Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

8 Νοε 2024

Απρόσμενος περίπατος...

Σήμερα, όλοι ζήσαμε μια υπέροχη έκπληξη. Στη δουλειά, το αφεντικό ανακοίνωσε -με τη δέουσα επισημότητα- πως τη συγκεκριμένη ημέρα δε θα δουλεύαμε... αντιθέτως, θα πηγαίναμε εκδρομούλα, στην επαρχία. Στο οικογενειακό αγροτόσπιτο. Ίσως έτσι ξεφεύγαμε, 
-έστω για λίγο- από τη μιζέρια της καθημερινότητας. Ήταν λυτρωτικό, σωτήριο, μοναδικό. Ίσως και θαυματουργό θα έλεγα! Σίγουρα καλύτερο απ' το να δακτυλογραφείς σ’ ένα κλειστοφοβικό γραφείο -όλη μέρα- ή να καθοδηγείς τηλεφωνικά ενοχλητικούς πελάτες. 
Ο καιρός μοιάζει κάπως άστατος. Ένα ψυχρό αεράκι σιγοφυσά. Ήλιος -με δόντια- ανατέλλει παρακείθε δειλά. Φόρεσα ένα καπέλο κι ένα ελαφρύ κασκόλ...για προστασία. Καθίσαμε πλάι πλάι, όλοι οι υπάλληλοι παρέα. Θα χαλαρώναμε στην ευρύχωρη αυλή του. Η θέα απέναντι δε μοιάζει καθόλου ενδιαφέρουσα! Μια γκρίζα, μουντή οροσειρά που θυμίζει την άχαρη ρουτίνα μου: δουλειά σπίτι, σπίτι δουλειά. Κούραση στη δουλειά, κούραση και στο σπίτι. Κι ο λόγος; Ποιο το νόημα; Πού θα φτάσει η κατάσταση; Από την άλλη, ο ήλιος φωτίζει συνεχώς -αδιάλειπτα, κάπως σαν καθήκον ή ολίγον καταναγκασμός- τον καθάριο, γκριζογάλαζο ουρανό. Το χρυσαφένιο χωράφι, απέναντι, χάσκει αμέριμνο. Ίσως, έχουν όλα μιαν αιτία... Μια Αρχή κι ένα Τέλος, σε τούτον τον άθλιο κόσμο. Ίσως, με λίγη αισιοδοξία κι υπομονή, καταφέρω κάποτε να δω ετούτον τον κόσμο με άλλο μάτι. Ίσως! 
Ένα ίσως μοιάζει κάπως η σωτηρία μας...

 

5 Νοε 2024

Η Θέα...

Άλλη μία μέρα ίδια...μια μέρα όμοια με τόσες προηγούμενες.  Καθημερινά ακολουθώ την ίδια τελετουργία: πηγαίνω σ’ ένα ίσκιωμα, αντίκρυ σ' ένα ύψωμα. Έχει μοναδικά υπέροχη θέα. Καθημερινά, σχεδόν, ατενίζω ένα τοπίο σεληνιακό. Δεν είμαι μόνος. Πλάι μου στέκουν κι άλλοι. Άτομα που γοητεύονται εξίσου απ' το -παράξενα- φανταστικό τοπίο. Δεν γνωρίζω κανέναν, σε προσωπικό επίπεδο.Τους ξέρω μόνο εξ όψεως. Ωστόσο, υπάρχει μια σιωπηλή κατανόηση μεταξύ μας. Μια ανεπαίσθητη επαφή που την εκτιμώ αρκούντως. Για να μην προκύψουν διαξιφισμοί ή έριδες, κατέχουμε τη δική του θέση ο καθένας. Προσωπικά, παίρνω θέση πάντα στην πρώτη γραμμή. Στέκομαι ή κάθομαι μπροστά, λιγάκι προς τα δεξιά. Καθημερινά, μόλις φτάσουμε, ακολουθεί ο καθένας την προσωπική του πορεία. Ολοκληρώνει τον δικό του στόχο, χωρίς να κομπάζει γι' αυτόν, να κρύβεται ή να μεμψιμειρεί. Δε δικαιολογείται για τίποτε! Δε χρειάζεται, άλλωστε. Προσωπικά, συνοδεύομαι πάντα από εξοπλισμό άνεσης: ένα σπιτικό μαξιλάρι, που διευκολύνει τις περιηγήσεις μου. Το τοποθετώ κι αρχίζω το ταξίδι. Χάνομαι στο πανέμορφο τοπίο. Δεν ξέρω ακριβώς, γιατί το βρίσκω ακαταμάχητο. Κάποιοι θα έβλεπαν έναν ακάλυπτο χώρο, με γυμνά βουνά γύρω του. Η γύμνια ετούτη κατέχει μια ξέχωρη θέση στην ψυχή μου. Μου ασκεί απαράμιλλη γοητεία. Το τοπίο προσφέρει γαλήνη. Αυτό το καθιστά σχεδόν μοναδικό. Με βοηθά να ησυχάζω, να κοιτάζω μέσα μου, ν' αναρωτιέμαι  για διάφορα. Να διερευνώ άλλα τόσα: σχέδια, στόχους, όνειρα, προβλήματα κι ανησυχίες μου.  Προχωρώ σε ενδοσκόπηση, ανατέμνω τα λάθη της ζωής. Για ποια μετανιώνω, ποια υφίστανται επίμονα μέσα μου ακόμη, ποια είναι τόσο μικρά που τα προσπερνά ο καθένας. Άλλα παραμένουν στην άκρη του μυαλού και δε μου επιτρέπουν να κοιμηθώ τη νύχτα. Ωστόσο, η ερώτηση, που με συλλαμβάνω κρυφά να θέτω, είναι ο αληθινός σκοπός της ζωής. Γιατί, εν γένει, δημιουργήθηκα; Ξανά και ξανά. Βασανιστικώς επανειλημμένα. Κάποιες φορές φτάνω την απάντηση ή στέκομαι δίπλα της. Κάποιες άλλες βρίσκομαι μακρύτερα από ποτέ. Ζω σ’ αυτήν τη γη πολλά χρόνια. Ακόμη νιώθω πως δεν έχω καταφέρει να εκπληρώσω όλες μου τις δυνατότητες. Η επιβλητικότητα του τοπίου μου επιβάλλει να ρωτήσω: πώς  μπορώ να γίνω όμορφος σαν κι αυτό; Να προσφέρω τόση γαλήνη, όπως αυτό;  Και... όχι! Για εμένα ετούτο το τοπίο δεν είναι απλά ένα τοπίο. Είναι πολλά παραπάνω... είναι όσα έχω, όσα αναζητώ σε μια αέναη πορεία επιβίωσης του είδους.
 

25 Ιουν 2024

«Το βαμπίρ της Αγάπης...»

Ξανά τρίβω σκόρδα σε πασσάλους. 
Καρφώνω σταυρούς στο κορμί, σαν αγκάθια. 
To χωριό γεμίζει αφίσες.  Δε βλέπω καν ανθρώπους. 
Το βράδι στο κάστρο κινείται πλάσμα αφύσικο. Μοιάζει του ανθρώπου. 
Το δέρμα έχει χλωμιάσει. Στα κόκκινά του μάτια, 
όποιος κοιτάζει, μουδιάζει. 
Κάποιοι τον είδαν μάλιστα 
-επανειλημμένα- να παλεύει 
το δεξί χέρι ν' ακρωτηριάσει. 
Ετοιμάζουν Αγιασμούς. Φοβισμένοι. 
Μακάρι να ήξεραν τι τους περιμένει.
Μέσα -ό,τι κι αν γίνει- ξέρω πως έχω εσένα. 
Ξεστόμισες πως δεν πιστεύεις σ' εμένα! Πια.
Το κεφάλι μούδιασε κάτω απ' τα σεντόνια. 
Το κορμί δεν αντέχει τούτη τη στεναχώρια. 
Τα λόγια του πουλιού στ' αφτιά, σαν κασέτα: 
- Τιμωρήσου που εμπιστεύτηκες θνητή γυναίκα. Αν πετύχω τον καινούργιο, θα φτύσει δόντια. 
Το κεφάλι θα βρουν κολλημένο στα πόδια. 
Αν τον πιάσω, θα λυγίσει. Θα φτύσει αίμα!
Μου 'χες πει πως το δικό σου ανήκει σ' εμένα. 
Το άγγιγμά σου μ' ορίζει μέσα στις λάσπες. 
Κοιτάς μέσα στις κόρες, που μοιάζουν άδειες. 
Αν τον πετύχω, θα πέσει κάτω, 
θα νιώσει με τη μούρη Κριτής ασφάλτου.
Αν τον πιάσω, είναι νεκρός. 
Και δε θα νιώσω καν τύψεις. 
Πώς επέτρεψες σ' άλλον άντρα να σ' αγγίζει;

23 Ιουν 2024

«Όλα μαζί είδα να σβήνουνε τ' αστέρια μου!»

