρα δεν είχαν τόσα κοινά, όσα με τον Αχιλλέα. Η μητέρα, όμως, συνέχιζε να επιμένει κι η πονόψυχη Ανθή δεν άντεχε να τη βλέπει προβληματισμένη. Ίσως να μην ήταν τόσο ακατόρθωτο να ερωτευτεί του Φίλιππο, εάν δοκίμαζε. Ίσως να μην έπρεπε να είναι τόσο πεισματάρα κι ίσως η μητέρα της ήξερε κάτι παραπάνω. Έπρεπε να συμβιβαστεί για χάρη εκείνης και του ονόματος τους.
Μέσα σε λίγο καιρό η Ανθή έπαψε να είναι η «δεσποινίς Αϊβαλιώτη» και πλέον όλοι τη φώναζαν «κυρία Αλεξάνδρου». Κι η μητέρα της φούσκωνε από περηφάνεια. Ο γάμος τους ήταν πολυτελής. Σύντομα, η Avθή έμενε σε μια έπαυλη με τον Φίλιππο, λίγο πιο πέρα απ' τη μητέρα και την αδερφή της. O Αχιλλέας, σαν πληροφορήθηκε την είδηση του γάμου, απογοητεύτηκε πολύ, αλλά προσπάθησε να το κρύψει, δίνοντας ευχές για την ευτυχία τους.
Οι μήνες περνούσαν. Ο Φίλιππος εργαζόταν πολλές ώρες, ενώ συχνά παρευρίσκονταν, όταν τελείωνε, σε δείπνα με τους συναδέλφους. Κάθε πρωί της έδινε ένα φιλί κι έφευγε. Η Ανθή ένιωθε πως κάτι της λείπει. 
    Μα τι της έλειπε; Τα είχε όλα. Είχε πετυχημένο σύζυγο, ένα πολυτελές σπίτι, πολλά καινούργια, ακριβά ρούχα και κοσμήματα. Δεν ήταν πια ένα ορφανό κορίτσι, αλλά σύζυγος αξιοσέβαστου επιστήμονος. Καθόταν μόνη στο σπίτι, ώρες ατελείωτες δίχως τίποτε να 'χει να κάνει. Κοιτούσε τις πανάκριβες πορσελάνες, τους περίτεχνους καθρέφτες, τις «ασυκτιούσες» βιβλιοθήκες. Όλα εγκαταλειμμένα, μες στη σκόνη, χωρίς ζωή! Κανένας άνθρωπος γύρω της για να μιλήσει, να γελάσει, να διασκεδάσει. Πόσο θα 'θελε να ήταν εκεί η αδερφή της! Αναρωτιόταν τι αξία έχουν τα υλικά αγαθά, όταν απουσιάζουν η αγάπη και η συντροφικότητα. Ένιωθε μόνη. Ο Φίλιππος δεν της έδινε καμιά σημοσία κι όσο περνούσε ο καιρός, της μιλούσε όλο και λιγότερο, την αντιμετώπιζε σα μωρό κι ούτε μια φορά δεν την άφηνε να τον συνοδεύσει στις δεξιώσεις. Όλα  τα 'βλεπε να περνούν μπροστά της, σα σκιές. Ήταν παγιδευμένη -απ' τα είκοσί της χρόνια- σε μια ζωή με την οποία είχε συμβιβαστεί απλά.  
    Σα να μην έφταναν όλα αυτά, κάθε βράδυ έβλεπε κι εφιάλτη: τη Σοφία να τη φωνάζει να γυρίσει στο σπίτι και τον Αχιλλέα να της λέει πως δεν περίμενε να τον απογοητεύσει έτσι. Για πολλές μέρες, εμφανιζόταν στον ύπνο της ένα κόκκινο πουλί, στο χρώμα της φλόγας. Ήταν ένα πουλί διαφορετικό απ' τ' άλλα. Δεν κελαηδούσε, μόνο χτυπούσε δυνατά τα φτερά του. 
    Ένα βράδυ, όμως, της μίλησε σ' ανθρώπινη  γλώσσα. Η Ανθή άκουσε ολοκάθαρα να της λέει: «Ακολούθησε την καρδιά σου! Μόνο έτσι θα βρεις αληθινή ευτυχία. Η ζωή είναι πολύτιμη!». 
Η κοπέλα ταράχτηκε. Κοίταξε πανικόβλητη δίπλα της. Ο Φίλιππος είχε ήδη φύγει. Ξημέρωνε σιγά σιγά, μα δεν το 'χε καταλάβει. Πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και, φορώντας ακόμη το νυχτικό, έτρεξε στην αυλή, ενστικτωδώς. Τότε εμφανίστηκε ξαφνικά ολοζώντανο μπροστά της το κόκκινο πουλί που είχε δει στον ύπνο της. Αδυνατώντας να πιστέψει ό,τι έβλεπε και νομίζοντας πως συνεχίζει ν' ονειρεύεται, παραπάτησε προς τα πίσω. Το πουλί την κοίταξε κατάματα, της είπε ξανά: «Ακολούθησε την καρδιά σου! Μόνο έτσι θα βρεις αληθινή ευτυχία. Η ζωή είναι πολύτιμη!» και πέταξε μακριά. Τότε η Ανθή, χωρίς δεύτερη σκέψη -υπακούοντας στη συμβουλή του πτηνού-, σα να ξύπνησε από λήθαργο, έτρεξε μ' όλη  τη δύναμή της προς την κατεύθυνση που είχε φύγει. Ένιωθε πιο ελεύθερη από ποτέ! Είχε τρέξει μακριά από ό,τι τη δέσμευε και την κρατούσε εγκλωβισμένη. Ήταν πλέον έτοιμη να ζήσει τη ζωή της, όπως την είχε ονειρευτεί! (Πορτ.Μαρ.)

29 Μαΐ 2025

«Φτερουγίσματα σε σπίτι αδειανό...»

Το σιχαινόταν αυτό το μέρος. Το μισούσε τόσο που κάθε μέρα κοιτούσε έξω απ' το παράθυρό της. Ονειρευόταν τη μέρα που θα έφευγε από κει. Μέσα της γνώριζε πως η μέρα αυτή ίσως δεν ερχόταν ποτέ.
    Έτος 1889 κι η Ερμιόνη είχε μόλις κλείσει τα δεκαεπτά της. Είχε τέσσερις μικρότερες αδερφές και δυο αδερφούς, που μόλις είχαν φύγει απ' το σπίτι. Ο Νικόλας θα σπούδαζε Ιατρική στη Θεσσαλονίκη κι ο μικρότερος, ο Σπύρος, έγινε κτηνοτρόφος. Η Ερμιόνη ήταν είναι υπέροχο παιδί. Πρόθυμη να βοηθήσει τους πάντες, με μια χαρακτηριστική γλυκύτητα στο χαμόγελο που σπάνιζε στη μικρή επαρχιακή κοινωνία.      
    Ξημερώματα στο χωριό συνειδητοποίησε η Ερμιόνη πως μια μέρα πριν είχε κλείσει τα δεκαεπτά. Σηκώθηκε απότομα απ' το κρεβάτι και κοίταξε απ' την χαραμάδα του παραθύρου τον κόκκινο ήλιο της Αυγής. «Είμαι ένα βήμα πριν την ενηλικίωση τώρα!», σκέφτηκε μέσα της, «ανυπομονώ να δω πώς είναι να μην είσαι πλέον παιδί!»
    Άνοιξε απότομα η πόρτα του δωματίου της. «Αγάπη μου ξύπνησες...», είπε η μητέρα της όλο ενθουσιασμό. Ξάπλωσαν μαζί στο κρεβάτι και με τρυφερότητα χάιδεψε τα μαλλιά της κόρης της. 
Η Ερμιόνη παραξενεύτηκε, αφού η συμπεριφορά δεν ήταν συνηθισμένη για τη μητέρα. Ωστόσο, ήταν πρόθυμη να την απολαύσει... όσο την είχε. «Ξέρεις, αγάπη μου, πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά
για το μέλλον σου!»
- Τι εννοείς μητέρα;
  «Έχεις φτάσει σε μια ηλικία κι εμείς δε θα 'μαστε για πάντα εδώ να σε προσέχουμε! Ερμιόνη, έχεις φτάσει σε ηλικία γάμου. Πρέπει να βρεις έναν σύζυγο ν' αποκατασταθείς, επιτέλους!» 
    Τα μάτια της γούρλωσαν και το πρόσωπό της πάνιασε απ' την έκπληξη. Η όψη της χλώμιασε κι απότομα πετάχτηκε ολόρθη.
- Είμαι μόλις δεκαεπτά χρονών, ούρλιαξε σχεδόν. Δεν είμαι καν ενήλικη. Στο κάτω κάτω ο Σπύρος κι ο Νικόλας είναι πολύ μεγαλύτεροι από εμένα και ανύπαντροι. Γι' αυτούς τι λέτε;
- Αυτοί είναι άντρες! φώναξε η μητέρα. Μπορούν να δουλέψουν. Καθήκον τους είναι να βγάζουν χρήματα, για να συντηρούν την οικογένειά τους!  Ένα μικρό κορίτσι σαν εσένα δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητο. Χρειάζεσαι έναν σύζυγο, και άμεσα!
    Νεκρική σιγή έπεσε στο δωμάτιο. Η Ερμιόνη δε σκεφτόταν πια. Απλώς κοιτούσε το πάτωμα κι αναρωτιόταν. Γιατί ο κόσμος να είναι έτσι, γιατί πρέπει οι γυναίκες να εξαρτιούνται απ' τους συζύγους, γιατί οφείλουν ν' αφήνουν τα όνειρα και τις ελπίδες πίσω τους, γιατί τόση αδικία, γιατί... Γιατί όλα αυτά ως δεδομένα; Ένα μακρόσυρτο, αδιάκοπο «γιατί» ούρλιαζε μέσα της. Η ίδια ονειρευόταν να πάει στο εξωτερικό, να γίνει μια γνωστή συγγραφέας. Ο έρωτας με τα βιβλία ήταν το μόνο που της έδινε έναν λόγο να συνεχίσει να μάχεται σ' αυτόν τον άδικο κόσμο. Κι ας το έκανε πάντα στα κρυφά!
    Ο γάμος έγινε κανονικά. Δυο μήνες αργότερα.
Ο πατέρας της την πάντρεψε με τον γιο ενός συναδέλφου στα καράβια. Τον άντρα της τον είχε δει μόνο μια φορά πριν το γάμο. Η συγκατοίκηση ήταν αρκετά δύσκολη. Ο Πέτρος ήταν καλό και ήσυχο παιδί. Δε σήκωσε ποτέ τη φωνή ή το χέρι του στην Ερμιόνη. Παραταύτα, το να συμβιώνεις, να μοιράζεσαι την καθημερινότητά σου με κάποιον, μ' ένα άτομο που δε γνωρίζεις αποτελεί τεράστια δέσμευση, μια κατάσταση -από μόνη της- άκρως ψυχοφθόρα.
   Ένας χρόνος πέρασε από τότε που παντρεύτηκε κι η Ερμιόνη ένιωθε άρρωστη. Αισθανόταν μια απερίγραπτη μοναξιά, αφού ο Πέτρος έλειπε σχεδόν όλη μέρα στη δουλειά. Κι όταν ήταν σπίτι, έτρωγε, κοιμόταν και ξαναέφευγε. Δεν τον κατηγορούσε. Κατανοούσε και τη δική του θέση στο σπίτι. Τον ρόλο του και πόσο σημαντικός ήταν. Μα δεν αρκούσε, για να την παρηγορήσει.
    Μια μέρα, ενώ καθάριζε στο σπίτι, άκουσε απ' την αυλή έναν περίεργο ήχο, σαν να έπεσε κάτι. Όταν βγήκε έξω, για να δει τι έγινε, αντίκρισε μια πάπια να κάθεται στη μέση της αυλής. Παραξενεμένη η Ερμιόνη πήρε μια σκούπα, να τη διώξει, μα όταν πλησίασε αργά από πίσω, έγινε κάτι απρόσμενο: «Γιατί θες να με διώξεις; Δεν έχεις παρέα εδώ!» είπε η πάπια.
- Μα... μιλάς; 
- Και, βέβαια, μιλάω! Δεν έχεις ξανακούσει πάπια να μιλάει; είπε και σήκωσε επιδεικτικά τα φρύδια της.
- Όχι, ποτέ! Και δε θέλω να ξέρω, γιατί μιλάς. Σε παρακαλώ, άσε με ήσυχη!
- Η πολλή ησυχία σε κατέστρεψε! ψιθύρισε η πάπια. 
   Η Ερμιόνη βάδιζε προς το σπίτι, προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε μόλις συμβεί. Ο συλλογισμός της γρήγορα διακόπηκε, όταν είδε την πάπια  να κάθεται στην πολυθρόνα του σαλονιού, διαβάζοντας εφημερίδα.
   Οι μέρες περνούσαν κι η πάπια ερχόταν κάθε μέρα, να κάνουν παρέα. Πίνανε τσάι, διάβαζαν μυθιστορήματα κι έλυναν σταυρόλεξα. Η Ερμιόνη είχε σταματήσει ν' αναρωτιέται τι συνέβαινε, αφού επιτέλους είχε αυτό που τόσο ονειρευόταν, μια «κάποια» παρέα.
    Είχαν γίνει αχώριστες. Ανυπομονούσε κάθε βράδυ να έρθει το αύριο, ώστε να ξαναδεί τη φίλη της. Μια μέρα ο Πέτρος δεν μπορούσε να πάει στη δουλειά, λόγω γρίπης. Παρόλα αυτά η πάπια ήρθε, για μια ακόμη φορά. 
- Γεια! Επιτέλους, ήρθες. Άργησες λίγο σήμερα! Τελοσπάντων! Τι τσάι θέλεις; Του βουνού ή χαμομήλι, όπως συνήθως; 
- Καλή μου; είπε ο Πέτρος με γουρλωμένα μάτια. 
- Παρακαλώ... απάντησε αφηρημένα η Ερμιόνη.
- Δεν είναι κανείς εκεί! Με ποιον μιλάς; 
- Με κανέναν... δεν υπάρχει κανείς εδώ... με ποιον θέλεις να μιλάω;
  Σιγά σιγά, ο Πέτρος έπαψε να λείπει τόσο συχνά. Η πάπια αραίωσε τις επισκέψεις της. Η Ερμιόνη βαθμιαία εκτίμησε τη στήριξη του άνδρα της κι άρχισε να την αναζητά. Λίγο αργότερα, ένιωσε την αγάπη του κι έμαθε ν' ανταποκρίνεται σε αυτήν. Κάποια χρόνια αργότερα άρχισε και τη συγγραφή. Και αυτήν, με τη βοήθεια και τη στήριξη του Πέτρου. 
Τέλος παραμυθιού, καληνύχτα σας! (Εζ.Στεφ.)






