Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

2 Ιουν 2025

«Μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος...»

  
Δύσκολο πράγμα ο έρωτας. Κι από όσο φαίνεται το σύμπαν δεν είναι πολύ με το μέρος του. 
    Ο Άλεξ κι η Κατρίν είναι ένα ζευγάρι πολύ ερωτευμένο, που έχει περάσει  δυσκολίες πολλές. Η Κατρίν προέρχεται από αριστοκρατική οικογένεια. Μεγάλωσε με αυστηρότητα που φέρνει πάντα συνέπειες εναντίον της. Ακόμη και για το πιο μικρό, το πιο ασήμαντο. Έχει δυο αδέλφια, τη Μαρία και τον Χοσέ, κι έχουν υπέροχη σχέση μεταξύ τους, αφού καλύπτουν ο ένας τον άλλον προς τους γονείς. Η Μαρία βοηθάει την Κατρίν και τη συμβουλεύει, μια κι είναι μικρότερη κι ο Χοσέ τις προστατεύει.
   Ο Άλεξ κατάγεται από πιο φτωχή οικογένεια. Έχει έναν μικρότερο αδελφό κι η σχέση του με τους γονείς του είναι αρμονική. Αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, όμως, γιατί ο πατέρας του πρέπει να ξεπληρώσει όσα χρωστάει.
   Οι δυο νέοι γνωρίστηκαν, πρώτη φορά, στην εφηβεία. Μένουν κοντά, στο ίδιο χωριό και βρέθηκαν σ' ένα σουπερμάρκετ. Πού να ήξεραν πως η συνάντηση θα τους άλλαζε όλη τη ζωή! Τότε δεν υπήρχαν τηλέφωνα, οπότε το αγόρι ζήτησε την διεύθυνσή της. Μιλούσαν έξω απ' το σουπερμάρκετ για δύο ώρες, μέχρι που ο ήλιος άρχισε το ταξίδι του προς τη Δύση. Ο Άλεξ προσφέρθηκε να την πάει σπίτι, αλλά αυτή αρνήθηκε. «Αν με δουν οι γονείς μου με αγόρι, την έβαψα!» σχολίασε πικραμένη. 
«Πιστεύουν πως είμαι μικρή και θέλουν ν' αφοσιωθώ στο διάβασμα». Το αγόρι την καταλάβαινε κι είπε: «Εντάξει, λοιπόν, όπως θες! Εγώ θα περιμένω όσο χρειαστεί...» 
   Ήταν Έρωτας με την πρώτη ματιά! Η Κατρίν, όταν γύρισε σπίτι, σιγούρεψε ότι λείπουν οι γονείς κι άρχισε να χοροπηδάει απ' τη χαρά της. Έτρεξε στην αδελφή της και της μετέφερε όσα είχαν συμβεί. Ήταν, βέβαια, αγχωμένη μην το μάθουν οι γονείς τους. Εκείνη την ενημέρωσε ότι οι γονείς έφυγαν έκτακτο ταξίδι και θα έλειπαν για δέκα μέρες. Γυάλισε το μάτι της απ' τη χαρά! Μπορεί να την άκουσε κι όλη η γειτονιά τη μέρα εκείνη!
    Την επομένη αποφάσισε να ψάξει το αγόρι σ' όλο το χωριό. Απ' την Ανατολή ως τη Δύση τριγυρνούσε παντού να τον βρει, μα δεν τα κατάφερε. Για καλή της τύχη, δυο μέρες μετά ήρθε έξω απ' το σπίτι της. Δεν το περίμενε, αλλά χάρηκε που τον είδε. Ο Άλεξ της εξήγησε ότι είχε μαθευτεί στο χωριό πως οι γονείς της έλειπαν, οπότε άρπαξε την ευκαιρία να την ξαναδεί.
    Αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν το διάστημα απουσίας των γονιών της Κατρίν. Συναντιούνταν καθημερινά έως την επιστροφή τους! Έτσι, ήρθαν πιο κοντά κι ανοίχτηκαν ο ένας στον άλλον για προσωπικά θέματα. Η χημεία τους αυξανόταν μέρα τη μέρα. Λες και γνωρίζονταν χρόνια! Δεν άντεχαν να 'ρθει η ώρα επιστροφής των γονιών. Ήταν οι δέκα καλύτερες μέρες της ζωής τους. Φτάνοντας η τελευταία, συμφώνησαν να συνεχίσουν τις καθημερινές συναντήσεις. Μετά το σχολείο, αφού πήγαιναν σε διαφορετικά, κρυφά σ' ένα δασάκι.  Κι αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλον, μ' ένα φιλί.