Στο νερό της βροχής ψάχνεις καταφύγιο. 
Να κρυφτείς. Προσπαθώ να βρω λέξεις, 
να πεισθείς, μα δε δύναμαι. 
Το βέλος φορά δεν τ' αλλάζεις. 
Ποτέ μου δε στόχευα να πιέσω. 
Δεν περίμενα, όµως, να μ' αφήσεις και να πέσω. 
Τώρα απ' τον ιστό σου πώς θα ξεμπλέξω; 
Δε βρίσκω τρόπο πια να την παλέψω! 
Ήταν οι ανάσες μου βαριές στο σκοτάδι. 
Όταν ο ήλιος έδυσε το βράδυ,
την επομένη ξανά δεν ανέτειλε. 
Κι όταν είπες πως κάτι μέσα σου έσβησε,
τ' ορκίζομαι πως κάτι μέσα μου πέθανε. 
Ζητώ την αλήθεια σ' αναμνήσεις, 
μα δε βρίσκω πώς σβήνουνε οι ψευδαισθήσεις. 
Να επιχειρήσω κάλεσμα ίσως αξίζει.
Τηλεφωνητής απαντά: η κλήση προωθείται, 
μετά τον ήχο το μήνυμα αφήστε.
 Αλλά το ξέρω σφοδρά πως με μισείτε.
Πως το κινητό στα χέρια σου δονείται.
Κατανοείς, πιστεύω, πως τρέμουνε τα χέρια, 
αφού όλα είδα να σβήνουνε τ' αστέρια. 
Μα το δικό μας αχνοφέγγει λίγο ακόμη.
Δεν το βλέπεις κι αυτό με σκοτώνει. 
Είναι ο τοίχος βαρύς μ' αναμνήσεις.
Κι η ντουλάπα αρωμάτων δονήσεις.
Το γρηγορότερο, είθε, να τηλεφωνήσεις. 
Σου έλειψε η γεύση των δακρύων να τονίσεις. 
Σκέφτομαι μετά καιρό να προσεγγίσω. 
Χρόνο να σου χαρίσω, μόνον μη σ' αφήσω! 
Τη μέρα που του πατρικού την πύλη θα διαβείς
-στον χρόνο πίσω γυρισμένη- να σε ακούσω να  πεις: - Πώς, αλήθεια, μπορούμε να χωρίσουμε; 
- Όπως συναντηθήκαμε, τότε θα απαντήσω.
Μακάρι, ξανά να μ' ερωτευόσουνα.
Ξέρω καλά πως ποτέ δε θα δεχόσουνα.
Πως όλες οι ελπίδες ανώφελες θα μοιάζαν. 
Κι αν ερχόμουν να σε ψάξω θα κρυβόσουνα.
Μακάρι, η ίδια να γινόμουνα 
εκείνη που παράφορα ερωτεύτηκες. 
Μα τρέμω στη σκέψη πως πέθανε αυτή μες 
στην υπερανάλυση, άρα εγώ τη σκότωσα. 
Μου λείπεις κι όλα γύρω είναι ασπρόμαυρα.
Σε σκέφτομαι κι, όταν κλείνω τα μάτια, 
βλέπω εικόνες πως της δίνεις τα χάδια σου 
και τρομάζω που, αν τη πετύχαινα, θα τη σκότωνα με γυμνά χέρια.
Στ' αλήθεια, προτιμάς να είσαι στη μέγγενή της. 
Στ' αλήθεια δε με νοιάζει που μ' αγγίζει άλλος. Πίνω ό,τι βρίσκω τριγύρω. Αδειάζω κάθε τύπο μπουκαλιού. 
Για τελευταία φορά: όλα μαζί είδα 
να σβήνουνε τ' αστέρια μου!


14 Ιουν 2024

«Έρχομαι, μαμά!»

 
Βγήκε έξω τρέχοντας, πανικόβλητη! Η ανάσα άτονη, σχεδόν δεν ανέπνεε. Ένιωθε πνιγμένη απ' τις φωνές, απ' τις τσιρίδες των άλλων συγγενών.  Έκατσε σ' ένα παγκάκι. Δεν είχε σκοπό να γυρίσει πίσω. Ανάσαινε βαθιά, σχεδόν ασθματικά. Μ' έναν τόνο σα ρυθμικό τρέμουλο. Το χτυποκάρδι της σιγά σιγά καταλάγιασε. Ηρέμησε. Ο γιατρός την ακολούθησε έξω. Την κοίταξε, έκατσε δίπλα της. Τη χάιδεψε το βλέμμα του. Ανεπαίσθητα. Από απόσταση. Εκείνη έγειρε το κεφάλι στον ώμο του. Ξέσπασε σε κλάματα. Τότε εκείνος την αγκάλιασε σφιχτά και την καθησύχασε. Όλα θα πήγαιναν καλά. Μια χαρά! Με τον καιρό όλα περνάνε, σχολίασε. 
  Πέρασαν έξι μήνες. Έξι μοναχικοί, αγοραφοβικοί μήνες. Ένα εξάμηνο τυρρανισμένο και τυραννικό. Εκείνη έπρεπε να είχε ξεχάσει. Τον θάνατο της μητέρας της, έως τότε. Τουλάχιστον, έτσι ισχυρίζονταν οι υπόλοιποι. Έτσι είχε συμφωνήσει και η ίδια με τον εαυτό της. 
  Ωστόσο σήμερα σηκώθηκε πολύ δύσκολα από το κρεβάτι της. Κάθε μέρα -που περνάει- κινείται όλο και πιο δύσκολα. Κάθε μέρα αποδεικνύεται πιο βαριά, πιο δύσκολη για κείνη. Να σηκωθεί, ν' ανοίξει το παντζούρι, ν' αντικρίσει το φως -που ακάλεστο εισβάλλει καθημερινά απ' τις χαραμάδες της σκουρόχρωμης κουρτίνας- . 
Να εισπνεύσει οξυγόνο απ' το ανοιχτό παράθυρο, να πει το τυπικό "καλημέρα... ευχαριστώ" σε κάθε "Μαλάκα" της απευθύνει λόγια παρηγοριάς. Να κατέβει τα σκαλοπάτια ένα ένα -αργά με σταθερό βηματισμό- προκειμένου να διεκπεραιώσει τ' αναγκαία της επιβίωσης ή του σπιτιού, που πια της φαντάζει τόσο ξένο κι άδειο!
  Δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι. Δεν άντεχε πια την υποκρισία! Δεν ήταν τίμιο ούτε γι' αυτήν ούτε για τον σύζυγό της. Μπαίνει, λοιπόν, στο σαλόνι απότομα εκείνο το πρωινό. Εισβάλλει κυριολεκτικά και δηλώνει: 
«Θα πάω στη δουλειά!» 
«Στη δουλειά; Τι θα κάνεις; Τι θα πεις;», της απαντά μισοσοβαρά. Κατ' ουσίαν ψιλοαδιάφορα, καθώς μοιάζει έτοιμος να βουλιάξει στον καναπέ. Με μια κούπα καφέ στο χέρι. Πάντοτε μ' αυτήν την κούπα-προέκταση του χεριού του. Το "δαιμονοκούτι", όπως το είχε βαφτίσει η μαμά, η τηλεόραση, σταθερά ανοιχτή. Πάντα κολλημένη στην ΕΡΤ 1. Προαιωνίως και δια παντός! 
  Βγαίνει απ' το σπίτι. Χωρίς να πάρει κλειδιά. Τα ξέχασε ίσως! Ή μήπως δεν είχε σκοπό να γυρίσει; Τρέχει στην πλατεία. Δε σκέφτεται τίποτε άλλο. Μόνο να τελειώνει! Μπαίνει μέσα στον Φούρνο. Ζητάει ένα μαχαίρι, παρακαλεί. Θα το επέστρεφε, δηλώνει. 
  Λίγες ώρες αργότερα τη βρήκανε νεκρή. Πνιγμένη στο αίμα. Πλημμυρισμένα θλίψη τα μάτια της. Αλήθεια πώς, με ποιο άθλιο μέτρο μετρά κανείς τη θλίψη του; Μ' ένα χαρτί παγιδευμένο στο δεξί χέρι. Έγραφε ολοκάθαρα, με μια κραυγή. Κεφαλαία!
«Έρχομαι, μαμά!» (Α. Θ.)

13 Ιουν 2024

«Γελοία μαριονένα...»