26 Μαΐ 2025

«Γιατί ο έρωτας είναι μαγεία...»

Γιατί ο έρωτας είναι το ταξίδι των ερωτευμένων. Γιατί ο έρωτας είναι μύθος ανέκφραστος.
Γιατί ο έρωτας δεν κάνει διακρίσεις.
Γιατί ο έρωτας είναι μαγεία! Μια φορά κι έναν καιρό, σ' έναν κόσμο σκοτεινό, σα χαράξει το πρωί, μια ελπίδα θα φανεί! 
    Βρισκόμαστε σ' έναν κόσμο που η οικογένεια Γουίλιαμς κυριαρχεί κι όλες οι πριγκίπισσες κοντινών και μακρινών χωρών διεκδικούν τον πρωτότοκο γιο της οικογένειας, τον Μάικλ. Διεκδικούν εξουσία, δόξα και πλούτη, δίχως να νοιάζονται και πολύ για τον πρίγκιπα. Έξω απ' τη χώρα, σ' ένα μικρό, πυκνό δάσος, η φύση βρίσκεται στ' απόγειο του δημιουργικού της οίστρου. Ο καθαρός αέρας λικνίζει τα φύλλα των δέντρων και τα στροβιλίζει άτακτα, παράγοντας μαγευτικές μελωδίες. Σε συνδυασμό με το κελάηδισμα των πουλιών, συντροφεύουν τη ζωή της Ελίζαμπεθ, μιας νεαρής κοπέλας με ξανθά μαλλιά και γκριζωπά μάτια. Η Ελίζαμπεθ έχασε πρόσφατα τους γονείς της. Μόνη και θλιμμένη, μετακόμισε στο δάσος, να βρει τη γαλήνη, την ηρεμία, που μόνο η φύση προσφέρει στον άνθρωπο. Ωστόσο, αποσύρθηκε βεβιασμένα απ' το σπίτι των χαμένων Υπάρξεων και της σκληρής Απουσίας. Χωρίς να πάρει χρήματα, χωρίς ν' αποχαιρετήσει φίλους ή γνωστούς, χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά στην Ερημιά της. Εδώ, στο δάσος προσπαθεί να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της, για να επιβιώσει. Σε μια καθημερινή εξόρμηση για κυνήγι, η Ελίζαμπεθ πετυχαίνει δύο άνδρες περαστικούς. Δεν τους έχει συναντήσει ξανά. Δεν τους ξέρει κι ούτε θέλει να τους μάθει. Κρύβεται, λοιπόν, πίσω απ' τους θάμνους. Τους ακούει να συζητούν μπροστά στη λίμνη με τους κύκνους.
- Ο πατέρας θα χαρεί πολύ, αν γυρίσω απ' το κυνήγι μ' ένα τέτοιο πλάσμα για θήραμα. Θα είναι φοβερή προσθήκη στη συλλογή μας!
- Εμπρός, κύριε Μάικλ! Τι περιμένετε, λοιπόν; Στοχεύστε άμεσα στους κύκνους!
    Η Ελίζαμπεθ ακούει τι πρόκειται να συμβεί. Προσπαθεί να τους αποτρέψει. Συγχυσμένη τρέχει προς το μέρος τους και κραυγάζει:
- Όχι! Περιμένετε! Εσύ, μην το κάνεις! Έλεος!
Ο πρίγκιπας αιφνιδιάζεται, αφού είχε μόλις βγάλει το τόξο με το βέλος και στόχευε. Της απαντά, λοιπόν, αρκετά απότομα:
- Και γιατί, παρακαλώ; Ποια είσαι εσύ με τις πολλές απαιτήσεις;
- Οι κύκνοι της λίμνης είναι σημαντικά ζώα για το δάσος! Είναι προστάτες του! Δεν έχουν να σας προσφέρουν τίποτα, ούτε σάρκα, ούτε τα πούπουλά τους. Το υπόλοιπο δάσος, όμως, τους χρειάζεται, για να επιβιώσει.
- Εντάξει, λοιπόν! Θ' αφήσουμε τους κύκνους σου να ζήσουν...
Ευχαριστώ πολύ, απαντά η Ελίζαμπεθ, πριν προλάβει ο Μάικλ ν' ολοκληρώσει την πρότασή του.
-... Υπό έναν όρο! Δεν θέλω να μάθω το όνομά σου, την καταγωγή σου, τίποτα απολύτως. Σε δυο μήνες θα γίνει ένας χορός στο παλάτι. Θέλω να παρευρεθείς κι εσύ. Τότε θα μου δώσεις όλες τις απαντήσεις που χρειάζομαι.
- Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό, απαντά ξαφνιασμένη και ντροπιασμένη η Ελίζαμπεθ.
- Θέλεις να μείνει το δάσος απροστάτευτο;
- Όχι, βέβαια!
- Τότε να είσαι εκεί! Έχεις αρκετούς μήνες, να προετοιμαστείς.
- Εντάξει... θα έρθω, απαντά διστακτικά. Ο Μάικλ με τον συνοδό του, αποχωρούν με τ' άλογά τους. Στην ησυχία του δάσους επικρατεί μονάχα ο καλπασμός των αλόγων, ένας επιβλητικός βηματισμός. Η Ελίζαμπεθ αγχωμένη αρχίζει να μονολογεί:
- Δεν έχω τίποτα! Τα ρούχα μου είναι όλα σε άθλια κατάσταση. Δίχως χρήματα δεν μπορώ ν' αγοράσω καινούρια. Μαμά, μπαμπά, μακάρι να ήσασταν εδώ! Σίγουρα θα βρίσκατε μια λύση. Γιατί με αφήσατε; Γιατί δεν μπορώ να μοιάσω σ' εσάς, ούτε στο ελάχιστο; Κάνω ό,τι μπορώ, για να επιβιώσω, για να σας κάνω περήφανους εκεί ψηλά. Αγαπώ το δάσος! Μου προσφέρει ό,τι χρειάζομαι για την επιβίωση, αλλά νιώθω πολύ μόνη. Είμαι μόνη. Όταν φύγατε, τα παράτησα όλα. Μαζί μ' εσάς χάθηκε κι ο παλιός μου εαυτός. Ελπίζω να βρεθεί λύση, δε θ' αντέξω να χάσω και το δάσος μου!
    Έπειτα, η Ελίζαμπεθ ξαναγυρνά στο σπίτι και συνεχίζει τη ζωή της κανονικά: ύπνος, κυνήγι, φροντίδα στα ζώα και τον κήπο που  έφτιαξε, για να καλλιεργεί δικά της φρούτα και λαχανικά.
Ενάμιση μήνα αργότερα, καθώς πλησιάζει ο χορός, η Ελίζαμπεθ ετοιμάζεται να πέσει για ύπνο στο τέλος μιας κουραστικής μέρας. Ένας θόρυβος στο τζάμι του παραθύρου την καθυστερεί και  σηκώνεται προετοιμασμένη ν' αντιμετωπίσει κάποιο άγριο ζώο. Με αργό βηματισμό κι ένα μαχαίρι στο χέρι, πλησιάζει το παράθυρο, να δει από που έρχεται ο θόρυβος. Τότε μένει έκπληκτη. Στο παράθυρο δεν βρίσκεται κάποιο άγριο θηρίο, παρά μόνο ένα μικρόσωμο, κιτρινωπό πλάσμα, με ράμφος, φτερά και σωματότυπο όμοιο πουλιού. Είναι, όμως, χρυσοφορεμένο, με ρολόγια και κοσμήματα υψηλής αξίας.
-Μμ, πρώτη φορά βλέπω πτηνό με περιουσία, σχολιάζει ειρωνικά η Ελίζαμπεθ, ανοίγοντας το παράθυρο. Μακάρι να ήταν εδώ οι γονείς μου! Θα είχαμε πολλά να πούμε, προσθέτει γελώντας κι αναπολώντας τις στιγμές τους.
    Τότε γυρίζει το πουλί ανάποδα τους δείκτες του ρολογιού και πραγματοποιείται η ευχή της. Ο χρόνος προχωρά αντίστροφα, ώσπου βρίσκεται ξανά με τους γονείς της. Είναι η τελευταία μέρα πριν φύγουν για το μοιραίο ταξίδι που τους στοίχισε τη ζωή. Τους αντικρίζει και τα μάτια της πλημμυρίζουν δάκρυα. Τρέχει κατευθείαν, να τους αγκαλιάσει κι ο πατέρας αναρωτιέται: 
- Τι έγινε κορίτσι μου; Τι έπαθες;
- Μη φύγετε, μη μ' αφήσετε μόνη!
- Δε γίνεται αυτό, πρέπει να σου βρούμε δώρο για τα γενέθλια σου! Κοντεύουν...
- Θέλω, μόνο εσάς... Σας χρειάζομαι εδώ.
 - Τίποτα δε θέλω! Μόνο εσάς. Σας χρειάζομαι εδώ, μαζί μου.
- Και τι θα γίνει με το δώρο σου;
- Δεν το θέλω! Δίπλα μου χρειάζομαι μόνο εσένα και τη μαμά. Είστε το πιο σημαντικό δώρο!
- Εντάξει, αγάπη μου, είπε ανοίγοντας τα χέρια, για να την αγκαλιάσει.
Μόλις η Ελίζαμπεθ τρυπώνει στην αγκαλιά του ο χρόνος επιστρέφει στην κανονική του ροή. Μόνο που οι γονείς της βρίσκονται  εν ζωή και δε ζει πλέον στο δάσος αλλά στην πόλη.
- Μαμά! Ξέρεις, χρειάζομαι ένα φόρεμα...
- Εντάξει κορίτσι μου, τι χρώμα;
- Μμμ, σκέφτομαι κόκκινο... τι λες εσύ;
- Tο κόκκινο είναι όμορφο, αλλά το μπλέ θα σου ταιριάζει απόλυτα! Ποια είναι η περίσταση;
- Θα πάω στον χορό του παλατιού!
- Μα πώς; Είναι μόνο για πριγκίπισσες ή καλεσμένες του πρίγκιπα! είπε με περιέργεια στο βλέμμα της η μητέρα.
- Εγώ δεν είμαι πριγκίπισσα, όμως...
- Σε προσκάλεσε ο πρίγκιπας; Πώς; είπε έκπληκτη η μητέρα της. 
- Ναι! Μεγάλη ιστορία! Θα σου εξηγήσω κάποια στιγμή... Δύο μέρες μέρες αργότερα η μητέρα παραδίνει το φόρεμα στην Ελίζαμπεθ κι αυτή ενθουσιάζεται.
- Μαμά, είναι υπέροχο! Σ' ευχαριστώ!
- Σου είπα πως το μπλε είναι η καλύτερη επιλογή! Ένα σκούρο μπλε φόρεμα, με χρυσόσκονη ευσωματωμένη στο ύφασμα, ώστε να λαμπυρίζει σε κάθε της κίνηση. Το επάνω μέρος δομημένο σαν κορσές, τα μανίκια ρηχτά στους ώμους, η φούστα πλούσια, με πολλές στρώσεις υφάσματος κι εσωτερική επένδυση από τούλι. Για παπούτσια, θα φορέσει μια κλασική, γόβα στιλέτο, με λουράκι που δένει στον αστράγαλο, και ψηλόλιγνο τακούνι.
    Επιτέλους έφτασε η μεγάλη μέρα! Μα η άφιξη των καλεσμένων στο παλάτι αφήνει αδιάφορο τον πρίγκιπα. Η αναγγελία τους τον εκνευρίζει, καθώς η έννοια του περιορίζεται στην αναζήτηση της κοπέλας που συνάντησε στο δάσος. Οι άλλες δεσποινίδες του φαίνονται αδιάφορες. Η ώρα περνά. Η Ελίζαμπεθ δεν έχει εμφανιστεί ακόμα. Ο πρίγκιπας οφείλει να επιλέξει τη μελλοντική σύζυγο. Σύντομα. Οι υποψήφιες προσεγγίζουν, αλλά τις απορρίπτει ευγενικά. Αντιστέκεται στην πίεση της μητέρας που τον παροτρύνει να παντρευτεί την πλουσιότερη κι ομορφότερη. Το ταχύτερο δυνατόν! Ο Μάικλ ψάχνει την κατάλληλη!  Και ξέρει πως κατάλληλη γι' αυτόν είναι μόνο η Ελίζαμπεθ. Έστω κι αν δε γνωρίζει τίποτα για εκείνη. Ερωτεύτηκε τα μάτια και το θάρρος της! Τη στιγμή που η μητέρα σχεδόν εκβιαστικά επιμένει, ξεπροβάλλει η Ελίζαμπεθ. Κατεβαίνει τα σκαλιά, τραβώντας πάνω της όλα τα βλέμματα. Αντικρίζοντάς την ο Μάικλ, θαμπώνεται απ' την ομορφιά της και βαδίζει, σχεδόν τρέχοντας, να της μιλήσει:
- Ήρθες!
- Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς ...δε μου άφησες κι άλλη επιλογή, λέει γελώντας ελαφρά.
- Το όνομα σου; 
- Ελίζαμπεθ! Εσύ υποθέτω πως είσαι ο Μάικλ, σωστά; 
Σωστά, υποθέτεις! σχολιάζει, γελώντας. Η μουσική δυναμώνει κι ο Μάικλ οφείλει να χορέψει με μια κοπέλα.
- Ελίζαμπεθ, θα μου χαρίσεις αυτόν τον χορό;
- Φυσικά! Θα ήταν τιμή μου!
Καθώς χορεύουν και συζητούν η Ελίζαμπεθ τον ερωτεύεται σιγά σιγά. Της αρέσει το χιούμορ, οι τρόποι του, το πείσμα, το στιλ που κινείται και συμπεριφέρεται. Την κάνει να γελά, να χαίρεται, αισθάνεσαι ευτυχισμένη... μάλλον!
   Η βραδιά φτάνει στο τέλος της κι ο Μάικλ είναι
σίγουρος για την επιλογή του. Στις συζητήσεις τους, της άνοιξε την καρδιά του, της μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, της εξέφρασε τα συναισθήματα του. Και ήρθε η στιγμή να της ανακοινώσει την επιλογή του, φανερώνοντας την και στον υπόλοιπο κόσμο.
- Ελίζαμπεθ, όταν σε είδα στο δάσος, κατάλαβα πως είσαι η κατάλληλη, ακόμη κι αν δεν ήξερα ούτε το όνομα σου! Τώρα, όμως, το έμαθα. Δεν ξέρω πως να στο εξηγήσω, είσαι διαφορετική απ' τις υπόλοιπες κοπέλες. Είσαι αυτή που θέλω
να συνεχίσω τη ζωή μου μαζί της. 
- Μάικλ,  τι εννοείς; ψέλλισε συγκινημένη ελαφρώς και σαφώς ενθουσιασμένη.
- Ελίζαμπεθ, θα με παντρευτείς; 
- Ναι, μα σίγουρα ναι! φώναξε με απόλυτη σιγουριά. Στη συνέχεια, ο πρίγκιπας ανακοίνωσε στην οικογένεια την απόφαση του, καθώς και στον υπόλοιπο κόσμο. Αρχικά οι γονείς του έμοιαζαν δυσαρεστημένοι. Αλλά η ευτυχία του γιού τους ήταν σημαντικότερη απ' την κοινωνική τάξη της Ελίζαμπεθ. Σιγά σιγά την γνώρισαν και κατάλαβαν τον λόγο που εκείνος την επέλεξε. Ήταν όμορφη, γλυκιά, ευγενική και πανέξυπνη κοπέλα! Ο έρωτας είναι απρόσμενος! Όταν έρχεται, η λογική φεύγει κι οι ερωτευμένοι ξεφεύγουν... (Πετρ.Όλγ.)

