Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

4 Ιουλ 2023

«Το όνειρο...»


 Το βλέπω, έρχεται, τρέχει γρήγορα, με φόρα. Σηκώνομαι και πλησιάζω. Αγχώνομαι, αλλά δεν ξέρω γιατί. Νιώθω το στομάχι μου να σφίγγεται κι έπειτα να πονά. Μετά από τόσα χρόνια τελικά θα το κάνω! 
    Κοιτάζω αριστερά, δεξιά, πάλι αριστερά. Βλέπω κι άλλους να περιμένουν μαζί μου. Βλέπω μόνο τα μάτια τους, μόνο αυτά μου επιτρέπει η μάσκα να δω. Κοιτάζω κάτω, κοιτάζω τις ράγες. 
    Αρχίζουν οι σκέψεις: «Είναι, άραγε, σωστός ο δρόμος που διαλέγω; Είναι το σωστό μονοπάτι; Μέχρι κι οι ράγες εμφανίζουν πολλαπλές διασταυρώσεις... Όσο περνάει η ώρα και βλέπω το τρένο να πλησιάζει, με λούζει κρύος ιδρώτας! Μήπως να μην το κάνω; Μήπως να γυρίσω πίσω; Τώρα πλέον είν' αργά! 
    Το τρένο έφτασε. Άνοιξε τις πόρτες του. Όλοι γύρω μου μπαίνουν μέσα. Εγώ δεν κουνιέμαι, ακόμα το σκέφτομαι. Ξαφνικά είμαι μόνος. Στέκομαι μπρος στην πόρτα. Μόλις βλέπω το τελευταίο άτομο να μπαίνει απο μια διπλανή πόρτα, δεν το πολυσκέφτομαι. Μπαίνω κι εγώ. Το τρένο ξεκινάει. Τι έκανα μόλις; Ψάχνω τη θέση μου. Είναι εκεί, δίπλα στο παράθυρο. Κάθομαι και κοιτάζω έξω. Είμαι μακριά πια, δεν υπάρχει τρόπος επιστροφής στην αρχική επιλογή πλέον.    
   Θυμάμαι μια ταινία που πρόσφατα έχω δει. «Περιμένεις ένα τρένο, ένα τρένο που θα σ' οδηγήσει μακριά, πολύ μακριά... ξέρεις πού ελπίζεις να σε πάει, αλλά δεν είσαι σίγουρος.» 
    Έτσι ακριβώς νιώθω αυτή τη στιγμή. Το άγχος μου έχει φύγει. Οι σκέψεις μου παραμένουν ανηλεείς. Κοιτάζω έξω απ' το παράθυρο και σκέφτομαι πολλά πράγματα. «Θα το μετανιώσω; Πώς μπορώ να καταλάβω το σωστό για μένα μονοπάτι; Μήπως είμαι στο σωστό μονοπάτι κι επιλέγω να φύγω απ' αυτό; Αν δεν το βρω ποτέ; Αλλά πώς θα το βρω;» 
    Τόσα ερωτήματα περνούν απ' το μυαλό μου, δίχως να μπορώ να απαντήσω κανένα. Μήπως εν τέλει όλο αυτό είν' ένα όνειρο και κάποια στιγμή θα ξυπνήσω; Ωστόσο μοιάζει τόσο αληθινό! (Σ.Ει.)

3 Ιουλ 2023

«Μια ιστορία θλίψης! »


Το θέμα μας δεν είναι ιστορία Αγάπης, δεν έχει «happy end». Πρόκειται για μια ιστορία θλίψης, πόνου κι απελπισίας που μόνο δυστυχία  προκάλεσε στο τέλος της.
 
