Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

Όταν Εκείνος συναντά Εκείνη...

14 Φεβ 2025

«Ήρθες...»

Ήρθες. Κι η ημέρα χλωμή, το κρύο βαρύ
κι οι νύχτες -δίχως εσένα- με σιωπές μοιάζουν. 
Ήρθες. Απλωμένα τα πανιά χάσκουν στο πλοίο. 
Και σαν έρχεσαι, αλλάζουν πολλά. 
Μα... θέλω ν' αλλάξουν όλα! 
Κι η φύση αλλάζει και τα πουλιά στα κλαδιά πιάνουν δουλειά, σφόδρα να κελαηδήσουν.
Και τα πορτοπαράθυρα ορθάνοιχτα αφέθηκαν. 
Κι άνθη σκορπίζουν ευτυχή την ευωδιά τους. Τόση χαρά νιώθω πια... πως δεν αντέχεται!
Στα τόσ' ανοιχτά παράθυρα, η φύση
-σκουπίζοντας μ' αγένεια τα πασούμια της-
ορμά φουριόζικα στ' εσώτερα της 
κάμαρης του ιδιωτικού μας βίου.
Και η  θάλασσα χλωμή απομένει.
Και λυσσαλέα αναμένει τη διάρρηξη!
Τα αφρόψαρα -δειλά και σαλεμένα-
γυρεύουν ψίχουλα της ελεημοσύνης σου.
Και είναι πολύ το κρύο. Μα, πιότερο 
πάγος γίνεται το κρύο της ψυχής μου.
Κι άλλοι αμέριμνα κοιτάζουνε. 
Κάτωχροι στη συνειδητοποίηση 
πως πια η άφιξη έχει παρέλθει. 
Ανεπιστρεπτί! Δεν ξέρουνε 
στήριξη πώς γίνεται να δώσουν.
Και το πλοιάριο σημαίνει απομάκρυνση. 
Με απλωμένα τα πανιά, τις άγκυρες δεμένες 
κι εσένα στο κατάστρωμα.
Ήρθες. Στη νυφική την κάμαρα 
παρόν δεν έχεις δώσει.
Κι όλα τελειώνουν άδοξα. 
Εσχόλασεν ο γάμος! 

4 Ιαν 2025

«Απελευθέρωση...»