 
Μα...εκείνος δε σταμάτησε. Συνέχισε να σκαρφαλώνει. Σκαρφάλωσε ψηλότερα. Στο πιο ψηλό κλαδί. Εκείνη τη στιγμή  ένιωσα  να με διαπερνά κάτι. Ένας φόβος ασαφής. Τι φόβος, λέω; Με κυρίευε σχεδόν τρόμος. Κάτι φρικτό μήπως συμβεί. Κάτι που δεν άντεχα ν' αντικρίσω. Άξαφνα ένας θόρυβος! Σηκώνω το κεφάλι, τη στιγμή εκείνη, να δω αν είναι καλά. Δε βρίσκεται εκεί. Αυτόματα, το κεφάλι μου στρέφεται προς τα κάτω. 
«Όλα, οκ!», μου φωνάζει. Το  κλαδί που κρατούσε σφικτά, τον σταματάει απ' το να πέσει, να τσακιστεί. Ξεφυσάω μ' ανακούφιση. Που ήταν ακόμη εδώ, μαζί μου! Κοιτάζω προς τα πάνω. Σα να θέλω να ευχαριστήσω κάποιον. Που δε μου τον πήρε πρόωρα. 
«Πάμε πιο ψηλά;», ρωτάω. Απάντηση, δεν παίρνω. Γυρίζω το κεφάλι. Να τον δω ξανά. Μα, τώρα δε βρίσκεται εκεί. Εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, το μυαλό μου σταμάτησε.  Δε με κορόιδευε πια! Ήταν κάτω. Βρισκόταν στο έδαφος. Είχε πέσει -εδώ και ώρα-. Εγώ, όμως, δεν έλεγα να το αποδεχτώ. 
Ανατριχίλα πρωτόγνωρη με διαπέρασε! Έκλαιγα, ούρλιαζα πια. Χωρίς σταματημό. Άξαφνα έχασα τη δύναμη μου. Τα χέρια μου αφέθηκαν. Τώρα έπεφτα κι εγώ. Είχα αποδεχτεί τον θάνατό μου. Ταχύτερα από τον δικό του. Μα δε συνέβη γρήγορα! Γινόταν πολύ αργά. Σχεδόν βασανιστικά αργά. Σα να είχε παγώσει ο χρόνος. Έπεφτα σα να 'μουν πούπουλο σ' ανεπαίσθητο αεράκι. Έβλεπα το δέντρο. Να ψηλώνει, όλο και περισσότερο. Κι εγώ να μικραίνω, όλο και περισσότερο. Να συρρικνώνομαι, να βουλιάζω, να θάβομαι. Όλοι οι φόβοι είχαν αποσυρθεί. Δε φοβόμουν πια. Τίποτε και κανέναν. Έπεφτα και το απολάμβανα! Επιτέλους, θα πήγαινα  μαζί του! Σηκώνω τα χέρια ψηλά. Να νιώσω τον αέρα να διαπερνά τα ακροδάχτυλά μου. Αίμα τρέχει από αυτά. Μα, γιατί; Μήπως τραυματίστηκα; Μια προεξοχή; Κάποιο κλαδί; 
   Η πόρτα άνοιξε. Πού βρισκόμουν; Τι ήταν αυτή εδώ; Οικεία και ψυχρή. Μα πάντοτε κατάλευκη. Μπαίνει μέσα μια νοσοκόμα με ένα κρεβάτι συρόμενο. Θέλει να με πάει στο ασθενοφόρο; Αναρωτιέμαι. 
«Είσαι καλά;», με ρωτά. Με μια ζεστασιά σπάνια στη φωνή. Σχεδόν τρόμαξα από τη θέρμη του ενδιαφέροντος. Μα δεν πτοήθηκα. Τίποτε και κανείς δε θα με σταματούσε πια! 
«Ναι, μια χαρά!» της απαντώ. 
«Σε λίγο θα βρίσκομαι κοντά του!» 
Με κοιτάζει παράξενα. Σχεδόν τρομαγμένη. Πάντως, νοιάζεται! Προσπαθεί να με συνεφέρει. Κλείνω τα μάτια και φεύγω. Οριστικά και αμετάκλητα. Δίχως επιστροφή. 
Το φυσικό μου σώμα τραντάζεται ρυθμικά, απ' τις επαναλαμβανόμενες απόπειρες ανάνηψης. Με παρακολουθώ. Πλήρως αμέτοχη πια. 
Πόσο γελοία Μαριονένα γίνεται ο Άνθρωπος! Συχνότατα. Πολλή καληνύχτα σας, φίλτατοι! 
(Α. Θ.)

«Όνειρα...»

Όνειρα: πλοία για ταξίδια μακρινά, κουπιά σε δύσβατες πορείες,   τιμόνι πρόσκαιρης ανωφέρειας, που γρήγορα ανταμώνει μιαν ευθεία.   Κι εγώ καπετάνιος, στο απλό, στο εύκολο, μα και στο δυσχερές. 
Στο κακοτράχαλο ή στο γελοίο ακόμη. 
Οδηγός σοφός και σώφρων. 
Κάποτε ίσως λιγάκι ριψοκίνδυνος. 
Οδηγός, έστω κι αν κάποτε ναυαγήσει το Όνειρο, κι αν διαλυθεί στους πέντε ανέμους 
ή διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη. 
Εγώ πάλι καπετάνιος θα μένω!
Πάλεψε, λοιπόν, το όνειρο, 
μέχρι να γίνει αλήθεια.
Ώσπου ν' αγγίξει τη γη, 
να προσεγγίσει τον φθαρμένο οίκο,
 να σταθεί μπρος στην κλίνη σου,
ν' ασπαστεί τα ροζιασμένα δάχτυλα,
εν τέλει, να στρωθεί στα γόνατά σου.
Όλοι κυνηγούν το όνειρο. 
Τι γίνεται με όσους δεν το βρίσκουν; 
Κυνηγούν Χίμαιρες, την Τύχη; Τη Μοίρα τους μήπως; Ή τελικά η Ζωή είναι διώκτης τους; 
Τους ωθεί, τους σπρώχνει, τους κατακρεμνίζει.
Ψευδαισθήσεις είναι τα Όνειρα! 
Όσο τα κυνηγάς στον ξύπνιο, 
τόσο αυτά διαφεύγουν. Κι έπειτα 
μ' ένα θράσος περισσό σε βρίσκουν 
από μόνα τους σ' ανήσυχους ύπνους. 
Με κάτι από Εφιάλτη μοιάζουν.
Αδύναμα τα όνειρα μπροστά 
στο θέλημα της Μοίρας. 
Ποτέ μην ησυχάζεις! 
Τη μοίρα μας εμείς τη φτιάχνουμε. 
Ουδείς δεν τη σμιλεύει ορθότερα, 
από δύο χέρια θεληματικά. 
Δύο χέρια αγώνα, μ' ένα βαθύ 
χαμόγελο στο παγωμένο χείλος.
Δύο χέρια φωτοστέφανο της όποιας Αδικίας! (Π.Δ.)

22 Μαΐ 2024

«Αληθινά, σ’ αγάπησα…»

 
Σ' αγάπησα, 
όπως στεκόμουν στ’ αντικρινό μπαλκόνι. 
Σ’ αγάπησα έστω κι αν ποτέ δε σου μίλησα. 
Σ’ αγάπησα 
κι ας μην γνωρίστηκαν τα βλέμματα 
κι ας μην αντάμωσαν 
τα βήματα 
κι ας μην αγγίχθηκαν ποτέ τ' ακροδάχτυλα μας. 
Εντέλει κι ας μη μ’ αγκάλιασες ποτέ σου!



Σε αγαπούσα κι όταν δε σ' έβλεπα 
κι όταν δε ήσουνα εκεί 
κι όταν με πότιζε η απουσία σου.
Σε αγαπούσα, όταν πόνους σου μου διηγιόσουν, 
ενώ, παράλληλα, αμελούσα τους δικούς μου.
Σε αγαπούσα, όταν παράπονα εξέφραζες 
κι ας είχα δικά μου να υποβάλλω.
Σε αγαπούσα, ενώ βαθύτατα πονούσα,
κάθε που κατηγόριες εκτόξευες διόλου 
πως δε σ’ αγάπησα. Ναι, σ' αγαπούσα, 
όταν πλάι μου στεκόσουνα, κι ας 
σ' ένιωθα χιλιόμετρα μακριά. Ναι, 
σ' αγαπούσα, σα στο πίσω κάθισμα 
καθόμαστε, ακούγοντας αγαπημένα σου τραγούδια, που σύντομα γινήκανε δικά μου.
Σε αγαπούσα κι ας μην το έλεγα 
κι ας μη το έβλεπες κι ας μην το έγραφα 
απάντηση στο μήνυμά σου.

Σε αγαπούσα με τον τρόπο τον δικό μου. 
Μέσα στον φόβο τον δικό μου, τις πίκρες, 
τα δικά μου παράπονα και τις προσωπικές ιδιοτροπίες. Ναι, αληθινά σ’ αγάπησα 
κι ας μη σε γνώρισα. Κι έτσι απλά 
σε πόθησα -καθισμένη και όρθια, ίσως 
κυρίως κλινήρης- στο αντικρινό μπαλκόνι! (Α.Θ.)

7 Απρ 2024

«Δια βίου, μέσα του...»


