Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

3 Μαρ 2024

«Τις πταίει; (01/03/2023)»

Σκέψη σκληρή, αδυσώπητη, ατέρμονη.  
Μοναδική συντροφιά σε βαθύ σκότος: 
«Συνέβη, όντως;»  
«Τις πταίει; 
Για ποιαν αιτία ποταπή;»  
Ένα μερίδιο σου αποκολλήθηκε. Το πιο Σημαίνον. 
Ασθενεί.
Εξανεμίστηκε. Εξαϋλώθηκε. 
Μοιάζει αφόρητα οδυνηρή η απουσία. 
Παλεύεις να σφραγίσουν τα βλέφαρα ολίγον.
Ώρες αέναης αϋπνίας, αφόρητης άπνοιας.  
Επίγεια η κόλαση! Στήριγμα ουδένα 
σ’ ένα αύριο αβέβαιο, στο μέλλον που θολό αναδύεται! Περιμένεις -μέρα τη μέρα- 
τον Πανδαμάτορα. Να λειάνει ό,τι λαξεύεται:  
τον πόνο της απώλειας όσων «ταξίδευσαν»
έξαφνα, δίχως στερνό αντίο. 
Αντ’ αυτού -μέρα τη μέρα- η φυγή εγγράφει 
εις βάθος, απομένει λείψανο η θλίψη. 
Θεριεύει, γιγαντώνεται. 
Θεριό ανήμερο μιας οργής αδικαίωτης: 
«Τις πταίει; Για ποιαν αιτία ποταπή;»   
Ό,τι απέμεινε σπέρνει δριμύ 
κατηγορώ, άπειρα ερωτήματα: 
«Πού πήγε κι εγκλωβίστηκε, πού σε άφησε; 
Γιατί δεν είναι πλάι, να σου βαστά χέρι τρεμάμενο, να λούζει ομορφιά τη μέρα,  
να αγκαλιάζει με χαμόγελο το χάδι σου;».  
Γνωρίζεις! Μα, θυμός αναστέλλει τη μοιραία αποδοχή. Θα επωμισθεί κάποιος το άχθος;  
Ρωτήστε άπαντες, παρόντες και απόντες: «Υφίσταται ουδείς;» Επείγεσαι, χρείαν έχεις δικαιολογίας εύλογης, να ανασυρθεί
στην επιφάνεια. Σε καταπίνουμε τα 
Τάρταρα, ακόρεστα. Μα -μέρα τη μέρα- 
ο Πανδαμάτωρ θ’ απαλύνει την ένταση.
Η έσω φωνή θα μεταβάλλεται, θα σκληραίνει, 
θα χαλκεύεται. «Πώς αλλιώς;»
Φοβάσαι να δεθείς ξανά, να δοθείς 
άνευ όρων, δίχως ενδοιασμούς.
Οι αναμνήσεις βαστούν γερά, σ’ αλυσοδένουν:
Μα, «Τις πταίει; Για ποιαν αιτία ποταπή;» 
Σιγή ιχθύος, βοώντος δόλια, εν τη ερήμω!

31 Ιαν 2024

«Υπερήφανος εν Ζωή»

 
 Η ζωή έχει τα πάνω και τα κάτω της. 
Νοσταλγώ τα όμορφα.
Θυμάμαι ποιους είχα πλάι μου στα δύσκολα. 
Μισώ τον θάνατο, όσο αγαπώ τη ζωή. 
Εκείνη μου έδωσε κάποιον να αγαπώ. 
Εκείνος μου τον πήρε. 
Θα μου άρεσε να πω αντίο. Να είχα μια ευκαιρία αποχαιρετισμού προτού τον αποχωρισμό! Για μια μόνο φορά. 
Χωρίς να σε γυρίσω, με θρήνους και ξεσπάσματα. 
Να νιώσω για λίγο ελεύθερη. Να σταματήσει 
να στοιχειώνει το μυαλό η τρισάθλια σκέψη 
πως σβήνεσαι, πως σε ξεχνώ. 
Ξεχνώ, αλήθεια, τη μορφή σου, τη φωνή σου. 
Ξεχνώ να σε επισκεφτώ. Ίσως, επειδή το έχω πράγματι ανάγκη. Έχω ανάγκη να ξεχαστώ, 
με τις ομορφιές του κόσμου των ζωντανών. 
Να αντιμετωπίσω τα δυσάρεστα, 
κάνοντάς σε να με καμαρώνεις. 
Κάνοντάς σε να δακρύζεις από περηφάνεια. 
Να σ' αφήσω κι εσένα ελεύθερο!
Να σε παρασύρει ο άνεμος. 
Κι, όταν κουραστείς, να σ' απηθώσει 
στην επιφάνεια του νερού, τρυφερά κι απαλά. 
Κι έπειτα να σε δω να βυθίζεσαι αργά, 
στην αγκάλη του κύματος ως την ψυχή 
του ωκεανού. Κι αυτός να σε κρατήσει εκεί. 
Πιο πολύ απ' όλα, όμως, θα μου άρεσε 
να σε κάνω υπερήφανο νωρίτερα, πρωτύτερα, 
εν Ζωή!