    Οι γονείς της άργησαν να γυρίσουν σπίτι, γιατί είχε καθυστέρηση το τρένο. Όταν μπήκαν, είχαν μια έκφραση απογοήτευσης στα πρόσωπά τους, αλλά τ' αδέλφια την αγνόησαν. Η Κατρίν με τη Μαρία συζητούσαν για τις προηγούμενες μέρες, ενώ ο Χοσέ καθόταν και τις άκουγε. Είχε ερωτευτεί πραγματικά η Κατρίν. Ήταν η πρώτη της αγάπη!
   Οι συναντήσεις των δύο ερωτευμένων γίνονταν καθημερινά, έξι ολόκληρους μήνες. Ήταν οι καλύτεροι έξι  μήνες της ζωής τους! Πολλές φορές, συναντιούνταν στο σπίτι του Άλεξ, γιατί είχε καλή σχέση με τους δικούς του. Η μητέρα του Άλεξ αγαπούσε την Κατρίν σαν παιδί της και ο αδελφός του έγινε και δικός της. Είχαν κάνει σχέδια για τη ζωή και το μέλλον  τους. Πού να ήξεραν ότι τη μέρα επιστροφής των γονιών, τα νέα δεν ήταν καλά και γι' αυτό φαίνονταν απογοητευμένοι.
   Μια τυχαία Τετάρτη, γυρίζοντας η Κατρίν απ' το «σχολείο» της, άκουσε φωνές. Όταν μπήκε στο σπίτι, αντίκρισε τη Μαρία να κλαίει κι αγχώθηκε. Πήγε πρός το μέρος της και τη ρώτησε τι έγινε. Ξέροντας πώς θ' αντιδρούσε η Κατρίν, η Μαρία της αποκάλυψε διστακτικά πως την Κυριακή έφευγαν απ' το χωριό. Η Κατρίν σοκαρίστηκε, τσίριξε, πλάνταξε στο κλάμα. «Κι ο Άλεξ;» Ησυχία! Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Δεν μπορούσε να τον αποχωριστεί! Χωρίς να νοιάζεται για τις συνεπειες, συνενοήθηκε να την καλύψει η αδελφή της κι ετρεξε στο σπίτι του Άλεξ. Όταν την είδε να κλαίει, την αγκάλιασε και ρώτησε τι είχε συμβεί. «Φεύγω, Άλεξ, φεύγω!» Δεν μπορούσε να το πιστέψει κανείς απ' τους δυο. «Έχουν κάποιες δουλειές οι γονείς μου...θα φύγουμε με το τρένο την Κυριακή, σε χάνω, μετακομίζουμε ...», του είπε. Ακούγοντας τη λέξη «τρένο», ο Άλεξ σώπασε. «Τι έπαθες;», τον ρώτησε. Της εξήγησε οως μια ζωή ζούσε στα τρένα, λόγω της δουλειάς του πατέρα του. Τώρα μόλις απέκτησαν βάση κι εγκαταστάθηκαν στο χωριό. «Τώρα που εγώ ήρθα, φεύγεις εσύ;» παρατήρησε γλυκόπικρα και γέλασε, μήπως αλλάξει κάπως το στενάχωρο κλίμα. Τις επόμενες μέρες δεν πήγαν σχολείο. Τις πέρασαν μαζί. Δεν την ένοιαζε, αν το μάθαιναν οι γονείς της! Κάνανε τις τελευταίες συζητήσεις, αντάλλαξαν χάδια και φιλιά, είπαν τις τελευταίες κουβέντες. Οταν ήρθε η ώρα της αναχώρησης, με δάκρυα στα μάτια αγκαλιάστηκαν κι υποσχέθηκαν πως θ' αγαπούσε ο ένας τον άλλον για πάντα και θα ξαναβρίσκονταν! Έπειτα έδωσαν το τελευταίο φιλί. Η Κατρίν σ' όλη τη διαδρομή ένιωθε μαχαιριές στην καρδιά. Δεν μπορούσε, δεν ήθελε να τ' ανεχτεί.