Κάθε που εκπνέω, ένα όνειρο χάνεται, 
έν' άστρο που κάποτε ίσως άγγιζα.
Ένα στερέωμα που παρ' ολίγον θα διένυα. 
Κάθε που ένα βήμα επιστρέφει, διχοτομούνται ελπίδες. Κι όλο βυθίζομαι, γερνώ, περιστρέφομαι,αναδύομαι. Αφαίρεσαν την όραση και έμεινα τυφλός. Εθίστηκα στην ερημιά της ύπαρξης. Ξεπέρασέ το! Δεν εντοπίζομαι.
Κι ούτε συχνά επιθυμείς την αναζήτηση! Δύσκαμπτη η επάνοδος στη νόρμα. 
Στη συσκότιση, το αβίωτο 
κι η σκοτοδίνη δεν ανιχνεύονται. 
Λογισμούς αλγεβρικής παράστασης θυμίζουν τόσες εμμονές. Κάθε υπερανάλυση αθλίως 
με υποσκάπτει, ενδόμυχα οδεύει, ως αίλουρος διέρχεται, τα σώψυχα λυμαίνεται.
Ανοίξανε τα μάτια μου, συνομιλώντας με τις νότες. Ενδύθηκα τη μαγική αντίσταση, 
να υπερβώ το αύριο, να εκτιμήσω το παρόν, 
να σβήσω κάθε παρελθόν. 
Άγγιξε τη γενετική ροή! 
Εφόσον αρέσκεσαι, όπου μένω τυφλός, 
τα μάτια σου απόθεσε! Δαίμονες αναζητάς 
στις πράξεις, μα προτίμησε την ενδοσκόπηση. Εκεί τίποτε δεν κρύβεται. Το σώμα είναι 
η φυλακή του κτήνους. Υποδόρια διαβιεί, 
μ' αλίμονο θα γεννηθεί οσονούπω. 
Βράδια τραγέλαφος, ζωτικά όργανα τίκτω. Διαθέτω μια ξύλινη, παγωμένη καρδιά. 
Ο τερμίτης μου αναδεικνύεσαι. 
Η αγάπη εξανεμίζεται πέρα απ' τον δικό σου κύκλο. Η δική μου αγάπη ναυάγησε, κρυφοκοίταξε το σπίτι! Πριν το ξεστομίσω, ακονίζω κάθε πλευρά, οπότε σχόλια 
χάλκευσης του στίχου δε μ' αγγίζουν. 
Προτού εξωτερικεύσεις, αυτοκατανοήσου! 
Η αμφισβήτηση δεν κάνει αίσθηση κατόπιν. 
Έχω σφραγίσει τις διόδους στο δέρμα, 
να μην κλαπεί για μια φορά ακόμη. 
Ό,τι αντικρίζεις είναι κάλπικο, 
το παιδικό μυαλό σε συρτάρι φυλάσσεται. Ευλαβικά, να μου θυμίζει πως άλλοτε υπήρξα αιθεροβάμων. Κάποτε ονειρεύτηκα κι εγώ! Εγκλωβίζω ό,τι αγαπώ σε τμήμα 
του νου ασφυκτικά το φυλακίζω. 
Το μετονομάζω καρδιά στη συνέχεια. 
Το μεταφέρω σ' αρχείο, διατηρητέο στο άπειρο. 
Να έχω μια κόπια σε ηχείο, άμα φύγω.
Έχω σταυρώσει αυτό το σώμα δεκάδες φορές. 
Κι όσο δε βλέπεις τα καρφιά, 
το βάθος επιφανειακά το προσεγγίζεις. 
Κατά συνείδηση, αποφαίνεσαι. 
Άμα με συναντήσεις ποτέ, στρίψε! 
Εγώ ανάγκη κανενός δεν έχω. 
Καλύτερος φίλος ενός παιδιού η μητέρα. 
Ποτέ δεν πεθαίνει, ποτέ δεν παραιτείται, 
πάντοτε αγρυπνεί. Ζει, δια βίου, μέσα του!

3 Απρ 2024

«Μικρή, πτωχή Ελλάδα, συγχώρησέ μας...»

Αν υπήρχε στ' αλήθεια ένας μαγικός τρόπος να ταξιδεύσω κάπου, θα πήγαινα σ' έναν απομονωμένο παράδεισο στον Ειρηνικό Ωκεανό. Θα ταξίδευα σε πρασινογάλαζες παραλίες, με τ' απόκρημνα βράχια και τους φιλικούς ανθρώπους. Θα έπαιρνα μαζί και μια αιθέρια ύπαρξη. Τη μαμά μου μιας κι είναι αγαπημένη φίλη. Μαζί της θα ταξίδευα στο μαγικό νησί. Θα ζούσαμε σ' ένα ξύλινο σπιτάκι πλάι στην παραλία. Εκεί οι παραλίες από λεπτή, λευκή άμμο θα ζέσταιναν το κορμί και την ψυχή μας. Τα γαλάζια τους νερά -αντανακλώντας το φως του ήλιου- θα θάμπωναν πότε πότε το γαληνεμένο πια βλέμμα. Πιο πέρα εξωτικά φυτά με ζωηρά χρώματα κι αρώματα πρωτόγνωρα. Ένας αέρας τόσο καθαρός που  μόνο το άρωμα των λουλουδιών θα νιώθαμε να διαπερνά τα ρουθούνια μας. Τα πουλιά θα κελαηδούσαν μελωδίες γλυκές, πλούσιες σε θέρμη και διάχυτη ευτυχία. Μια ατμόσφαιρα, γεμάτη αρμονία και γαλήνη. Αυτή θα πρόσφερε τη δυνατότητα ν' ανακαλύψουμε πράγματα που επιμελώς μένουν κρυμμένα στον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο. Άγριους καταρράχτες, ήρεμες, διαυγείς λίμνες και πυκνόφυτα δάση με οργιώδη βλάστηση. Ζώα -οικεία κι ανοίκεια- φιλικά και παιχνιδιάρικα θα μας περιτριγύριζαν σε μια ομαλή φυσική συνύπαρξη με τον ανθρώπινο παράγοντα. Λίγο πριν το βράδυ θ' απολαμβάναμε το ηλιοβασίλεμα. Θα χαλαρώναμε πλάι στον ήχο των κυμάτων. Δε θα χρειαζόμαστε πια τα κινητά. Αυτό που θα ζούσαμε θα σκηνοθετούσε τη δική μας ταινία περιπέτειας. Εκεί δε θα μας ανησυχούσε διόλου η εμφάνιση. Πώς θα φαινόμαστε ή πώς θα μοιάζουμε. Επειδή εκεί ανασφάλειες δε θα υπήρχαν! Θα ζούσαμε χαρούμενα κι ελεύθερα. 
   Αυτός είν' ο τέλειος προορισμός! Για να ξεφύγουμε απ' την πεζή, ρηχή καθημερινότητα, να συνομιλήσουμε με το είναι μας, να σκύψουμε στα ενδόμυχα. Κι έτσι απλά ν' ανανεώσουμε σώμα και πνεύμα, να γεφυρώσουμε την ψυχή με τη συνείδησή μας. Μικρή, πτωχή Ελλάδα, συγχώρησέ μας για την προδοσία! (Π.Η.)

7 Μαρ 2024

«Έρχεται η Αγάπη...»