25 Μαΐ 2025

«Το τρένο της ζωής...»

 
Μια φορά κι έναν καιρό, στα ακρότατα μιας αχανούς χώρας, ανάμεσα σε χωριά που μύριζαν στάρι, ανθρώπινο ιδρώτα και σκόνη, υπήρχε ένας σταθμός. Ονομαζόταν «Άκρη της Γραμμής», γιατί ήταν ο τελευταίος, πριν το τρένο χαθεί στον ορίζοντα. Εκεί ζούσε ο Ανέστης, ένας νεαρός με μάτια που 'μοιαζαν με νυχτερινό ουρανό, γεμάτα προσμονή. Μεγάλωσε με τη γιαγιά του, σ' ένα παλιό σπίτι με ξεθωριασμένες φωτογραφίες και ρολόγια που είχαν σταματήσει προ πολλού. Ο Ανέστης είχε ένα όνειρο: να φύγει απ' το χωριό και να γίνει συγγραφέας. Κάθε μέρα περνούσε ώρες ατέλειωτες στον σταθμό, καταγράφοντας ιστορίες περαστικών κι επιβατών. Γι’ αυτόν, κάθε εισιτήριο έκρυβε μια περιπέτεια, κάθε αποβίβαση μια απώλεια και κάθε άφιξη μια ελπίδα. Εκεί, λοιπόν, γνώρισε την Άννα, μια νεαρή μουσικό απ' τα βόρεια της χώρας, που έπαιζε βιολί στους σταθμούς, για να μαζέψει χρήματα. Είχε μαλλιά όμοια με φθινοπωρινό στάχυ και μάτια γκρι που διαπερνούσαν την καρδιά των ανθρώπων, με τη μία. Όταν την πρωτάκουσε να παίζει, σταμάτησε για λίγο τη γραφή του. Την κοίταξε, όπως κανείς δεν την είχε κοιτάξει ξανά. Έπαιζε ένα παλιό κομμάτι και τα δάχτυλά της έτρεμαν, είτε από συγκίνηση είτε απ' το κρύο. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Ο Ανέστης κι η Άννα γρήγορα έγιναν φίλοι. Καθημερινά, μόλις τελείωνε την παράσταση της, πήγαιναν και κάθονταν στο παγκάκι του τελευταίου βαγονιού. Εκεί μιλούσαν για τον κόσμο, για τα βιβλία που ο Ανέστης ήθελε να γράψει και για τις συναυλίες που η Άννα ονειρευόταν να δώσει. Είχε κι ένα εισιτήριο η Άννα. Ένα εισιτήριο μ' ανοιχτή ημερομηνία. Της το είχε χαρίσει ένας άλλος μουσικός, ξένος στην περιοχή, που πίστεψε στο ταλέντο της. Μ' αυτό θα μπορούσε να ταξιδέψει ως την πρωτεύουσα, να σπουδάσει μουσική, να γίνει κάποια. Το κρατούσε στο παλτό της, δίπλα στο βιολί της, σαν ιερό μυστικό. Ο καιρός περνούσε. Ο Ανέστης είχε γράψει ήδη τις πρώτες του ιστορίες, με ήρωες ταξιδιώτες και γυναίκες που παίζαν βιολί. Αλλά, δεν τολμούσε να τις στείλει κάπου. Φοβόταν την απόρριψη, την άρνηση, τη σιωπή του κόσμου. Όπως κι η Άννα φοβόταν να φύγει, φοβόταν ν' αφήσει την ασφάλεια του παλιού σταθμού και του φίλου της, του Ανέστη. 
    Μια μέρα, όμως, κάτι που έγινε, άλλαξε τα πάντα. Εκείνο το πρωί, ένα απίστευτα γεμάτο τρένο σταμάτησε στον σταθμό. Εκατοντάδες άνθρωποι κατέβαιναν κι άλλοι ανέβαιναν βιαστικά, με βαλίτσες, με μωρά στην αγκαλιά, με σακίδια στον ώμο. Έμοιαζε με μαζική φυγή!  Είχαν κλείσει τα εργοστάσια παραγωγής στην περιοχή κι όλοι θ' αναζητούσαν νέες δουλειές, σ' άλλες πόλεις. Ο σταθμός γέμισε φωνές, ιδρώτα, δάκρυα. Κάποιοι προσπαθούσαν να επιβιβαστούν ακόμη  και στις οροφές των βαγονιών. Ο Ανέστης έβλεπε το χάος κι ένιωσε για πρώτη φορά πολύ μικρός, απίστευτα τιποτένιος. Και τότε σκέφτηκε: «Αν όλοι αυτοί μπορούν και τολμούν, γιατί όχι κι εγώ;» Τη μέρα εκείνη, της έδειξε για πρώτη φορά τα χειρόγραφά του. Αυτή, τον κοίταξε και του δήλωσε επιτακτικά: 
- Είναι καιρός να στείλεις τις ιστορίες σου! Αλλιώς, θα ξεθωριάσουν σαν τις φωτογραφίες στο σπίτι σου. Την ίδια νύχτα, αποφάσισαν να κάνουν το επόμενο βήμα. Και οι δύο. Ο Ανέστης έβαλε τα κείμενά του σ' έναν φάκελο και τα ταχυδρόμησε σε μεγάλο εκδοτικό οίκο στην πρωτεύουσα. Η Άννα αποφάσισε να κάνει  χρήση του εισιτηρίου. Έγραψαν δυο γράμματα ο ένας  για τον άλλο και τα κλείσαν σε φακέλους, να τους ανοίξουν αργότερα. Υποσχέθηκαν να τους διαβάσουν μόνο, όταν νιώσουν πραγματικά έτοιμοι. Την επομένη, ο Ανέστης τη συνόδευσε μέχρι το τρένο. Δεν μίλησαν πολύ. Μόνο κοιτάχτηκαν, σαν να ήθελαν να αποτυπώσουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου στη μνήμη του για πάντα. Ο ήχος του τρένου ήταν δυνατότερος από κάθε φορά. Στην άκρη της αποβάθρας, ένα δέμα ξεχασμένο. Ίσως σύμβολο όσων αφήνουμε πίσω, όταν προχωράμε. Μήνες μετά, ένα γράμμα έφτασε στον Ανέστη. Ήταν απ' τον εκδοτικό οίκο. Του ζητούσαν να επισκεφτεί την πρωτεύουσα. Τα κείμενα τους είχαν προκαλέσει συγκίνηση, οπότε του προσέφεραν αποκλειστικό συμβόλαιο. Ο Ανέστης συγκρατήθηκε να μη βάλει τα κλάματα. Πήγε στο παλιό παγκάκι κι άνοιξε τον φάκελο της Άννας. Το γράμμα έλεγε: «Αν διαβάζεις αυτό το γράμμα, τότε πέτυχες. Είσαι εκεί που πάντα άξιζες να είσαι. Κι εγώ θα σε περιμένω, όχι στον σταθμό, αλλά σε μια συναυλία. Μια μέρα, θα είμαι στο βιολί κι εσύ στις λέξεις. Τότε θα φτιάξουμε τη δική μας ιστορία!» Ένα χρόνο μετά, σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο, ο Ανέστης παρουσίασε το πρώτο του βιβλίο. Στο τέλος, ανέβηκε στη σκηνή μια κοπέλα με βιολί. Τον κοίταξε, χαμογέλασε κι άρχισε να παίζει. Η ιστορία τους δεν ήταν εύκολη. Είχε σιωπές, αποχαιρετισμούς, φόβους... μοναξιά! Και οι δύο, όμως, είχαν κάνει το πιο δύσκολο βήμα: είχαν φύγει από την άνεση της ασφάλειας τους, για να κυνηγήσουν τ' όνειρο! Το τρένο της ζωής δεν περίμενε κανέναν κι εκείνοι αποφάσισαν να ανέβουν, έστω και την ύστατη στιγμή. Και έζησαν, όχι απαραιτήτως ευτυχισμένοι για πάντα, αλλά σίγουρα αληθινά. Με ό,τι ο καθένας αγαπούσε περισσότερο... (Χατζ.Ζιν.)

21 Μαΐ 2025

«Αντίσταση κι ασφάλεια...»