    Πέρασαν τρία χρόνια ο ένας χωρίς τον άλλον. Επικοινωνούσαν με γράμματα. Ήταν ο μόνος δυνατός τρόπος επικοινωνίας, τότε. Δεν ήθελαν ν' αφήσουν την απόσταση να τους κερδίσει. Δεν άντεχαν ο ένας χωρίς τον άλλον!
Σε λίγο, η Κατρίν γινόταν δεκαοχτώ. Ενηλικιωνόταν, κάτι που δεν ήθελε καθόλου. Καθόταν στο δωμάτιο της μελαγχολικιά και σκεφτόταν. Ξαφνικά, η Μαρία ήρθε τρέχοντας στο δωμάτιο. Την τρομάξε. «Ο μπαμπάς κι
η μαμά σου ετοιμάζουν ένα μεγάλο δώρο γενεθλίων για σένα. Τους κρυφάκουσα!», είπε ενθουσιασμένη η Μαρία. 
Η Κατρίν χαμογέλασε. «Και πότε έχουν σκοπό να μου το ανακοινώσουν;» ρώτησε. «Σύντομα», απάντησε η Μαρία. Δύο μερες μετά, οι γονείς την φωνάξαν στο σαλόνι, μαζί με τ' αδέλφια της. Είχε έρθει η ώρα να της ανακοινώσουν τα ευχάριστα νέα. «Κατρίν μας, μιας και θα θεωρείσαι πλέον ενήλικας σε μια βδομάδα, αποφασίσαμε να οργανώσουμε ένα ταξίδι, του οποίου θα  διαλέξεις εσύ τον προορισμό!» Γυάλισαν τα μάτια της, άρχισε να χαπατηδάει με τα νέα. Απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη: «Στο ΧΩΡΙΟ!» Εκείνοι ξαφνιάστηκαν. «Μα καλά, υπάρχουν τόσοι προορισμοί, στο χωριό θέλεις να πάμε;» «Ναι, εγώ διαλέγω, είπατε!» Αναρωτήθηκαν, αλλά έκλεισαν τα εισιτήρια. Τρέχοντας η Κατρίν έγραψε ένα γράμμα, να προλάβει να το διαβάσει ο Άλεξ. Η Μαρία χάρηκε όσο χάρηκε κι αυτή. Είχε καταλάβει τον λόγο.
  Ήρθε η μεγάλη μέρα που θα πήγαιναν στο χωριό. Είχαν σκοπό να κάτσουν μια βδομάδα. Σε όλη τη διαδρομή καρδιοχτυπούσε δυνατά. Όταν έφτασαν, έτρεξε στο σπίτι του Άλεξ, έχοντας παρατήσει τις βαλίτσες όλες «σύξιλες», στον Χοσέ και τη Μαρία. Με ανυπομονησία, χτύπησε το κουδούνι  Άνοιξε n μητέρα του. Συγκινήθηκε, σαν την είδε. Την αγκάλιασε κι αμέσως έτρεξε στο δωμάτιό του. Αντικρίζοντάς την, νόμιζε πως έγινε κάποιο θαύμα. Δεν είχε, βλέπετε, προλάβει να φτάσει το γράμμα σ' αυτόν. Δεν πίστευαν πως ήταν πάλι μαζί, πως επενενώθηκαν. Πέρασαν εφτά μέρες, μιλώντας για τα τρία «χαμένα» τους χρόνια, τα χρόνια που 'ταν χωρισμένοι ο ένας απ' τον άλλον. Η Κατρίν, με μιας, ξαναβρήκε τη χαρά της. Έκαναν κι οι δυο σα μικρά παιδιά! Έτρεχαν, έπαιζαν, γελούσαν, φώναζαν...
   Την πέμπτη μέρα, όταν γύρισε η Κατρίν στο σπίτι, ανακοίνωσε στην αδελφή της ότι δεν έχει σκοπό να γυρίσει πίσω. Έπρεπε να βρουν έναν τρόπο  να το πουν και στους γονείς της. «Ναι, αλλά δε θέλω να σε αποχωριστώ!», γκρίνιαξε η Μαρία. «Θα σας επισκέφτομαι συχνά!»,   υποσχέθηκε η Κατρίν. Με το επιχείρημα ότι πλέον είναι ενήλικη, το ανακοίνωσε και στους γονείς της. Διαφώνησαν, ισχυριζόμενοι πως δεν είναι έτοιμη να μείνει μόνη. Τότε τους αποκάλυψε τι συνέβαινε με τον Άλεξ. «Θέλω να ξοδέψω το υπόλοιπο της ζωής μου με το άλλο μου μισό. Για το ότι θα είμαι μόνη, μην άγχεστε, θα μείνουμε μαζί!», απάντησε, αφήνοντάς τους εμβρόντητους. 