Είναι 17:00 το απόγευμα. Σκέφτομαι να πάω μια βόλτα μόνος. Στα στενά της Αμερικής που δεν έχω πάει ακόμη, όσο καιρό ζω εδώ. Με την κοπέλα μου χώρισα.         Ετοιμάζομαι και βγαίνω απ' το σπίτι. Περνάω από κάποια στενά, λίγο περίεργα, κι έχω μία αίσθηση απροσδιοριστίας, άγχους, ασαφούς φόβου. Δεν ξέρω ακριβώς τι νιώθω. Οι τοίχοι πλημμυρισμένοι γκράφιτι, οι δρόμοι άτονα φωτισμένοι, με χλωμές λάμπες σε αραιή διάταξη. Από ό,τι έχω καταλάβει πρόκειται για μια από τις περιοχές με συνήθεις θαμώνες τα «ζωηρά παιδιά της νύχτας». 
    Κάποια στιγμή, ακούω φωνές. Νομίζω είναι γυναικεία η κυρίαρχη φωνή. Δεν ξέρω από πού ακριβώς έρχονται. Νομίζω ότι είναι κάπου κοντά! Προχωρώ λίγο, πιο τρομαγμένος από ποτέ. Δε βλέπω τίποτε, ακόμη. Οι φωνές σταματούν. Ησυχία! Δεν ακούω τίποτε πια. Προχωρώ κι άλλο. Μετά από λίγο ακούγονται ξανά. Οι ίδιες φωνές. Τώρα πλέον τρέχω, μήπως κι εντοπίσω την πηγή των φωνών. Τρέχω, τρέχω, τρέχω αδιάκοπα.
   Στρίβω στο επόμενο στενό. Εκεί μένω άφωνος με ο,τι αντικρίζω. Δεν ξέρω τι να κάνω: να μείνω και να βοηθήσω ή να φύγω; Αποφασίζω να συνδράμω. Οι αρχές που μ' έθρεψαν δεν επιτρέπουν τη φυγή! Έβλεπα κάτι άνδρες με μια κοπέλα. Δεν κατάλαβα ακριβώς τι της έκαναν. Πλησιάζω, φωνάζοντας: «What are you doing?»
   Την παρατούν αιμόφυρτη. Κινούνται επιθετικά προς το μέρος μου, αλλά δεν πανικοβάλλομαι. Σταματούν μπροστά μου και μου απαντούν με μία θρασύδειλη απειλή, όλως παραδόξως σε άψογα, αγοραία ελληνικά: «Ηλίθιε Βλαχοέλληνα! Τα  αγγλικά σε μάραναν! Τι θες από εμάς; Ψάχνεσαι για φάπες, ρε; Δεν βλέπεις ότι ενοχλείς; Έχουμε δουλειά σοβαρή! Φύγε, να μην έρθει κι η δική σου η σειρά!» 
   Σε λίγο θα μείνουν άναυδοι απ' την αντίδραση, που τους επιφυλάσσω. Γελάω ειρωνικά, τόσο δυνατά που σχεδόν αγγίζω  την υστερία. Για να τους προκαλέσω, σχολιάζω με ελαφρύ μειδίασμα: «Δεν μπορούσα καν να σας φανταστώ ως Έλληνες! Θυμίζετε περισσότερο αλήτες ή μικροκακοποιούς. Σιγά, που θα σας φοβηθώ, γελοία ανθρωπάκια!»
   Όρμησαν πάνω μου, σα λυσσασμένα θεριά. Αυτό, όμως, απεδείχθη κι η «σχίλλειος πτέρνα» τους. Καθώς επιχειρούσαν να με χτυπήσουν, τους απέφυγα αστραπιαία. Κι έπειτα αντεπιτέθηκα. Με απλά λόγια, ξέσπασε άγρια πάλη! Η κοπέλα -διπλωμένη τόση ώρα σε μια γωνιά- σχεδόν είχε συρρικνωθεί. Καθόταν βουβή, αμίλητη, με μια αστραπή τρόμου στο βλέμμα. Παρακολουθούσε πλήρως αδύναμη, χωρίς να μπορεί να κάνει το παραμικρό. Εν τέλει, οι «νταήδες» αποχώρησαν ντροπιασμένοι απ' την παταγώδη αποτυχία, κοινώς το «έβαλαν στα πόδια». Για καλή μου τύχη είχα μαύρη ζώνη στο καράτε. Έτσι, όταν υπήρχε πραγματική ανάγκη, ήξερα και να δέρνω, εκτός από άμυνα. 
   Έτρεξα κατευθείαν στην κοπέλα, να δω αν είναι καλά. Αίματα έτρεχαν από τη μύτη και το στόμα της. «Are you οκ?»
«Μάλλον! Έτσι νομίζω. Ελληνίδα είμαι κι εγώ. Με πονάνε κάπως οι πληγές μου, αλλά πιστεύω πως δεν είναι κάτι σοβαρό!» 
«Τι σου έκαναν τα καθίκια; Αν θέλεις, απαντάς!»
«Περπατούσα στην περιοχή, με είδαν και...»
Τη σταμάτησα. «Μη μιλάς άλλο! Πάμε σπίτι, να σε καθαρίσω απ' τα αίματα! Μετά θα μου τα πεις, με κάθε λεπτομέρεια! Απάντησε ένα ξερό «Εντάξει» και τη βοήθησα να σηκωθεί. 
«Δε θα ρωτήσεις πώς με λένε;»
«Συγνώμη, το ξέχασα! Πώς σε λένε;»
«Αυγή! Εσένα;» 
«Αλέξη! Χάρηκα! Ας πούμε, δηλαδή!»
    Συνεχίσαμε να περπατάμε ως τ' αυτοκίνητο, που ήταν παρατημένο λίγο πιο κάτω. Φτάσαμε, της άνοιξα την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι, επικρατούσε απόλυτη σιωπή στο αμάξι. Νιώθαμε και οι δύο λίγο παράξενα κι αυτό φαινόταν καθαρά.
«Λοιπόν, φτάσαμε!»
«Είναι πολύ ωραίο, απ' έξω!»
 Δε μίλησα. Την πήρα απ' το χέρι, για να μπούμε μέσα. Ένιωσε άβολα, αλλά δεν τράβηξε το χέρι της. Μόλις μπήκαμε μέσα, ξετρελάθηκε με το σπίτι. «Oh, my God! Είναι πολύ όμορφο!»
«Thank you!»
«Τ' αγγλικά δεν τα ξεχνάμε πάντως!» Σχολίασα, για να ελαφρύνω κάπως την ατμόσφαιρα.
« Άουτς!», έκανε κι έπιασε την πληγή που είχε στο στόμα της. Πήγα κι έφερα  Betadine, Hansaplast κι ό,τι άλλο χρειαζόταν για τις πληγές. Έκατσε στον καναπέ. κι άρχισα να της σκουπίζω τρυφερά και πολύ προσεκτικά τα αίματα.
«Άουτς!» Της ξέφυγε γι'άλλη μια φορά.
«Συγνώμη! Εεε, είμαι νοσηλευτής. Σε παιδιατρική κλινική και ξέρω από αυτά.
«Εγώ, όμως, δεν είμαι πια παιδί!» Σχολίασε, πειράζοντας με. Αυθόρμητα αρχίσαμε να γελάμε.
«Δεν έχει καμία σημασία αυτό! Μοιάζεις σαν κοριτσάκι. Αλήθεια, μοιάζεις! Πόσο χρονών είσαι;
«Πριν λίγες μέρες έκλεισα τα 20. Εσύ;»
«Κι εγώ 20 είμαι! Καθόλου δε φαίνεσαι, περισσότερο για 18 μοιάζεις.»
«Ευχαριστώ, χαχα!»
«Λοιπόν, τελείωσα!»
«Ευχαριστώ άλλη μια φορά. Πολύ! Τι θα έκανα, αν δε βοηθούσες; Θα με είχαν σαπίσει στο ξύλο, σίγουρα!»
«Χάρηκα που σε βοήθησα.»
«Εγώ να πηγαίνω σιγά σιγά...»  
    Μπήκα μπροστά της και την εμπόδισα. Για να μην φύγει: «Δε θα πας πουθενά! Δε θα σε αφήσω μόνη σου, εκεί έξω!»
«Δεν είμαι πια μωρό! Ξέρω να προσέχω τον εαυτό μου.»
«Ναι, γι’αυτό έγινες έτσι. Σήμερα θα κοιμηθείς εδώ! Τελεία και παύλα!» 
«Μα…» 
«Δεν έχει μα...»
«Εντάξει, αλλά, δεν έχω ρούχα για ύπνο.»
«Θα σου δώσω ένα πουκάμισό μου. Και φυσικά θα κοιμηθείς στο κρεβάτι μου!»
«Τι; Δεν το δέχομαι! Κι εσύ; Πού θα κοιμηθείς;»
«Στον καναπέ!»
«Σίγουρα;»
«Ναι!» Μου έδωσε το «εντάξει» κι -επειδή η ώρα είχε πάει 21:00- έβαλα να φάμε κάτι. Πεινούσαμε κι οι δύο τόσο πολύ! Μετά πήγα να της φέρω ένα πουκάμισό μου, να φορέσει, της έδειξα το δωμάτιο και την άφησα ν' αλλάξει ρούχα. Τη ρώτησα αν ήθελε να κάνει μπάνιο, αλλά ήταν κουρασμένη και ταλαιπωρημένη. Ήρθε στο σαλόνι να μου πει καληνύχτα και πήγε για ύπνο. Η βραδιά κύλησε ήσυχα. Ήμουν ξύπνιος έως αργά το βράδυ, επειδή την σκεφτόμουν συνεχώς. Κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος, επιτέλους!
   Το πρωί, όταν ξύπνησα, αυτή ακόμη κοιμόταν. Είναι τόσο όμορφη, όταν κοιμάται!
«Καλημέρα!» Μου λέει. Την καλημέρισα κι εγώ μ' ένα γλυκό χαμόγελο. Φάγαμε πρωινό. Πήγε να βάλει τα ρούχα της και να ετοιμαστεί για αποχώρηση. Μπήκα μπροστά της. Η αλήθεια είναι πως μου άρεσε να έχω κάποιον μέσα στο σπίτι για παρέα.
«Γιατί μ' εμποδίζεις να φύγω; Τι έγινε;»
«Θέλεις να φύγεις;»
«Δεν πρέπει;»
«Τίποτε δεν πρέπει! Δεν έχω κανένα πρόβλημα, αν θέλεις να κάτσεις κι άλλο.»
« Όχι, είμαι εντάξει. Μια χαρά!»
«Εντάξει, λοιπόν! Ελπίζω να τα ξαναπούμε! Έχεις τον αριθμό μου;»
«Ναι. Εσύ, τον δικό μου;»
«Ναι, φυσικά!» Με χαιρέτησε.Γυρισε την πλάτη κι άρχισε ν' απομακρύνεται. Και εγώ σκεφτόμουν: «Γιατί την αφήνεις να φύγει; Αφού την αγαπάς! Τρέξε πίσω της! Σταμάτησε την!» Όταν συνήλθα απ' τις σκέψεις μου, η Αυγή είχε ήδη φύγει. Είχε χαθεί απ' το οπτικό μου πεδίο. Έτρεξα στον δρόμο μήπως την προλάβω, αλλά τίποτε. Καμιά ένδειξη της πρότερης παρουσίας της.
  Πέρασε ένας μήνας και τη σκεφτόμουν διαρκώς. Μια μέρα, στον δρόμο για τη δουλειά, όπως περπατούσα, την είδα. Ναι, την είδα, αυτή ήταν! Έτρεξα να τη σταματήσω για μια φορά ακόμη. Την αγκάλιασα κι αρχίσαμε να μιλάμε. Την κάλεσα να έρθει απ' το σπίτι, για να πιούμε καφέ. Πέρασε η μέρα. Όταν θα έφτανε το Σάββατο, θα ερχόταν για τον καφέ, που είχαμε κανονίσει. 
«Καλώς την! Πέρασε μέσα.»
«Ευχαριστώ. Τι κάνεις;»
«Μια χαρά. Εσύ;»
«Καλά, λέω!» Καθώς πίναμε τον καφέ, βρήκα τη δύναμη να της πω αυτά που ένιωθα για εκείνη. 
«Εεμ, θέλω να σου πω κάτι.»
«Πες μου, σε ακούω!»
«Είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Και ναι, είμαι απολύτως σίγουρος. Δεν έχω καμιά αμφιβολία. Σε σκέφτομαι συνέχεια. Ούτε λεπτό δεν έφυγε ο νους μου από τη σκέψη σου.»
«Εεμ,δεν ξέρω τι να πω...»
«Θες να γίνεις κοπέλα μου;»
 «Ναι, πράγματι το θέλω κι εγώ. Πολύ. Σε αγαπάω, αληθινά.»
«Κι εγώ. Δεν ξέρω πώς συνέβη, αλλά συνέβη.»
 Την αγκάλιασα κι έμεινε σπίτι μου για βράδυ. Κοιμηθήκαμε αγκαλιά.        
 5 Μήνες μετά: «Σήμερα έχω τα γενέθλια μου. Μου είπε πως είναι έγκυος! Την έσφιξα στην αγκαλιά μου και της απάντησα πως την αγαπώ τρελλά! Ξέχασα να σας πω: εδώ και τρεις  μήνες, είμαστε πια παντρεμένοι.»
 5 Μήνες μετά: Η Αυγή γέννησε κι εγώ έγινα μπαμπάς. Είμαι πολύ προσεκτικός με τη μικρή! Ναι, καλά καταλάβατε! Κοριτσάκι είναι και θα την ονομάσουμε Αγάπη. Είναι μόλις ενός μήνα. Λατρεύω το χαμόγελο αγαπάω και των δύο, όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Ο ορισμός της Ευτυχίας για μένα!