«Φύγε όσο πιο μακριά μπορείς!», ούρλιαξε απελπισμένα μια μητέρα στο παιδί της. «Τρέξε να σωθείς, θα σου προσφέρουν μια καλύτερη ζωή... στην άλλη στάση.» Έκλεισε η πόρτα, ενώ το παιδί της μητέρας που φώναζε, στριμώχτηκε δίπλα μου. Μπορούσα να διακρίνω τη μητέρα πίσω απ' τη τζαμαρία της πόρτας να βάζει τα κλάματα. Ευτυχώς, το παιδί δεν την είδε, ήταν μ' όσους μπαίνανε στα τρένα χαμογελαστοί.
    Σήμερα δε ξύπνησα στο σπίτι μου, μα σ' ένα χαλάκι μπροστά στην πόρτα ενός ξένου κτιρίου. Μια γυναίκα έτρεχε με το μωρό στην αγκαλιά. Τα πόδια της έτρεμαν, φαινόταν η αδυναμία της... Σήμερα είναι πρώτη του Γενάρη. Πέρυσι τέτοια περίοδο με τηλεμετέφεραν -για έναν μήνα- στα πρώτα χρόνια του πελοποννησιακού Πολέμου. Προσπαθούσα για ώρα να καταλάβω πού ήμουν και μόλις που κατάφερα να επιβιώσω απ' τον λοιμό που χτύπησε την Αθήνα. 
   Ένας βομβαρδισμός της στιγμής επιβεβαιώνει τη θεωρία πως βρίσκομαι στη δεκαετία του 1940. Συγκεκριμένα σ' ένα τρένο, μαζί με άλλους τριακόσους, πιθανότατα Εβραίους ή τσιγγάνους. Δεν ξέρω καλή ιστορία. Αυτή που θυμάμαι απ' το σχολείο λέει πως στην εποχή εκείνη ανάγκαζαν τους Εβραίους να μπουν στα τρένα, με την πρόφαση πως θα ταξιδέψουν σ' ένα καλύτερο «μέλλον». Στην πραγματικότητα τους μετέφεραν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πολωνίας. Γύρω γύρω, δε γνωρίζουν πως τους περιμένει ένα τέλος θανάτου, με τον ταπεινωτικότερο τρόπο. Θα μπορούσε αυτή που κάθεται αριστερά μου να αιμορραγεί, ενώ της κάνουνε επέμβαση, για να της βγάλουν άγανα απ' το πόδι. Θα μπορούσε το παιδί στα δεξιά μου να εξαντλείται απ' τη καταναγκαστική εργασία, αφού η μοίρα του έλαχε να σκάβει ή να κάνει ολημερίς βαριές δουλειές. Οι επιβάτες του τρένου -στο ίδιο με μένα βαγόνι- την επομένη αναγνωρίζονται μ' έναν αριθμό κι όχι με τ' όνομα πια. Πού να φαντάζονται πως το μαρτύριο μόλις αρχίζει, πώς τα βασανιστήρια, ο ημερήσιος εξευτελισμός δε θα έχουν τελειωμό, μέχρι ένας οδυνηρός θάνατος να είναι ο επόμενος τους σταθμός.
Εγώ, όπως ανέφερα, τηλεμεταφέρθηκα σ' αυτήν την περίοδο, αλλά θα γυρίσω στο σπίτι τον άλλον μήνα. Με λένε Λαζαρία και σπουδάζω Ψυχολογία στα Γιάννενα. Ωστόσο, κάθε πρώτη μέρα του χρόνου τηλεμεταφέρομαι σε μια διαφορετική, ιστορική περίοδο. Δεν ξέρω αν οι πράξεις μου φέρνουν ποτέ μιαν αλλαγή. Δεν ξέρω αν, προειδοποιώντας τους επιβάτες για το τι ακολουθεί, θα αλλάξει κάτι απ' όσα έχουν ήδη καταγραφεί στην Ιστορία. 
    Θα μπορούσε η μοίρα να μ' έχει στείλει σε μια καινούργια, χρονική περίοδο, μόνο για να δω πώς ζούσαν οι άνθρωποι τότε κι όχι για ν' αλλάξω κάτι. Παράλληλα είχα την ελπίδα ότι θα μπορούσα να βοηθήσω τους επιβάτες, δίπλα και μπροστά μου. Προσπέρασα τα μπροστά βαγόνια κι έφτασα στον οδηγό. Σα να 'μουνα μικρός Θεός, τον έσπρωξα και τράβηξα το χειρόφρενο. Του έκλεισα το στόμα με το χέρι, τον έσυρα μέχρι το μεγάφωνο του πρώτου βαγονιού κι απέκτησα έτσι την προσοχή όλων των επιβατών. Φαίνονταν κατατρομαγμένοι μα έπρεπε οπωσδήποτε να τους μιλήσω. Ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου!
   «Γεια σας, ονομάζομαι Λαζαρία. Συγγνώμη, αν σας τρόμαξα, αλλά προτιμώ να προβληματιστείτε για την κατάσταση. Κάποιοι πιστεύετε πως όλα θα πάνε καλά, πως θα βρεθείτε με ανθρώπους που αγαπάτε. Αυτά μας λένε να περιμένουμε... όμως, γίνεται κάτι τέτοιο με καταναγκασμούς, με βομβαρδισμούς, με τις φωνές και τ' ουρλιαχτά που ακούγονται παντού; Είναι αυτές ενδείξεις πως θα 'χουμε αίσιο τέλος; Γιατί είμαστε σ' ένα τέτοιο μέρος; Πώς ξέρουν οι Γερμανοί πως οι δικοί μας είναι σώοι κι αβλαβείς; Πώς ξέρουν ότι βρίσκονται στο ίδιο μέρος, ώστε να μας στείλουν εκεί; Έχετε αναρωτηθεί τι μας θέλουν τόσους πολλούς; Τι μας χρειάζονται; Θέλουν, αλήθεια, το καλό μας; Πότε θα είμαστε ελεύθεροι; Τους εμπιστεύεστε; Ξέρω... αυτήν τη στιγμή, εμπιστεύεστε τους Γερμανούς περισσότερο από μένα. Ωστόσο, εγώ θέλω να σας στείλω κάπου, με σίγουρη ασφάλεια. Σύντομα, δε θα 'μαι πια εδώ, μολονότι θέλω να μείνετε όλοι μαζί, ενωμένοι.»
Μ' αυτά τα λόγια, ξεσήκωσα τον κόσμο να εγκαταλείψει μαζικά το τρένο, να κατευθυνθεί στον κοντινότερο σιδηροδρομικό σταθμό επιστροφής στην Ελλάδα. Χάρηκα που μερικοί ακολούθησαν αδιαμαρτύρητα τα βήματά μου. Στη συνέχεια επανέλαβα τα ίδια μέχρι τον τελευταίο επιβάτη. Το τρένο είχε αδειάσει μέσα σε πέντε λεπτά. Εκείνη τη στιγμή προέκυψαν αντιδράσεις. Με αμφισβήτησαν κάποιοι, θέλοντας να ξαναμπούν στο τρένο κι άλλοι δεν είχαν όρεξη να περπατήσουν. Τους εξήγησα ότι σε λίγες μέρες θα έφταναν στα σπίτια τους, μ' ασφάλεια. Παράλληλα, δήλωσα ότι θα φρόντιζα να επιστρέψουν οι δικοί τους μέχρι του επόμενο μήνα. 
Επί τριάντα μέρες πηγαινοερχόμουν συνεχώς, από την Ελλάδα στην Πολωνία και τ' ανάποδο, φέρνοντας όσους περισσότερους Εβραίους μπορούσα πίσω στη χώρα τους. Με οποιαδήποτε δρομολόγια βρήκα και δε βρήκα, έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Να βάλω ένα λιθαράκι κι εγώ στην αλλαγή των ιστορικών δεδομένων.
Τώρα αν πέτυχα κάτι, θα φανεί πολύ σύντομα...
(Αμαν.Ανασ.)

16 Μαΐ 2025

«Η πράσινη πεταλούδα...»

 
Εφτά η ώρα το πρωί. Το ξυπνητήριχτυπά.  Ξυπνώ δύσθυμα και σηκώνομαι μ' ένα περίεργο συναίσθημα, επηρεασμένος απ' τον εφιάλτη που 'βλεπα όλο το βράδυ. Δεν είναι φόβος. Νιώθω πως κάτι περίεργο θα συμβεί. Στη δουλειά σήμερα, η μέρα κύλησε έντονα. Βοήθησε, αρκούντως, να ξεχάσω το περίεργο, πρωϊνό αίσθημα. Πριν σχολάσω το μεσημέρι, ωστόσο, δέχτηκα ένα περίεργο τηλεφώνημα. Η άγνωστη φωνή συστήθηκε ως συμβολαιογράφος. Ζήτησε να τον επισκεφτώ στο γραφείο του άμεσα -μετά τη δουλειά- για σοβαρό, προσωπικό μου ζήτημα.
    Οδεύοντας προς τα κει, είχα έντονα το πρωϊνό συναίσθημα. «Τι να θέλει ο συμβολαιογράφος από εμένα; αναρωτήθηκα. Τελοσπάντων, πάω και βλέπουμε...» Καθισμένος στο σαλόνι -κρατώντας πια έναν φάκελο στα χέρια- προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τι έγινε. Πώς ακριβώς μέσα σ' ένα απόγευμα έγινα κάτοχος ενός γραφείου στο κέντρο της πόλης; Επιχειρώντας να θυμηθώ τον θείο Τζορτζ, κλείνω τα μάτια κι αναπολώ τις λίγες στιγμές που, σα παιδί, πέρασα μαζί του. Ποτέ δεν κατάλαβα, γιατί μας έλεγε: «Μη ξεχνάτε! Ν' ακολουθείτε πάντα τις πεταλούδες!» Αύριο σίγουρα, επιβάλλεται να δω τον χώρο του γραφείου. Στον τελευταίο όροφο, μιας από τις κεντρικότερες πολυκατοικίες της πόλης, το νέο μου «απόκτημα». Πρόκειται για έναν μικρό,  αρκετά ζεστό χώρο, ομολογουμένως. Ακόμα κι η θέα είναι εκπληκτική. Μπορείς όλην την πόλη ν' αγναντεύεις  από κει ψηλά. Γύρω γύρω, στους τοίχους υπάρχει βιβλιοθήκη, με πολλά βιβλία: «Λες να κατάφερε κάποιος να τα διαβάσει όλα αυτά;», σκέφτηκα. Στη μέση του δωματίου, ένα κομψό γραφείο, γεμάτο χαρτιά, φακέλους κι άλλα...«περίεργα» πράγματα. «Ποιο ήταν, άραγε, το αληθινό επάγγελμα του ιδιόρρυθμου θείου;». Δε θυμάμαι οικογενειακά, κανείς -ούτε κι ο ίδιος- ν' ανέφερε ποτέ κάτι σχετικό. Κάθομαι στην πολυθρόνα του γραφείου, αναζητώντας πληροφορίες που μπορεί να βοηθήσουν. Θέλω τόσο να γνωρίσω τον άγνωστο αυτόν συγγενή! Ανοίγοντας ένα ένα τα συρτάρια του, συνειδητοποιώ πως κάποιο διαθέτει κρυφό, εσωτερικό χώρο. Μετά, το βλέμμα μου πέφτει σ' ένα παλιό -φθαρμένο απ' τον χρόνο- δερμάτινο ημερολόγιο. Με γρήγορες κινήσεις, το παίρνω και το ξεφυλλίζω. Το μάτι σταματά σε μια σελίδα. Αρχίζω να διαβάζω όσα έχει γράψει ο θείος Τζορτζ. 
«Υπόθεση 246: "Πράσινη πεταλούδα", Λονδίνο, 9/02/1937. Υπάρχουν μέρες δύσκολες... ενώ ξέρεις πώς θα ξεκινήσουν δεν μπορείς να
προβλέψεις και πώς θα τελειώσουν… 
Σήμερα, ημέρα Τρίτη, επέστρεψα στο γραφείο, έπειτα από  σχεδόν ένα μήνα απουσίας. Ακόμη δεν μπορώ να το χωνέψω... πώς έφυγε από κοντά μου; Πώς χάθηκε τόσο άδικα ο έρωτας μου... πού πήγε η Μαιρούλα μου;  Το αυτοκίνητο που της στέρησε τη ζωή πριν τρία χρόνια, σκότωσε κι εμένα μαζί.»   
    Η Ντόροθι, η γραμματέας μου, φέρνοντας τον πρωινό καφέ, μ' ενημέρωσε πως μια νεαρή πελάτισσα επέμενε να κλείσει ραντεβού μαζί μου, για τ' απόγευμα. Ρωτώντας πως της φάνηκε, η Ντόροθι σχολίασε πως ήταν ταραγμένη αρκετά και φοβισμένη. Γι' αυτό ήθελε τόσο άμεσα και τη βοήθειά μου. Καθώς πλησίαζε η ώρα, μια πανέμορφη, λεπτή φιγούρα εμφανίστηκε στην πόρτα του γραφείου. 
-Καλησπέρα, ντεντέκτιβ Τζ. Γουάιτ! Καθήστε, σας παρακαλώ!
-Σάρα Φέργκιουσον, καλησπέρα!
Έπειτα από τις σχετικές φιλοφρονήσεις, η νεαρή Σάρα ανέλυσε τον λόγο της επίσκεψής της. Από
τότε που κληρονόμησε ένα παλιό μενταγιόν της γιαγιάς της, που πέθανε πρόσφατα, συμβαίνουν διάφορα ανεξήγητα στον ύπνο της. Τη μια βρίσκεται σ' ένα λιβάδι, την άλλη ολομόναχη σ' ερημική παραλία, την τρίτη φοβισμένη σε
εγκαταλελειμμένο σπίτι. Στο τέλος, πάντα -λίγο πριν ξυπνήσει- ένας μελαγχολικός νέος κάνει την εμφάνισή του, απ' το πουθενά. Αισθάνεται ότι της είναι οικείος, αλλά δεν τον γνωρίζει. Κι αυτό που την τρομάζει είναι τα λόγια του: «η μοναξιά μπορεί να γίνει η δύναμη ή η αδυναμία του καθενός, οπότε μάθε πως κάθε πέτρα του
μενταγιόν κρύβει μια ανάμνηση!»