 Η ιστορία ξεκινά τον Σεπτέμβρη του 2017 σ' ένα σπίτι γεμάτο χαρά, που κατέληξε ν' αναδύει πόνο. Έναν πόνο καθημερινό κι αδυσώπητο, που κανείς δε μιλούσε γι' αυτόν. 
    Κάποια στιγμή ξεκίνησαν τα πρώτα συμπτώματα. Κανείς δε γνώριζε από πού και για ποιον λόγο. Διαισθάνθηκαν μόνο  πως απέπνεαν μυρωδιά θανάτου. 
    Μετά από πάμπολλα βράδια αϋπνίας -με μόνη παρέα την τηλεόραση κι ένα Depon- αποφάσισε να δει τον γιατρό, με το φόβο πως θα επιβεβαίωνε αυτό που ήδη γνώριζε, αλλά δεν είχε το θάρρος να παραδεχτεί. Έπειτα από βασανιστικές εξετάσεις επικυρώθηκε ό,τι ολόψυχα απεύχονταν. 
     Μέσα σ' εκείνο το ψυχρό, νοσοκομειακό δωμάτιο ακούστηκε η φοβερή κρίση: είχε καρκίνο, κι ας ήταν μόλις 44 χρονών. Ένας νέος άνθρωπος με δυο μικρά παιδιά. Η σκέψη του πήγε κατευθείαν σ' αυτά. Η απορία κι ο προβληματισμός του: πώς θα τους το έλεγε; Πώς θα ένιωθαν; Πώς θα μάθαιναν να ζουν χωρίς τον πατέρα; 
   Όταν επέστρεψαν απ' το σχολείο, είδαν τη μητέρα να καθαρίζει κρεμμύδια. Έκλαιγε παράλληλα. Το έκανε αυτό, ώστε να μην καταλάβουν κάτι. Κανένα απ' τα παιδιά δεν έδωσε σημασία, αφού επρόκειτο για μια συχνή εικόνα της μαμάς. 
    Αρκετές ώρες αργότερα οι γονείς  ανακοίνωσαν τα νέα στα παιδιά τους. Επικράτησε απόλυτο ψύχος, λες κι είχε φτάσει πρόωρα ο χιονιάς. Κανείς δεν ήξερε τι να πει ή πώς να φερθεί. Το μόνο που κατάλαβαν ήταν πως πλέον άρχιζε μία νέα, διαφορετική ζωή για όλους. 
  Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου του 2017, 8 η ώρα το πρωί. Στο νοσοκομείο Παπανικολάου θα γινόταν η πρώτη χημειοθεραπεία, η πρώτη φορά, η πρώτη επαφή με τον κόσμο της θλίψης! Δεν ήξεραν αν θα βοηθούσε κάτι αυτό, αλλά ήλπιζαν! Η χημειοθεραπεία κράτησε δύο μέρες, ατελείωτες, γεμάτες ανασφάλεια. Όπως καθόταν στο ψυχρό δωμάτιο του νοσοκομείου,  βλέποντας και συζητώντας με γιατρούς, νοσηλευτές και «συναδέλφους» ασθενείς, συνειδητοποίησε κάτι. Δεν έπρεπε να τα παρατήσει, θα νικούσε τον καρκίνο, αν πραγματικά το ήθελε! Δεν είπε ποτέ τίποτα και σε κανέναν, μόνο στον εαυτό του...
    Αρκετούς μήνες αργότερα, μια και η κατάσταση χειροτέρευε, έγινε το πρώτο «μεγάλο» χειρουργείο. Κράτησε εφτά ώρες, ατελείωτες, που μοιάζαν περισσότερο μ' αιώνες. Δώρον άδωρον. Δεν πέτυχαν τίποτε αξιόλογο. Τοποθέτησαν καθετήρα και κολοστομία εν τέλει, καθώς θα ήταν αδύνατον πια να φροντίζει τον εαυτό του. 
     Έκανε βδομάδες να βγει από το σπίτι. Ντρεπόταν. Ντρεπόταν για την κατάντια του. Επαναλάμβανε διαρκώς: «44 χρονών και μοιάζω με 80! Καλύτερα να τελειώνω, να ησυχάσω» Είχε χάσει πολλά κιλά. Με δυσκολία μπορούσε να περπατήσει μόνος του. Στηριζόταν σε μια μαγκούρα, για να κινείται στοιχειωδώς, αλλά κι αυτό δεν κράτησε πολύ. Σύντομα καθηλώθηκε στο κρεβάτι του πόνου. Πέρασαν δυόμιση χρόνια περίπου, με αλλεπάλληλες χημειοθεραπείες. Κανένα θετικό αποτέλεσμα! Δευτέρα, 17 Νοεμβρίου του 2019 νοσηλεύτηκε για έντεκα μέρες. Τις τελευταίες έντεκα που όλοι γνώριζαν, αλλά κανείς δεν ήθελε ν' αποδεχτεί. Τη δωδέκατη νύχτα άφησε την τελευταία του πνοή πλάι στη γυναίκα του. Κι αυτή είδε τον άνθρωπό της να πεθαίνει μπρος στα μάτια της, ενώ τον παρακαλούσε απεγνωσμένα να μην φύγει.
     Έφτασε, λοιπόν, η μέρα που μαζεύτηκαν γνωστοί κι άγνωστοι, για να θρηνήσουν το χαμό του πατέρα, συζύγου, φίλου, γιου κι αδερφού! Έκλαψαν όλοι γύρω απ' το άψυχο σώμα του, που βρισκόταν σε ένα κουτί. Αυτό θα τον συντρόφευε για τα επόμενα τέσσερα με πέντε χρόνια.  
    Η αλήθεια είναι πως συμπαραστάθηκαν στην οικογένεια, λέγοντας τα καλύτερα γι' αυτόν. Μονότονα επαναλάμβαναν: «δε θα πονάει πλέον. Ήταν το καλύτερο γι' αυτόν»...
   «Και για όλους σας, επίσης!« Η οικογένεια, όμως, δεν μπορούσε πια να συμφωνήσει!  (Κ.Β.)