 

4 Μαρ 2024

«Η επερχόμενη συνάντηση...»

Περπατά στην παραλία, μόνη. Είναι άδεια. Μόνο ένας άνδρας -λίγο πιο πέρα- κάθεται σ' έναν γκρίζο βράχο, φανερά προβληματισμένος. Αδιαφορεί για το τοπίο. Αν και ο καιρός είναι μουντός, η ομορφιά του δεν κρύβεται. Ο ήλιος έχει δύσει νωχελικά. Σκοτεινιάζει σε λίγο και οι σκέψεις κατακλύζουν βαθμιαία το μυαλό τους. Πλησιάζει τον άνδρα και κάθεται δίπλα του. Δε γνωρίζονται. Κανείς τους δε μιλά. Δεν είναι μεγάλος σε ηλικία, ωστόσο μοιάζει να έχει ταλαιπωρηθεί στη ζωή του. Άλλωστε ποιος δεν έχει ταλαιπωρηθεί, δεν έχει παλέψει δυσκολίες, δεν έχει κυνηγήσει χίμαιρες; Αυτός παίρνει μια βαθιά ανάσα και σχολιάζει με σιγανή φωνή: «Γιατί να μην είμαστε ελεύθεροι; Γιατί παλεύουμε στη ζωή; Ποιο το νόημά της;». Δεν του απαντάει άμεσα, δεν το θεωρεί πρέπον. «Μήπως να μην προσπαθούμε να ξεφύγουμε από την κατάσταση; Μήπως να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε, για να επιβιώνουμε σ' αυτήν;» απαντά διστακτικά η γυναίκα, προσπαθώντας να δώσει στα λόγια της έναν τόνο αισιοδοξίας. 
  «Ποιος έχει το κουράγιο, τη φωνή να μιλήσει για όλα αυτά;». Ένας πόνος αναδυόταν ρωμαλέα απ' τη φωνή του. Ακουγόταν αγανακτισμένος. Ήταν, όμως, απλά απογοητευμένος. Κοίταξε τη γυναίκα και μετά την ήρεμη θάλασσα. 
  «Η κατάσταση απαιτεί να ουρλιάξουμε, αλλά εμείς μένουμε σιωπηλοί. Ή μήπως μας αναγκάζουν;». Απάντηση δεν πήρε. Η γυναίκα έγειρε πάνω του και τα μαλλιά της χάιδεψαν το πρόσωπό του. Συνέχιζαν ν' αγναντεύουν θλιβερά τον ορίζοντα, και οι δύο. Της έπιασε το χέρι. Ήταν παγωμένοι. Τα χέρια τους στοιχειωδώς λύγιζαν. Ωστόσο, το άγγιγμά τους -αργά, αλλά σταθερά- ζέσταινε τον εσώτερο εαυτό. 
    Δεν γνωρίζονταν. Δεν είχαν καν συστηθεί, αλλά ένιωθαν σα να γνωρίζονταν χρόνια. Και έμειναν απλώς εκεί. Σκέπτονταν, πιθανότατα, πως είχαν βρει το καταφύγιο τους. Επιτέλους! Ο αέρας ήταν παγωμένος. Χτυπούσε τα πρόσωπά τους δυνατά, σκληρά, αδυσώπητα. Αυτός κοίταξε τη γυναίκα, αυτή κοίταξε τον άνδρα. Και σιωπηλά ανανέωσαν την υπόσχεση μιας επερχόμενης συνάντησης...

3 Μαρ 2024

«Τις πταίει; (01/03/2023)»

Σκέψη σκληρή, αδυσώπητη, ατέρμονη.  
Μοναδική συντροφιά σε βαθύ σκότος: 
«Συνέβη, όντως;»  
«Τις πταίει; 
Για ποιαν αιτία ποταπή;»  
Ένα μερίδιο σου αποκολλήθηκε. Το πιο Σημαίνον. 
Ασθενεί.
Εξανεμίστηκε. Εξαϋλώθηκε. 
Μοιάζει αφόρητα οδυνηρή η απουσία. 
Παλεύεις να σφραγίσουν τα βλέφαρα ολίγον.
Ώρες αέναης αϋπνίας, αφόρητης άπνοιας.  
Επίγεια η κόλαση! Στήριγμα ουδένα 
σ’ ένα αύριο αβέβαιο, στο μέλλον που θολό αναδύεται! Περιμένεις -μέρα τη μέρα- 
τον Πανδαμάτορα. Να λειάνει ό,τι λαξεύεται:  
τον πόνο της απώλειας όσων «ταξίδευσαν»
έξαφνα, δίχως στερνό αντίο. 
Αντ’ αυτού -μέρα τη μέρα- η φυγή εγγράφει 
εις βάθος, απομένει λείψανο η θλίψη. 
Θεριεύει, γιγαντώνεται. 
Θεριό ανήμερο μιας οργής αδικαίωτης: 
«Τις πταίει; Για ποιαν αιτία ποταπή;»   
Ό,τι απέμεινε σπέρνει δριμύ 
κατηγορώ, άπειρα ερωτήματα: 
«Πού πήγε κι εγκλωβίστηκε, πού σε άφησε; 
Γιατί δεν είναι πλάι, να σου βαστά χέρι τρεμάμενο, να λούζει ομορφιά τη μέρα,  
να αγκαλιάζει με χαμόγελο το χάδι σου;».  
Γνωρίζεις! Μα, θυμός αναστέλλει τη μοιραία αποδοχή. Θα επωμισθεί κάποιος το άχθος;  
Ρωτήστε άπαντες, παρόντες και απόντες: «Υφίσταται ουδείς;» Επείγεσαι, χρείαν έχεις δικαιολογίας εύλογης, να ανασυρθείς 
στην επιφάνεια. Σε καταπίνουμε τα 
Τάρταρα, ακόρεστα. Μα -μέρα τη μέρα- 
ο Πανδαμάτωρ θ’ απαλύνει την ένταση.
Η έσω φωνή θα μεταβάλλεται, θα σκληραίνει, 
θα χαλκεύεται. «Πώς αλλιώς;»
Φοβάσαι να δεθείς ξανά, να δοθείς 
άνευ όρων, δίχως ενδοιασμούς.
Οι αναμνήσεις βαστούν γερά, σ’ αλυσοδένουν:
Μα, «Τις πταίει; Για ποιαν αιτία ποταπή;» 
Σιγή ιχθύος, βοώντος δόλια, εν τη ερήμω!