Ακούγοντας προσεκτικά την ιστορία της, ζήτησα να μου δείξει το μενταγιόν. Ήταν ένα κόσμημα σχήματος πεταλούδας, γεμάτο πράσινους, πολύτιμους λίθους. Πράγματι, είχε κάτι μαγικό. Κρατώντας το στα χέρια, κάποια στιγμή ένιωσα 
να με τραβάει κάτι. Σε δευτερόλεπτα βρέθηκα μόνος σ' ένα άγνωστο μέρος, παρατηρώντας μια σκιά να πλησιάζει προς το μέρος μου. Όταν κατάφερα να ξεχωρίσω το πρόσωπο απέναντι μου, ένιωσα μια περίεργη ηρεμία. «Ποια
ήταν η κοπέλα; είμαι σίγουρος ότι την έχω ξαναδεί, αλλά πού και πότε;»
  «25/02/1937-Λονδίνο...»
Τελικά δέχτηκα να βοηθήσω τη Σάρα, ζητώντας  να βρω περισσότερο λύση και στα δικά μου ερωτήματα. Για μέρες τριγυρνούσε στο μυαλό μου η μορφή της γνωστής-άγνωστης γυναίκας. Πιθανότατα ανύπαρκτης. Η επόμενη συνάντηση με τη Σάρα αρκούντως εποικοδομητική. Έχουμε  ανακαλύψει ήδη ποιο ήταν το πρόσωπο που έβλεπε στον ύπνο της κάθε φορά που άγγιζε το μενταγιόν: ο πρώτος έρωτας της γιαγιάς της, με βάση παλιά γράμματα και φωτογραφίες που βρήκε σ' ένα ξεχασμένο μπαούλο. Αυτός έδωσε το μενταγιόν στη γιαγιά. Δώρο αρραβώνα, πριν φύγει για επαγγελματικό ταξίδι, απ' όπου δεν επέστρεψε ποτέ. Σύμφωνα με τα γράμματα, η γιαγιά για χρόνια έψαχνε τα χαμένα ίχνη του. Χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η έρευνά μου συνεχίστηκε, αφού η νεαρή πελάτης, αν και ηρεμότερη, ήθελε περισσότερες πληροφορίες για τον άντρα. Πιστεύοντας πως υπάρχει κάποιος
λόγος που ο άντρας την επισκέπτεται στα όνειρά της, βρήκαμε στοιχεία του, που μας οδήγησαν στην οικογένειά του. «Κι εγώ; Θα μπορέσω να βρω την κοπέλα των δικών μου ονείρων;» αναρωτήθηκα κάποια στιγμή κι ένα πικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου.
«12/03/1937-Νότιγχαμ»
Κατόπιν τυπικής επικοινωνίας με τους σχετιζόμενους ανθρώπους, ταξιδέψαμε με τη Σάρα στο  Νότιγχαμ. Βρεθήκαμε έξω από μια μεγάλη έπαυλη. Η οικονόμος του σπιτιού μας οδήγησε στο σαλόνι όπου θα μας δεχόταν ο οικοδεσπότης. Μας κέρασε καφέ. Περιεργαζόμενοι τον χώρο, η Σάρα επικεντρώθηκε σ' έναν οικογενειακό πίνακα. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο νεότερο μέλος της οικογένειας. Ήταν σίγουρη ότι κάπου τον είχε ξαναδεί. Λίγο αργότερα, μπήκε στον χώρο ένας  κομψός νέος, μελαχρινός. Πολύ όμορφος! Προσέχοντας τον καλύτερα, συνειδητοποίησα γρήγορα πως ήταν απ' τα άτομα που απεικονίζονταν στον πίνακα. «Μα, βέβαια! Υπάρχει ξεκάθαρη ομοιότητα...» σκέφτηκα. Τελικά, ο κομψός άντρας γοήτευσε την Σάρα.
-Γεια σας, Νικ Χέιλ, συστήθηκε κι έκατσε μαζί μας στο σαλόνι.
Η Σάρα -κοιτάζοντας εξονυχιστικά τον Νικ- αισθανόταν την ίδια, παράξενη οικειότητα με το άτομο του ονείρου της. Τότε, με τρεμάμενη φωνή, είπε «Είσαι ο άντρας των ονείρων μου!» και κοκκίνησε ολόκληρη. Ο Νικ, στην αρχή, έμεινε άναυδος. Σύντομα οι εξηγήσεις της έλυσαν το μυστήριο. Εντέλει, ο άγνωστος που εμφανιζόταν στον ύπνο της εξακριβώθηκε πως ήταν ο παππούς του Νικ. Μας εξήγησε πως στο ταξίδι που εξαφανίστηκε, είχε ένα τρομερό ατύχημα, με αποτέλεσμα να πάθει ολική αμνησία. Δε θυμόταν τίποτα και κανέναν από την προηγούμενη ζωή του, μέχρι που ένα εγκεφαλικό, λίγο πριν πεθάνει, επανάφερε όλες τις μνήμες μιας πράσινης πεταλούδας. Ο οικοδεσπότης ήταν ευγενικός και φιλόξενος μαζί μας. Τελειώνοντας το πλούσιο δείπνο που μας πρόσφερε, διακρινόταν ξεκάθαρα η έλξη που δημιουργήθηκε μεταξύ των δυο νέων. Είναι πραγματικά πολύ συγκινητικό να βλέπεις
ανθρώπους που ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, κάτι που μπορεί να μη ξανασυναντήσω ποτέ.
«13/03/1937-Λονδίνο»
Άλλη μια υπόθεση έφτασε στο τέλος της. Στέφτηκε μ' επιτυχία. Το γιορτάζω πίνοντας μόνος σ' ένα μαγαζί για βράδυ. Το μυαλό μου κατακλύζουν, όσα συνέβησαν τις προηγούμενες μέρες. Ένιωσα ειλικρινά χαρούμενος για τη σχέση που δημιουργήθηκε ανάμεσα στα δυο παιδιά. Ίσως να μοιάζει παράλογο, μα ήταν γραφτό οι δυο οικογένειες να ενωθούν. Η δύναμη της πράσινης πεταλούδας κατάφερε να
κερδίσει, να βγει νικήτρια απέναντι στον πανδαμάτορα χρόνο. Ετοιμαζόμουν να φύγω,  όταν ένιωσα να με διαπερνά ένα ρίγος. Η πόρτα του μαγαζιού ήταν κλειστή. Επομένως, δεν ήταν απ' το κρύο. Αναζητώντας τον λόγο που
αισθάνθηκα έτσι, την είδα. Μια πανέμορφη, μελαχρινή κοπέλα ερχόταν προς το μέρος
μου. Έκατσε δίπλα μου. Τότε αντίκρισα… δυο καταπράσινα μάτια να με κοιτούν. Η καρδιά
μου άρχισε να χτυπά γρηγορότερα. 
«Είναι αυτή!» σκέφτηκα. «Είναι η κοπέλα απ' το
όνειρό μου.» Η πράσινη πεταλούδα, τελικά, έφερε και σε εμένα το άλλο μου μισό.»
 Διαβάζοντας και την τελευταία σελίδα του ημερολογίου είμαι πιο μπερδεμένος απ' ό,τι ήμουν πριν. Κουρασμένος, αποφασίζω ν' αφήσω τα πράγματα του γραφείου, ως έχουν. Αργότερα, ίσως σκεφτώ τι θα τα κάνω. Φτάνοντας στο σπίτι, παίρνω να πιω ένα ποτήρι με ουίσκι. Νιώθω την ένταση της ημέρας να διαλύεται, καθώς πίνω μια
γουλιά. Το κάψιμο απ' το ουίσκι είναι πολύ έντονο. Όχι, όμως, τόσο όσο η ανάμνηση  της υπόθεσης αυτής. Γι' ακόμη μια φορά τις μέρες αυτές, ο θείος Τζορτζ μ' εκπλήσσει. Ποτέ δεν θα περίμενα πως ο περίεργος αυτός άνθρωπος θα ήταν επαγγελματίας ντεντέκτιβ και -από ό,τι φαίνεται- μάλλον ένας απ' τους καλύτερους της εποχής του. Είχε καταφέρει να κρατήσει -τόσο την επαγγελματική όσο και την προσωπική του ζωή- κρυφή από όλη την οικογένεια.
    Τα μάτια μου έκλειναν, απ' την κούραση. Σε κλάσματα δευτερολέπτου εμφανίστηκε μπροστά μου μια πράσινη πεταλούδα. Αναστατωμένος, όχι τρομαγμένος πια, ξυπνάω. Μια τρελή σκέψη γυροφέρνει στο μυαλό μου. Ο θείος έστειλε την πεταλούδα, για να με βοηθήσει να βρω κι εγώ τον δρόμο μου. Ποιος θα είναι; Θα δείξει! Σύντομα, στο μέλλον, ελπίζω! (Νταπ.Αθ.)

11 Μαΐ 2025

«Σκοτεινά νερά...»

Η βροχή έπεφτε απαλά, δημιουργώντας μικρές λιμνούλες στη λάσπη. Η Τζασμίν περπατούσε αργά στον μεγάλο δρόμο της γειτονιάς, κοιτάζοντας τα χαμηλά, ξύλινα σπίτια της που έμοιαζαν ψεύτικα. Είχε ένα βάρος στην καρδιά, που δεν ξεπερνιόταν. Η Λουιζιάνα απέπνεε πάντα μια αίσθηση μυστηρίου, αλλά απ' τη μέρα που βρέθηκε νεκρή η Αμάρα, όλα είχαν αλλάξει.
    Η Αμάρα ήταν παιδική της φίλη. Μεγάλωσαν μαζί, μοιράζονταν όνειρα και φόβους, περνούσαν κάθε τους μέρα μαζί, έβλεπαν η μία την άλλη σαν αδελφές. Μέχρι πριν δύο χρόνια. Τότε, η σχέση της Αμάρα με τον Ντάριους τις χώρισε. Ο Ντάριους ήταν ζηλιάρης, πιεστικός, χειριστικός. Η Τζασμίν το έβλεπε, το καταλάβαινε, το ήξερε. Αλλά η Αμάρα δεν ήθελε ν' ακούσει τη φίλη της. Ο τελευταίος τους τσακωμός τελειώσε με δάκρυα και βαριές λέξεις. Λέξεις που ποτέ δεν πρόλαβαν να πάρουν πίσω. Και τώρα η Αμάρα ήταν νεκρή.
    Το σώμα της είχε βρεθεί σε μια λίμνη, σε σήψη προχωρημένη. Όχι πολύ μακριά απ' το σπίτι της. Η αστυνομία δεν είχε στοιχεία. Πέρα από ένα δαχτυλίδι που δεν φορούσε ποτέ, σύμφωνα με την οικογένειά της. Ισχυρίζονταν πως δεν το είχαν ξαναδεί. Εκτός από την ημέρα που εξαφανίστηκε. Η Τζασμίν κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά και σαφώς ήξερε ποιος έπρεπε να είναι ο βασικός ύποπτος.
«Δεν μπορώ να κάθομαι με σταυρωμένα χέρια», είπε στον αδερφό της, τον Ελιάς. Εκείνος -τρία χρόνια μεγαλύτερός της- την προστάτευε πάντοτε. «Πρέπει να βρούμε τι έγινε...»
Ο Ελιάς αναστέναξε. «Το ξέρεις πως η αστυνομία δε θα σ' αφήσει ν' ανακατευτείς! Δεν το ξέρεις;»
«Δε χρειάζομαι την άδειά τους. Ήταν φίλη μου, κι έχω κάθε δικαίωμα να μάθω τι της συνέβη!»
    Ξεκίνησαν την έρευνα τους απ' το σχολείο. Η Αμάρα ήταν πάντοτε κοινωνική και χαρούμενη. Τελευταία, όμως, είχε απομακρυνθεί απ' όλους. Φήμες έλεγαν πως ο Ντάριους δεν την άφηνε να μιλάει σε κανέναν. Και μετά ήταν κι ο Κόνορ...
Ο Κόνορ ήταν ένας συμμαθητής τους, που πάντα είχε εμμονή με την Αμάρα. Την παρακολουθούσε, μάζευε φωτογραφίες της, έγραφε γι’ αυτήν στο ημερολόγιό του... κι ακόμη, τη ζωγράφιζε. Ήταν λιγάκι τρομακτικό! Τη στιγμή που τον πλησίασε η Τζασμίν, εκείνος φάνηκε ανήσυχος.
«Δεν ξέρω τίποτα!», είπε βιαστικά και κάπως αγχωμένα. «Δεν την πείραξα. Εγώ… την αγαπούσα, δεν θα της έκανα ποτέ κακό!»
Η Τζασμίν τον κοίταξε προσεκτικά, εξονυχιστικά. Δεν τον εμπιστευόταν, αλλά κάτι της έλεγε πως δεν ήταν αυτός. Ο φόβος στα μάτια του ήταν αληθινός! Όπως και η ανησυχία και μια διεστραμμένη αίσθηση προσκόλλησης.
Το επόμενο βήμα θα ήταν το σπίτι του Ντάριους. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, καθώς πλησίαζε. Ήταν πιο πολυτελές απ' τα υπόλοιπα της γειτονιάς, αλλά πάντα σκοτεινό. Χτύπησε την πόρτα και περίμενε. Εκείνος άνοιξε και την κοίταξε με ψυχρό, σκληρό κι απότομο βλέμμα.
«Τι θέλεις, Τζασμίν; Ήρθες να μας χωρίσεις; Σε πρόλαβε ο θάνατος. Λυπάμαι!»
«Θέλω να μάθω τι έγινε με την Αμάρα!»
Ο Ντάριους χαμογέλασε στραβά. «Την σκέφτεσαι ακόμα, ε; Τι παριστάνεις; Τον ντετέκτιβ;»
Η Τζασμίν ένιωσε ένα ρίγος να τη διαπερνά. «Ξέρω ποιος είσαι. Ξέρω τι της έκανες!»
Ο Ντάριους γέλασε. «Δεν μπορείς ν' αποδείξεις τίποτε!»
    Τότε ακούστηκε μια φωνή πίσω της. «Ίσως και να μπορεί!» Ο Ελιάς στεκόταν εκεί, κρατώντας το ημερολόγιο της Αμάρα. «Το βρήκαμε στο δωμάτιό της. Περιγράφει τα πάντα. Τις απειλές σου. Τους φόβους της. Και την τελευταία σας συνάντηση...»
Ο Ντάριους πάγωσε. Προσπάθησε ν' αρπάξει το ημερολόγιο.Ο Ελιάς ήταν πιο γρήγορος. «Η αστυνομία θα το λατρέψει αυτό. Τι λες, να τους το δώσω;», κάγχασε.
    Ο Ντάριους έμεινε ακίνητος, προτού κάνει ένα βήμα πίσω. «Δεν μπορείτε ν' αποδείξετε τίποτε!»
Η Τζασμίν έκανε ένα βήμα πιο κοντά. «Ξέρουμε πως της ζήτησες να συναντηθείτε εκείνην τη νύχτα. Ξέρουμε πως την απείλησες. Και ξέρουμε πως το δαχτυλίδι ήταν δικό σου!»
Η σιωπή ακολούθησε τρομακτική. Ο Ντάριους έσφιξε τα χείλη του, αλλά δεν είπε τίποτα. Η αστυνομία έφτασε λίγο αργότερα. Όταν βρήκαν κι άλλες αποδείξεις στο σπίτι του, όλα τελείωσαν. Ο Ντάριους συνελήφθη κι όλη η αλήθεια βγήκε στο φως.
    Η Τζασμίν στάθηκε στην άκρη της λίμνης, κοιτώντας το νερό που αντανακλούσε το φως του φεγγαριού. «Συγγνώμη, Αμάρα, που δεν ήμουν εκεί, όταν με χρειαζόσουν!» ψιθύρισε. «Αλλά, τουλάχιστον τώρα, έχει αποκατασταθεί η δικαιοσύνη. Κι εσύ βρίσκεσαι κάπου καλύτερα, ομορφότερα, μακριά πια απ' αυτόν!», σχολίασε, με θυμό στο βλέμμα της.
   Η βροχή συνέχισε να πέφτει, μα αυτήν τη φορά, η Τζασμίν την ένιωσε ελαφρύτερη. Η Αμάρα είχε φύγει οριστικά κι αμετάκλητα. Ωστόσο, η μνήμη της δε θα χανόταν ποτέ. «Θα σε θυμάμαι για μια  ζωή, για πάντα, φίλη των παιδικών μου χρόνων!» (Πουρ.Μαρ.)