   «Η μαμά του με αγαπάει και την αγαπάω πολύ. Όπως κι μπαμπάς του!» Με δισταγμό μεγάλο, της το επέτρεψαν. Την άφησαν, επιτέλους, να κάνει τη ζωή που 'χε διαλέξει. Βεβαίως πήγανε πρώτα για «έλεγχο πεδίου». Επισκέφτηκαν το σπίτι του Άλεξ, γνώρισαν τους γονείς του. Τους είχαν κάνει εξαιρετική εντύπωση! Συνειδητοποίησαν βαθιά πως η κόρη τους βρίσκεται σε καλά χέρια! Ζήτησαν, όμως, τον λόγο της πως θα τους επισκέπτεται, όσο συχνότερα γίνεται. Το έκανε κι ας μην το ήθελε... για τη Μαρία και τον Χοσέ θα πήγαινε! Οι γονείς της ήταν παγερά αδιάφοροι. Αυτό μόνο τους άξιζε, αυτό κέρδισαν μόνο στα χρόνια της κοινής τους ζωής!
   Δυο μέρες μετά έφυγαν οι γονείς, με τ' αδέλφια της. Κράτησε την υπόσχεση της. Τακτικά τους επισκεφτόταν. Κάθε δυο μήνες. Το υπόλοιπο της ζωής το πέρασε με τον αγαπημένο της Άλεξ. Μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος! Παντρεύτηκε το άλλο της μισό κι απέκτησε τρία παιδάκια. Ζήσαν μαζί -αγαπημένοι, τρυφεροί κι ενωμένοι- μια ευτυχισμένη ζωή... ως το τέλος! (Αλεξ. Βάλ.) 

31 Μαΐ 2025

«Το κάλεσμα της καρδιάς...»

- Ανθή! Τι έχεις; Φαίνεσαι προβληματισμένη τελευταία.
- Να... η μητέρα! Γίνεται επίμονα πιεστική. Άφησέ με, Σοφία, να χαρείς!
-  Οχι! Φτάνει, επιτέλους η μυστικοπάθεια! Τι συμβαίνει;
- Εκπλήσσομαι που δεν έχεις καταλάβει! Βάλθηκε να μου κάνει προξενιό! Λίγες βδομάδες πριν, γνώρισε σε δείπνο έναν γιατρό ευκατάστατο. Απ' την πρώτη στιγμή, τον προορίζει για μένα. Κι αυτός, της είπε εμπιστευτικά, πως με είδε τυχαία και του κίνησα το ενδιαφέρον.
- Μιλάς σοβαρά;
- Σοβαρότατα. Το χειρότερο στο είπα; Είναι δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος. Σκέψου, λοιπόν, να περάσω τη ζωή μου κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους ως σύζυγος γιατρού!
- Είναι λυπηρό. Καημένη μου!
- Σσσs! Ησυχία! Έρχεται η μητέρα. Η Ανθή κι η Σοφία, δεκαεννιά και δεκαπέντε ετών, ήταν οι δύο κόρες της οικογένειας Αϊβαλιώτη. Ο πατέρας είχε πεθάνει πριν χρόνια και πλέον ζούσαν με τη μητέρα, στο αρχοντικό τους. Η Ανθή, μια όμορφη κοπέλα, ψηλή, με γλυκό πρόσωπο και μακριά, καστανά μαλλιά. Ήταν γελαστή, ευγενική, ενίοτε πολύ ευαίσθητη στις ματαιότητες του κόσμου αυτού. Η Σοφία, απ' την άλλη, πανέξυπνη, δυναμική, ζωηρή, πρόθυμη να υπερασπιστεί την αδερφή της, πάντοτε. Η μητέρα, αριστοκρατικής καταγωγής, υπεραγαπούσε τις κόρες της. Πολλές φορές, όμως, γινόταν ιδιαιτέρως παρεμβατική σε προσωπικά ζητήματα. Όπως έλεγε, «νοιαζόταν για το καλό τους!». Ονειρευόταν έναν καλό γάμο για τη μεγάλη, με οικονομικά ευκατάστατο γαμπρό. Ο σύζυγος, φεύγοντας απ' τη ζωή, άφησε πολλά χρέη, που τώρα βάραιναν την οικογένεια. Γνωρίζοντας, τον κύριο Αλεξάνδρου, που έδειξε να γοητεύεται απ' την ομορφιά και το παράστημα της Ανθής, το θεώρησε ιδανική ευκαιρία να την αποκαταστήσει, αφού θα της πρόσφερε άνεση στην οικογενειακή ζωή, πλούτο, πολυτέλεια και κοινωνικό στάτους.