31 Ιαν 2024

«Υπερήφανος εν Ζωή»

 
 Η ζωή έχει τα πάνω και τα κάτω της. 
Νοσταλγώ τα όμορφα.
Θυμάμαι ποιους είχα πλάι μου στα δύσκολα. 
Μισώ τον θάνατο, όσο αγαπώ τη ζωή. 
Εκείνη μου έδωσε κάποιον να αγαπώ. 
Εκείνος μου τον πήρε. 
Θα μου άρεσε να πω αντίο. Να είχα μια ευκαιρία αποχαιρετισμού προτού τον αποχωρισμό! Για μια μόνο φορά. 
Χωρίς να σε γυρίσω, με θρήνους και ξεσπάσματα. 
Να νιώσω για λίγο ελεύθερη. Να σταματήσει 
να στοιχειώνει το μυαλό η τρισάθλια σκέψη 
πως σβήνεσαι, πως σε ξεχνώ. 
Ξεχνώ, αλήθεια, τη μορφή σου, τη φωνή σου. 
Ξεχνώ να σε επισκεφτώ. Ίσως, επειδή το έχω πράγματι ανάγκη. Έχω ανάγκη να ξεχαστώ, 
με τις ομορφιές του κόσμου των ζωντανών. 
Να αντιμετωπίσω τα δυσάρεστα, 
κάνοντάς σε να με καμαρώνεις. 
Κάνοντάς σε να δακρύζεις από περηφάνεια. 
Να σ' αφήσω κι εσένα ελεύθερο!
Να σε παρασύρει ο άνεμος. 
Κι, όταν κουραστείς, να σ' απηθώσει 
στην επιφάνεια του νερού, τρυφερά κι απαλά. 
Κι έπειτα να σε δω να βυθίζεσαι αργά, 
στην αγκάλη του κύματος ως την ψυχή 
του ωκεανού. Κι αυτός να σε κρατήσει εκεί. 
Πιο πολύ απ' όλα, όμως, θα μου άρεσε 
να σε κάνω υπερήφανο νωρίτερα, προτύτερα, 
εν Ζωή!

 

27 Ιαν 2024

«Να σ' εμπιστευτώ;»

Πες μου, γιατί να σ' εμπιστευτώ, αφού μόνη  να ζήσω μπορώ; 
Μέρες που ζητώ να εκφραστώ, μες στον καθρέφτη ψάχνω να 
με βρω...
μα αδυνατώ. Νιώθω πως απ' το σώμα μου λείπω καιρό.
Και απορώ: νομίζεις πως στ' αλήθεια βρίσκομαι εδώ; 
Κι αναρωτιέμαι: άραγε έμοιαζα πάντοτε στο κτήνος αυτό; Κοίταξε τα μάτια μου! 
Από πότε, άραγε, θυμάσαι ετούτο το κενό; 
Εντόπισες στο σώμα μου πέρασμα ψυχής 
και στα σαγόνια μου βρέθηκε έξοδος να βγεις.    Ήταν στενωπός, μα έμοιαζες άτρωτος.
Μ' άγγιξες και τσάκισες το 'να μου φτερό, 
τώρα δίχως άλλο μένεις μοναχός.
Έπειτα πίσω γυρνάς, λες σ' αγαπώ 
και ζητάς ξανά να κρεμαστώ. 
Σήμερα τ' ομολογώ: όσα διακήρυττες καιρό, 
στο εξής μου προκαλούν εμετό!
Ό,τι θεωρούσα σταθερό, τώρα φαίνεται λειψό,
οπότε φύγε μακριά, διόλου δε σ' ευχαριστώ!
Μου υπέδειξες ποιο είναι το σωστό. 
Κι εγώ επέλεξα να σε αγνοώ.
Δες το λιγάκι κάπως ρεαλιστικά: 
πώς εμπιστεύεσαι αυτόν που σε πατά; (Π.Α.)

19 Ιαν 2024

«Γράμμα δίχως παραλήπτη»

 
Θέλω να στείλω ένα γράμμα, μα δεν μπορώ πια να θυμηθώ σε ποιον ή γιατί!
Ανίκανος ν’ εκφράσω 
όσα μέσα 
μου κρατώ, 
εγκαταλείπω πριν αρχίσω.
Διαρκής ο πόνος, έντονος κι ασίγαστος.
Οι λέξεις χάνονται, βυθίζονται σε αβύσσους θλίψης. Απροσμέτρητα ερωτήματα παρέπεσαν 
-μπρος στον φόβο της αλήθειας- 
σε πρόσωπα μετάνοιας. Τα λόγια 
εξαφανίστηκαν. Το μελάνι τους 
τράπηκε σε γαλάζια φλόγα της ψυχής. 
Και οι αλήθειες έμειναν κρυμμένες, 
πίσω από τη μικρή κόκκινη πόρτα. 
Μαζί με μυστικά απόκρυφα, 
δόλιες σκέψεις κι επώδυνες αναμνήσεις.
Θέλω να σου γράψω! Όμως δεν 
είναι εφικτό, δεν είναι καν συνετό! 
Ποτέ δε θα είναι! Γιατί εσύ είσαι παρελθόν. Απομακρύνθηκες κι είμαι μόνος σήμερα. Νιώθω μόνος, πιο μόνος από ποτέ! Σ' έναν κόσμο σκληρό, 
χωρίς οίκτο ή συμπόνοια. Σε χρόνους κενούς ουσίας, μοναχικούς, δίχως όρια 
ή ηθική. Συναναστρέφομαι μ' όσους κάποτε γνώριζαν τις αξίες. 
Σε μια στιγμή σε έχασα και χάθηκα. 
Τα μάτια κλείνω, τις φωνές αγνοώ. Στερούμαι τη μαγεία, απ' όταν ο πόνος γεννήθηκε, όταν ο τρόμος ζωντάνεψε, όταν το χαμόγελο έσβησε.
Η ευτυχία σαν όνειρο φαντάζει.
Όλα έχουν τελεσίδικα κριθεί: 
ο Έρωτας, το Όνειρο, το Έρεβος, το Σκότος.
Τελικός σταθμός ορίστηκε μια Θλίψη 
ασύμμετρη για σπάνιες στιγμές!

«Εσύ, πώς γελάστηκες;»

  
 Άνθρωπε, γύμναζε τα χείλη σου.
Ακόνιζε τις αρθρωμένες λέξεις.
Η νύχτα 
-άγρια αντάρα της ζωής- 
χαράζει αναμνήσεις στην ψυχή σου.
Πρωινά τραχιά -πίκρα, θλίψη αποπνέοντας-σαν αποδιώχνουν το παρόν (μικρό και μετρημένο), φέρνουν ματιές της ερημιάς στο τούνελ της ζωής σου. 
Από τη μια γυρεύουν  όνειρα, τη ζήση 
να σημάνουν. Κι από την άλλη αέρα 
δροσερό τον ήλιο να ανθίσουν.
Άνθρωπε, πώς γελάστηκες με 
τη ματιά ετούτη; Σε πυθμένες θολούς
του τυχαίου έρμαιο, παγιδεύτηκες,
πλάσμα μ' ανθρώπινη μορφή, 
μα με ψυχή χαμένη. Μπροστά 
σ' αλήθεια φθονερή, γυμνή από αγάπη 
σε έστησαν. Κι είχες αντίκρυ τη χαρά, 
στο βάθος την αλήθεια. Ακόμη την αναζητάς, 
το χάος της αγγίζεις. 
Πες μου, πότε και πώς γελάστηκες; 
Εδώ  δεν πνέει αγέρας λευτεριάς, 
δροσιά ελπιδοφόρα. Μαίνεται 
αγέρας πνιγηρός, άνεμος της βασάνου.
Συνειδητά γελάστηκες ή σ' άρπαξαν οι 
Σειρήνες; Πάρε, λοιπόν, τον Δρόμο σου 
και ζήσε μιαν Αλήθεια! (Π.Α.)















16 Ιαν 2024

«Καταχνιά...»

 
Νύχτωσε. Κρύο δριμύ γι' απείθαρχες ψυχές... Ψιλόχιονο ρυθμικά αγγίζει 
τσιμεντένια κράσπεδα. Δύο σύννεφα παρέκει πραγματεύονται την ακριβή στιγμή της μπόρας. Μια ομπρέλα δειλά ετοιμάζεται ν' ανοίξει τα φτερά της.
Νύχτα πυκνή και φως μιας καταχνιάς
τυλίγουν λιγοστούς περαστικούς.
Ένα φανάρι μοναχικό ζητάει στη γωνιά ανθρώπους να ενώσει ερωτικά.
Εκείνος μόνος βαριεστημένα τη ζωή του περπατά. Εκείνη μ' έναν γάτο νιώθει τη γαλήνη. Ο κόσμος γύρω τους ακίνητος κινά προς άλλες κατευθύνσεις να πηγαίνει. Η μουσική τους δυο τους σταματά, 
σε ένα σύννεφο απάνω τους καθίζει.
Η γνωριμία των έμοιαζε σύντομη, μικρή, 
σαν από πάντα να 'ταν στη ζωή τους.
Νέα η σχέση στέκεται, φωτίζει, 
εκδιπλώνεται και πάλι προχωρά. 
Μα, σύντομα τελειώνει για τον έναν. 
Οι κατευθύνσεις τους αλλάξανε πολύ. 
Κι ούτε η ανάμνηση δε μένει στη ζωή τους. Ο φανοστάτης της γωνιάς ξεψύχησε απόψε!