«Το ανεκπλήρωτο ταξίδι»

 
Τι πραγματικά συμβαίνει, όταν η καρδιά είναι έτοιμη να σπάσει, όταν έχει ραγίσει στα δυο ή όταν έχει ήδη γίνει κομμάτια; Μπορεί, άραγε, να  ενωθεί ξανά; Να γίνει, όπως πριν; Κι εσύ; Εσύ τι κάνεις; Ή μάλλον, τι μπορείς να κάνεις; Μπορείς να μαζέψεις τα μικρότερα κομμάτια της, τ' αποκαΐδια σου, και να τα τοποθετήσεις πίσω; Μπορείς να την επιδιορθώσεις; Να γίνει του κουτιού ή μιλάμε για  μη αναστρέψιμη βλάβη;
Όμως, δεν ήταν πάντα έτσι... Δεν ήμουν πάντα έτσι! Φθαρμένη, πληγωμένη, ανίατος, σου παραπονιέται. Όχι, όχι... υπήρξα κάποτε κι εγώ χαρούμενη, λαμπρή και άτρωτος. Πορευόμουν με ό,τι μου πρόσφερε η ζωή, έως τότε. Όλα τότε... όλα ήταν καλύτερα! Προτού αισθανθώ τον Έρωτα, προτού δονηθεί κάθε κύτταρο του κορμιού, πριν έρθεις στη ζωή μου εσύ.
    Κάποτε, πίστεψα πως δεν υπήρχε ζωή πριν σε γνωρίσω, πως έως τότε απλά επιβίωνα. Πως ο Έρωτας ίσως δε θα μου χτυπούσε την πόρτα.
Ο έρωτας: ένα συναίσθημα τόσο όμορφο, που σε γεμίζει, σε πληροί με κάθε τρόπο, σε κάθε σου διάσταση. Αν τον αφήσεις να σε κυριεύσει, όμως, να πάρει τον έλεγχο, τότε μπορεί και να σε πνίξει. Κυριαρχεί τόσο, που αισθάνεσαι πλέον μόνο αυτόν. Και το χειρότερο; Πνίγεσαι τόσο υπέροχα, που δεν επιθυμείς -για κανέναν λόγο και με με κανέναν τρόπο- να σωθείς.
    Ο Ίθαν Σμιθ είναι ο πλουσιότερος μαθητής του σχολείου. Ο πατέρας του είναι Διευθυντής κι ιδιοκτήτης της εταιρείας Σμιθ, γνωστής σε όλον τον κόσμο. Όλα τα κορίτσια της ηλικίας μου, μοιάζουν ερωτευμένες μαζί του. Και πώς να μην είναι; Με τα καταπράσινα μάτια του -που αν κοιτάξεις μέσα τους, κινδυνεύεις να χαθείς για πάντα- και τα ξανθά μαλλιά του -που τον κάνουν να μοιάζει κυριολεκτικά με άγγελο-. Η φήμη του, σε συνδυασμό με την άψογη εμφάνιση, τον καθιστούν πρακτικά ακαταμάχητο.
    Κι εγώ, η Λίλη Μάρσαλ, μια κοινή θνητή, που εντάχθηκα -τόσο επιπόλαια- στον κόσμο του. Ο πατέρας μου, έφυγε απ' τη ζωή στα τρία μου χρόνια μόλις. Ωστόσο, η μαμά συχνά μιλούσε για εκείνον, σ' εμένα και στον, κατά δυο χρόνια μεγαλύτερο, αδερφό μου. Δε σταμάτησε ποτέ να μας εξιστορεί τις πιο τρελές εμπειρίες κι ιστορίες μαζί του. Κι έτσι έμαθα πώς μοιάζει η αληθινή, ανιδιοτελής αγάπη. Οπότε ναι, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, είμαστε μόνο οι τρεις μας. Και παρά τις αμέτρητες δυσκολίες, τα καταφέραμε. Ποτέ δεν το βάλαμε κάτω! Τώρα θ' αναρωτιέστε πώς δυο τόσο διαφορετικοί κόσμοι συναντήθηκαν. Και -για μια μόνο στιγμή- απείλησαν να γίνουν ένας. Για να είμαι ειλικρινής, πριν κάτι μήνες θα ρωτούσα τον εαυτό μου ακριβώς το ίδιο.
    Γενικότερα, έμαθα να εργάζομαι σκληρά, από μικρή. Ίσως να 'φταιξε η δύσκολη οικονομική κατάσταση. Με τα χρόνια, τα πράγματα έγιναν ευκολότερα. Βρήκα παρηγοριά στον κόσμο των βιβλίων, έναν κόσμο πιο ευχάριστο από αυτόν της πραγματικότητας. Χάρη στις πολλές ώρες, αφιερωμένες στο διάβασμα, τα κατάφερα! Μπήκα σ' ένα απ' τα καλύτερα σχολεία της χώρας. Με πλήρη υποτροφία. Η μαμά κάτι παραπάνω από περήφανη. Γι' αυτήν, ήταν η ευκαιρία να ζήσουμε μια άνετη ζωή. Δίχως έννοιες ή δυσκολίες. Για λίγο μου επέτρεψα κι εγώ ν' ονειρευτώ...
    Δυσκολεύτηκα στην  προσαρμογή, κατ' αρχάς. Βλέπετε... τα περισσότερα παιδιά που φοιτούν εκεί, προέρχονται από πολύ εύπορες οικογένειες. Τα παιδιά, σαν κι εμένα, είναι ελάχιστα, πάντοτε εκτεθειμένα. Αποφάσισα -για λόγους επιβίωσης-, έως την αποφοίτηση, να περνάω απαρατήρητη, όσο γίνεται. Και τα κατάφερα. Ίσως παραπάνω από καλά. Έως το τελευταίο έτος.
Τότε γνώρισα κι εγώ τον περίφημο Ίθαν Σμιθ, ίσως όχι με τον καλύτερο τρόπο, μια και ο εκφοβισμός δεν έλειψε ποτέ απ' το σχολείο μας! Για εκείνη τη μέρα, αυτός επέλεξε το καινούργιο του θύμα. Έναν καλό μου φίλο, τον Έρικ, ιδιοφυία στους υπολογιστές. Η απόφαση «αορατότητας», που τηρούσα για το καλό μου, πολλές φορές επιβάρυνε τους άλλους, άρα ο Έρικ έγινε ο πρώτος που υπερασπίστηκα. Ίσως, γιατί ήταν αληθινός φίλος ή γιατί κουράστηκα να μετέχω σ' αυτό το ηλίθιο παιχνίδι επιβίωσης. Να βλέπω τους άλλους να πληγώνονται, χωρίς να έχω τη δύναμη να κάνω οτιδήποτε. Κι όλοι θύματα του ίδιου ανθρώπου, του περιβόητου Έρικ Σμιθ.
   Αφού βοήθησα τον φίλο μου, πήρα εγώ τη θέση του κι έγινα το αγαπημένο θύμα του Έρικ. Για καιρό μου 'κανε τη ζωή κόλαση. Κι έπειτα κάτι άλλαξε. Έγινε φιλικότερος μαζί μου. Με πλησίασε μ' έναν τρόπο ασαφή, κάπως απροσδιόριστο. Ήθελα να τρέξω μακριά. Και συνάμα να μη φύγω ποτέ. Με τον καιρό γίναμε φίλοι. Κι η φιλία μας σταμάτησε τη στιγμή που με φίλησε. Γίναμε κι επισήμως ζευγάρι. Φυσικά, έκτοτε συχνότατα κορίτσια του σχολείου -και του έξω κόσμου- μου φέρονταν άδικα, εξαιτίας του. Ο Ίθαν πάντα με υπερασπιζόταν, μ' έκανε να νιώθω καλύτερα.  Ήταν εκεί πάντα, προσφέροντας μου πράγματα που δεν μπορούσα να φανταστώ καν, παρόλες τις αντιρρήσεις μου.
    Γι' αρκετό καιρό ήμασταν έτσι. Ευτυχισμένη εγώ που ήμουν μαζί του. Κι αυτός, αλλαγμένος πλέον. Είχε αφήσει τον εκφοβισμό, μια και καλή. Κι εγώ, πίστεψα για λίγο πως, όντως είχε αλλάξει. Έκανα λάθος. Ίσως το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Μετά από καιρό, έγινε απόμακρος. Κι όλα μεταξύ μας τελείωσαν, όταν φίλησε δημόσια την Τέιλορ. Μπροστά σ' ολόκληρο το σχολείο, φίλησε το κορίτσι που έως τότε μου έκανε τη ζωή κόλαση. Όσο ξαφνικά ξεκίνησε η ιστορία μας, τόσο απότομα και τελείωσε. Παράξενο, ε; Κάτι τόσο δυνατό να τελειώσει σε μια μόνο στιγμή.
     Στο τέλος της ίδιας χρονιάς, ξεκίνησε νέο μαρτύριο. Δημόσια υπονοούμενα, κακόβουλα σχόλια, εδώ κι εκεί, μπηχτές εξευτελισμού. Με λύγισε, με πόνεσε βαθιά, με διέλυσαν οι δυο τους! Προφανώς, η ψυχολογική μου κατάσταση είχε  επιπτώσεις σοβαρές στους βαθμούς μου. Κι η οικογένεια αναρωτιόταν τι είχε συμβεί. Ένα βράδυ, έσπασα και τους τα είπα όλα. Όσα συνέβησαν με τον Ίθαν, πώς συμπεριφέρθηκε, πόσο πληγωμένη ήμουν. Ευτυχώς, συνήλθα σχετικώς γρήγορα. Δεν επέτρεψα στο δυσάρεστο περιστατικό να με φθείρει περαιτέρω.
    Τώρα είμαι έτοιμη να τ' αφήσω όλα πίσω. Πριν δυο εβδομάδες έλαβα κιόλας την επιστολή που περίμενα όλη μου την ζωή. Με δέχτηκαν στην Ακαδημία της Οξφόρδης. Άπειρες ώρες μελέτης, κούρασης και τα κατάφερα. Παρ' όλες τις πάσης φύσεως αντιξοότητες. Έχω εκπληρώσει πια ένα μεγάλο μέρος των ονείρων μου. Έκανα την οικογένεια και τους λιγοστούς μου φίλους περήφανους. Έκανα τον εαυτό μου περήφανο!
Έτοιμη ν' αποχωριστώ το επώδυνο παρελθόν, τη στιγμή που ανεβαίνω στο τρένο που θ' αλλάξει τη ζωή μου, ακούω μια φωνή. Μια φωνή την οποία είχα καιρό ν' ακούσω και πίστευα πως δε θα την ξανακούσω ποτέ. Ο Ίθαν!
«Λίλη, περίμενε! Λίλη, σε παρακαλώ, περίμενε!»
Δε σταμάτησα. Συνέχισα να περπατώ, αγνοώντας τη φωνή. Κάποτε μου προκαλούσε ρίγη ευτυχίας, όχι πια!
Όταν δεν απάντησα και κατάλαβε πως δεν ήθελα να τον ακούσω, ένα χέρι τυλίχτηκε γύρω απ' το μπράτσο μου. Ξαφνικά, πάγωσα. Όλες οι αναμνήσεις μαζί του παρέλασαν σαν στιγμιότυπα ταινίας μπρος στα μάτια μου. Συνειδητοποίησα πως είχα δακρύσει.
«Λίλη, σε παρακαλώ, άκουσέ με!» Το πρώτο δάκρυ κύλισε σ' εκτεθειμένο δέρμα, υγραίνοντας το μάγουλό μου. Αποτραβήχτηκα απ' το άγγιγμα του. Επιτέλους, μετά από μήνες, αντίκριζα ξανά τα θανατηφόρα, πανέμορφα μάτια του. Τα μάτια, που τόσο απερίσκεπτα ερωτεύτηκα μερικούς μήνες πριν.
«Ίθαν, σε παρακαλώ φύγε!», αποκρίθηκα ψυχρά.
«Όχι, όχι, σε παρακαλώ, πρέπει να μ' ακούσεις πρώτα!» είπε με δάκρυα στα μάτια.
«Όχι! Εσύ κι εγώ τελειώσαμε οριστικά. Δεν έχουμε τίποτα να πούμε πια!», απαντώ με αποφασιστικότητα.
«Σε παρακαλώ, αλήθεια, δεν ήθελα τίποτα απ' όλα αυτά να συμβούν!»
«Εάν πραγματικά δεν ήθελες, Ίθαν, τότε δεν θα το είχες κάνει!», τώρα πλέον σχεδόν φωνάζω.
Το δεύτερο δάκρυ κάνει την εμφάνιση του, και δεν αργεί να ακολουθήσει το τρίτο.
«Ναι, το ξέρω πως σε πλήγωσα. Όμως, αλήθεια το έχω μετανιώσει τώρα. Δεν, δεν μπορώ να σε βγάλω απ' το μυαλό. Αυτό που έγινε με την Τέιλορ ήταν μεγάλο λάθος. Σου τ' ορκίζομαι! Μόνο εσένα ήθελα πραγματικά! Και σε πλήγωσα! Έχεις δίκαιο, το ξέρω! Το μόνο που σου ζητώ είναι μια ακόμη ευκαιρία! Θα τα διορθώσω όλα. Αυτήν τη φορά θα τα κάνω όλα σωστά! Αλήθεια, το μόνο που θέλω είναι μια ευκαιρία.» Σχεδόν γελώ με την τόσο φθηνή απολογία του.
«Ξέρεις, Ίθαν, πράγματι με πλήγωσες αρκετά. Δεν ξέρω αν κάποια στιγμή θα βρω τη δύναμη να σε συγχωρήσω. Όμως, αυτό που ξέρω είναι πως δε θα 'ναι αυτή η στιγμή. Όχι, τώρα που στάθηκα στα πόδια μου ξανά. Όχι, τώρα που είμαι τόσο κοντά στην πραγματική ευτυχία! Τώρα διαλέγω εμένα και δεν πρόκειται να σ' αφήσω να καταστρέψεις ό,τι με τόσο κόπο επισκεύασα!»
«Λίλη, σε παρακαλώ…», είπε σιγανότερα, σχεδόν ψιθυριστά, καθώς πρακτικά τον έβλεπα να καταρρέει. Είναι αργά, είναι τόσο αργά για μας τους δύο...
«Αντίο, Ίθαν!». Σκουπίζοντας αποφασιστικά τα δάκρυα απ' τα μάτια, πιάνω ξανά τη βαλίτσα κι επιβιβάζομαι. Φεύγω, για να διεκδικήσω το μέλλον μου. Δυναμικά κι ανυποχώρητα. Όπως εγώ γνωρίζω: με σκληρή μελέτη κι άπειρων ωρών δουλειά. Κι οι υπόλοιποι μένετε πίσω στη μοναξιά και τη μαυρίλα σας! «Αντίο, Ίθαν!»
Δε μ' αγγίζουν πια τα δράματα! Ίσως, κάπου μακριά να τον ακούω. Ίσως να φωνάζει ακόμη τ' όνομά μου. Δεν μ' ενδιαφέρει. Όχι, πια.
Καθώς μπαίνω στο τρένο, νιώθω ήδη ένα βάρος να φεύγει από πάνω μου. Παρόλα αυτά, δε τολμώ ακόμη να κοιτάξω πίσω. Δεν τολμώ, νομίζω, να κοιτάξω την παλιά εκδοχή του εαυτού μου. Ένα μέλλον τόσο διαφορετικό με περιμένει…
Πραγματικά, λένε, πως ο έρωτας είναι το ταξίδι των ερωτευμένων! Κι εγώ ίσως κάποια στιγμή, «ξαναταξιδέψω». Με το τρένο της αγάπης, αυτήν τη φορά. Διότι ο έρωτας είναι συχνά ένας μύθος, ένας μύθος τόσο ανέκφραστος! (Πρ.Ει.)