Σκοτάδι. Βαθύ σκότος. Μάτια κλειστά. Ερμητικά, σα σφιχτοδεμένα. Λίγο μετά, δυνατοί πόνοι. Συσπάσεις, τυπικές κινήσεις. Εν τέλει η δημιουργία: ένα μωρό, μια νέα ύπαρξη. Παράγωγο του πόνου μιας μάνας. Συνηθισμένης, σαν όλες τις άλλες. Μα, η νέα ζωή έμοιαζε αλλιώτικη, ξεχωριστή. Δεν έκλαιγε. Μονάχα κινούνταν ρυθμικά. Ήταν ήσυχη. Πάντοτε υπήρξε πολύ ήσυχη! 
   Έως τον πέμπτο χρόνο της ζωής έμαθε πολλά. Είπε τα πρώτα λογάκια: «Μαμά, Μπαμπά, Τάτα, Μαμ...» Περπάτησε. Πρώτα στα τέσσερα κι έπειτα στα δύο πόδια. Πήγε σχολείο. Έπαιζε με τα υπόλοιπα παιδιά. Αγαπούσε τους γονείς και δεν έκλαιγε ποτέ. Κι εκείνοι ήταν περήφανοι. Ιδιαιτέρως περήφανοι για την ξεχωριστή τους ύπαρξη. 
   Στην αρχή, τα πάντα ήταν απλά. Δε χρειαζόταν εξηγήσεις. Στον δέκατο χρόνο της ζωής, το κορίτσι τελείωνε το Δημοτικό. Τώρα μάθαινε πιο περίπλοκα: Μαθηματικά, Ιστορία, Φυσική, Αγγλικά. Δε δυσκολευόταν. Καθόλου! Τότε ήταν που γνώρισε για πρώτη φορά την Ασχήμια: μια μέρα τέσσερα παιδιά πέταξαν τη σχολική της σάκα στα σκουπίδια. Ένιωσε απαίσια. Δεν κατάλαβε το γιατί. Δεν έκλαψε. Δεν έριξε ούτε σταγόνα δάκρυ. Έπειτα ανάλογα περιστατικά συνέβαιναν, όλο και συχνότερα. Τελικά η μητέρα τα έμαθε κι έσπευσε να παραπονεθεί: στα παιδάκια, στις μητέρες τους, στο σχολείο. 
Το κορίτσι, βεβαίως, δεν ήθελε να τιμωρηθεί κάποιος. Είπε ψέματα πως για όλα έφταιγε εκείνη. Ήταν το πρώτο της ψέμα. Και το πιο αφελές! 
    Το κορίτσι έκλεινε τα 12 πια. Μεγάλωνε και καταλάβαινε -λίγο λίγο- την κοινωνία που την περιλάμβανε. Πόσο δύσκολη θα ήταν η επιβίωση. Πίστευε πως υπήρχε Ελπίδα για κάτι καλύτερο. Τα πιστεύω της οδήγησαν πολλούς στην απόρριψη. Τη μίσησαν. Δεν την ένοιαζε. Είχε λίγους φίλους. Αυτούς προτιμούσε να διαφυλάξει κοντά. Στα μαθήματα πια δεν τα πήγαινε καλά. Βαριόταν. Ασχολούνταν με άλλα: πιο μεγάλα, πιο ενδιαφέροντα. Κι αυτό δυσαρέστησε τη μητέρα. Εκείνη προσπαθούσε μ' όλες της τις δυνάμεις: 
να τη μεγαλώσει, να τη μορφώσει. Να γίνει η σπουδαία γυναίκα που δεν κατάφερε η ίδια να γίνει ποτέ. 
    Το κορίτσι, 13 ετών τώρα, αντιμετώπιζε πολλαπλά προβλήματα. Ο πατέρας στο σπίτι έπινε διαρκώς. Έπινε και μάλωνε με τη μητέρα: το πρωί, γιατί δεν έβρισκε το πουκάμισο ή το σακάκι του κοστουμιού· το μεσημέρι, γιατί δεν του άρεσε το φαγητό·το βράδυ, γιατί απλά δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί. Συχνά δεν ερχόταν καν. Κι όταν ερχόταν, το κορίτσι άκουγε -σχεδόν κάθε φορά- τη μητέρα να κλαίει στο διπλανό δωμάτιο. Προσπαθούσε να της συμπαρασταθεί. Πότε μ' ένα χαμόγελο ή ένα νεύμα, πότε με φευγαλέα αγγίγματα κατανόησης. Εκείνη δε δεχόταν τη βοήθειά της! Κι έτσι το κορίτσι μάλωσε με όλους τους φίλους, για έναν λόγο που δεν θυμάται πια. Αναγκάστηκε ν' αλλάξει σχολείο. Προσπάθησε να κάνει νέα αρχή στο επόμενο. Τώρα, είχε ατσαλώσει τον χαρακτήρα της! Την εξανάγκαζαν οι συνθήκες. Ήταν, ωστόσο, απρόσμενα ήσυχη πάντα. Χάραξε ένα μόνιμο μειδίασμα στο πρόσωπο, μια μάσκα ψυχρού, απροσπέλαστου πάγου. 