    Ωστόσο, η Ανθή είχε άλλα σχέδια. Ήταν πολύ ερωτευμένη με τον Αχιλλέα, έναν παιδικό της φίλο και συμμαθητή, που -πλειστάκις- είχε εκφράσει τον θαυμασμό του για κείνη. Η μητέρα δεν το ενέκρινε, καθώς ο νεαρός δε διέθετε οικονομική ευμάρεια, ούτε αριστοκρατικές καταβολές. Ήταν απλά ένας αγρότης.
- Ανθή, θέλω να σου μιλήσω. Σοβαρά αυτήν τη φορά, είπε η μητέρα στην κόρη, κοιτάζοντάς την με αυστηρότητα.
- Ω, μητέρα! Σ' αγαπώ τόσο πολύ, μα τούτη τη φορά πρέπει να με καταλάβεις! διαμαρτυρήθηκε εκείνη, με παρακλητικό τόνο στη φωνή.
- Νοιάζομαι για το μέλλον σου, αγάπη μου, το ξέρεις αυτό. Σκέψου τι χαρά θα έπαιρνε κι ο πατέρας σου, εάν έβλεπε την κόρη του να παντρεύεται έναν εξαιρετικό επιστήμονα διεθνούς φήμης, απάντησε η μητέρα.
- Μα... μητέρα, τη διέκοψε ευγενικά η Ανθή.
Εάν καταλάβω πως θέλεις να καταλήξεις μια ασήμαντη, κατακαημένη βοσκοπούλα, θα πεθάνω! Σε λίγα χρόνια θα μετανιώνεις που δε σκέφτηκες προνοητικά.
   Οι μέρες πέρασαν κι η συνάντηση της Ανθής με τον Φίλιππο Αλεξάνδρου έγινε, χωρίς να είναι στις προθέσεις κανενός απ' τους δύο. Η Σοφία αρρώστησε σοβαρά κι η μητέρα, χωρίς να χάσει την ευκαιρία, τον κάλεσε σπίτι, να την κουράρει. Ο Φίλιππος κι η Ανθή γνωρίστηκαν και, παρ' ότι ευγενικός μαζί της, δεν άλλαξε η γνώμη της γι'  κείνον. Τον έβρισκε πολύ μεγάλο, πολύ ώριμο για την ηλικία της και σίγουρα δεν είχαν τόσα κοινά, όσα με τον Αχιλλέα. Η μητέρα, όμως, συνέχιζε να επιμένει κι η πονόψυχη Ανθή δεν άντεχε να τη βλέπει προβληματισμένη. Ίσως να μην ήταν τόσο ακατόρθωτο να ερωτευτεί του Φίλιππο, εάν δοκίμαζε. Ίσως να μην έπρεπε να είναι τόσο πεισματάρα κι ίσως η μητέρα της ήξερε κάτι παραπάνω. Έπρεπε να συμβιβαστεί για χάρη εκείνης και του ονόματος τους.
Μέσα σε λίγο καιρό η Ανθή έπαψε να είναι η «δεσποινίς Αϊβαλιώτη» και πλέον όλοι τη φώναζαν «κυρία Αλεξάνδρου». Κι η μητέρα της φούσκωνε από περηφάνεια. Ο γάμος τους ήταν πολυτελής. Σύντομα, η Avθή έμενε σε μια έπαυλη με τον Φίλιππο, λίγο πιο πέρα απ' τη μητέρα και την αδερφή της. O Αχιλλέας, σαν πληροφορήθηκε την είδηση του γάμου, απογοητεύτηκε πολύ, αλλά προσπάθησε να το κρύψει, δίνοντας ευχές για την ευτυχία τους.