25 Απρ 2025

«Σιωπή κι απόγνωση...»


Χώμα σκληρό 
κι αίμα τραχύ,  
απρόσμενα 
και άτακτα χαράσσουν μια πορεία.
Δάφνες θαμμένων τύψεων τονίζουν τα σημεία.
Αισχύνη περιλούζομαι.
 
Τον κακοτράχαλο ατενίζω, σκληρή πορεία 
π' όρισε μια μοίρα-φωτιά. 
Κοινός και άτεγκτος. 
Θρασύς και δύσβατος. 
Μοναχική η πορεία. 
Αναπόδραστη κι ανεπιθύμητη. 
Θρήνου ταξίδι η δική σου μοίρα. 
Λόγος απροσδιόριστος η τελική αιτία. 
Η αίσθηση δικαίου απωλέσθη άνανδρα.
Νομοτέλεια κάποιοι το βαφτίσανε. 
Δεν πρόλαβες, λέω εγώ, 
γλυκιά χαρά των ύστατων σου χρόνων 
ν' απολαύσεις. Ήθελες, μα δε σ' άφησαν. 
Θαρρείς κι οι δίκαιοι προτεραιότητα 
στη διαλογή κερδίζουν. 
Δεν έπρεπε, δεν ήθελες, δεν μπόρεσα. 
Ποιος κάφρων Βασιλεύς καθόρισε 
μιαν τέτοια αδικία; 
Σιωπή κι απόγνωση!

24 Απρ 2025

Η Σέριφος...


1η Μελοποίηση...

2η Μελοποίηση...

Κι είναι πρωί σαν Κυριακή 
Κι όλο κοιτώ το αύριο 
Διώχνω το χθες ως την αυγή 
Κι έπειτα νιώθω κάμπριο.

Ναι, η ζωή είναι πικρή 
δε θυσιάζει τ' όνειρο. 
Και μένω πίσω σκεπτική 
να ξεφυλλίζω Όμηρο.

Κοίτα, πιες τη γλύκα της ζωής, είπες,  
σαν το νερό στην έρημο 
στήσε το παραγάδι της, τόνισες,
δίχως το φως στη Σέριφο.

16 Απρ 2025

«ΤΡΕΝΑ ΦΥΓΗΣ...»

Ξημέρωνε, όταν πλησίαζαν τα πρώτα περίχωρα στην είσοδο του Βερολίνου. Μέσα στην πρωϊνή καταχνιά αντίκρισε φουγάρα εργοστασίων να αγκαλιάζουν δειλά την σκληροτράχηλη πόλη. Έφτανε εκεί για το μεταπτυχιακό της. Ήταν μελαγχολική και απρόθυμη. Ένιωθε ακόμη την καρδιά της παγιδευμένη στην παγωμένη κι έρημη αποβάθρα της μικρής τους πόλης.
    Χιόνιζε, όταν αποχαιρέτησε τον αγαπημένο της. Πόνεσαν πολύ κι οι δύο με τον αποχωρισμό αυτό. Θα περάσει αρκετός καιρός, ωσότου ξανά συναντηθούν. Έφερνε και ξανάφερνε στον νου της τα τελευταία λόγια, το σφίξιμο των χεριών, το άγγιγμα των χειλιών τους, το τρένο που την περίμενε κι έπειτα την σιωπή τους. Το τρένο σφύριξε, το ταξίδι ξεκίνησε κι εκείνος μόνος στην αποβάθρα να την αποχαιρετά.
    Παρέα με τις σκέψεις της, σηκώθηκε να πάρει έναν καφέ. Διέσχιζε τα βαγόνια, ενώ το χτύπημα στις ράγες έμοιαζε συνεχές και μονότονο. Ένιωθε θλιμμένη, μόνη, λίγο χαμένη. Χιονόνερο άρχισε να πέφτει. Πρώτα δειλά κι έπειτα ορμητικότερα. Έφτασε στο κυλικείο του τρένου. Αγόρασε μια κούπα με ζεστό, μυρωδάτο καφέ. Κάθισε σε μια καρέκλα. Απέναντί της άνθρωποι διαφόρων ηλικιών. Άλλοι αγουροξυπνημένοι, άλλοι κουρασμένοι απ' το ταξίδι απολάμβαναν το τσάι ή τον καφέ τους.
    Στο κυλικείο έκανε κρύο. Θυμήθηκε τις στιγμές στην αποβάθρα. Φοβόταν πως έβαζε σε κίνδυνο τη σχέση με τον αγαπημένο της. Φοβόταν την απόσταση που κάθε φορά θα τους χώριζε. Ονειρευόταν τη στιγμή που όλα αυτά, επιτέλους, θα τελείωναν. Έφερε στο μυαλό της το κίτρινο φως της λάμπας που φώτιζε εκείνες τις ώρες την χιονισμένη αποβάθρα.
    Κάποια ανοιχτή, απογευματινή εφημερίδα της χαμογέλασε απ' το διπλανό τραπέζι. Γύρισε και την πήρε στο χέρι της με φιλική διάθεση. Στην πρώτη σελίδα τα νέα για τον κ.Υπουργό της Κυβέρνησης που απέτυχε παταγωδώς στο έργο του Υπουργείου του. Στο εσωτερικό της μεγάλα οικονομικά ζητήματα: πληθωρισμός, ανεργία, ακρίβεια. Και στην κεντρική σελίδα μια εικόνα  πολύχρωμη έκαψε τα μάτια και σφηνώθηκε στην καρδιά της. Δυσφορία στην αρχή. Γέμισε θυμό και θλίψη, έπειτα. Ένα τρένο κι εδώ. Μια εικόνα μ' ένα τρένο σε κιτρινωπό φόντο. Ένα τρένο διαφυγής με ανθρώπους πολλούς: νέους, γέρους, γυναίκες, άνδρες, παιδιά. Φορτωμένοι μέσα κι έξω. Φορτωμένο με σώματα, αλλά κυρίως με ψυχές κι ελπίδες. Ένα τρένο για κάπου, δηλαδή για οπουδήποτε. Άνθρωποι στοιβαγμένοι με έναν και μόνο στόχο: να σωθούν ή να χαθούν. Μια εικόνα φυγής από συνθήκες αβάσταχτες: από φτώχεια, πολέμους κι από καταστροφές. Όχι για σπουδές, όπως η ίδια. Όχι σ' έναν βέβαιο προορισμό, σ' ένα σπίτι, σ' ένα πανεπιστήμιο, όπως η ίδια. Μια αμαξοστοιχία φορτωμένη με ανθρώπινες ψυχές απελπισμένες σ' ένα ταξίδι προς το άγνωστο. Μοναδικός οδηγός η ελπίδα.
    Κοίταξε ξανά την εικόνα. Το τρένο σ' εκείνη κατευθυνόταν προς Βορρά. Έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Χιόνιζε τώρα πυκνά. Την κυρίευσε ένταση. Το στομάχι της σφίχτηκε. 
    Τα συγκεκριμένα πρόσωπα, σκέφτηκε, είναι υπαρκτά. Απροστάτευτα, με μοναδική ώθηση, την επιβίωση. Πού βρίσκονται, άραγε, τα δικά τους όνειρα, οι δικοί τους στόχοι, οι οικογένειες, οι αγάπες τους; Μια δύναμη έχουν μόνο, την επιθυμία να ζήσουν. Μακριά απ' τον πόλεμο, απ' τον θάνατο, γατζωμένοι στη ζωή. «Άνοιξε τα μάτια σου!», ψιθύρισε στον εαυτό της. Ο εγωισμός σε κάνει τυφλό! Κι εσύ τυφλώθηκες. Δεν έχεις δίκιο να λυπάσαι τόσο. Δεν είσαι εσύ η τσακισμένη. Τσακισμένοι μοιάζουν όλοι αυτοί που βλέπεις. Οι πολυάριθμοι στο τρένο με το κίτρινο φόντο. Εσύ προγραμμάτισες τη ζωή σου, ενώ αυτοί όχι. Εσύ ελπίζεις, ονειρεύεσαι και θα τα καταφέρεις. Έχεις όλα τα εφόδια, για να τα καταφέρεις. Ετούτοι, όμως; Οι άλλοι; Ποιος ξέρει; Η αβεβαιότητα στις ζωές όλων μας είναι η μόνη σιγουριά. Χτιζόμαστε, γκρεμιζόμαστε, βαδίζουμε σε ερείπια, σε όμορφα μονοπάτια, σε σοκάκια κακοτράχαλα. Χωρίς ν' αναγνωρίζουμε πως η ανάγκη για μια ζωή όμορφη  είναι δικαίωμα. Για κάθε άνθρωπο αυτού του πλανήτη.
    Έμεινε αποσβολωμένη να κοιτάζει την εικόνα, καθώς το δικό της ταξίδι πλησιάζει στο τέλος του. Τα συναισθήματα ακόμη μπλεγμένα μέσα της, ένα κουβάρι αδιάλυτο, τη στοιχειώνουν. Ωστόσο, πια μοιάζει πιο ήρεμη. Κολλάει στο παράθυρο, τα μεγάφωνα φωνάζουν διάφορα νούμερα, κρέμεται στο τζάμι. Αναλογίζεται πως κάθε ταξίδι έχει έναν προορισμό. Εύχεται μόνο το καλύτερο για τον δικό της και των υπολοίπων, λοιπόν. (0υσ.Δ.)