    Επρόκειτο σαφώς για ψέμα. Μια καλοστημένη φάρσα, με βασικό θύμα τον εαυτό της. Στα δέκατα πέμπτα γενέθλια, έφηβη πια, η μητέρα κατέρρευσε. Δεν άντεξε στη διάρκεια της κακοποίησης. Ζήτησε διαζύγιο απ' τον κακοποιητή της. Συμβίωναν ακόμη, βεβαίως για χάρη της. Αυτή δε σχολίασε τίποτε. Τι να έλεγε άλλωστε; Μια παρωδία οικογένειας ήταν όλοι τους! Επέλεξε τη σιωπή. Η μητέρα σταμάτησε ν' ασχολείται με τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας. Λειτουργούσε μηχανικά: έφτιαχνε πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό, έπαιζε στον υπολογιστή, έπλενε πιάτα, συμμάζευε, καθάριζε. Πήγαινε συχνά στον Ψυχίατρο. Τα βράδια κοιμόταν με χάπια. Κι ενδιάμεσα, ατέλειωτοι καυγάδες. Η έφηβη τους είχε βαρεθεί! Δεν τους μιλούσε, δεν τους άκουγε, δεν τους κοιτούσε. Τους απέφευγε, ποικιλοτρόπως. Έβγαινε συχνά έξω. Μέχρι πολύ αργά. Γύριζε το ξημέρωμα, ελπίζοντας να ενδιαφερθούν, να την ψάξουν. Δεν το έκαναν ποτέ! 
    Τώρα είχε πολλούς φίλους. Καλύτερα... πολλούς γνωστούς. Μπροστά τους δεν ήταν ίδια. Έτσι πίστευε. Δε μιλούσε για τους γονείς ή τα προβλήματά τους ποτέ. Απλά τους χρησιμοποιούσε, για να ξεσπάει. Δεν απέμεινε ίχνος απ' το κορίτσι που ήθελε να κάνει τους πάντες χαρούμενους. Η ησυχία της είχε απομείνει μονάχα. Μια ησυχία παράξενη, σύμφυτη της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας.
    Η γυναίκα, στα 18 της, έχασε τη μητέρα και τον πατέρα της. Αλληλοσκοτώθηκαν! 
Αποφάσισε ν' απομακρυνθεί. Από όλους. Ακόμη κι όταν την έψαχναν οι φίλοι, αυτή δεν εμφανιζόταν. Έμενε ολομόναχη. Είχε επιλέξει να μείνει μόνη. Και ήταν, όπως πάντα, πολύ ήσυχη.        Μια μέρα αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή. Ανέβηκε στην ταράτσα της πολυκατοικίας του διαμερίσματός της. Σε κάθε σκαλί, που πατούσε, τα πόδια βάδιζαν γρηγορότερα. Άνοιξε την πόρτα της ταράτσας. Παρατήρησε τη νύχτα. Ήταν μοναδικά υπέροχη! Μια θλιμμένη πανσέληνος να περιλούζει την πόλη, μ' ένα φως μελαγχολικό σα την σιωπή της. Τόσα χρόνια ζούσε στο σπίτι. Δεν είχε ανέβει ποτέ εκεί πάνω. Έκανε κρύο πολύ. Παγωνιά. Σε απόλυτη αρμονία με την καρδιά της. Μάζεψε το σώμα της προς τα πόδια. Δε φυσούσε καθόλου. Ούτε ένα ελαφρύ αεράκι στην ατμόσφαιρα... Σήκωσε το πρόσωπο ψηλά. Ξανά προς την πανσέληνο. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν. Απολύτως τίποτε. Επιχείρησε ένα δειλό, αδύναμο βήμα μπροστά. Στη συνέχεια, με όλη της τη δύναμη, φώναξε. Φώναξε ξανά και ξανά. Κι έπειτα απλά έτρεξε με μανία. Προς τα μπροστά και χύθηκε στο κενό. Έπεσε! Αιώνας της φάνηκε η πορεία καθόδου. Στο μεσοδιάστημα είδε τη ζωή ολάκερη να περνά μπροστά της. Κρατούσε τα μάτια κλειστά. Δυνατός αέρας ωθούσε τα μαλλιά προς τα πίσω. Λες και προσπαθούσαν εκείνα να σωθούν. Ακόμα κι αν αυτή έπεφτε. Άκουγε ποικίλους ήχους. Ήχους οικείους, ήχους ανοίκειους, σαφείς, ασαφείς κι απροσδιόριστους. Τα πάντα μπερδεμένα και συνάμα τόσο διαυγή. 
    Δεν είχε  αναστολές για την πράξη της! Καμία απολύτως. Ονειρεμένη κατάσταση. Δε θα μπορούσε να ξυπνήσει απ' αυτήν ποτέ. Δε θα μπορούσε να επιστρέψει. Από το σημείο που η θλίψη ενώνεται αιώνια με την καρδιά της. Τη μέρα εκείνη η γυναίκα ελευθέρωσε τη φωνή. Μαζί και την ψυχή της. Απέδειξε στην κοινωνία -που ποτέ δεν την είχε δεχθεί- πως υπήρξε, πως βρισκόταν εκεί. Έστω για λίγο, για τα λίγα λεπτά απελευθέρωσης! (Π.Κ)