Οι μήνες περνούσαν. Ο Φίλιππος εργαζόταν πολλές ώρες, ενώ συχνά παρευρίσκονταν, όταν τελείωνε, σε δείπνα με τους συναδέλφους. Κάθε πρωί της έδινε ένα φιλί κι έφευγε. Η Ανθή ένιωθε πως κάτι της λείπει. 
    Μα τι της έλειπε; Τα είχε όλα. Είχε πετυχημένο σύζυγο, ένα πολυτελές σπίτι, πολλά καινούργια, ακριβά ρούχα και κοσμήματα. Δεν ήταν πια ένα ορφανό κορίτσι, αλλά σύζυγος αξιοσέβαστου επιστήμονος. Καθόταν μόνη στο σπίτι, ώρες ατελείωτες δίχως τίποτε να 'χει να κάνει. Κοιτούσε τις πανάκριβες πορσελάνες, τους περίτεχνους καθρέφτες, τις «ασυκτιούσες» βιβλιοθήκες. Όλα εγκαταλειμμένα, μες στη σκόνη, χωρίς ζωή! Κανένας άνθρωπος γύρω της για να μιλήσει, να γελάσει, να διασκεδάσει. Πόσο θα 'θελε να ήταν εκεί η αδερφή της! Αναρωτιόταν τι αξία έχουν τα υλικά αγαθά, όταν απουσιάζουν η αγάπη και η συντροφικότητα. Ένιωθε μόνη. Ο Φίλιππος δεν της έδινε καμιά σημοσία κι όσο περνούσε ο καιρός, της μιλούσε όλο και λιγότερο, την αντιμετώπιζε σα μωρό κι ούτε μια φορά δεν την άφηνε να τον συνοδεύσει στις δεξιώσεις. Όλα  τα 'βλεπε να περνούν μπροστά της, σα σκιές. Ήταν παγιδευμένη -απ' τα είκοσί της χρόνια- σε μια ζωή με την οποία είχε συμβιβαστεί απλά.  
    Σα να μην έφταναν όλα αυτά, κάθε βράδυ έβλεπε κι εφιάλτη: τη Σοφία να τη φωνάζει να γυρίσει στο σπίτι και τον Αχιλλέα να της λέει πως δεν περίμενε να τον απογοητεύσει έτσι. Για πολλές μέρες, εμφανιζόταν στον ύπνο της ένα κόκκινο πουλί, στο χρώμα της φλόγας. Ήταν ένα πουλί διαφορετικό απ' τ' άλλα. Δεν κελαηδούσε, μόνο χτυπούσε δυνατά τα φτερά του. 
    Ένα βράδυ, όμως, της μίλησε σ' ανθρώπινη  γλώσσα. Η Ανθή άκουσε ολοκάθαρα να της λέει: «Ακολούθησε την καρδιά σου! Μόνο έτσι θα βρεις αληθινή ευτυχία. Η ζωή είναι πολύτιμη!». 
Η κοπέλα ταράχτηκε. Κοίταξε πανικόβλητη δίπλα της. Ο Φίλιππος είχε ήδη φύγει. Ξημέρωνε σιγά σιγά, μα δεν το 'χε καταλάβει. Πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και, φορώντας ακόμη το νυχτικό, έτρεξε στην αυλή, ενστικτωδώς. Τότε εμφανίστηκε ξαφνικά ολοζώντανο μπροστά της το κόκκινο πουλί που είχε δει στον ύπνο της. Αδυνατώντας να πιστέψει ό,τι έβλεπε και νομίζοντας πως συνεχίζει ν' ονειρεύεται, παραπάτησε προς τα πίσω. Το πουλί την κοίταξε κατάματα, της είπε ξανά: «Ακολούθησε την καρδιά σου! Μόνο έτσι θα βρεις αληθινή ευτυχία. Η ζωή είναι πολύτιμη!» και πέταξε μακριά. Τότε η Ανθή, χωρίς δεύτερη σκέψη -υπακούοντας στη συμβουλή του πτηνού-, σα να ξύπνησε από λήθαργο, έτρεξε μ' όλη  τη δύναμή της προς την κατεύθυνση που είχε φύγει. Ένιωθε πιο ελεύθερη από ποτέ! Είχε τρέξει μακριά από ό,τι τη δέσμευε και την κρατούσε εγκλωβισμένη. Ήταν πλέον έτοιμη να ζήσει τη ζωή της, όπως την είχε ονειρευτεί! (Πορτ.Μαρ.)