14 Φεβ 2025

«Ήρθες...»

Ήρθες. Κι η ημέρα χλωμή, το κρύο βαρύ
κι οι νύχτες -δίχως εσένα- με σιωπές μοιάζουν. 
Ήρθες. Απλωμένα τα πανιά χάσκουν στο πλοίο. 
Και σαν έρχεσαι, αλλάζουν πολλά. 
Μα... θέλω ν' αλλάξουν όλα! 
Κι η φύση αλλάζει και τα πουλιά στα κλαδιά πιάνουν δουλειά, σφόδρα να κελαηδήσουν.
Και τα πορτοπαράθυρα ορθάνοιχτα αφέθηκαν. 
Κι άνθη σκορπίζουν ευτυχή την ευωδιά τους. Τόση χαρά νιώθω πια πως δεν αντέχεται!
Στα τόσ' ανοιχτά παράθυρα, η φύση
-σκουπίζοντας μ' αγένεια τα πασούμια της-
ορμά φουριόζικα στ' εσώτερα της 
κάμαρης του ιδιωτικού μας βίου.
Και η  θάλασσα χλωμή απομένει.
Και λυσσαλέα αναμένει τη διάρρηξη!
Τα αφρόψαρα -δειλά και σαλεμένα-
γυρεύουν ψίχουλα της ελεημοσύνης σου.
Κι είναι πολύ το κρύο. Μα, πιότερο 
πάγος γίνεται το κρύο της ψυχής μου.
Κι άλλοι αμέριμνα κοιτάζουνε. 
Κάτωχροι στη συνειδητοποίηση 
πως πια η άφιξη έχει παρέλθει. 
Ανεπιστρεπτί! Και έτσι, 
δε γνωρίζουνε στήριξη πώς να δώσουν.
Ένα πλοιάριο θα σημάνει απομάκρυνση. 
Με απλωμένα τα πανιά, τις άγκυρες δεμένες 
κι εσένα στο κατάστρωμα.
Ήρθες. Στη νυφική την κάμαρα 
παρόν δεν έχεις δώσει.
Κι όλα τελειώνουν άδοξα. 
Εσχόλασεν ο γάμος! 

4 Ιαν 2025

«Απελευθέρωση...»


Σκοτάδι. Βαθύ σκότος. Μάτια κλειστά. Ερμητικά, σα σφιχτοδεμένα. Λίγο μετά, δυνατοί πόνοι. Συσπάσεις, τυπικές κινήσεις. Εν τέλει η δημιουργία: ένα μωρό, μια νέα ύπαρξη. Παράγωγο του πόνου μιας μάνας. Συνηθισμένης, σαν όλες τις άλλες. Μα, η νέα ζωή έμοιαζε αλλιώτικη, ξεχωριστή. Δεν έκλαιγε. Μονάχα κινούνταν ρυθμικά. Ήταν ήσυχη. Πάντοτε υπήρξε πολύ ήσυχη! 
   Έως τον πέμπτο χρόνο της ζωής έμαθε πολλά. Είπε τα πρώτα λογάκια: «Μαμά, Μπαμπά, Τάτα, Μαμ...» Περπάτησε. Πρώτα στα τέσσερα κι έπειτα στα δύο πόδια. Πήγε σχολείο. Έπαιζε με τα υπόλοιπα παιδιά. Αγαπούσε τους γονείς και δεν έκλαιγε ποτέ. Κι εκείνοι ήταν περήφανοι. Ιδιαιτέρως περήφανοι για την ξεχωριστή τους ύπαρξη. 
   Στην αρχή, τα πάντα ήταν απλά. Δε χρειάζονταν εξηγήσεις. Στον δέκατο χρόνο της ζωής, το κορίτσι τελείωνε το Δημοτικό. Τώρα μάθαινε πιο περίπλοκα: Μαθηματικά, Ιστορία, Φυσική, Αγγλικά. Δε δυσκολευόταν. Καθόλου! Τότε ήταν που γνώρισε για πρώτη φορά την Ασχήμια: μια μέρα τέσσερα παιδιά πέταξαν τη σχολική της σάκα στα σκουπίδια. Ένιωσε απαίσια. Δεν κατάλαβε το γιατί. Δεν έκλαψε. Δεν έριξε ούτε σταγόνα δάκρυ. Έπειτα ανάλογα περιστατικά συνέβαιναν, όλο και συχνότερα. Τελικά η μητέρα τα έμαθε κι έσπευσε να παραπονεθεί: στα παιδάκια, στις μητέρες τους, στο σχολείο. 
Το κορίτσι, βεβαίως, δεν ήθελε να τιμωρηθεί κάποιος. Είπε ψέματα πως για όλα έφταιγε εκείνη. Ήταν το πρώτο της ψέμα. Και το πιο αφελές! 
    Το κορίτσι έκλεινε τα 12 πια. Μεγάλωνε και καταλάβαινε -λίγο λίγο- την κοινωνία που την περιλάμβανε. Πόσο δύσκολη θα ήταν η επιβίωση. Πίστευε πως υπήρχε Ελπίδα για κάτι καλύτερο. Τα πιστεύω της οδήγησαν πολλούς στην απόρριψή της. Τη μίσησαν. Δεν την ένοιαζε. Είχε λίγους φίλους. Αυτούς προτιμούσε να διαφυλάξει. Κοντά της! Στα μαθήματα  δεν τα πήγαινε καλά πια. Βαριόταν. Ασχολούνταν με άλλα: πιο μεγάλα, πιο ενδιαφέροντα. Κι αυτό δυσαρέστησε τη μητέρα. Εκείνη προσπαθούσε μ' όλες της τις δυνάμεις: 
να τη μεγαλώσει, να τη μορφώσει. Να γίνει η σπουδαία γυναίκα που δεν κατάφερε η ίδια να γίνει ποτέ... 
    Το κορίτσι, 13 ετών τώρα, αντιμετώπιζε πολλαπλά προβλήματα. Ο πατέρας στο σπίτι έπινε. Διαρκώς. Έπινε και μάλωνε με τη μητέρα: το πρωί, γιατί δεν έβρισκε το πουκάμισο ή το σακάκι του κοστουμιού· το μεσημέρι, γιατί δεν του άρεσε το φαγητό· το βράδυ, γιατί απλά δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί. Συχνά δεν ερχόταν καν. Κι όταν ερχόταν, το κορίτσι άκουγε -σχεδόν κάθε φορά- τη μητέρα να κλαίει στο διπλανό δωμάτιο. Προσπαθούσε να της συμπαρασταθεί. Πότε μ' ένα χαμόγελο ή ένα νεύμα, πότε με φευγαλέα αγγίγματα κατανόησης. Εκείνη δε δεχόταν τη βοήθειά της. Κι έτσι το κορίτσι μάλωσε με όλους τους φίλους, για έναν λόγο που δεν θυμάται πια. Αναγκάστηκε ν' αλλάξει σχολείο. Προσπάθησε να κάνει νέα αρχή στο επόμενο. Τώρα, είχε ατσαλώσει τον χαρακτήρα της! Την εξανάγκαζαν οι συνθήκες. Ήταν, ωστόσο, απρόσμενα ήσυχη πάντα. Χάραξε ένα μόνιμο μειδίασμα στο πρόσωπο, μια μάσκα ψυχρού, απροσπέλαστου πάγου. 
    Επρόκειτο σαφώς για ψέμα. Μια καλοστημένη φάρσα, με βασικό θύμα τον εαυτό της. Στα δέκατα πέμπτα γενέθλια, έφηβη πια, η μητέρα κατέρρευσε. Δεν άντεξε στη διάρκεια της κακοποίησης. Ζήτησε διαζύγιο απ' τον κακοποιητή της. Συμβίωναν ακόμη, βεβαίως για χάρη της. Αυτή δε σχολίασε τίποτε. Τι να έλεγε άλλωστε; Μια παρωδία οικογένειας ήταν όλοι τους! Επέλεξε τη σιωπή. Η μητέρα σταμάτησε ν' ασχολείται με τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας. Λειτουργούσε μηχανικά: έφτιαχνε πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό, έπαιζε στον υπολογιστή, έπλενε πιάτα, συμμάζευε, καθάριζε. Πήγαινε συχνά στον Ψυχίατρο. Τα βράδια κοιμόταν με χάπια. Κι ενδιάμεσα, ατέλειωτοι καυγάδες. Η έφηβη τους είχε βαρεθεί! Δεν τους μιλούσε, δεν τους άκουγε, δεν τους κοιτούσε. Τους απέφευγε, ποικιλοτρόπως. Έβγαινε συχνά έξω. Μέχρι πολύ αργά. Γύριζε το ξημέρωμα, ελπίζοντας να ενδιαφερθούν, να την ψάξουν. Δεν το έκαναν ποτέ! 
    Τώρα είχε πολλούς φίλους. Καλύτερα... πολλούς γνωστούς. Μπροστά τους δεν ήταν ίδια. Έτσι πίστευε. Δε μιλούσε για τους γονείς ή τα προβλήματά τους ποτέ. Απλά τους χρησιμοποιούσε, για να ξεσπάει. Δεν απέμεινε ίχνος απ' το κορίτσι που ήθελε να κάνει τους πάντες χαρούμενους. Η ησυχία της είχε απομείνει μονάχα. Μια ησυχία παράξενη, σύμφυτη της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας.
    Η γυναίκα, στα 18 της, έχασε τη μητέρα και τον πατέρα της. Αλληλοσκοτώθηκαν! 
Αποφάσισε ν' απομακρυνθεί. Από όλους. Ακόμη κι όταν την έψαχναν οι φίλοι, αυτή δεν εμφανιζόταν. Έμενε ολομόναχη. Είχε επιλέξει να μείνει μόνη. Και ήταν, όπως πάντα, πολύ ήσυχη.        Μια μέρα αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή. Ανέβηκε στην ταράτσα της πολυκατοικίας του διαμερίσματός της. Σε κάθε σκαλί, που πατούσε, τα πόδια βάδιζαν γρηγορότερα. Άνοιξε την πόρτα της ταράτσας. Παρατήρησε τη νύχτα. Ήταν μοναδικά υπέροχη! Μια θλιμμένη πανσέληνος να περιλούζει την πόλη, μ' ένα φως μελαγχολικό σα την σιωπή της. Τόσα χρόνια ζούσε στο σπίτι. Δεν είχε ανέβει ποτέ εκεί πάνω. Έκανε κρύο πολύ. Παγωνιά. Σε απόλυτη αρμονία με την καρδιά της. Μάζεψε το σώμα της προς τα πόδια. Δε φυσούσε καθόλου. Ούτε ένα ελαφρύ αεράκι στην ατμόσφαιρα... Σήκωσε το πρόσωπο ψηλά. Ξανά προς την πανσέληνο. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν. Απολύτως τίποτε. Επιχείρησε ένα δειλό, αδύναμο βήμα μπροστά. Στη συνέχεια, με όλη της τη δύναμη, φώναξε. Φώναξε ξανά και ξανά. Κι έπειτα απλά έτρεξε με μανία. Προς τα μπροστά και χύθηκε στο κενό. Έπεσε! Αιώνας της φάνηκε η πορεία καθόδου. Στο μεσοδιάστημα είδε τη ζωή ολάκερη να περνά μπροστά της. Κρατούσε τα μάτια κλειστά. Δυνατός αέρας ωθούσε τα μαλλιά προς τα πίσω. Λες και προσπαθούσαν εκείνα να σωθούν. Ακόμα κι αν αυτή έπεφτε. Άκουγε ποικίλους ήχους. Ήχους οικείους, ήχους ανοίκειους, σαφείς, ασαφείς κι απροσδιόριστους. Τα πάντα μπερδεμένα και συνάμα τόσο διαυγή. 
    Δεν είχε  αναστολές για την πράξη της! Καμία απολύτως. Ονειρεμένη κατάσταση. Δε θα μπορούσε να ξυπνήσει απ' αυτήν ποτέ. Δε θα μπορούσε να επιστρέψει. Από το σημείο που η θλίψη ενώνεται αιώνια με την καρδιά της. Τη μέρα εκείνη η γυναίκα ελευθέρωσε τη φωνή. Μαζί και την ψυχή της. Απέδειξε στην κοινωνία -που ποτέ δεν την είχε δεχθεί- πως υπήρξε, πως βρισκόταν εκεί. Έστω για λίγο, για τα λίγα λεπτά απελευθέρωσης! (Π.Κ)