13 Ιαν 2024

«Η λίμνη της επιστροφής»

Υπήρχε κάποτε μια λίμνη, πανέμορφη, με νερά πεντακάθαρα, είχε λίγα βράχια, μα ήταν πανέμορφη. Το μόνο κακό της; Θεωρούνταν καταραμένη! Όποιος έμπαινε στα νερά της ή έπινε από αυτήν, μαγευόταν και δεν ήθελε πια να φύγει από κει! Μόνο στα ζώα δεν έπιανε, ήταν για τους ανθρώπους. 
   Κάποια στιγμή, λένε, ένας ταξιδιώτης είχε σταματήσει σ' εκείνη τη λίμνη, να ξεκουραστεί. Ήπιε λίγο απ' το νερό της και μαγεύτηκε. Λένε πως, αν περάσεις από κει και κοιτάξεις προσεκτικά τα παγωμένα της νερά, θα τον δεις να κατοικεί μέσα τους! Δε θέλει να φύγει κι έτσι κανείς άλλος δεν πρέπει να πιει από τη λίμνη, γιατί απλά θα του κάνει παρέα!
Κάποτε ένας πατέρας με δύο ορφανά  ταξίδευε συνέχεια. Έψαχνε ένα μέρος να ξεκουραστούν, μα κανένα δεν του ήταν κατάλληλο. Στο ένα του έπεφτε ο ήλιος στα μάτια στο άλλο είχε πολύ κρύο. Εκεί που περπατούσε τα παιδιά του δίψασαν. Ήπιαν όλο το νερό που είχαν μαζί τους, και την τελευταία σταγόνα στο μπουκάλι τους. Τότε είδε μπροστά του έναν γέρο. Αυτός, όταν ζήτησε λίγο νερό, του είπε εμφατικά: « Ό,τι και να κάνεις, μην πιείτε νερό από τη Λίμνη! Είναι καταραμένη, επικίνδυνη για σένα και κυρίως για παιδιά! Έλα να σου δώσω λίγο από το δικό μου να πιείς, να πάρεις και για τον δρόμο!» Έπειτα πήρε τα παιδιά κι έφυγαν. 
    Πιο πέρα, είδαν μια βατομουριά. Ο ίδιος πήγε να μαζέψει βατόμουρα κι άφησε τα παιδιά ελεύθερα να παίξουν. Παίζοντας για ώρα, φτάσανε -χωρίς να το καταλάβουν-στη λίμνη κι ένα τους έπεσε, κατά λάθος, μέσα. Τα μάτια του, κατευθείαν, μαύρισαν κι άρχισε να επαναλαμβάνει λόγια παράξενα: «Θέλω να μείνεις εδώ! Σε θέλω πλάι μου!». 
   Το άλλο παιδί τρόμαξε και πήγε να βρει τον πατέρα τους. Τον φώναξε και του διηγήθηκε τι συνέβη. Ο πατέρας έψαξε στη λίμνη, αλλά δε βρήκε το χαμένο παιδί. Σκέφτηκε ν' αναζητήσει τον γέροντα, μήπως μπορεί να λύσει τα μάγια. Μόλις τον βρήκε, εκείνος του είπε πως, για να σωθεί, πρέπει μια κοπέλα «μαγική» να του πάρει την καρδιά. Μόλις ερωτευτεί, το σώμα του θ' απελευθερωθεί από την καταραμένη λίμνη. Αμέσως ο πατέρας άρχισε να ψάχνει κοπέλες όμορφες, για να τις φέρει στη λίμνη. Να τις δει το παιδί του και να ξυπνήσει απ' την κατάρα. Τίποτε δεν κατάφερε! Απελπισμένος άρχισε να κλαίει γοερά. 
   Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μέσα απ' τον διπλανό θάμνο, πρόβαλε μία γυναίκεια οπτασία, μια κοπέλα  μοναδικά όμορφη. Ο πατέρας σκέφτηκε πως υπήρχε πια ελπίδα να σωθεί το παιδί! Πράγματι, το μαγεμένο αγόρι, καθώς την αντίκρυσε, ένιωσε ένα φτερούγισμα στην καρδιά του, γέμισε συναισθήματα, μα δε γιατρεύτηκε. Κάποιος τον κρατούσε μαγεμένο κάτω, απ' τα βάθη της λίμνης. Άξαφνα μια μικρή μάγισσα μ' ένα μεγάλο ραβδί, ξεπρόβαλε απ'  τα νερά. Είπε πως το παιδί δεν θα σωζόταν, ούτε με την αγάπη. Το πανέμορφο κορίτσι έπιασε το χέρι του, μήπως του δείξει πως, αν αγαπηθεί κι αγαπήσει, θα γιατρευτεί. Μα πάλι τίποτα δεν έγινε! Ο πατέρας, τρελός απ' αγωνία, άρπαξε το χέρι της μάγισσας, τραβώντας το με δύναμη, για να τη βγάλει από τη λίμνη. Έτσι κι έγινε. Έπειτα την έδεσε γερά στη βατομουριά κι αυτή μεταμορφώθηκε σε σκόνη, που τη σκόρπισε ο άνεμος. 
    Την ίδια στιγμή το πανέμορφο κορίτσι φίλησε τ' αγόρι στο μέτωπο. Τα μάτια του μικρού έλαμψαν και ξύπνησε. Φίλησε κι αυτός την κοπέλα και της είπε « Σ' αγαπώ!» Από τότε η καταραμένη λίμνη έγινε ο πιο αγαπημένος προορισμός όλων των ερωτευμένων. Το αγόρι παντρεύτηκε το κορίτσι κι έφτιαξαν υπέροχη οικογένεια, ζώντας δίπλα στη λίμνη. Ο πατέρας με τον αδελφό του νέου συνέχιζαν να ταξιδεύουν παντού, σ' όλα τα μέρη της γης. Μα πάντοτε γύριζαν στη λίμνη, για να ηρεμήσουν!

10 Ιαν 2024

«Οδυνηρή απουσία...»

Η μόνη συντροφιά της νύχτας είναι μια διαρκή ασταμάτητη σκέψη: αν πραγματικά συνέβη. Νιώθεις σαν ένα κομμάτι σου να λείπει ήδη. Προσπαθείς να κοιμηθείς. Είσαι ώρες πολλές άυπνος. Κατοικείς την επίγεια κόλασή σου. Δίχως στήριγμα για το αύριο π' ακολουθεί. Για κάθε αύριο π'  ακολουθεί από δω και πέρα. Περιμένεις μέρα τη μέρα, ν' απαλύνει ο χρόνος τον πόνο! Τον πόνο που σου δημιουργεί η απώλεια αυτού. Του ατόμου που 'φυγε έτσι ξαφνικά, χωρίς το τελευταίο αντίο. Μέρα τη μέρα, τις πρώτες βδομάδες νιώθεις τη φυγή εκείνου περισσότερο. Τον κατηγορείς που σε άφησε, που σε κάνει να περνάς όλα αυτά, που δεν είναι καν δίπλα, να σου κρατήσει το χέρι, να σου φτιάξει τη μέρα μ' ένα χαμόγελο, ένα χάδι. Παρ' όλο που ξέρεις πόσο ήθελε να μείνει, ο κυρίαρχος θυμός σ' εμποδίζει να δεχτείς ό, τι συνέβη. Δε βρίσκεις σε ποιον να ρίξεις το φταίξιμο. Έχεις ανάγκη να νιώσεις κάτι. Θες κάτι να σε κρατήσει ζωντανό. Μέχρι να έρθει η μέρα, που θα σε κάνει να ξεχάσεις! Ο καιρός που θ' αφήσεις όσα σε βασανίζουν! Όταν η μέρα φτάσει, θ' ακολουθήσουν κι άλλες, παρόμοιες. Δε θα 'χει αλλάξει η ένταση όσων βιώνεις μόνο, θα 'χει αλλάξει και το μέσα σου. Δε θ' αφήνεις να  παρασύ-ρεσαι από έντονα συναισθήματα πια. Δύσκολα θα τα δείχνεις στους γύρω σου! Θα 'χεις γίνει σκληρότερος, δε θα επιτρέπεις να έρχονται κοντά σου οι άλλοι, να γίνονται κομμάτι σου. Ενώ προσέχεις σαν τα μάτια σου όσους έχουν μείνει, φοβάσαι να ξαναγαπήσεις, χωρίς ενδοιασμούς, έτσι δεν είναι; Έχεις αναμνήσεις που σε κρατάνε γερά. Να μην το κάνεις, κι ας το κρύβεις!